Ἐπισκόπου Φαναρίου
Ἀγαθαγγέλου
Γενικοῦ Διευθυντοῦ Ἀποστολικῆς Διακονίας
τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
Ἅγιος Ἱερομάρτυς Πῖος, Ἐπίσκοπος Ρώμης
-μαθητεία σέ μορφές τῆς Ἀρχαίας Ἐκκλησίας-
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ΄. Θείας πίστεως.
Ῥώμην ἔνθεον διεζωσμένος, ἐθριάμβευσας τῇ Ἐκκλησίᾳ, ὡς ἱεράρχης καί μάρτυς Πῖε ἔνδοξε˙ σύ γάρ σοφίας τόν πλοῦτον δρεψάμενος, ἀθλητικῶς τό σόν τάλαντον ηὔξησας˙ Πάτερ ὅσιε, Χριστόν τόν Θεόν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τό μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος δ΄. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ὡς πυρσόν κτησάμενος τήν θείαν γνῶσιν, ἐν ἀθλήσει ἔφανας, μυσταγωγέ τῶν ὑπέρ νοῦν, καταφαιδρύνων τούς ψάλλοντας˙ Χαίροις ἐκφάντορ τοῦ Λόγου, Πῖε ἔνδοξε.
Προλογικό.
Ὅταν κάποιος μελετᾶ τήν ἐκκλησιαστική ἱστορία καί συγκεκριμένα τήν ἱστορία τῆς Ἀρχαίας Ἐκκλησίας, πού διαγράφεται στίς Κατακόμβες καί τούς διωγμούς, βιώνει τό θαῦμα, τόν πόνο καί τήν προσδοκία.
Τό θαῦμα, διότι βλέπει τόν τρόπο ζωῆς τῶν πρώτων Χριστιανῶν καί τό μεγαλεῖο τοῦ μαρτυρίου, τίς διψασμένες ψυχές γιά ἀλήθεια καί δικαιοσύνη πού ἀνεπιφύλακτα δέχθηκαν τό σπόρο τοῦ Εὐαγγελίου καί παρέδωσαν μέ ἐμπιστοσύνη τόν ἑαυτό τους στά χέρια τοῦ ζώντος Θεοῦ.
Τόν πόνο γιά τά προβλήματα τῆς Ἐκκλησίας καί τίς διώξεις τῶν ἀνθρώπων τοῦ Θεοῦ, τίς δυσχέρειες, τίς ὀξειδώσεις τοῦ χρόνου, τούς ἐγωϊσμούς, τό σχίσμα πού ἔφερε τή διαίρεση μέ ἀποτέλεσμα νά ζήσουμε καί νά πληρώσουμε τό τίμημα μιᾶς δυτικῆς θεολογίας καί τῶν παραμέτρων της, πού ἀλλοίωσε τό χαρακτήρα, τή διδασκαλία, τό ἦθος καί τό φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας.
Καί τήν προσδοκία. Τήν προσδοκία, ὅπως τήν βίωναν οἱ πρῶτοι Χριστιανοί πού προσδοκοῦσαν τήν ἡμέρα Κυρίου. Τήν προσδοκία, γιά νά δοξασθεῖ τό Ὄνομα τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ καί νά βρεῖ ὁ ἄνθρωπος τό δρόμο του πρός τή σωτηρία καί τή θέωση, γιά νά ζήσει τήν Χριστοζωή, τήν ὄντως ζωή, καί νά δώσει περιεχόμενο στό βίο του, στήν ὕπαρξη του, στίς προτεραιότητες καί τίς ἐπιλογές του.
Κατά τούς χρόνους τῆς ἱστορικῆς πορείας τῆς Ἐκκλησίας μέσα στόν κόσμο ἀναδείχθηκαν μορφές Ἁγίων πού στόλισαν τό στερέωμα τῆς γῆς καί τόν οὐρανό. Μορφές πού γιά ἱστορικούς καί ἄλλους λόγους λησμονήθηκαν, διαθέτουν ὅμως τήν πλέον ἰσχυρά μαρτυρία τῆς ἁγιότητος, τοῦ μαρτυρίου, τῆς παραδόσεως καί τῆς συνειδήσεως τῆς Ἐκκλησίας, καί καταγράφηκαν σέ λειτουργικά ἑορτολόγια, μαρτυρολόγια καί κώδικες.
Μία ἀπό τίς μορφές αὐτές εἶναι αὐτή τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Πϊου, Ἐπισκόπου Ρώμης (140-155 μ.Χ.).
Ἡ μορφή τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Πίου, ἐκχέοντος «τό αἷμα του ἀντί μέλανος» καί παρέχοντος «τήν σάρκα ἀντί χάρτου»[1], μᾶς κληροδοτεῖ θησαυρό ὁμολογίας Θεοῦ καί πνευματική κληρονομιά, μᾶς μεταδίδει τό ἀπήχημα τῆς ἀρχαίας ὁμολογίας τοῦ πρώτου καί ἐξαιρέτου ὀνόματος Χριστιανός, μᾶς καθιστᾶ κοινωνούς τῆς ἱστορίας τῆς Ἀρχαίας Ἐκκλησίας, τῆς Μίας Ἁγίας Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ἀποκαλύπτει τόν ἴδιο τόν Χριστό καί αἰσθητοποιεῖ τήν παρουσία Του μέσα στήν ἱστορία .
Ὁ Ἅγιος Πῖος, ὡς διάδοχος τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου, καθαίρεσε τά ὀχυρώματα τῆς πλάνης, ἀνέτρεψε τήν ψευδή πίστη τῶν ἐθνικῶν, πλήθυνε τήν παράταξη τῶν Κατηχουμένων, αἰχμαλώτισε στήν ὑπακοή τοῦ Χριστοῦ τά νοήματα τῶν πολυθέων εἰδωλολατρῶν.
Ἡ ἰσχυρά πνευματική ἀκτινοβολία τῆς προσωπικότητάς του δίδει τή μαρτυρία τῆς πίστεως καί βεβαιώνει τήν ἀποκαλυφθεῖσα ὑπό τοῦ Κυρίου ἀλήθεια: «Ὁ Κύριος οὕτως ἐδίδαξεν, Ἀπόστολοι ἐκήρυξαν, Πατέρες διετήρησαν, Μάρτυρες ἐβεβαίωσαν…»[2].
Εὔχομαι ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, διά πρεσβειῶν τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Πίου, νά πλημμυρίζει τή ζωή τῶν Χριστιανῶν μέ φῶς, χάρη, ἀλήθεια, ὀμορφιά, ἀνάπαυση, παρηγορία, χαρά, εἰρήνη, καί νά τούς ἐνισχύει στήν ἔμπονη καθημερινή τους πορεία.
† Ὁ Φαναρίου Ἀγαθάγγελος
Γενικός Διευθυντής Ἀποστολικῆς Διακονίας
τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
Ἡ διάδοση τοῦ Χριστιανισμοῦ καί τά χρόνια τῶν διωγμῶν.
Ἡ διάδοση τοῦ Χριστιανισμοῦ στόν ἑλληνορωμαϊκό κόσμο ἦταν αἰσθητή κατά τούς ἀποστολικούς χρόνους καί συνεχίσθηκε μέ ἐντυπωσιακά ἀποτελέσματα καί κατά τή μεταποστολική ἐποχή. Ἡ ἀνταπόκριση τοῦ ἑλληνορωμαϊκοῦ κόσμου στό μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου γιά τόν Θεό, γιά τόν ἄνθρωπο καί γιά τόν κόσμο δέν ἦταν βέβαια ἄσχετη πρός τήν ἱκανοποίηση τῶν ἀγωνιωδῶν ἐρωτημάτων του ὡς πρός ὕπαρξη ἤ τή φύση τοῦ Θεοῦ, ὡς πρός τήν προέλευση καί τήν πνευματική ὑπόσταση τοῦ ἀνθρώπου, ὡς πρός τή σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό καί μέ τόν κόσμο, ὡς πρός τό θάνατο καί τή μεταθανάτια ζωή, ὡς πρός τή σχέση τῆς ἀνθρώπινης ἁμαρτίας μέ τό φυσικό ἤ τό ἠθικό κακό, ὡς πρός τήν πνευματική ἀναγέννηση καί τή θέωση τοῦ ἀνθρώπου, ὡς πρός τήν ὀντολογική ἰσότητα ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Ἡ χριστοκεντρική προσέγγιση ὅλων τῶν σχετικῶν ἐρωτημάτων ἀπό τό χριστιανικό κήρυγμα εἶχε ἤδη θεμελιωθεῖ στήν ἀποστολική παράδοση, ἡ ὁποία ἐμπλουτιζόταν συνεχῶς μέ τήν αὐθεντική της προσαρμογή σέ κάθε νέα πραγματικότητα[3].
Ἡ Ρώμη ὑπῆρξε τό κέντρο τοῦ ὅλου κηρυκτικοῦ ἔργου τῶν Ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου, ὅπως ἐπίσης καί πολλῶν συνεργῶν ἤ καί μαθητῶν τους. Ἡ καρποφορία καί ἡ δυναμική τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος κορυφωνόταν στό μαρτύριο τῆς Ἐκκλησίας. Ἐπί τρεῖς σχεδόν αἰῶνες ὁ Χριστιανισμός καταδιωκόταν ἀπό τό Ρωμαϊκό κράτος, διότι καί ὡς θρησκευτικό καί ὡς κοινωνικό σύστημα παρουσιαζόταν καί ἦταν ἀντίθετος πρός αὐτό[4].
Ἡ Ρωμαϊκή πολιτεία ἐθεώρησε τούς Χριστιανούς ὡς ἀνήκοντες σέ σωματεῖο ἀπαγορευμένο καί διαπράττοντες ἔγκλημα καθοσιώσεως καί ἀσέβειας κατά τοῦ προσώπου τοῦ αὐτοκράτορα καί τῆς ἀσφάλειας τοῦ κράτους. Δέν καταδίκαζε ἁπλά τούς Χριστιανούς σέ θάνατο, ἀλλ’ ὑπέβαλλε αὐτούς σέ φρικώδη βασανιστήρια πρός ἐξαναγκασμό σέ ἄρνηση τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ἔτσι τό αἷμα τῶν Μαρτύρων ὑπῆρξε, κατά τήν ἔκφραση τοῦ Τερτυλλιανοῦ, ὁ σπόρος τοῦ Εὐαγγελίου. Τό ὄνομα «Χριστιανός» κηρύχθηκε δηλωτικό ἐγκλήματος συνεπαγομέμνου καταδίκη σέ θάνατο. Ἡ Ρωμαϊκή αὐτοκρατορία γίνεται πατρίδα καί διῶκτις τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἡ δέ στάση αὐτῆς ἔναντι τούτου εἶχε σοβαρές συνέπειες στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Σέ τρεῖς κυρίως παράγοντες ὀφειλόταν ἡ δίωξη.
Πρῶτον στή λαϊκή ἐχθρότητα. Ἐκ πρώτης ὄψεως, ἡ χριστιανική πίστη συνάντησε ψυχρότητα καί ἔχθρα στό λαϊκό στοιχεῖο τοῦ ἐθνικοῦ κόσμου ἐξ αἰτίας τοῦ ἀσυμβίβαστου αὐτῆς πρός τίς ἐπικρατοῦσες τότε κοινωνικές, οἰκονομικές, πολιτικές καί πνευματικές καταστάσεις.
Δεύτερον, ἡ δίωξη ὀφειλόταν στήν ἀντίδραση τῶν φιλοσόφων, οἱ ὁποῖοι λόγῳ θεωρητικῶν προκαταλήψεων ἀδυνατοῦσαν νά κατανοήσουν ὁρισμένες θεμελιώδεις διδασκαλίες τοῦ Χριστιανισμοῦ, ὅπως εἶναι οἱ περί ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ, θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου, ἀναστάσεως τῆς σαρκός.
Τρίτον, ἡ δίωξη τῆς χριστιανικῆς πίστεως ὀφειλόταν στήν πολιτική καχυποψία καί τή σκλήρυνση τῆς κοσμικῆς ἐξουσίας. Γι’ αὐτό οἱ κρατοῦντες ζητοῦσαν ἀπό τούς Χριστιανούς νά ἀποδείξουν ἔμπρακτα ὅτι θυσιάζουν στούς θεούς, ἀπαγόρευαν παντός εἴδους συνάθροιση τῶν Χριστιανῶν, διέτασσαν τήν τιμωρία ὅλων τῶν κληρικῶν, τό θάνατο τῶν Χριστιανῶν συγκλητικῶν, τή δήμευση τῆς περιουσίας τῶν πλουσίων, ὑποχρέωναν τούς Χριστιανούς νά παραδώσουν ὅλα τά βιβλία πού εἶχαν στή διάθεσή τους πρός καταστροφήν διά πυρᾶς, ἀπαγόρευαν τή χριστιανική λατρεία, ἐπέβαλλαν τήν καταστροφή τῶν ναῶν καί τήν προσφορά θυσίας ἐπί ποινῇ θανάτου. Στήν πραγματικότητα δέν ὑπάρχει ἀριθμός διωγμῶν, ἀλλά συνεχής κατάσταση διώξεως μέ ἐξάρσεις καί ὑφέσεις κατά καιρούς.
Ἐπί τοῦ διαδεχθέντος τόν Ἀδριανό (117-138 μ.Χ.) αὐτοκράτορος Ἀντωνίνου (138-161 μ.Χ.) ἐμαρτύρησαν ὁ Ἐπίσκοπος Ἱεροσολύμων Μάρκος καί οἱ Ἐπίσκοποι Ρώμης Τελεσφόρος[5], Ὑγῖνος καί Πῖος, ὁ Σμύρνης Πολύκαρπος[6] καί ἄλλοι.
Σέ αὐτό τό μικρό συναξάρι θά σκιαγραφήσουμε μέσα ἀπό τίς ἱστορικές μαρτυρίες τό βίο ἑνός λησμονημένου Μάρτυρα, τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Πίου, Ἐπισκόπου Ρώμης, πού ἔζησε καί ἔδρασε κατά τόν 2ο αἰώνα μ.Χ. καί ἡ δράση του ἦταν, ὅπως ὅλων τῶν Ἁγίων, ἔκφραση ὁμολογίας καί πίστεως στόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό.
Εἶναι γεγονός ὅτι στή λειτουργική πράξη μιᾶς τοπικῆς Ἐκκλησίας παραμένουν σήμερα ἄγνωστοι καί ἀμνημόνευτοι πάμπολλοι Ἅγιοι πού διέπρεψαν καί τιμῶνται σέ μιά ἄλλη Ἐκκλησία.
Γι’ αὐτό θά ἦταν σκόπιμο καί ὠφέλιμο νά κατανοήσουμε γιατί, μέσα στό ἱστορικό διάβα τῆς Ἐκκλησίας, πολλοί Ἅγιοι, Μάρτυρες, Ἱερομάρτυρες, Ὁσιομάρτυρες, Ἀσκητές καί Ὁμολογητές παραμένουν ἄγνωστοι, δέν ἔχουν συμπεριληφθεῖ σέ διάφορα συναξάρια[7] καί παρασιωποῦνται παντελῶς σέ Εὐχολόγια καί Τυπικά[8].
Οἱ Ἅγιοι κατέχουν κεντρική θέση στήν ὅλη λατρευτική καί πνευματική ζωή τῶν Ὀρθοδόξων. Εἶναι οἱ φίλοι τοῦ Χριστοῦ, αὐτοί πού μέ τήν πίστη καί ἐνεργό ἀγάπη τους ἔγιναν δοχεῖα τοῦ Πνεύματος καί ὅμοιοι μέ τόν Θεό καί ἀπέβησαν οἱ εὐχέτες καί προστάτες μας στόν οὐρανό, φέρνοντάς μας πλησιέστερα στόν ἕνα Μεσίτη μεταξύ Θεοῦ Πατρός καί ἀνθρώπων, τόν Χριστό[9].
Δέν εἶναι λοιπόν τυχαῖο ὅτι τελώντας τήν ἀναίμακτο θυσία πανω στήν καθαγιασμένη μέ λείψανα Μαρτύρων Ἁγία Τράπεζα καί μετέχοντες τοῦ ἑνός Ἄρτου καί τοῦ ἑνός Ποτηρίου, ζητοῦμε, καθώς λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος στήν Ἀναφορά τῆς Θείας Λειτουργίας του, νά ἑνωθοῦμε «εἰς ἑνός Πνεύματος Ἁγίου κοινωνίαν» καί «εὕρωμεν ἔλεον καί χάριν μετά πάντων τῶν Ἁγίων Προπατόρων, Πατέρων, Πατριαρχῶν, Ἀποστόλων, Κηρύκων, Εὐαγγελιστῶν, Μαρτύρων, Ὁμολογητῶν, Διδασκάλων καί παντός πνεύματος δικαίου ἐν πίστει τετελειωμένου, ἐξαιρέτως δέ τῆς Παναγίας, ἀχράντου, ὑπερευλογημένης, ἐνδόξου, Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καί ἀειπαρθένου Μαρίας».
Ἀπί τίς πρώτες ἤδη ἡμέρες τῆς συστάσεως τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἀπόδοση τιμῶν μεταθανατίως σ’ ἕνα Μάρτυρα, Ὁμολογητή, Ἐπίσκοπο, σ’ ἕνα Ὅσιο ἤ σέ μιά Ὁσία δέν προϋπέθετε ὁποιουσδήποτε προκαθορισμένους ὅρους. Ἡ τιμή πρός αὐτούς ἀποτελοῦσε μιά αὐθόρμητη πράξη τῶν πιστῶν, ὅταν στή συνείδησή τους ἕνα πρόσωπο περιβαλλόταν μέ τό φωτοστέφανο τῆς δόξας.
Καθώς εἶναι γνωστό, ὡς πρῶτοι Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας φέρονται οἱ Μάρτυρες, αὐτοί οἱ ὁποῖοι γιά τούς ἀγῶνες τους ὑπέρ τῆς πίστεως καί γιά τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο θανατώθηκαν ἀπολάμβαναν ἰδιαίτερης τιμῆς καί σεβασμοῦ ἐκ μέρους τῶν πιστῶν, πού θεωροῦσαν ὅτι ἡ ὁμολογία καί ὁ μαρτυρικός θάνατος ἀποτελοῦσε ὕψιστη τιμή γιά κάθε Χριστιανό[10].
Στήν ἀρχαία Ἐκκλησία, εὐθύς μετά τούς Μάρτυρες ἴση τιμή ἀπεδίδετο καί στούς Ὁμολογητές, τά ἐκλεκτά αὐτά δοχεῖα τοῦ Πνεύματος, πού εἶχαν ὁμολογήσει τήν πίστη τους μπροστά στούς διῶκτες τους, χωρίς ὅμως νά ὐποστοῦν μαρτυρικό θάνατο.
Παράλληλα ὅμως πρός τούς Μάρτυρες καί Ὁμολογητές, τιμές ἀπεδίδοντο καί στούς Ἐπισκόπους, ὄχι μόνο γιατί ἔφεραν ἕνα ἀξίωμα, τό ὁποῖο κατά τόν ἱερό Χρυσόστομο, τούς ἀνύψωνε ὑπεράνω Ἀγγέλων καί Ἀρχαγγέλων[11], ἀλλά καί διότι στά ὄμματα τῶν πιστῶν οἱ Ἐπίσκοποι ἐμφανίζονταν οἱ κυρίως ἀθλητές τῆς πίστεως κατά τῆς εἰδωλολατρείας καί τῶν αἱρέσεων.
Μαζί μέ τούς ἀνωτέρω Ἁγίους τιμήθηκαν ἀπό τήν Ἐκκλησία οἱ Ἀσκητές καί οἱ Ὅσιοι, οἱ πνευματοφόρες ἐκεῖνες μορφές ἀνδρῶν καί γυναικῶν πού εἶχαν ἐπιβληθεῖ στή συνείδηση τῶν πιστῶν ὡς Ἅγιοι γιά τήν ἐνάρετη ζωή καί πολιτεία τους.
Ὥς τίς ἀρχές τοῦ 4ου αἰῶνος μ.Χ., τόν κύριο καί μόνο παράγοντα βάσει τοῦ ὁποίου θεσπιζόταν ἡ τιμή ἑνός Ἁγίου ἀποτελοῦσαν οἱ ἐκ μέρους τῶν πιστῶν αὐθόρμητες ἐκδηλώσεις τιμῶν. Τό ἔθος τῆς συνάξεως Ἐπισκόπου καί πληρώματος γύρω ἀπό τόν τάφο ἑνός Μάρτυρος κατά τήν ἐπέτειο τοῦ θανάτου του, τήν λεγόμενη «γενέθλιον ἡμέραν», ἀποτελοῦσε τή μόνη πράξη τῆς Ἐκκλησίας, διά τῆς ὁποίας ἕνα πρόσωπο ἀναγνωριζόταν ὡς Ἅγιος. Μέ αὐτόν ἀκριβῶς τόν τελεσίδικο τρόπο, τήν ἐτυμηγορία τῶν πιστῶν μιᾶς τοπικῆς Ἐκκλησίας, ὁρίσθηκε ἡ ἐπέτειος μνήμη τοῦ Ἁγίου Πολυκάρπου στή Σμύρνη, τοῦ Ἁγίου Κυπριανοῦ στήν Καρθαγένη, τῶν Ἁγίων Ἱερομαρτύρων Τελεσφόρου, Ὑγίνου καί Πίου Ἐπισκόπων Ρώμης, στή Ρώμη, ὅπως καί πολλῶν ἄλλων Μαρτύρων καί Ἁγίων τῆς πρωτογενοῦς Ἐκκλησίας[12].
Ἡ ἀρχαία αὐτή πράξη τῆς Ἐκκλησίας διαπιστώνουμε ὅτι συνεχίζεται καί μετά τόν 11ο αἰώνα μ.Χ. γιά νά φθάσει καί τήν περίοδο τῶν Νεομαρτύρων τῶν Κάτω Χρόνων. Ἡ συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας συνεχίζει νά εἶναι ὁ κυριότερος παράγοντας τῆς ἀναγνωρίσεως ἑνός Ἁγίου.
Γιά τούς Ἁγίους τῆς παλαιοχριστιανικῆς περιόδου καί ἰδιαίτερα τούς Μάρτυρες ἔχουν διασωθεῖ σποραδικές πληροφορίες γιά τήν καθιέρωση ἑορτῶν Ἁγίων, ἀλλά πάντοτε στό ἐπίπεδο μιᾶς τοπικῆς Ἐκκλησίας. Συνεπῶς τά μετέπειτα συναξάρια καί μηνολόγια, ὡς τό περίφημο Συναξάρι τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἀποτελοῦν τή βάση γιά ἕνα συναξάρι μέ βάση κυρίως τή βυζαντινή ἑορτολογική παράδοση, ἀλλά αὐτό δέν μπορεῖ νά χαρακτηρισθεῖ ἀπό πληρότητα[13]. Ἡ ἀντίληψη, ἐπίσης, κατά τή διάρκεια τοῦ 11ου αἰῶνος μ.Χ., μιᾶς περιόδου πνευματικῆς κρίσεως στό Βυζάντιο, περί ἑνός «κλειστοῦ» ἀριθμοῦ Ἁγίων, ἡ ἄγνοια τῆς πνευματικῆς παραδόσεως τῶν δυτικῶν εὐρωπαϊκῶν λαῶν καί τό σχίσμα μεταξύ Ἀνατολικῆς καί Δυτικῆς Ἐκκλησίας δέν εὐνόησαν τήν προβολή καί τή μνήμη Ἁγίων, Ὁμολογητῶν, Ὁσίων καί Ἀσκητῶν, Μαρτύρων καί Ἱερομαρτύρων, Πατέρων καί Διδασκάλων πού εἶχαν ἀναδειχθεῖ στή Δύση[14]. Ἔτσι καί ἐμεῖς θά περιορισθοῦμε στήν παρουσίαση τοῦ μικροῦ αὐτοῦ συναξαρίου τοῦ Ἁγίου Πίου μέ βάση τίς πηγές τῆς ἐποχῆς καί τίς ἱστορικές μελέτες πού ἔχουν γραφεῖ γιά τό θέμα μας. Σημαντικό εἶναι πάντως ὅτι πέρα ἀπό τό Ρωμαϊκό Μαρτυρολόγιο καί τίς πηγές τῆς λατινόφωνης Δύσεως ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Πῖος ἀναφέρεται στό βιβλίο τοῦ ἐκλεκτοῦ καθηγητοῦ Γεωργίου Ἐμμανουήλ Πιπεράκι, ὑπό τόν τίτλον «Πανάγιον»[15].
Οἱ Ἐπίσκοποι Ρώμης μέχρι τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Πίου.
Ὁ Ἅγιος Πῖος Α΄ διετέλεσε Ἐπίσκοπος Ρώμης ἀπό τό 140 μ.Χ. μέχρι τό 155 μ.Χ. κατά τή διάρκεια τῶν αὐτοκρατόρων Ἀντωνίνου Πίου καί Μάρκου Αὐρηλίου καί ἦταν 9ος διάδοχος τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου στόν ἀποστολικό θρόνο τῆς Ρώμης[16]. Ἡ πληροφορία αὐτή ἐπιβεβαιώνεται καί ἀπό τόν Ἅγιο Εἰρηναῖο, Ἐπίσκοπο Λουγδούνων[17].
Ἡ σειρά τῶν Ἐπισκόπων Ρώμης ἀπό τόν Ἀπόστολο Πέτρο μέχρι τόν Ἅγιο Πῖο εἶναι ἡ ἀκόλουθη:
Ἀπόστολος Πέτρος 30-64 μ.Χ. († 29 Ἰουνίου) [18].
ἀπό Συναξαριστή μηνός Ἰουνίου, σελ. 452-460 μαζί μέ ὑποσημειώσεις.
Ἅγιος Λῖνος 64-76 μ.Χ. († 5 Νοεμβρίου)[19].
Οἱ τρεῖς Ἐπίσκοποι Ρώμης Λῖνος, Ἀνάκλητος καί Κλήμης ὑπῆρξαν τά σπουδαιότερα μέλη τοῦ ὑπό τῶν κορυφαίων Ἀποστόλων ἐγκατασταθέντος στή Ρώμη πρεσβυτερίου. Ὁ Ἅγιος Λῖνος, θεωρούμενος ὡς ἕνας ἐκ τῶν Ἑβδομήκοντα Ἀποστόλων[20] καί ταυτίζεται μέ τόν ἀναφερόμενο στήν Β΄ πρός Τιμόθεον Ἐπιστολή τοῦ Ἀποστόλου Παύλου[21].
Ἅγιος Ἀνάκλητος 76-88 μ.Χ. († 26 Ἀπριλίου).
Ὁ Ἅγιος Ἀνάκλητος ἤ Κλῆτος ἦταν ἀπό τήν Ἑλλάδα. Μαρτύρησε ἐπί αὐτοκράτορος Δομιτιανοῦ (81-96 μ.Χ.)[22].
Ἅγιος Κλήμης 88-97 μ.Χ. († 24 Νοεμβρίου).
Ὁ Ἅγιος Κλήμης εἶναι μία ἀπό τίς σημαντικότερες προσωπικότητες τῆς Ἐκκλησίας καί θεωρεῖται Ἀποστολικός Πατέρας. Ἐκκλησιαστικοί συγγραφεῖς[23], ταύτισαν τόν Κλήμη μέ τό συνεργάτη τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, πού ἀποκαλεῖται μέ τό ἴδιο ὄνομα στήν πρός Φιλιππησίους Ἐπιστολή[24]. Βάσει τῆς μαρτυρίας τῶν Κλημεντείων[25], κατά τήν ὁποία ὁ Ἅγιος Κλήμης παρουσιάζεται ὡς μέλος τῆς τότε βασιλευούσης οἰκογένειας στή Ρώμη, ἐπιχειρήθηκε ταύτιση αὐτοῦ μέ τόν ὕπατο Φλάβιο Κλήμεντα, ὁποῖος φονεύθηκε ἀπό τόν ἐξάδελφό του Δομιτιανό γιά ἔγκλημα ἀθεότητος, ἤτοι γιά τή χριστιανική του πίστη[26]. Ἡ μνήμη του ἄγεται ὡς μάρτυρος στίς 24 Νοεμβρίου. Σύμφωνα μέ τό Μαρτύριον τοῦ Ἁγίου Κλήμεντος, ὁ Ἅγιος ἐξορίσθηκε στήν Χερσῶνα καί ἐρρίφθη ὑπό τοῦ ἐκεῖ ἐπάρχου στή θάλασσα, ἀφοῦ ἐπί τοῦ τραχήλου του προσδέθηκε ἄγκυρα[27].
Ἅγιος Εὐάριστος 97-105 μ.Χ. († 26 Ὀκτωβρίου).
Ὁ Ἅγιος Εὐάριστος γεννήθηκε στή Βηθλεέμ ἀπό ἑβραϊκή ἐξελληνισμένη οἰκογένεια[28] καί ἀσπάσθηκε στή Ρώμη τόν Χριστιανισμό. Κατά τόν Εὐσέβιο καί τόν τούτου ἀρχαιότερο Ἅγιο Εἰρηναῖο ὁ Εὐάριστος διαδέχθηκε ἀμέσως τόν Κλήμεντα ἐπί τῆς βασιλείας Τραϊανοῦ τό 101 μ.Χ. καί ἀπέθανε μετά ὀκταετῆ ποιμαντορία[29]. Ἡ παράδοση ἀναφέρει ὅτι μαρτύρησε ἐπί βασιλείας Ἀδριανοῦ[30] καί ἐνταφιάσθηκε κοντά στόν τάφο τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου, ἄν καί κατά μία ἄλλη ἐκδοχή ἔχει ταφεῖ στό ναό τῆς Santa Maria Maggiore alla Pietrasanta Νεαπόλεως.
Ἅγιος Ἀλέξανδρος 105-115 μ.Χ. († 16 Μαρτίου).
ἀπό Συναξαριστή μηνός Μαρτίου, σελ. 162 μαζί μέ ὑποσημειώσεις.
Ἅγιος Σίξτος Α΄115-125 μ.Χ. († 6 Ἀπριλίου).
Ὁ Ἅγιος Σίξτος ἀρχιεράτευσε ὡς Ἐπίσκοπος Ρώμης κατά τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Ἀδριανοῦ (117-138 μ.Χ.). Καταγόταν ἀπό τή Ρώμη καί ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Ποιμήν. Διάφορα Μαρτυρολόγια ἀναφέρουν αὐτόν ὡς Μάρτυρα.
Ἅγιος Τελεσφόρος 125-136 μ.Χ. († 22 Φεβρουαρίου).
ἀπό Συναξαριστή μηνός Φεβρουαρίου, σελ. 218.
Ἅγιος Ὑγῖνος 136-140 μ.Χ. († 11 Ἰανουαρίου).
ἀπό Συναξαριστή μηνός Ἰανουαρίου, σελ. 142 μαζί μέ ὑποσημειώσεις. Μαρτυρίες περί τῆς καταγωγῆς τοῦ Ἁγίου.
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Πῖος Α΄, Ἐπίσκοπος Ρώμης, γεννήθηκε στή νότιο Ἰταλία κατά τό δεύτερο ἥμισυ τοῦ 1ου αἰῶνος μ.Χ.[31]. Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Ρουφῖνος καί καταγόταν ἀπό τήν Ἀκυληία, μία ἀρχαία ρωμαϊκή πόλη στήν κεφαλή τῆς Ἀδριατικῆς θάλασσας[32]. Σύμφωνα μέ τόν Μουρατοριανό Κώδικα[33] καί τή Βίβλο τῶν Ἐπισκόπων Ρώμης[34] τοῦ 2ου αἰῶνος μ.Χ., ἀδελφός τοῦ Ἱερομάρτυρος Πίου ἦταν ὁ Ἑρμᾶς, γνωστός συγγραφέας τοῦ βιβλίου «Ὁ Ποιμήν»[35].
Στόν ἐπισκοπικό θρόνο τῆς Ρώμης.
Σύμφωνα μέ τίς ἱστορικές μαρτυρίες ὁ Ἁγιος Πῖος ἀνέλαβε τήν πνευματική διακυβέρνηση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης σέ δύσκολες ἐποχές.
Κατά τήν ἐποχή τοῦ αὐτοκράτορος Ἀντωνίνου (138-161 μ.Χ.) οἱ Χριστιανοί διώχθηκαν καί ὁδηγήθηκαν στό μαρτύριο κάτω ἀπό τήν ἐπίδραση τῶν φωνασκιῶν τοῦ μαινόμενου ὄχλου. Πολλές φορές οἱ κατά περιοχές ἀνθύπατοι ἀναγκάζονταν ἀπό τό φανατισμένο ὄχλο νά ὁδηγοῦν στό μαρτύριο τούς ὁμολογητές τοῦ Χριστοῦ. Οἱ Χριστιανοί καταδικάζονται σέ θάνατο γιά τό ὄνομά τους μόνο καί ὄχι γιά ἀθέμιτες πράξεις, μέ τίς ὁποῖες δέν εἶχαν καμιά σχέση. Τοῦτο δέν σημαίνει βέβαια ὅτι κατά τόπους ἐκπρόσωποι τοῦ κράτους εἴτε μέ δικιά τους ἀπόφαση εἴτε ὕστερα ἀπό πίεση τῶν εἰδωλολατρῶν δέν ἔγιναν αἴτιοι νά ὁδηγηθοῦν στό μαρτύριο Χριστιανοί γιά τούς ὁποίους δέν τηρήθηκαν ὅλες οἱ προβλεπόμενες διαδικασίες. Οι Χριστιανοί ἀρκετές φορές δέν καταζητοῦνταν, ὅταν ὅμως καταγγέλλονταν καταδικάζονταν σέ θάνατο. Σέ μιά ἐποχή, πού οἱ Ρωμαῖοι μέ βία πολεμοῦν τήν Ἐκκλησία καί οἱ φιλόσοφοί τους ἐπιτίθενται μέ πάθος κατά τῆς Ἐκκλησίας ἐνῶ ὁ πολύς εἰδωλολατρικός ὄχλος μέ τήν παχυλή ἀμάθεια καί τή φαντασία του διαδίδει ψεύδη καί ἀσύστολες κατηγορίες ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν, ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Πῖος καί οἱ Χριστιανοί τῆς Ρώμης τό μόνο πού διαθέτουν εἶναι ἡ ζῶσα πίστη, ἡ θαυμαστή ὑπομονή καί τό ἀνυπέρβλητο θάρρος, ὅπως διαφαίνονται στά Μαρτύρια καί διατυπώνονται στά διασωθέντα κείμενα τῶν Ἀπολογιῶν. Μέσα ἀπό τίς δοκιμασίες, τή μαρτυρία καί τό μαρτύριο μπορεῖ κανείς ἄριστα νά διαπιστώσει τήν αὔξουσα δύναμη καί τό μεγαλεῖο τοῦ Χριστιανισμοῦ καί ἀντιθέτως τήν προϊοῦσα παρακμή τῶν ἐθνικῶν[36].
Ὁ ἀγώνας κατά τῶν αἱρετικῶν.
Δέν ἦταν ὅμως μόνο τό πνεῦμα τῶν διωγμῶν ἀπό τούς εἰδωλολάτρες ἀλλά καί ὁ πόλεμος τῶν Γνωστικῶν καί τῶν αἱρετικῶν πού ἠρνοῦντο τήν ἀλήθεια καί ἀποδεικνύονταν άλλότριοι τῆς ἀλήθειας. Ὁ Ἅγιος Εἰρηναῖος ἀναφέρει ὅτι ὁ γνωστικιστής Οὐαλεντῖνος[37] ἦταν στή Ρώμη ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Ἐπισκόπου Ρώμης Ὑγίνου (136-140 μ.Χ.), προκατόχου τοῦ Ἁγίου Πίου, καί παρέμεινε ἐκεῖ μέχρι καί τήν ἐκλογή τοῦ Ἀνικήτου (155-166 μ.Χ.) στή θέση τοῦ Ἐπισκόπου Ρώμης, μετά τό θάνατο τοῦ Ἁγίου Πίου. Κατά τήν περίοδο τῆς ἀρχιερατείας τοῦ Ἁγίου Πίου ὁ Οὐαλεντῖνος, πού ἦταν καί ὑποψήφιος Ἐπίσκοπος Ρώμης ἔναντι τοῦ Πίου, ὡς ἀναφέρει ὁ ἱστορικός Τερτυλλιανός[38], ἀποκορύφωσε τήν δράση του μέ τή βοήθεια τοῦ αἱρετικοῦ Κέρδωνος[39], προκατόχου τοῦ γνωστικιστοῦ Μαρκίωνος, ὁ ὁποῖος τόν ἐπηρέασε πολύ στή διαμόρφωση τῶν θεολογικῶν του δοξασιῶν.
Ὁ Μαρκίων ἦταν διδάσκαλος τοῦ 2ου μ.Χ. αἰῶνος καί ἱδρυτής τῆς φερώνυμης αἱρέσεως (Μαρκιωνιτισμός), ἡ ὁποία ἀποτελοῦσε παρακλάδι τοῦ Γνωστικισμοῦ. Καταγόταν ἀπό τή Σινώπη τοῦ Πόντου καί ἀπέκτησε ἀξιόλογη μόρφωση. Ἀσπάσθηκε τή διδασκαλία γνωστικῶν κύκλων, διατύπωσε κακόδοξες χριστιανικές ἀντιλήψεις καί γι’ αὐτό, κατά μαρτυρία τοῦ Ἱππολύτου, ἐκδιώχθηκε ἀπό τήν ἐπισκοπή τῆς γενέτειράς του μέ ἀπόφαση τοῦ πατέρα του, ὁ ὁποῖος ἦταν Ἐπίσκοπος Σινώπης[40]. Γιά τόν ἴδιο λόγο ἀπομακρύνθηκε καί ἀπό τήν Ἐκκλησία τῆς Σμύρνης μέ ἀπόφαση τοῦ Ἁγίου Πολυκάρπου, Ἐπισκόπου Σμύρνης. Τελικά, ὁ Μαρκίων μετέβη καί ἐγκαταστάθηκε στή Ρώμη περί τό 140 μ.Χ., ὅπου ἔγινε δεκτός ἀπό τήν ἐκεῖ Ἐκκλησία, στήν ὁποία χορήγησε χάρη τῶν φιλανθρωπικῶν της ἔργων τό τεράστιο ποσόν τῶν 200.000 σηστερτίων[41]. Ὅπως ὁ Οὐαλεντῖνος, ἔτσι καί ὁ Μαρκίων, διεκδίκησε τό ἀξίωμα τοῦ Ἐπισκόπου Ρώμης, ἀλλά ἀπέτυχε[42].
Ὁ Ἅγιος Πῖος ἔδινε καθημερινά μάχες ὑπέρ τῆς ἀληθείας τῆς πίστεως ὡς ἀδελφός καί κοινωνός τῶν ὁμολογητῶν. Εἶναι προσηλωμένος στή θεολογία τῆς Ἐκκλησίας πού διαμορφώθηκε μέ αὐστηρή προσήλωση στίς ἀρχές τῆς ἀποστολικῆς παραδόσεως τόσο γιά τήν αὐθεντική βίωση τοῦ περιεχομένου τῆς χριστιανικῆς πίστεως, ὅσο καί γιά τή συνέχιση τοῦ ἀποστολικοῦ κηρύγματος στά ἔθνη. Ἐλέγχει καί ἀνατρέπει τήν ψευδώνυμη γνώση, ἀποκαλύπτοντας τόν μέγα κίνδυνο, τόν κρυπτόμενο ὑπό τήν «προβάτειον δοράν» τῶν λύκων τῆς αἱρέσεως[43]. Ὁ Ἅγιος, ὁμιλῶν περί του αἱρεσιάρχου Μαρκίωνος, ὡς «πρωτοτόκου τοῦ Σατανᾶ», μνημονεύει τῶν Ἀποστόλων τοῦ Χριστοῦ, οἱ ὁποῖοι ἀπαγορεύουν στούς πιστούς καί αὐτή τήν κοινωνία τοῦ λόγου μετά τῶν αἱρετικῶν: «Τοσαύτην οἱ Ἀπόστολοι καί οἱ μαθηταί αὐτῶν ἔσχον εὐλάβειαν, πρός τό μηδέ μέχρι λόγου κοινωνεῖν τινι τῶν παραχαρασσόντων τήν ἀλήθειαν, ὡς καί ὁ Παῦλος ἔφησεν»[44]. Ὁ ἀντιρρητικός χαρακτήρας τοῦ κηρύγματός του ἀντικρούει τίς ἑτεροδοξίες τῶν γνωστικῶν συστημάτων καί θεμελιώνει τήν αὐθεντικότητα καί τήν ἀκεραιότητα τῆς ἀποστολικῆς παραδόσεως. Ὁ Ἅγιος Πῖος προβάλλει τήν ἀποστολική Ὀροδοξία, τήν ἀνακεφαλαίωση στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ τοῦ ὅλου σχεδίου τῆς Θείας Οἰκονομίας ἀπό τή δημιουργία τοῦ κόσμου μέχρι τά ἔσχατα μέ χαρακτηριστική ἔμφαση στή σάρκωση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, ἤ στό ἐπίγειο ἔργο τοῦ Χριστοῦ, ἤ καί στόν λυτρωτικό χαρακτήρα τοῦ θείου πάθους καί τῆς ἀναστάσεως.
Πρός καταπολέμησιν τῶν Γνωστικῶν ἡ Ἐκκλησία μεταχειρίσθηκε τά τρία ἑπόμενα μέσα πού ἔγιναν τά τρία διακριτικά γνωρίσματα τῶν ἀληθῶν Χριστιανῶν καί ἐξωτερικοί δεσμοί τῶν ἑκασταχοῦ χριστιανικῶν κοινοτήτων[45]. Πρῶτον, τό ἐπισκοπικό ἀξίωμα καί ἰδιαίτερα τήν ἀδιάκοπη ἀποστολική διαδοχή αὐτοῦ. Οἱ Γνωστικοί ἰσχυρίζονταν, ὅτι ἡ διδασκαλία τους εἶναι κρυφή ἀποστολική παράδοση, ἀλλά ἄν ἦταν τέτοια, θά τήν ἐγνώριζαν οἱ κατ’ ἀδιάκοπον διαδοχήν ἐκ τῶν Ἀποστόλων προελθόντες Ἐπίσκοποι. Τό γεγονός, ὅτι αὐτοί ἀγνοοῦσαν τή γνωστική διδασκαλία, ἀπειδύκνυε σαφῶς τό ψευδές αὐτῆς[46]. Ἔτσι οἱ Ἐπίσκοποι ἀναγνωρίσθηκαν ὡς θεματοφύλακες τῆς ἀληθοῦς χριστιανικῆς διδασκαλίας καί ἀνέλαβαν τήν εὐθύνη τῆς διαφυλάξεως ἀλώβητης καί ἀπαραχάρακτης τῆς «παρακαταθήκης» τῆς ἀποστολικῆς παραδόσεως.
Δεύτερον, ἡ Ἐκκλησία κατά τῶν Γνωστικῶν ἀντέταξε τήν ὑφιστάμενη ὁμολογία τοῦ Βαπτίσματος στίς χριστιανικές κοινότητες. Ὁ πυρήνας αὐτῆς προερχόταν ἀπό τήν ἀποστολική ἐποχή. Ἡ γνωστική διδασκαλία, πού δέν ὑπῆρχε στήν ἀποστολική ὁμολογία, ἀποδεικνυόταν μή ἀποστολική καί ψευδής, κατ’ αὐτῆς δέ ἀντιτασσόταν ἡ συνεπτυγμένη ὁμολογία πίστεως καί τό περιεχόμενό της ὡς ἀληθές καί γνήσιο, ἀφοῦ ἀντιπαρέτασσε εὐσύνοπτα τίς θεμελιώδεις ἀλήειες τῆς αὐθεντικῆς ἀποστολικῆς παραδόσεως ἐναντίον τῶν πλανημένων δοξασιῶν τῶν αἱρετικῶν. Οἱ μή ὁμολογοῦντες στίς διατυπούμενες στά Βαπτιστήρια σύμβολα πίστεως βασικές ἀλήθειες ἦσαν αἱρετικοί.
Τρίτον, ἡ Ἐκκλησία κατά τῶν Γνωστικῶν ἀντέταξε τόν Κανόνα τῆς Καινῆς Διαθήκης[47] πού εἶναι τό κριτήριο τῆς ὀρθῆς ἑρμηνείας αὐτῆς καί ἐπιτομή τῆς πίστεως. Ἐκτός τῶν γνησίων ἀποστολικῶν βιβλίων, ὑπῆρχαν τά ψευδεπίγραφα, κατά τό πλεῖστον, ἔργα τῶν Γνωστικῶν, οἱ ὁποῖοι δι’ αὐτῶν ζητοῦσαν νά παρουσιάσουν τίς διδασκαλίες τους ὡς ἀποστολικές. Γι’ αὐτό ἡ Ἐκκλησία διέκρινε τά γνήσια ἀποστολικά βιβλία, καί ἐνῶ πρίν τά βιβλία αὐτά ἐχρησιμοποιοῦντο κυρίως γιά πρακτικούς σκοπούς, πρός οἰκοδομήν τῶν πιστῶν, χρησιμοποιήθηκαν τώρα πρός καταπολέμησιν τῶν Γνωστικῶν[48]. Ἡ ἐξοικείωση τῶν πιστῶν μέ τόν Κανόνα τῆς Καινῆς Διαθήκης παρεῖχε στήν Ἐκκλησία τή δυνατότητα νά ἀναγνωρίζει στά μέλη της τήν κιβωτό τῆς ἀλήθειας καί νά κρίνει καί καταδικάζει βάσει αὐτῆς τῆς ἐμπειρίας της ὅ,τι ἀντιβιβλικό καί ἐξωεκκλησιαστικό εἶχαν νά παρουσιάσουν οἱ αἱρέσεις.
Οἱ Γνωστικοί ἄνοιγαν σχολές, συγκροτοῦσαν καινούργια ἐκκλησία μέ πλήρη ἱεραρχία καί μυστήρια, μέ τίς ρίζες τοῦ Γνωστικισμοῦ βαθειά κάτω ἀπό τό ἐκκλησιαστικό περίβλημα[49]. Αὐτοαποκαλοῦνται Χριστιανοί, εἶναι κατ’ οὐσίαν ἀσεβεῖς, ἄδικοι καί ἄνομοι, καί δέν τυγχάνουν τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας. Πιστός στή διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου, ὁ Ἅγιος Πῖος δίδει τήν καλή ὁμολογία καί ἀγωνίζεται ἐναντίον πάσης ἀλλοιώσεως τῆς πίστεως πού δέν γνωρίζει ἀλλοίωση οὔτε προσθήκη. Ἐκήρυττε τό Εὐαγγέλιο «ἐλευθέρᾳ τῇ φωνῇ, εὐθαρσῶς καί ἀνδρείως, οὐδέν ὑποπτήξας τῶν ὁρωμένων, οὐδέ καταπλαγείς τά ἀπειλούμενα»[50]. Ἀναδεικνύεται ἀληθής Ἱεράρχης, στηριγμός Ὀρθοδόξων, ὀφθαλμός τῆς Ἐκκλησίας, ὑπέρμαχος ἀληθείας, μέγας κατήγορος τοῦ ψεύδους, ποριστής αὐσεβείας, μειωτής ἀσεβείας, καταθέτης τῆς οἰκουμενικῆς ὁμολογίας περί τῆς ὀρθοδόξου πίστες διά τοῦ λόγου καί τοῦ βίου. Ἑτοίμαζε τά ὅπλα τῆς στρατείας πρός καθαίρεσιν τῶν ὀχυρωμάτων τῆς ἀπιστίας, ἀντιμετώπιζε τήν ἐπηρμένη ὀφρύ τῶν ἐπαιρομένων κατά τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ[51], αἰχμαλώτιζε διά τῆς ὁμολογίας του «πᾶν νόημα εἰς τήν ὑπακοήν τοῦ Χριστοῦ»[52].
Ἔτσι ἔρχεται σέ σφοδρή ἀντιπαράθεση μέ τούς Γνωστικούς. Συγκαλεῖ τούς πρεσβυτέρους τῆς Ρώμης πρός ἀντιμετώπισιν τοῦ θέματος τῶν αἱρετικῶν Γνωστικῶν. Μετά ἀπό συζήτηση καί τήν παρουσίαση τῶν αἱρετικῶν θέσεων τοῦ Μαρκίωνος ἀπό τόν ἴδιο, ὁ Ἅγιος Πῖος ἀποκρούει τόν αἱρεσιάρχη, πού ἀπειλοῦσε σχίσμα αἰώνιο[53], τόν ἀφορίζει καί τόν ἐκδιώκει[54], ἐνῶ χαρακτηρίζει τόν Οὐαλεντῖνο καί τόν Κέρδωνα ὡς αἱρετικούς καί τούς ἀποκόπτει μέ βάση θεμελιώδη κριτήρια πίστεως ἀπό τό ἐκκλησιαστικό σῶμα. Ὁ Μαρκίων ἀναγκάζεται νά ἀπομακρυνθεῖ καί ἀποσύρει ἐκ νέου τό ποσόν πού εἶχε δωρήσει στήν Ἐκκλησία. Τό ὀρθόδοξο κέντρο τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης παραμένει ἀνέπαφο[55] καί ἀκέραιο[56] ἀπό τούς αἱρετικούς. Ὅλο αὐτό τό κλίμα ἀποτυπώνει καί ὁ ἱστορικός Εὐσέβιος στό βιβλίο του Ἐκκλησιαστική Ἱστορία[57].
Μετά τοῦ Ἁγίου Πίου συνάγουμε ὅτι συνδεόταν καί ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος, ὁ φιλόσοφος καί Μάρτυς, μέγας Ἀπολογητής τοῦ Χριστιανισμοῦ, ὁ ὁποῖος διέμενε στή Ρώμη γιά μεγάλο χρονικό διάστημα κατά τούς χρόνους τοῦ Ἁγίου Πίου, ὅπου ἄνοιξε σχολή στήν ὁποία χρησιμοποίησε ὡς ἐξαίρετα ἐφόδια τή λιπαρά παιδεία καί τό θερμό ζῆλο μέ ἐπιδίωξη τήν ὑποκατάσταση τῶν φιλοσοφικῶν συστημάτων διά τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας. Ἄλλωστε στό σύγγραμμά του ὑπό τόν τίτλο Διάλογος πρός Τρύφωνα Ἰουδαῖον ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος ἀναφέρεται στά προβλήματα πού δημιουργοῦν οἱ Γνωστικιστές καί λαμβάνει ὑπ’ ὄψιν του τή συνολική ἀπόρριψη τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ὑπό τοῦ Μαρκίωνος. Στά ἀπολεσθέντα δέ συγγράμματά του ἀναφέρεται καί ἔργο Κατά Μαρκίωνος, ὅπως ἀναφέρει ὁ Ἅγιος Εἰρηναῖος καί ὁ Εὐσέβιος, διότι τόν θεωροῦσε ὡς τόν πλέον ἐπικίνδυνο αἱρεσιάρχη[58].
Ἡ ἔριδα τοῦ Πάσχα.
Κέντρο τοῦ ὅλου λατρευτικοῦ βίου τῆς Ἐκκλησίας τῶν πρώτων αἰώνων ὑπῆρξε τό Πασχάλιο μυστήριο τοῦ Χριστοῦ καί ἡ προσωπική βίωσή του ἀπό τούς πιστούς κατά τήν ἐμπειρία τῆς θείας λατρείας στόν ἡμερήσιο, τόν ἑβδομαδιαῖο καί τόν ἐτήσιο κύκλο τοῦ ἐνιαυτοῦ τοῦ Κυρίου. Ἡ ἔριδα γιά τόν ἑορτασμό τοῦ Πάσχα κατά τόν 2ο αἰώνα μ.Χ. προέκυψε ἀπό τίς διαφορετικές παραδόσεις τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν ὄχι μόνο στό περιεχόμενο τῆς ἑορτῆς ἀλλά καί στόν τρόπο τῆς νηστείας τῶν πιστῶν πρό τῆς ἑορτῆς. Ὁ χρόνος ἑορτασμοῦ καί ἡ νηστεία τοῦ Πάσχα καθορίζονταν κατ’ ἀρχάς ἐπί τῇ βάσει τοῦ ἰουδαϊκοῦ Πάσχα, τό ὁποῖο ἑορταζόταν τήν 14η τοῦ μήνα Νισάν. Κατά τήν ἡμέρα αὐτή ἑόρταζαν τό Πάσχα καί οἱ ἐξ Ἰουδαίων Χριστιανοί, τήν παράδοση δέ αὐτή διαφύλαξαν οἱ Ἐκκλησίες τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, ἀφοῦ τήν εἶχαν συνδέσει μέ τήν ἰωάννεια παράδοση. Πράγματι, οἱ Χριστιανοί τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ἑόρταζαν κατά τήν ἑορτή τοῦ Πάσχα κυρίως τόν σταυρικό θάνατο τοῦ Κυρίου, κατά τήν 14η τοῦ μήνα Νισάν ἤ τήν 14η τοῦ σεληνιακοῦ μήνα, ὁποιαδήποτε ἡμέρα τῆς ἑβδομάδας καί ἄν συνέπιπτε αὐτή, νήστευαν δέ, ὅπως οἱ Ἰουδαῖοι, μέχρι τήν ἑσπέρα τῆς 14ης τοῦ μήνα Νισάν, ὁπόταν τελοῦσαν τό πασχάλιο δεῖπνο μαζί μέ τή Θεία Εὐχαριστία. Οἱ ἄλλες Ἐκκλησίες τόσο τῆς Ἀνατολῆς, ὅσο καί τῆς Δύσεως, ἑόρταζαν ὄχι μόνο τόν σταυρικό θάνατο, ἀλλά καί τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ κατά τήν πρώτη Κυριακή μετά τήν 14η τοῦ μήνα Νισάν, νήστευαν δέ συνήθως τήν Παρασκευή καί τό Σάββατο: «Τῆς Ἀσίας ἁπάσης αἱ παροικίαι ὡς ἐκ παραδόσεως ἀρχαιοτέρας σελήνης τήν τεσσαρεσκαιδεκάτην ᾦοντο δεῖν ἐπί τοῦ σωτηρίου Πάσχα ἑορτῆς παραφυλάττειν, ἐν ᾗ θύειν τό πρόβατον Ἰουδαίοις προηγόρευτο, ὡς δέον ἐκ παντός κατά ταύτην, ὁποίᾳ δἄν ἡμέρᾳ τῆς ἑβδομάδος περιτυγχάνοι, τάς τῶν ἀσιτιῶν ἐπιλύσεις ποιεῖσθαι, οὐκ ἔθους ὄντος τοῦτον ἐπιτελεῖν τόν τρόπον ταῖς ἀνά τήν λοιπήν ἅπασαν οἰκουμένην ἐκκλησίαις, ἐξ ἀποστολικῆς παραδόσεως τό καί εἰς δεῦρο κρατῆσαν ἔθος φυλαττούσαις, ὡς μηδ’ ἑτέρᾳ προσήκειν παρά τήν τῆς ἀναστάσεως τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν ἡμέρᾳ τάς νηστείας ἐπιλύεσθαι»[59].
Οἱ προσπάθειες γιά νά ἐπιτευχθεῖ ὁμοιομορφία σέ ὅλες τίς τοπικές Ἐκκλησίες εἶχαν ἀρχίσει ἤδη ἀπό τά μέσα τοῦ 2ου αἰῶνος μ.Χ., παρά δέ τίς διαφωνίες ποτέ δέν εἶχε κανείς ἀποβληθεῖ ἀπό τήν Ἐκκλησία[60]. Ἔτσι ὅ Ἅγιος Πῖος, μέσα στό πλαίσιο τῆς εἰρηνικῆς συζητήσεως τοῦ ζητήματος, ὅρισε μέ διάταγμα νά ἑορτάζεται τό Πάσχα μόνο ἡμέρα Κυριακή καί διατηροῦσε τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τούς Μικρασιάτες τῆς Ρώμης[61].
Διακονία καί μαρτύριο.
Ὁ Ἅγιος Πῖος τονίζει ἰδιαιτέρως κατά τή διδασκαλία του, πρός ἐνίσχυσιν τῶν Χριστιανῶν, τή συνεργία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στήν προσωπική ζωή κάθε μέλους τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ πνευματική ζωή παρουσιάζεται στή διδαχή του ὡς συνεχής ἀνοδική πορεία τοῦ πιστοῦ πρός τελείωσιν καί αὐτή ἐπιτυγχάνεται μέ τή συνεργία Θεοῦ καί ἀνθρώπου. Ὁ προσωπικός ἀγώνας τοῦ πιστοῦ μαζί μέ τή χάρη τοῦ Παρακλήτου ἀποτελοῦν τίς δύο ἀπαραίτητες προϋποθέσεις γιά τήν πνευματική τελειότητα.
Ἡ συμμετοχή τοῦ καθενός στό ἔργο τῆς ἀνακαινίσεως ἐκδηλώνεται μυστηριακά μέ τήν ὑποβολή του στό βάπτισμα στό ὁποῖο ἐπαναλαμβάνεται ὁ θάνατος καί ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Καί τό μέν βάπτισμα ἀναφέρεται στό θάνατο τοῦ παλαιοῦ φρονήματος καί στήν ἀνάπτυξη τοῦ νέου, διά δέ τοῦ μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας παρέχεται ἡ τροφή ἡ ὁποία καί ἐνισχύει τόν πνευματικό ἀγώνα.
Ὁ Ἱερομάρτυς τοῦ Χριστοῦ Πῖος ἐπέδειξε μέριμνα γιά τούς φτωχούς, ἐχειροτόνησε κληρικούς, ἀνήγειρε ναούς καί βαπτιστήρια, ἐβάπτισε πολλούς εἰδωλολάτρες πού πίστεψαν στόν Ἅγιο Τριαδικό Θεό, ὀργάνωσε ἄριστα τήν τοπική Ἐκκλησία καί συνέχισε τή συγγραφή τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας τῶν Ἐπισκόπων Ρώμης. Ὅρισε, ἐπίσης, ὅτι ἕνας αἱρετικός πού προέρχεται ἀπό τήν αἵρεση τῶν Ἰουδαίων πρέπει νά γίνεται δεκτός στήν Ἐκκλησία καί νά βαπτίζεται καί αὐτό τό ἔκανε θεσμό γιά τήν Ἐκκλησία.
Ἐμαρτύρησε διά ξίφους[62] καί ἔλαβε τόν ἀμαράντινο στέφανο τῆς δόξας καί τοῦ μαρτυρίου «ὥσπερ ολοκαύτωμα δεκτόν τῷ Θεῷ ἡτοιμασμένον»[63]. Ἐνταφιάσθηκε δίπλα στό ἱερό λείψανο τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου[64] καί ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει τή μνήμη του στίς 11 Ἰουλίου[65].
Ἕνα χρόνο πρίν τό μαρτυρικό τέλος τοῦ Ἁγίου Πίου, ὁ Ἱερομάρτυς Πολύκαρπος, Ἐπίσκοπος Σμύρνης, ἐπισκέφθηκε τή Ρώμη ὅπου Ἐπίσκοπος ἦταν ὁ Ἅγιος Ἀνίκητος, διάδοχος τοῦ Ἁγίου Πίου. Συνεπῶς προκύπτει ὅτι τό ἔτος τοῦ μαρτυρικοῦ θανάτου τοῦ Ἁγίου Πίου ἦταν περί τό 155 μ.Χ.[66].
Εὑρεθείς ὁ Ἅγιος πρό τοῦ μαρτυρίου του ἀκούει τόν Ἀπόστολο Πέτρο νά τοῦ λέγει: «Ἀγγαλιᾶσθε, ὀλίγον ἄρα, εἰ δέον ἐστί, λυπηθέντες ἐν ποικίλοις πειρασμοῖς, ἵνα τό δοκίμιον ὑμῶν τῆς πίστεως πολυτιμότερον χρυσίου χρυσίου τοῦ ἀπολλυμένου διά πυρός δέ δοκιμαζομένου εὑρεθῆ εἰς ἔπαινον καί τιμήν ἐν ἀποκαλύψει Ἰησοῦ Χριστοῦ»[67].
Καί ἔτσι ὁ Ἱερομάρτυς γίνεται κοινωνός τοῦ Δεσποτικοῦ Πάθους. «Τοῦτο χάρις, εἰ διά συνείδησιν Θεοῦ ὑποφέρει τις λύπας, πάσχων ἀδίκως. Ποῖον γάρ κλέος, εἰ ἁμαρτάνοντες καί κολαφιζόμενοι ὑπομενεῖτε; ἀλλ’ εἰ ἀγαθοποιοῦντες καί πάσχοντες ὑπομενεῖτε, τοῦτο χάρις παρά Θεῷ. Εἰς τοῦτο γάρ ἐκλήθητε, ὅτι καί Χριστός ἔπαθεν ὑπέρ ὑμῶν, ὑμῖν ὑπολιμπάνων ὑπογραμμόν, ἵνα ἐπακολουθήσητε τοῖς ἴχνεσιν αὐτοῦ»[68].
Τό μαρτύριο τοῦ Ἁγίου Πίου δέν ἦταν μόνο τό μαρτυρικό του τέλος. Ζοῦσε τό μαρτύριο ὡς καθημερινό βίωμα, παραδίδων τόν ἑαυτό του πάντοτε εἰς θάνατον γιά τόν Ἰησοῦ Χριστό, μέ τήν πρόθεση καί προαίρεση τῆς καρδιᾶς. Ὁ μαρτυρικός θάνατός του εἶναι ἐπισφράγιση καί μεγαλειώδης ἔκφραση τοῦ ἰσόβιου, τοῦ ἀναίμακτου μαρτυρίου: «Ἀεί ἡμεῖς οἱ ζῶντες εἰς θάνατον παραδιδόμεθα διά Ἰησοῦν, ἵνα καί ἡ ζωή τοῦ Ἰησοῦ φανερωθῇ ἐν τῇ θνητῇ σαρκί ἡμῶν»[69]. Στό βάθος τῆς καρδιᾶς του, πού νοσταλγεῖ τήν μαρτυρική πορεία, τελεσιουργεῖται τό μυστήριο τῆς ἐν Χριστῷ καινῆς ζωῆς. Ζεῖ ὡς «ἐπιθανάτιος»[70] ἀνά πᾶσα ὥρα καί στιγμή. Ρίπτει τόν ἑαυτό του, μετά χαρᾶς, στήν κάμινο τῆς θλίψεως ὑπομένων τά πάντα καί καυχώμενος «ἐν ταῖς θλίψεσιν»[71]. Ἡ καρδιά του βιώνει νύχτα καί ἡμέρα τήν καλοποιό ἄθληση τοῦ μαρτυρίου. Καί κίνητρό του πρός τό μαρτύριο εἶναι ἡ ἀδιάλειπτη ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Τά ἀνίσχυρα λακτίσματα τῶν εἰδωλολατρῶν καί τῶν αἱερετικῶν δέν ἔχουν τή δύναμη νά ματαιώσουν τή θυσία, τή μαρτυρία καί τό μαρτύριο τοῦ Ἁγίου Πίου, θεωροῦντος τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Ἔμεινε στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί ἀποδείχθηκε ἀτρόμητος ἐνώπιον τῆς μαχαίρας καί τῶν δεινῶν, «θανατούμενος ὅλην τήν ἡμέραν» ἕνεκα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ καί μαμία δύναμη δέν μποροῦσε νά τόν χωρίσει ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ[72].
Ὁ ναός τῆς Ἁγίας Πουδεντιαννῆς.
Ἡ Ἁγία Πουδεντιαννή[73] († 19 Μαῒου), θυγατέρα τοῦ Πουδέντου ἤ Πούδη, ἀπό νεαρά ἡλικία ἀφιερώθηκε στό ἔργο τῆς ἀνακουφίσεως τῶν φτωχῶν καί ὡς Μάρτυς εἰσῆλθε στόν νυμφώνα τοῦ οὐρανοῦ[74]. Ἡ οἰκία τοῦ πατέρα της ἔγινε, ἐπί ἡμερῶν τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Πίου, ἐκκλησία, ἡ ὁποία κατ’ ἀρχάς ἐλέγετο τοῦ Ποιμένος, ἔπειτα δέ ἀφιερώθηκε σέ ἐκείνη καί εἶναι ἀπό τίς ἀρχαιότατες ἐκκλησίας τῆς Ρώμης[75]. Ἀδελφοί τῆς Ἁγίας Πουδεντιαννῆς ἦταν ἡ Ἁγία Πραξέδη († 21 Ίουλίου)[76] καί οἱ Ἅγιοι Νοβάτος καί Τιμόθεος († 20 Ἰουνίου)[77] πού καί αὐτοί συνδέονταν μέ τόν Ἅγιο Πῖο καί μαρτύρησαν γιά τήν πίστη τοῦ Χριστοῦ. Ὁ πατέρας της Πούδης ἤ Πούδεντος († 14 Ἀπριλίου)[78], βαπτισθείς κατά τήν παράδοση ὑπό τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου ἤ Παύλου, ἀναφέρεται ὑπό τοῦ Ἀποστόλου Παύλου στήν Β΄ πρός Τιμόθεον Ἐπιστολή: «ἀσπάζεταί σε Εὔβουλος καί Πούδης καί Λῖνος καί Κλαυδία καί οἱ ἀδελφοί πάντες» (4, 21). Κάποιος ἐθνικός συγγραφέας συνδέει τό ὄνομα τοῦ Πούδη μέ τήν Κλαυδία, τήν ὁποία θέλει βρεταννή τήν καταγωγή καί θεωρεῖ σύζυγο τοῦ Πούδη[79]. Καί οἱ δύο Ἁγίες Πουδεντιαννή καί Πραξέδη ἐνταφιάσθηκαν μετά τό μαρτύριό τους στίς Κατακόμβες τῆς Ἁγίας Προσκίλλης καί ἀργότερα τά ἱερά λείψανά τους μετεκομίσθησαν στόν ἀρχαῖο ναό τῆς Ἁγίας Πραξέδης στή Ρώμη[80].
Μέσα στόν ἀρχαιότατο ναό τῆς Ἁγίας Πουδεντιαννῆς σώζεται τμῆμα τῆς τραπέζης ἐπί τῆς ὁποίας, σύμφωνα μέ τήν παράδοση, ὁ Ἀπόστολος Πέτρος τελοῦσε τή Θεία Εὐχαριστία, ἐνῶ τό ὑπόλοιπο τῆς τραπέζης φυλάσσεται στό ναό τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Λατερανοῦ. Σέ παρεκκλήσι τοῦ ναοῦ φυλάσσονται, ἐπίσης, ἱερά λείψανα 3.000 Μαρτύρων τῆς Ἀρχαίας Ἐκκλησίας τά ὁποῖα μετέφεραν κρυφά ἀπό τίς Κατακόμβες καί διεφύλαξαν ἐκεῖ οἱ Ἁγίες Πουδεντιαννή καί Πραξέδη[81].
Ὁ ναός τῆς Ἁγίας λειτουργοῦσε ὡς εὐκτήριος οἶκος ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου καί κατά τήν ἐποχή τοῦ Ἁγίου Πίου πού τόν ἀνέδειξε, ἀφοῦ κατά τήν περίοδο ἐκείνη πρέπει μᾶλλον νά θεωρήσουμε ὁρισμένους ἰδιωτικούς οἴκους, κατάλληλα διαμορφωμένους, ὡς τόπο συνάξεως τῶν πιστῶν[82].
Ἡ τιμή τῶν Ἁγίων.
Ἡ τιμή τῶν Ἁγίων ἀποδίδεται ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἐκτός ἀπό ἡμέρα τῆς μνήμης τους, καί διά τῶν ἁγίων εἰκόνων καί τῶν ἱερῶν λειψάνων τους[83]. Ἡ ταύτιση τῆς Ὀρθοδοξία μέ τήν ἀλήθεια καί τήν ἀναστήλωση τῶν εἰκόνων φανερώνει τήν ταύτισή της μέ τήν ἀλήθεια τοῦ προσώπου πού εἰκονίζει. Οἱ εἰκόνες δέν ἔχουν διακοσμητικό ἀλλά λειτουργικό χαρακτήρα, ἐνῶ ἡ τιμή καί ἡ προσκύνησή τους ἀπό μέρους τῶν πιστῶν «ἐπί τό πρωτότυπον διαβαίνει»[84].
Ἡ Ἐκκλησία μας ἀποδίδει ἐξαιρετική τιμή στά ἱερά λείψανα, πού ἀποτελοῦν αἰσθητά στοιχεῖα τῆς ἱστορικῆς παρουσίας τους μέσα στόν κόσμο. Ἡ σημασία τῆς προσκυνήσεως τῶν ἁγίων λειψάνων μᾶς ἀνάγει στή διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας γιά τόν Χριστό. Ὅπως ἡ θεότητα τοῦ Χριστοῦ δέν ἐγκατέλειψε τήν ἀνθρώπινη φύση Του κατά τήν τριήμερη ταφή Του, ἔτσι καί ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, πού θεώνει τούς Ἁγίους, δέν βρίσκεται στά σώματά τους μόνο κατά τήν ἐπίγεια ζωή τους, ἀλλά συνεχίζει νά ἐνοικεῖ στά ἅγια λείψανά τους καί μετά τό βιολογικό τους θάνατο[85]. Οἱ Ἅγιοι παραμένουν πνευματοφόροι ὄχι μόνο κατά τή διάρκεια τῆς ζωῆς τους, ἀλλά καί μετά τήν κοίμησή τους. Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός ἐπισημαίνει ὅτι ἡ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος παραμένει «ἀνεκφοιτήτως» στά σώματά τους καί δέν χωρίζεται ἀπό τά λείψανά τους.
Τά ἅγια λείψανα δέν εἰκονίζουν κάποιο πρωτότυπο, ὅπως οἱ ἱερές εἰκόνες, ἀλλά εἶναι αἰσθητά ὑπολείμματα τοῦ ἴδιου τοῦ σώματος τῶν Ἁγίων. Ἔτσι ἡ τιμητική προσκύνηση στά λείψανα τῶν Ἁγίων εἶναι τιμή πρός τούς ἴδιους τούς Ἁγίους. Εἶναι τιμή πού δέν ἀναφέρεται στή φύση τους, ἀλλά στό πρόσωπο ἤ τήν ὑπόστασή τους. Ὅμως στά ἱερά λείψανα δέν ὑπάρχει ἡ μορφή, ἀλλά ἡ ὕλη πού ἔχει τήν ἰδιαίτερη χάρη τῶν Ἁγίων, γιατί ἀνήκει στά ἁγιασμένα σώματά τους. Γι’ αὐτό, ὅταν οἱ πιστοί τά ἀσπάζονται, ἔρχονται σέ ἐπαφή μέ τήν ἴδια τή χάρη τοῦ Θεοῦ, τήν ἐνθεωτική τῶν Ἁγίων, πού ἐνοίκησε καί σκήνωσε σ’ αὐτά. Ἀσπαζόμενοι τιμητικά τά ἅγια λείψανα καί δοξάζοντες αὐτούς πού ἐδόξασαν τόν Θεό, φθάνουν μέσα καί ἀπό τόν προσωπικό τους ἀγώνα οἱ Χριστιανοί στό σημεῖο νά εὐλογοῦνται καί νά δοξάζονται ἀπό τόν Θεό, καί νά γνωρίζουν τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ καί τῶν Ἁγίων στίς ἀσθένειες καί τίς δοκιμασίες τους: «βρύουν γάρ θαύματα καί πηγάζουν ἰάματα»[86].
Τά λείψανα τῶν Ἁγίων εἶναι «θησαυρός μυρίων ἀγαθῶν»[87] γιά τόν ἄνθρωπο, πού τό κληρονόμησε ὡς δῶρο Θεοῦ. Ὁ Θεός μοιράσθηκε μέ μᾶς τούς Μάρτυρές Του, παίρνοντας Ἐκεῖνος τίς ψυχές, καί τά σώματα κατά κάποιον τρόπο τά ἔδωσε σ’ ἐμᾶς «γιά νά ἔχουμε διαρκῶς ὡς ὑπόμνηση τῆς ἀρετῆς τά ἅγια ὀστᾶ τους», γιά νά διεγείρει τήν προθυμία πρός τόν ἴδιο ἀγώνα: «Διὰ τοῦτο παρακατέθετο ἡμῖν τὰ σώματα τῶν ἁγίων ὁ Θεὸς ἓως τοῦ καιροῦ τῆς ἀναστάσεως, ἳνα ἒχωμεν ὑπόθεσιν φιλοσοφίας μεγίστης»[88].
Σύμφωνα μέ τίς ἱστορικές μαρτυρίες ἡ κάρα καί τά ἱερά λείψανα τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Πίου εἶχαν ἀποθησαυρισθεῖ στό ναό τοῦ Ἁγίου Ἰωσήφ τοῦ Μνήστορος στήν περιοχή Falegnami τῆς Νεαπόλεως νωρίτερα ἀπό τό ἔτος 1596, ὅταν ὁ ναός ἔγινε ἐνοριακός ἐπί Ἀρχιεπισκόπου Νεαπόλεως Alfonso Gesualdo (1540-1603)[89]. Στίς 13 Αὐγούστου 1867, ἐπί βασιλείας Alfonso τοῦ οἴκου τῶν Βουρβόνων, ἐδωρήθησαν ἀπό τόν Ἑρρῖκο de Rossi (1856-1893), Ἐπίσκοπο Caserta[90] τῆς Νεαπόλεως, στό μοναστήρι τῆς Ἐπισκέψεως τῆς Παναγίας τῆς Ὑγείας στήν Νεάπολη τῆς Ἰταλίας. Τό ἐπίσημο ἔγγραφο προσφορᾶς καί γνησιότητας τῶν ἱερῶν λειψάνων ἀναφέρει:
Henricus de Rossi (Ἑρρῖκος ντέ Ρόσσι)
Ex Marchionibus Castripetrusii (ἐκ τῶν Μαρκησίων Castri Petrusii)
In regia Neapolitana (στήν περιοχή τῆς Νεαπόλως)
Studiorum Universitate (Ἐπιστήμων)
Sacrae Theologiae Magister (Μάγιστρος τῆς ἱερᾶς Θεολογίας)
Dei at apostolicae sedis gratia (Ἐλέῳ Θεοῦ καί Ἀποστολικῆς Ἕδρας)
Episcopus Casertanus (Ἐπίσκοπος Καζέρτης)
S[ancti]s[simi] Pii P[a]p[ae] IX P[ontificis] M[aximi]
(Χειροτονηθείς ἀπό τόν Πάπα Πίο Θ΄[91])
Prelatus Domesticus ac Pontificio Solio Adsistens
(Ἐκκλησιαστικός τίτλος τιμῆς)
Διαβεβαιώνω τούς πάντες καί καθένα ξεχωριστά πού θά ἀναγνώσει τό παρόν γράμμα μου καί καταθέτω τή μαρτυρία μου ἔχοντας ἐπίγνωση τῆς ἀλήθειας ὅτι, πρός δόξαν τοῦ παντοδύναμου Θεοῦ καί πρός τιμή τῶν Ἁγίων Του, ἀναγνώρισα τήν κάρα καί μερικά ὀστᾶ τοῦ Ἁγίου Πίου τοῦ Μάρτυρος, τά ὁποῖα ἀποκτήθηκαν ἀπό αὐθεντικούς καί συγκεκριμένους τόπους, [καί ὅτι] μέ πολύ σεβασμό τά τοποθέτησα σέ ἕξι θῆκες ἀπό κασσίτερο, σχήματος ὠοειδοῦς (ὀβάλ), διακοσμημένες μέ πολύτιμους λίθους, τίς ὁποῖες ἔκλεισα ἐπιμελῶς καί τίς ἔδεσα μέ κόκκινη ταινία μεταξωτή καί μέ τή δική μου σφραγίδα τίς ἐσφράγισα [χρησιμοποιώντας] κόκκινο ἱσπανικό κερί, καί τίς παρέδωσα στίς σεβαστές μοναχές τῆς ἐκκλησίας τῆς Ἐπισκέψεως τῆς Παναγίας τῆς Ὑγείας, στίς ὁποῖες [τά λείψανα] ἀνῆκαν, [παρέχοντας] τήν ἐξουσία νά τό κρατοῦν οἱ ἴδιες, νά τό δίδουν σέ ἄλλους, καί σέ ὁποιαδήποτε ἐκκλησία, χῶρο προσευχῆς ἤ παρεκκλήσιο νά τό ἐκθέτουν δημόσια γιά προσκύνημα τῶν πιστῶν Χριστιανῶν.
Εἰς πίστωσιν τούτων κ.λπ. – Τό παρόν ἐκδόθηκε στή Νεάπολη, στήν ἕδρα μου, στίς 13 Αὐγούστου 1867
† Ἑρρῖκος, Ἐπίσκοπος Καζέρτης
Βικέντιος Μαρία, ἱερέας [ἀκολουθεῖ πιθανόν: ἐκ τῶν γραμματέων]
[1] Θεοδώρου Στουδίτου, Ἐπιστολή 2, 66, P. G. 99, 1289B.
[2] Μεγάλου Βασιλείου, Ὁμιλία ΚΔ΄, Κατά Σαβελλιανῶν καί Ἀρείου καί τῶν Ἀνομοίων, 4, P.G. 31, 612BC.
[3] Βλ. Βλασίου Φειδᾶ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία Α΄, Ἀθῆναι 2002 (3), σελ. 170-171.
[4] Γιά τήν πολιτική καί θρησκευτική κατάσταση στή Ρώμη βλ. Henry Hart Milman, History of Latin Christianity, vol. 1.
[5] Καί ὁ Ἅγιος Τελεσφόρος, Ἐπίσκοπος Ρώμης, ἐμαρτύρησε ἐπί Ἀντωνίνου Πίου, J. Patinot, Τελεσφόρος, Θρησκευτική καί Ἠθική Ἐγκυκλοπαιδεία, τόμος 22ος, Ἀθῆναι 1967, σελ. 708. Ὁ Ἅγιος Τελεσφόρος ἦταν ἐξ Ἑλλάδος καί ἡ μνήμη του στό Ὀρθόδοξο Ἑορτολόγιο ἑορτάζεται στίς 22 Φεβρουαρίου, Ε. Γ. Παντελάκη, Τελεσφόρος, Μεγάλη Ἑλληνική Ἐγκυκλοπαίδεια, τόμος 22ος, ἐκδ. Πυρσός, Ἀθῆναι 1933, σελ. 856.
[6] Ἐπί Ἀντωνίνου καί ὄχι ἐπί Μάρκου Αὐρηλίου μαρτύρησε ὁ Ἅγιος Πολύκαρπος, Ἐπίσκοπος Σμύρνης, (περί τό 156) ὁ ὁποῖος ὁμολόγησε ὅτι εἶναι Χριστιανός. Μέ ἀπόλυτο κριτήριο τήν ὁμολογία του αὐτή ὑποβλήθηκε στό μαρτυρικό θάνατο, βλ. Βλασίου Φειδᾶ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία Α΄, Ἀθῆναι 2002 (3), σελ. 122.
[7] Περί τοῦ θέματος βλ. Μ. Πρωτοπρεσβύτερος Γέωργιος Τσέτσης, Ἡ διαδικασία ἐντάξεως Ἁγίων στό ἑορτολόγιο κατά τήν πράξη τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, στόν τόμο Χριστιανική Θεσσαλονίκη, ΛΖ΄-ΛΗ΄ Δημήτρια, Πρακτικά ΙΣΤ΄-ΙΖ΄ Διεθνῶν Ἐπιστημονικῶν Συμποσίων, Ἅγιοι τῆς Θεσσαλονίκης, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2009, σελ. 37-48.
[8] Ἁμίλκα Ἀλιβιζάτου, Ἡ Ἀναγνώρισις Ἁγίων ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ, περιοδικό «Θεολογία» 19 (1941-1948), σελ. 27.
[9] Α΄ Τιμ. 2, 5.
[10] Ἀνδρέα Φυτράκη, Λείψανα καί Τάφοι Μαρτύρων κατά τούς Τρεῖς Πρώτους Αἰῶνες, ἐν Ἀθήναις 1955, σελ. 9.
[11] Ἱεροῦ Χρυσοστόμου, Περί Ἱερωσύνης Λόγος Γ΄, P.G. 48, 639.
[12] H. Delehaye, Sanctus. Essai sur le Culte des Saints dans l’Antiquité, Bruxelles 1927, σελ. 163. Βλασίου Φειδᾶ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία Α΄, Ἀθῆναι 2002 (3), σελ. 272-273: «Ἤδη ὅμως ἀπό τόν Β΄ αἰώνα κάθε τοπική ἐκκλησία ἑόρταζε ἐπίσης τήν “γενέθλιον” ἡμέρα τῶν μαρτύρων, ἤτοι τήν ἡμέρα τοῦ θανάτου τῶν μαρτύρων της κατά τούς διωγμούς (dies natalis)».
[13] Βλ. Συμεών Πασχαλίδου, Οἱ ἑορτές τῶν Ἁγίων, Τό Χριστιανικόν Ἑορτολόγιον, Πρακτικά Η΄ Πανελληνίου Λειτουργικοῦ Συνεδρίου, Κλάδος Ἐκδόσεων Ἐπικοινωνιακῆς καί Μορφωτικῆς Ὑπηρεσίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθῆναι 2007, σελ. 365-397.
[14] Ὑπάρχουν Ἅγιοι τῆς Ἀρχαίας Ἐκκλησίας οἱ ὁποῖοι ἀγνοοῦνται ὑπό τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί δέν ἀπαντοῦν στά Ἑλληνικά Συναξάρια. Ἡ ἁγιολογική ἀναφορά τους εἶναι σέ Λατινικούς Συναξαριστές πού τούς ἔχουν περιλάβει μεταξύ τῶν Ἁγίων, βλ. Θεοχάρη Εὐστ. Δετοράκη, Οἱ Ἅγιοι τῆς πρώτης βυζαντινῆς περιόδου τῆς Κρήτης καί ἡ σχετική πρός αὐτούς φιλολογία, διατριβή ἐπί διδακτορίᾳ, Ἀθῆναθ 1970, σελ. 47 §3, σελ. 51 §3.
[15] Πανάγιον, ἤτοι κατάλογος τῶν ὅπου γῆς ἑορταζομένων Ὀρθοδόξων Ἁγίων, ἔκδ. ἡσυχαστ. Ἡ Μεταμόρφωσις τοῦ Σωτῆρος, Μήλεσι 2006, σελ. 152.
[16] Franz Xaver Seppelt/Georg Schwaiger, Geschichte der Päpste, Berlin 1965, σελ. 15.
[17] J. Patinot, Πῖος, Θρησκευτική καί Ἠθική Ἐγκυκλοπαιδεία, τόμος 10ος, σελ. 395, Ἀθῆναι 1967.
[18] Χρήστου Σπ. Βούλγαρη, Εἰσαγωγή εἰς τήν Καινήν Διαθήκην, τόμος β΄, ἐν Ἀθήναις 2003, σελ. 826-828.
[19] Στό Ρωμαϊκό Μαρτυρολόγιο ἡ μνήμη του ἀναφέρεται στίς 23 Σεπτεμβρίου, Ρωμαϊκό Μαρτυρολόγιο, Bibliotheca «Ephemerides Liturgicae», C.L.V., Edizioni Liturgiche, Roma 1998, σελ. 239.
[20] «Τῆς δέ Ῥωμαίων ἐκκλησίας μετά τήν Παύλου καί Πέτρου μαρτυρίαν πρῶτος κληροῦται τήν ἐπισκοπήν Λίνος. Μνημονεύει τούτου Τιμοθέῳ γράφων ἀπό Ῥώμης ὁ Παῦλος κατά τήν ἐπί τέλει τῆς ἐπιστολῆς πρόσρησιν», Εὐσεβίου, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, Γ΄, 2, Βιβλιοθήκη Ἑλλήνων Πατέρων καί Ἐκκλησιαστικῶν Συγγραφέων, τόμος 19ος, ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθῆναι 1959, σελ. 250.
[21] «Ἀσπάζεταί σε Εὔβουλος καί Πούδης καί Λῖνος καί Κλαυδία καί οἱ ἀδελφοί πάντες», 4, 21.
[22] Ρωμαϊκό Μαρτυρολόγιο, Bibliotheca «Ephemerides Liturgicae», C.L.V., Edizioni Liturgiche, Roma 1998, σελ. 97.
[23] Ὠριγένης, Εὐσέβιος Καισαρείας καί ἄλλοι.
[24] Πρός Φιλιππησίους 4, 3: «…Αἵτινες ἐν τῷ εὐαγγελίῳ συνήθλησάν μοι μετά Κλήμεντος καί τῶν λοιπῶν συνεργῶν μου…».
[25] Recognitiones 7, 8 ἑ.ἑ., Bibliotheca Patrum Ecclesiasticorum, vol. I, Lipsiae 1838.
[26] Ρωμαϊκή Ἱστορία, 67, 14, Βλ. Σουητωνίου, Domitianus 15.
[27] Μαρτύριον Ἁγίου Κλήμεντος 18-25. Παν. Χρήστου, Ἑλληνική Πατρολογία Β΄, Πατριαρχικόν Ἵδρυμα Πατερικῶν Μελετῶν, Θεσσαλονίκη 1978, σελ. 360.
[28] Ἀριστείδη Πανώτη, Τό Συνοδικόν τῆς ἐν Ἑλλάδι Ἐκκλησίας, Ἀθῆναι 2008, τόμ. Α΄, σελ. 114
[29] Βαφείδη Η. Φ. , Εὐάρεστος, Μεγάλη Ἑλληνική Ἐγκυκλοπαιδεία, τόμος 11ος, Ἀθῆναι 1929, σελ. 695.
[30] Ρωμαϊκό Μαρτυρολόγιο, Bibliotheca «Ephemerides Liturgicae», C.L.V., Edizioni Liturgiche, Roma 1998, σελ. 269.
[31] Francesco Scorza Barcellona, Pio I, Εnciclopedia dei Papi, Roma 2000, σελ. 220-222. Περί τοῦ βίου τοῦ Ἁγίου Πίου βλ. Bartolomeo Platina, Lives of the Popes, volume I-Antiquity, edited and translated by Anthony F. D’ Elia, Harvard University Press, London, England 2008, σελ. 79-83.
[32] Σύμφωνα μέ τήν παράδοση ἡ πόλη πῆρε τό ὄνομά της λόγῳ τῶν ἄφθονων νερῶν πού ὑπῆρχαν στήν περιοχή.
[33] Ὁ ἀρχαιότερος γνωστός Κανόνας τῆς Καινῆς Διαθήκης πού συντάχθηκε πιθανώτατα περί τό 200 μ.Χ. Ὁ L. A. Muratori († 1750), πού βρῆκε σέ χειρόγραφο τοῦ 8ου αἰῶνος μ.Χ. στήν Ἀμβροσιανή Βιβλιοθήκη τοῦ Μεδιολάνου ἀκρωτηριασμένο κατάλογο τῶν βιβλίων τῆς Καινῆς Διαθήκης, γράφει σχετικά: «Pastorem…Hermas conscripsit, sedente in cathedra urbis Romae Ecclesiae Pio episcopo, frater ejus». Πάντως ἡ πιθανωτέρα συγγραφή τοῦ Ποιμένος κατά τά μέσα τοῦ 2ου αἰῶνος μ.Χ., ὡς φαίνεται καί ἀπό τό περιεχόμενο τοῦ βιβλίου, ὡς καί οἱ σχετικές ἀναφορές τῶν ἱστορικῶν, εἶναι οἱ ἰσχυρές ἀποδείξεις περί περί τῶν αὐταδέλφων Πίου καί Ἑρμᾶ.
[34] Le Liber pontificalis, a cura di L, Duchesne, Paris 1886 : βιβλίο στή λατινική γλώσσα πού ἀφηγεῖται τήν ἱστορία τῶν Ἐπισκόπων Ρώμης ξεκινώντας ἀπό τόν Ἀπόστολο Πέτρο καί συνεχίζοντας ὡς τόν 14ο αἰώνα μ.Χ., ὑπό μορφήν συναξαρίων. Περί τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Πίου ἀναφέρονται τά ἀκόλουθα: «1. Pius, natione Italus, ex patre Rufino, frater Pastoris, de ciuitate Aquilegia, sedit ann. XVIIII m. IIII d. III. Fuit autem temporibus Antonini Pii, a consolatu Clari et Seueri (146). 2. Sub huius episcopatum Hermis librum scripsit in quo mandatum continet quod ei praecepit angelus Domini, cum uenit ad eum in habitu pastoris ; et praecepit ei ut Paschae die dominico celebraretur. 3. Hic constituit hereticum uenientem ex Iudaeorum herese suscipi et baptizari ; et constitutum de ecclesia fecit. † 5 Hic fecit ordinationes V per mens. Decemb., presbiteros XVIIII, diaconos XXI ; episcopos per diuersa loca numero XII. Qui etiam sepultus est iuxta corpus beati Petri, in Vaticanum, V id. Iul. Et cessauit episcopatus dies XIIII. † 4 Hic ex rogatu beate Praxedis dedicauit aecclesiam thermas Nouati, in uico Patricii, in honore sororis sue sanctae Potentianae, ubi et multa dona obtulit; ubi sepius sacrificium Domino offerens ministrabat. Inmo et fontem baptismi construi fecit, manus suas benedixit et consecrauit; et multos uenientes ad fidem baptizauit in nomine Trinitatis».
[35] Ὁ Ποιμήν τοῦ Ἑρμᾶ εἶναι τό ἐκτενέστερο ἀπό τά συγγράμματα τῶν καλουμένων Ἀποστολικῶν Πατέρων τό ὁποῖο συνδυάζει προφητεία καί ἀποκάλυψη, διαφέρον ὅμως τῶν συνήθων προφητικῶν κειμένων κατά τό ὅτι εμφανίζει ουράνια πρόσωπα ἀποκαλύπτοντα μυστικά περί μέλλοντος. Τόπος συγγραφῆς του ἦταν ἡ Ρώμη. Βλ. Σχετικά «Ὁ Ποιμήν τοῦ Ἑρμᾶ», εἰσαγωγικά, Βιβλιοθήκη Ἑλλήνων Πατέρων καί Ἐκκλησιαστικῶν Συγγραφέων (ΒΕΠΕΣ), τόμος 3ος, ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας, Ἀθῆναι 1955, σελ. 31-37. «Ἐσχάτως κατά τόν χρόνον ἡμῶν συνεγράφη ὑπό τοῦ ἐν Ἑρμᾶ ἐν Ρώμῃ, ὅτε εἰς τήν ἕδραν τῆς ἐκκλησίας τῆς Ρώμης ἦτο ἐπίσκοπος ὁ Πῖος, ὁ ἀδελφός αὐτοῦ», Χρήστου Σπ. Βούλγαρη, Εἰσαγωγή εἰς τήν Καινήν Διαθήκην, τόμος β΄, ἐν Ἀθήναις 2003, σελ. 1216.
[36] Ἀποστόλου Ἀθ. Γλαβίνα, Οἱ διωγμοί κατά τῆς Ἐκκλησίας στήν Προκωνσταντίνεια ἐποχή, http://oodegr.co/oode/biblia/diogmoi_1/9.htm
[37] Ὁ Βαλεντῖνος ἤ Οὐαλεντῖνος ἦταν αἰγύπτιος γνωστικός καί ἱδρυτής τοῦ συστήματος τοῦ Βελεντινιανισμοῦ.
[38] Tερτυλλιανοῦ, Adversus Valentinianos 4, L.P. 2, 546. J. Patinot, Πῖος, Θρησκευτική καί Ἠθική Ἐγκυκλοπαιδεία, τόμος 10ος, σελ. 395, Ἀθῆναι 1967. Παν. Χρήστου, Ἑλληνική Πατρολογία Β΄, Πατριαρχικόν Ἵδρυμα Πατερικῶν Μελετῶν, Θεσσαλονίκη 1978, σελ. 153.
[39] Ὁ Κέρδων, καταγόμενος ἀπό τήν Συρία καί διατελέσας μαθητής τοῦ Σατορνείλου, μετέβη στή Ρώμη, ὅπου ὑπέβαλε ὁμολογία πίστεως καί ἔγινε δεκτός ἀπό τόν Ἐπίσκοπο Ρώμης Ὑγῖνο (136-140 μ.Χ.), ἀλλά ἀργότερα ἀπομακρύνθηκε καί ἵδρυσε δική του σχολή, βλ. Βλασίου Φειδᾶ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία Α΄, Ἀθῆναι 2002 (3), σελ. 160.
[40] Παν. Χρήστου, Ἑλληνική Πατρολογία Β΄, Πατριαρχικόν Ἵδρυμα Πατερικῶν Μελετῶν, Θεσσαλονίκη 1978, σελ. 178. Ἐπειδή ὅμως τέτοια πληροφορία δέν κατοχυρώνεται ἀπό τούς ἄλλους ἀντιαιρετικούς, θεωρεῖται πιθανόν ἡ εἴδηση προῆλθε ἐκ τῆς παρερμηνείας τοῦ ἰσχυρισμοῦ τῶν συγχρόνων του ὅτι διέφθειρε διά τῆς αἱρέσεως τήν νύμφη Ἐκκλησία ἤ ὅτι παραμέρισε τήν Παρθένο Μαρία ἀπό τό σύστημά του.
[41] Ρωμαϊκό νόμισμα.
[42] Παν. Χρήστου, Ἑλληνική Πατρολογία Β΄, Πατριαρχικόν Ἵδρυμα Πατερικῶν Μελετῶν, Θεσσαλονίκη 1978, σελ. 153. Ἐπιφανίου, Κατά αἱρέσεων, 42.
[43] Εἰρηναίου, Ἔλεγχος καί ἀνατροπή τῆς ψευδωνύμου γνώσεως, Βιβλίον Α΄, Βιβλιοθήκη Ἑλλήνων Πατέρων καί Ἐκκλησιαστικῶν Συγγραφέων ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας, τόμος 5ος, σελ. 93.
[44] Εἰρηναίου, Ἔλεγχος καί ἀνατροπή τῆς ψευδωνύμου γνώσεως, Ἀποσπάσματα 16, Βιβλιοθήκη ¨Ελλήνων Πατέρων καί Ἐκκλησιαστικῶν Συγγραφέων ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας, τόμος 5ος, σελ. 144.
[45] Μέχρι τῆς ἐποχῆς αὐτῆς ὑπῆρχαν ἐσωτερικοί δεσμοί τῶν χριστιανικῶν κοινοτήτων, ὁ κυριότερος τῶν ὁποίων ἦταν ἡ ἕνωση διά τῆς πίστεως στόν Χριστό. Ἀλλά τήν περίοδο αὐτή προστέθηκαν οἱ μνημονευθέντες τρεῖς ἐξωτερικοί δεσμοί, οἱ ὁποῖοι συμπλήρωσαν τήν ἕνωση τῶν χριστιανικῶν κοινοτήτων.
[46] Σέ ἀντίθεση πρός τήν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία παρέλαβε ἀνόθευτη τή χριστιανική διδασκαλία ἀπό τούς Ἀποστόλους, οἱ αἱρεσιάρχες, σημειώνει ὁ Ἅγιος Εἰρηναῖος, δέν παρέλαβαν τή διδασκαλία τους ἀπό ἄλλους προγενέστερους στήν Ἐκκλησία, ἀλλ’ οἱ ἴδιοι εἶναι πατέρες καί ἐφευρέτες (initiatores et inventores) αὐτῆς ( Ἔλεγχος καί ἀνατροπή τῆς ψευδωνύμου γνώσεως, 3).
[47] Ὁ Μαρκίων χρησιμοποιοῦσε τίς Γραφές χωρίς νά σέβεται τή γνησιότητα καί ἀκεραιότητά τους, ὅπως ἔπραττε ἡ Ἐκκλησία, καί θεωροῦσε τόν ἑαυτό του σοφώτερο τῶν Ἀποστόλων. Ὅμως διά τοῦ τρόπου αὐτοῦ διαφωνοῦσε πρός τή Γραφή καί τήν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, στίς ὁποῖες φυλάσσεται ἡ ἀλήθεια (Ἁγίου Εἰρηναίου, Ἔλεγχος καί ἀνατροπή τῆς ψευδωνύμου γνώσεως , 3, 2, 2).
[48] Βασιλείου Κ. Στεφανίδου, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, ἐκδ. Ἀστέρος, Ἀθῆναι 1958, σελ. 73-75.
[49] Ὁ Μαρκιωνιτισμός ἦταν ὀργανωμένο θρησκευτικό σύστημα μέ βιβλική θεμελίωση, μέ λατρεία καί ὀργάνωση ὅμοια μέ τήν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, καί ἐπί πλέον διέθετε εἰλικρινεῖς καί ἐνθουσιώδεις ὀπαδούς. Τά ἀνωτέρω κατέστησαν τόν Μαρκιωνιτισμό τήν πλέον ἐπικίνδυνη γιά τήν Ἐκκλησία αἱρετική δύναμη, βλ. Κωνσταντίνου Καρακόλη, Αἱρέσεις καί Ἐκκλησία κατά τούς Ἕλληνας Ἐκκλησιαστικούς Συγγραφεῖς τῶν Β΄ καί Γ΄ αἰώνων, Θεσσαλονίκη 1983, σελ. 10.
[50] Μεγάλου Βασιλείου, Ὁμιλία ΙΘ΄, Εἰς τούς Αγίους Τεσσαράκοντα Μάρτυρας, 3, 4, P.G. 31, 512BC.
[51] Β΄ Κορ. 10, 5.
[52] Β΄ Κορ. 10, 5.
[53] «Ἐγώ σχίσω τήν Ἐκκλησίαν ὑμῶν καί βαλῶ σχίσμα ἐν αὐτῇ εἰς τόν αἰῶνα», Ἐπιφανίου, Πανάριον 42, 2.
[54] Τό 144 μ.Χ. Βασιλείου Κ. Στεφανίδου, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, ἐκδ. Ἀστέρος, Ἀθῆναι 1958, σελ. 67. Ἐπιζητώντας ὁ Μαρκίων γενικότερη αναγνώριση ἴσως καί τόν ἐπισκοπικό θρόνο τῆς Ρώμης, ἀνακοινώνει εὐρύτερα τίς ἀντιλήψεις του ἐνώπιον τῶν πρεσβυτέρων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης μέ ἀποτέλεσμα νά καταδικασθεῖ γι’ αὐτές καί νά ἀφορισθεῖ.
[55] Παν. Χρήστου, Γνωστικισμός, Θρησκευτική καί Ἠθική Ἐγκυκλοπαιδεία, τόμος 4ος, Ἀθῆναι 1964, σελ. 595.
[56] Κωνσταντίνου Καρακόλη, Αἱρέσεις καί Ἐκκλησία κατά τούς Ἕλληνας Ἐκκλησιαστικούς Συγγραφεῖς τῶν Β΄ καί Γ΄ αἰώνων, Θεσσαλονίκη 1983, σελ. 69: «Οὕτω, κατά τόν Εἰρηναῖον, ὁ τέλειος καί ἄμεμπτος ἐπίσκοπος εἶναι μεγάλη εὐλογίαν διά τήν Ἐκκλησίαν, ἐνῷ οἱ τυχόν ἐκπίπτοντες ἐκ τῆς θέσεώς των ἐν τῇ διαδοχῇ εἶναι μεγάλη συμφορά. Τοιοῦτον τι ὅμως δέν συνέβη μέχρι τότε εἰς τάς πλείστας τοπικάς Ἐκκλησίας καί ἰδίᾳ εἰς τήν Ἐκκλησίαν τῆς Ρώμης, περί τῆς διαδοχῆς τῆς ὁποίας ὁ Εἰρηναῖος διασώζει τήν παλαιοτέραν ἐκτενῆ μαρτυρίαν».
[57] J. Patinot, Πῖος, Θρησκευτική καί Ἠθική Ἐγκυκλοπαιδεία, τόμος 10ος, σελ. 395, Ἀθῆναι 1967. Γιά τήν εἰδικότερη ἀντίδραση τῆς Ἐκκλησίας ἐναντίον τοῦ Μαρκιωνιτισμοῦ βλ. βλ. Βλασίου Φειδᾶ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία Α΄, Ἀθῆναι 2002 (3), σελ. 226-227.
[58] Παν. Κ. Χρήστου, Ἰουστῖνος, Θρησκευτική καί ἨΘική Ἐγκυκλοπαιδεία, τόμος 6ος, Ἀθῆναι 1965, σελ. 973, 975-976. «Ἄλλοι γάρ κατ’ ἄλλον τρόπον βλασφημεῖν τόν ποιητήν τῶν ὅλων καί τόν ὑπ’ αὐτοῦ προφητευόμενον ἐλεύσεσθαι Χριστόν καί τόν Θεόν Ἀβραάμ καί Ἰσαάκ καί Ἰακώβ διδάσκουσιν. Ὧν οὐδενί κοινωνοῦμεν, οἱ γνωρίζοντες ἀθέους καί ἀσεβεῖς καί ἀδίκους καί ἀνόμους αὐτούς ὑπάρχοντας, ἀντί τοῦ τόν Ἰησοῦν σέβειν ὀνόματι μόνον ὁμολογεῖν. Καί Χριστιανούς ἑαυτούς λέγουσιν, ὅν τρόπον οἱ ἐν τοῖς ἔθνεσι τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ ἐπιγράφουσι τοῖς χειροποιήτοις καί ἀνόμοις καί ἀθέοις τελεταῖς κοινωνοῦσι. Καί εἰσιν αὐτῶν οἱ μέν τινες καλούμενοι Μαρκιανοί, οἱ δέ Οὐαλεντιανοί…», Ἰουστίνου, Διάλογος πρός Τρύφωνα, 35, 13-22, Βιβλιοθήκη Ἑλλήνων Πατέρων καί Ἐκκλησιαστικῶν Συγγραφέων, τόμος 3ος, ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας, Ἀθῆναι 1955, σελ. 239.
[59] Εὐσεβίου, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, V, 23. Βλασίου Φειδᾶ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία Α΄, Ἀθῆναι 2002 (3), σελ. 274-275.
[60] Ὁ Ἅγιος Εἰρηναῖος σέ ἐπιστολή του ἐπικαλεῖται τήν εἰρηνική συζήτηση τοῦ ζητήματος ἀπό τούς Ἐπισκόπους Σμύρνης Πολύκαρπο καί Ρώμης Ἀνίκητο, περί τό 155/156 μ.Χ., οἱ ὁποῖο παρά τήν ἐμμονή τους στή διαφωνία «ἐκοινώνησαν ἑαυτοῖς, καί ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ παρεχώρησεν ὁ Ἀνίκητος τήν εὐχαριστίαν τῷ Πολυκάρπῳ κατ’ ἐντροπήν δηλονότι, καί μετ’ εἰρήνης ἀπ’ ἀλλήλων ἀπηλλάγησαν, πάσης Ἐκκλησίας εἰρήνην ἐχόντων…», Εὐσεβίου, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, V, 24, 14, 17. Βλ. Βλ. Βλασίου Φειδᾶ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία Α΄, Ἀθῆναι 2002 (3), σελ. 281.
[61] Ἁγίου Εἰρηναίου: «…Καί μετ’ εἰρήνης ἀπ’ ἀλλήλων ἀπηλλάγησαν, πάσης τῆς Ἐκκλησίας εἰρήνην ἐχόντων, καί τῶν τηρούντων (=Μικρασιατῶν) καί τῶν μή τηρούντων (=Ρωμαίων), βλ. Βλασίου Φειδᾶ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία Α΄, Ἀθῆναι 2002 (3), σελ. 281-282. Francesco Scorza Barcellona, Pio I, Εnciclopedia dei Papi, Roma 2000, σελ. 221. Τό ζήτημα αὐτό γιά τόν ἑορτασμό τοῦ Πάσχα ρυθμίσθηκε τελικά σέ οἰκουμενικό πλαίσιο μέ Ἀπόφαση τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τό 325 μ.Χ.
[62] Ἐπί Ἀντωνίνου Πίου καί ὑπατείας Κλάρου καί Σεβήρου.
[63] Μαρτύριον τοῦ Ἁγίου Πολυκάρπου, XVI, 3 ΒΕΠΕΣ 3, 25.
[64] Liber Pontificalis: «Qui etiam sepultus est iuxta corpus beati Petri, in Vaticanum…». Ὁ ἐνταφιασμός τοῦ Ἁγίου Πίου δίπλα στόν τάφο τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου ἀναφέρεται σέ σχετικό πίνακα στό Βατικανό στόν ὁποῖο ἀναφέρονται ὅλοι οἱ Ἐπίσκοποι Ρώμης πού ἔχουν ταφεῖ ἐκεῖ. «Ὁ Πέτρος ἐτάφη ἐπί τοῦ λόφου τοῦ Βατικανοῦ, ἔνθα ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος ἵδρυσε βασιλικήν, ἐπ’ αὐτῆς δέ βραδύτερον ᾠκοδομήθη ὁ καί νῦν σῳζόμενος περικαλλέστατος ναός», Χρήστου Σπ. Βούλγαρη, Εἰσαγωγή εἰς τήν Καινήν Διαθήκην, τόμος β΄, ἐν Ἀθήναις 2003, σελ. 328. Β. Ν. Γιαννόπουλου, Πέτρος, Χριστιανική καί Ἠθική Ἐγκυκλοπαιδεία, τόμος 10ος, Ἀθῆναι 1967, σελ. 351. «Ὁ ναός τοῦ Ἁγίου Πέτρου ἐκτίσθη κατά τόν ΙΣΤ΄ αἰῶνα, ἐπί τῆς θέσεως παλαιᾶς βασιλικῆς, τήν ὁποίαν εἶχεν ἀνεγείρει ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος, κατεδαφίσας τό μικρόν παρεκκλήσιον, ὅπερ εἶεν ἱδρύσει ὁ Πάπας Ἀνάκλητος εἰς τόν τόπον τοῦ Μαρτυρίου τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου. Ὁ ναός τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου ἦτο μεγαλοπρεπέστατος καί ἐχρησίμευσεν ἐπί ἕνδεκα αἰῶνας ὡς ὁ κατ’ ἐξοχήν ναός τῆς Ρώμης, ὅπου ἐτάφησαν πάντες σχεδόν οἱ Πάπαι», Θ. Παπακωνσταντίνου, Ρώμη, Μεγάλη Ἑλληνική Ἐγκυκλοπαιδεία, τόμος 11ος, ἐκδ. Πυρσός, Ἀθῆναι 1933, σελ. 318.
[65] Ρωμαϊκό Μαρτυρολόγιο, Bibliotheca «Ephemerides Liturgicae», C.L.V., Edizioni Liturgiche, Roma 1998, σελ. 167.
[66] Εὐσεβίου, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, ΙV, 11, 1, ΙV, 6, 4, V 24, 14, P.G. 20, 328 B-C, 445 B, 505 A. J. Patinot, Πῖος, Θρησκευτική καί Ἠθική Ἐγκυκλοπαιδεία, τόμος 10ος, Ἀθῆναι 1967, σελ. 395.
[67] Α΄ Πέτρ. 1, 6-7.
[68] Α΄ Πέτρ. 2, 19-21.
[69] Β΄ Κορ. 4, 11.
[70] Α΄ Κορ. 4, 9.
[71] Ρωμ. 12, 12.
[72] Ρωμ. 8, 34-39.
[73] Ρωμαϊκό Μαρτυρολόγιο, Bibliotheca «Ephemerides Liturgicae», C.L.V., Edizioni Liturgiche, Roma 1998, σελ. 121. Ε. Γ. Παντελάκη, Πουδεντιαννή, Μεγάλη Ἑλληνική Ἐγκυκλοπαιδεία, τόμος 10ος, ἐκδ. Πυρσός, Ἀθῆναι 1932, σελ. 565. Pio Franchi de’ Cavalieri, Codice 4 di S. Alessandro in Colonna a Bergamo, f. 152v in cipit revelatio ancti Pastoris presbyteri et passio sanctae Potentianae=BHL 6991, Νote Agiografiche, Fascicolo 6, Studi e Testi, τόμος 33, τεῦχος 6, Roma 1920, σελ. 53. Ἐπισκόπου Φαναρίου Ἀγαθαγγέλου, Συναξαριστής τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, μήνας Μάϊος, ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας, Ἀθήνα 2006, σελ. 290.
[74] Ἡ παράδοση ἀναφέρει ὅτι ἐμαρτύρησε περί τό 165 μ.Χ.
[75] Τήν ἐποχή ἐκείνη οἱ ἐκκλησίες δέν ἐλάμβαναν προσωνύμια ἐκ τοῦ ἰδιαιτέρως ἑκάστοτε ἐκεῖ τιμωμένου Ἁγίου, ἀλλά ἐκ τοῦ ἰδιοκτήτου τῆς οἰκίας, ἐπονομαζόμενες «τίτλοι» (Tituli). Caroline J. Goodson, The Rome of Pope Pascal I, Cambridge 2010, σελ. 93: «The Vita Praxedis tells the story of Saint Praxedis and Saint Pudentiana, daugthers of the Senator Pudens, who hosted the Apostle Paul in their senatorial home, and then went on to found churches in their family’s properties on the Esquiline with the assistance of Pope Pius. According to the Vita Pudentianae, the senator’s residence on the Vicus Patricii was converted to a church and baptistery, which eventually became the titulus Pudentis or Pudentianae, while the Vita Praxedis reports that the priest Novatus, a son of Pudens, also left his property to the church. Prassede asked Pope Pius that the baths of Novatus be made into a church and baptistery, which eventually became the titulus potentianae».
[76] Pio Franchi de’ Cavalieri, Codice 4 di S. Alessandro in Colonna a Bergamo, f. 231v XII kal. Aug., passio sanctae Praxedis=BHL 6920, Νote Agiografiche, Fascicolo 6, Studi e Testi, τόμος 33, τεῦχος 6, Roma 1920, σελ. 55. Ρωμαϊκό Μαρτυρολόγιο, Bibliotheca «Ephemerides Liturgicae», C.L.V., Edizioni Liturgiche, Roma 1998, σελ. 177.
[77] Ρωμαϊκό Μαρτυρολόγιο, Bibliotheca «Ephemerides Liturgicae», C.L.V., Edizioni Liturgiche, Roma 1998, σελ. 148.
[78] Τό Ρωμαϊκό Μαρτυρολόγιο ἀναφέρει τή μνήμη του στίς 19 Μαῒου.
[79] Λουκᾶ Φίλη, Πούδης, Θρησκευτική καί Ἠθική Ἐγκυκλοπαιδεία, τόμος 10ος, Ἀθῆναι 1932, σελ. 565. Ὁρισμένοι ἐρευνητές θεωροῦν ὅτι ὁ Ἅγιος Πούδης ἦταν συγκλητικός καί ἐμαρτύρησε στή Ρώμη, Ε. Γ. Παντελάκη, Πούδεντος, Μεγάλη Ἑλληνική Ἐγκυκλοπαιδεία, τόμος 10ος, ἐκδ. Πυρσός, Ἀθῆναι 1932, σελ. 618.
[80] Caroline J. Goodson, The Rome of Pope Pascal I, Cambridge 2010, σελ. 229.
[81] http://www.gutenberg.us/article/whebn0001916224/pudentiana. Στό Ναό τῆς Ἁγίας Πραξέδης φυλάσσονται τά ἱερά λείψανα 2.300 Μαρτύρων, Caroline J. Goodson, The Rome of Pope Pascal I, Cambridge 2010, σελ. 229, 234.
[82] Δημητρίου Κωνσταντινίδη, Ρώμη, Θρησκευτική καί Ἠθική Ἐγκυκλοπαιδεία, τόμος 10ος, σελ. 952, Ἀθῆναι 1967.
[83] Περί τοῦ θέματος βλ. Ἀνέστης Γ. Κεσελόπουλος, Ἡ τιμή, ἡ μνήμη καί τά συναξάρια τῶν Ἁγίων, στόν τόμο Χριστιανική Θεσσαλονίκη, ΛΖ΄-ΛΗ΄ Δημήτρια, Πρακτικά ΙΣΤ΄-ΙΖ΄ Διεθνῶν Ἐπιστημονικῶν Συμποσίων, Ἅγιοι τῆς Θεσσαλονίκης, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2009, σελ. 219-225. Viorel Dincă, Ἡ τιμή τῶν Ἁγίων καί τῶν λειψάνων τους, διατριβή ὑποβληθεῖσα στό Τμῆμα Ποιμαντικῆς καί Κοινωνικῆς Θεολογίας τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ.
[84] Μεγάλου Βασιλείου, Περί Ἁγίου Πνεύματος 18, P.G. 32, 149C.
[85] Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Δεκάλογος τῆς κατά Χριστόν νομοθεσίας, P.G. 150, 1093A.
[86] Βλ. Κοντάκιον ἑορτῆς Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου.
[87] Ἱεροῦ Χρυσοστόμου, Εἰς Ἰουλιανόν, 4, P.G. 50, 671.
[88] Ἱεροῦ Χρυσοστόμου, Εἰς Ἰουλιανόν, 4, P.G. 50, 672.
[89] Della città di Napoli, Ἐθνική Βιβλιοθήκη Νεαπόλεως, κεφ. ΧΙ, σελ. 98-103. Bλ. Gennaro Aspreno Galante, Guida sacra della città di Napoli, Napoli 1872, κεφ. ΙΧ, σελ. 330. A. D’Ambra, Napoli Antica Illustrata, Napoli, edizione Cardone, 1930.
[90] Πόλη τῆς Ἰταλίας στήν Καμπανία καί πρωτεύουσα τῆς ὁμωνύμου ἐπαρχίας τοῦ νομοῦ Νεαπόλεως.
[91] 1846-1878.