Η Α.Θ. Παναγιότης ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος προέστη της νεκρωσίμου Ακολουθίας του Μακαριστού Αρχιεπισκόπου Νέας Ιουστινιανής και πάσης Κύπρου κυρού Χρυσοστόμου Β’, συμπαραστατούμενος από τα μέλη της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας Κύπρου, η οποία τελέστηκε σήμερα, Σάββατο, 12 Νοεμβρίου 2022, στις 12 το μεσημέρι, στον Ιερό Καθεδρικό Ναό του Αποστόλου Βαρνάβα Λευκωσίας.
Στον επικήδειο λόγο του ο Παναγιώτατος είπε:
“Λίαν αλγεινήν είδησιν εσήμανεν η καμπάνα του Καθεδρικού Ναού του Αγίου Βαρνάβα! Είδησιν, την οποίαν ευθύς αμέσως μετέδωσαν εν οδύνη οι κώδωνες και τα σήμαντρα της Αγιονεοφυτικής Εγκλείστρας, οι καμπάνες της γενετείρας Τάλας και της Πάφου, οι καμπάνες της Πρωτευούσης και όλης της Αγιοτόκου Μεγαλονήσου, του πενθηρού ήχου αυτών φθάσαντος μέχρι και Κωνσταντινουπόλεως και Φαναρίου! Ο πολιός Αρχιεπίσκοπος Νέας Ιουστινιανής και πάσης Κύπρου κυρός Χρυσόστομος Β΄, ο Εγκλειστριώτης, ο Πάφιος και από Πάφου, ο κατά κόσμον Ηρόδοτος Δημητρίου, ο παιδιόθεν αφιερώσας εαυτόν εις την διακονίαν του Χριστού και της Εκκλησίας, ο επί σχεδόν τεσσαράκοντα και πέντε έτη θεοφιλώς αρχιερατεύσας και επί δεκαεξαετίαν και μέχρις εσχάτων σταθείς γενναίως επί των επάλξεων του Πρωθιεραρχικού καθήκοντος, ως και από της πρώτης άλλωστε στιγμής της αναδείξεώς του εις Προκαθήμενον της Αποστολικής Αυτοκεφάλου Κύπριδος Εκκλησίας, αφού έδωκε τας τελευταίας του νουθεσίας και συμβουλάς, αφού ηυλόγησεν αρχιερατικώς και ηυχήθη πατρικώς τους συνεργάτας του, το ποίμνιόν του, τον λαόν και τους άρχοντας της πολυπάθου Νήσου του, παρέδωκεν ειρηνικώς το πνεύμα του εις τον Αρχηγόν της Ζωής και Επίσκοπον των ψυχών ημών Κύριον Ιησούν Χριστόν και προσετέθη εις τους αοιδίμους προκατόχους του. Ελογισάμεθα λοιπόν και ημείς μετά του Εκκλησιαστού, ότι «αγαθόν πορευθήναι εις οίκον πένθους» (Εκκλησ. 7, 2) και ήλθομεν, διά πρώτην μάλιστα φοράν, εις Κύπρον, διά να αποχαιρετίσωμεν κατ’ αξίαν τον μεταστάντα πολυφίλητον αδελφόν, συλλειτουργόν και προσωπικόν ημών φίλον και να στηρίξωμεν τα απορφανισθέντα τέκνα του.
Η Κύπρος σήμερον, αγαπητοί, δακρύουσα βοά: «Επήγαγέν μοι ο Θεός πένθος μέγα»! (Βαρούχ δ’, 9). Χρυσόστομος ο Β΄, ο μέχρι της χθες υπάρχων «λύχνος εκλάμπων επί λυχνίας αγίας» (Σοφ. Σειρ. κστ’ ,17), και φωτίζων την Εκκλησίαν του Αποστόλου Βαρνάβα, τη ριπή του θανάτου εσβέσθη και σκότος εκάλυψεν άχρι καιρού τον Αρχιεπισκοπικόν Θρόνον της Νήσου! Θλίψις κατ’ άνθρωπον ουχί συνήθης, ουδέ μικρά! Το λογικόν της Εκκλησίας ποίμνιον, ο σεπτός των αγίων Αρχιερέων χορός, η αξιονόμαστος χορεία του τιμίου πρεσβυτερίου, της εν Χριστώ διακονίας και του οσιοβίου μοναχισμού, εστερήθησαν τον εαυτών Πρώτον, τον γενναίον στρατιώτην της Εκκλησίας, τον μέγαν και επίσημον κριόν της ποιμαντορίας, τον δεξιόν και δόκιμον οιακοστρόφον της ιεράς Ολκάδος, τον συνετόν και σώφρονα χειριστήν των εκκλησιαστικών και διεκκλησιαστικών πραγμάτων, τον ανύστακτον φύλακα των πατρίων, τον φιλόστοργον πατέρα πάντων, μάλιστα δε των εν ασθενείαις και ανάγκαις και δυσπραγία όντων, τον απλούν και άτυφον, τον ευπροσήγορον και ευέντευκτον, τον ελεήμονα και φιλάνθρωπον, τον όντως αξιομακάριστον Χρυσόστομον! ”
Στη συνέχεια ο Οικουμενικός Πατριάρχης αναφέρθηκε στην προσωπικότητα, τη διακονία και την προσφορά του μακαριστού Χρυσοστόμου.
“Ο Κύριος του Αμπελώνος ενωρίτατα «έδωκεν αυτώ ιερατείαν λαού, εμακάρισεν αυτόν εν ευκοσμία και περιέζωσεν αυτόν περιστολήν δόξης» (Σοφ. Σειρ. με’, 7). Και εκείνος, πολλαπλασιάζων φιλοτίμως το τάλαντον, εφάνη πιστός, επαρκής και δημιουργικός εις πάσαν βαθμίδα ιερατείας λαού. Και ως Ηγούμενος της Ιεράς Μονής του Αγίου Νεοφύτου, και ως Μητροπολίτης Πάφου, και ως Αρχιεπίσκοπος Νέας Ιουστινιανής και πάσης Κύπρου. Και ελάμπρυνε την ιερατικήν ευκοσμίαν και την περίδοξον ποιμαντικήν αποστολήν που του έδωκεν ο Θεός με προσωπικήν αρετήν, με θεοφιλείς αγώνας, με ιστορικά βήματα και πολύ αξιόλογα επιτεύγματα. Ρηξικέλευθος εν πολλοίς, αποκατέστησε το κανονικόν διοικητικόν σχήμα της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Κύπρου, πρωτίστως διά της μετά από οκτώ ολοκλήρους αιώνας ανασυστάσεως των Βυζαντινών Επισκοπών της Νήσου, τας οποίας, διά προφανείς και ήκιστα ευφήμους λόγους, είχε καταργήσει από του 1222 η μακραίων Φραγκοκρατία, προσπαθούσα να απομειώση την γηγενή Ορθόδοξον Εκκλησίαν. Ούτως, αι Επισκοπαί Κωνσταντίας και Αμμοχώστου, Ταμασού και Ορεινής, Τριμυθούντος και Λευκάρων, Τηλλυρίας, Αρσινόης, Αμαθούντος, Καρπασίας, Λήδρας, Χύτρων, Νεαπόλεως και Μεσαορίας, είδον και πάλιν δι’ ενεργειών του αοιδίμου Πρωθιεράρχου το φως του ηλίου, με άμεσον αποτέλεσμα την συνοδικώς κανονικήν αρτιότητα της Κύπριδος Εκκλησίας και την καλλιτέραν διαποίμανσιν του χριστωνύμου αυτής πληρώματος.
Όραμα γενεών υπήρξεν η ίδρυσις Θεολογικής Σχολής εν Κύπρω. Τούτο ηξιώθη να το πραγματοποιήση ο νυν προπεμπόμενος εις την Άνω Ιερουσαλήμ Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Β΄, κατόπιν πολλών κόπων και θυσιών! Και αποτελεί η «τη πανσωστική Αγία Τριάδι» ευλαβώς αφιερωθείσα Σχολή πολύτιμον και πολύλαμπρον αδάμαντα της αρχιερατικής αυτού μίτρας! Εξ ετέρου, ο Μη Κυβερνητικός Οργανισμός «Φιλοκαλία», τον οποίον ο μακαριστός συνέστησεν, αποτελεί τρανόν δείγμα της αγάπης του προς τους δυσπραγούντας αδελφούς, προς την νεότητα, προς την θρησκευτικήν, ιστορικήν και πολιτιστικήν κληρονομίαν της Κύπρου. Δείγμα προς τούτοις λαμπρόν της προς τον εφημεριακόν Κλήρον, και μάλιστα τον της υπαίθρου, πολλής πατρικής αγάπης του υπήρξεν ο «Κεντρικός Φορεύς Μισθοδοσίας Εφημεριακού Κλήρου», τον οποίον, εν συνεργασία μετά της Κυβερνήσεως της Κυπριακής Δημοκρατίας συνέστησε, και διά του οποίου εξησφάλισεν αξιοπρεπή και ομοιόμορφον μισθοδοσίαν του ιερού Κλήρου της Νήσου.
Ότε αι γνωσταί τραγικαί περιπέτειαι της Νήσου, κατά το δεύτερον ήμισυ του 20ου αιώνος, ήνοιξαν τον δρόμον διά πρωτοφανείς ιεροσυλίας εις βάρος των ιερών Ναών και Μονών του Κυπριακού Βορρά, ώστε πλείστα σεβάσμια ιερά σκεύη και αντικείμενα, ιστορικά φορητά εικονίσματα, αποτοιχισθείσαι αρχαίαι αγιογραφίαι κ.λπ. να καταλήξουν εις διαφόρους κλεπταποδόχους και οίκους παρανόμων δημοπρασιών ανά τον κόσμον, ο μακαριστός αδελφός παρηκολούθει αγρύπνως τας κινήσεις των οίκων δημοπρασίας και κατώρθωσε πλείστα όσα να εντοπίση, να τα αγοράση και να τα επαναφέρη εις Κύπρον, προς μεγάλην χαράν και παρηγορίαν των πιστών.”
Ιδιαίτερη αναφορά έκανε ο Παναγιώτατος στον σεβασμό και την αγάπη που έτρεφε ο μακαριστός Προκαθήμενος της Εκκλησίας Κύπρου προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
“Αλλ’ εκείνο το οποίον ως Οικουμενικός Πατριάρχης επιθυμούμεν οφειλετικώς να υπογραμμίσωμεν όλως ιδιαιτέρως, ήτο η μεγάλη αγάπη του αειμνήστου προς την μαρτυρικήν Εκκλησίαν της Κωνσταντινουπόλεως και η φιλότιμος και αδιάκοπος συμπόρευσίς του μεθ’ ημών εις την οδόν του μαρτυρίου και της μαρτυρίας της! Εις κάθε βήμα μας ήτο πλησίον μας με γενναιότητα, με παρρησίαν και με ευεργετικήν δεξιάν. Μας έδωκε την χαράν να πραγματοποιήση κατ’ Απρίλιον του 2010 επίσημον ειρηνικήν επίσκεψιν εις το Σεπτόν Κέντρον, αψηφήσας οιανδήποτε δυσκολίαν. Είχε μεν και ο αοίδιμος προκάτοχός του Αρχιεπίσκοπος Σωφρόνιος Γ΄ πραγματοποιήσει προ αιώνος και πλέον επίσκεψιν εις το Σεπτόν Κέντρον, ανεπίσημον όμως, και απλώς εχοροστάτησεν από του παραθρονίου εις τον Πατριαρχικόν Ναόν κατά την Θείαν Λειτουργίαν. Όμως, Χρυσόστομος ο Β΄ επέστεψε την επίσημον ειρηνικήν επίσκεψίν του διά του Πρωθιεραρχικού Συλλειτούργου εις την ιστορικήν Μονήν της Ζωοδόχου Πηγής Μπαλουκλή, κατά την διάρκειαν του οποίου είχομεν την ευκαιρίαν να υπογραμμίσωμεν από κοινού κατά τον πλέον επίσημον τρόπον τους ιερούς, βαθυτάτους και ακαταλύτους δεσμούς που συνδέουν τας ημετέρας Εκκλησίας. Είμεθα, ελέγομεν τότε, «παράλληλοι Κυρηναίοι παραλλήλων Σταυρών, αλλά και κοινωνοί της ιδίας ζωηφόρου Αναστάσεως»!
Κατά την τελικήν φάσιν της προετοιμασίας της εν Κρήτη Αγίας και Μεγάλης Σύνοδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας, καθώς και κατά την διαρκειαν των εργασιών αυτής, η παρουσία και συμβολή του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου υπήρξε πολύτιμος και εις ωρισμένας περιπτώσεις καθοριστική. Εκεί έδειξε πράγματι τας διαστάσεις της αγάπης του προς την Εκκλησίαν, το γνήσιον πατερικόν του φρόνημα και την έντιμον αφοσίωσίν του εις τον Συνοδικόν θεσμόν. Υπήρξε δε και ένθερμος υποστηρικτής των θέσεων του Οικουμενικού Πατριαρχείου εις ώρας σάλου και προσκομμάτων, πράγμα διά το οποίον και του είμεθα ειλικρινώς ευγνώμονες. Ανεξίτηλος θα παραμείνη εις την μνήμην μας η τελευταία επίσκεψις του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου εις την Πόλιν του Κωνσταντίνου, αρχάς Μαρτίου 2020, και το Συλλείτουργον κατά την Κυριακήν της Ορθοδοξίας. Εξήραμεν τότε την ποιμαντικήν αυτού ευαισθησίαν, την σοφίαν, τον δυναμισμόν και την παρρησίαν με τας οποίας διακονεί τον εμπεμπιστευμένον αυτώ άνωθεν λαόν του Θεού, το οξύ αισθητήριόν του διά τα σημεία των καιρών και τον απεκαλέσαμεν «ανύστακτον φύλακα της πανιέρου κοινής κληρονομίας της Ορθοδοξίας».
Ο αοίδιμος Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Β΄ ανέπαυσε πολλαχως την καρδίαν ημών και μας έδωκε πολλάς αφορμάς διά να δοξολογήσωμεν το όνομα του Θεού, επειδή εχαρίσατο εις τον λαόν Του τον σπουδαίον αυτόν εκκλησιαστικόν άνδρα. Το Οικουμενικόν Πατριαρχείον είναι και δι’ ένα ακόμη λόγον εύγνωμον προς αυτόν, όπως εξ ίσου και προς την Ιεράν Σύνοδον της Εκκλησίας της Κύπρου, η οποία προφρόνως ενέκρινε την σχετικήν θερμήν εισήγησίν του και μας παρεχωρήθη φιλαδέλφως το ωραίον κτήριον της εν Βρυξέλλαις Αντιπροσωπείας της Εκκλησίας της Κύπρου, όπερ και αξιοποιείται ήδη υπό της Ιεράς ημών Μητροπόλεως Βελγίου, εις βασικάς αυτής ανάγκας ανταποκρινόμενον! Ευχαριστούμεν σοι πλείστα, μακαριστέ άγιε Αδελφέ! Το όνομά σου θα παραμείνη πάντοτε λίαν σεβαστόν εις τας δέλτους της μνήμης όλης της Εκκλησίας και του Γένους! Είησαν πάντα ταύτα εις μνημόσυνόν σου αιώνιον ενώπιον Θεού και ανθρώπων!”
Ολοκληρώνοντας την ομιλία του, ο Οικουμενικός Πατριάρχης σημείωσε:
“Όπως έχει θεολογικώτατα γραφή, η Ανάστασις του Χριστού «κατήργησε την αθανασίαν του θανάτου». Η εκκλησιαστική ζωή απηχεί εις όλας τας διαστάσεις αυτής την νίκην κατά του θανάτου, την χαράν της ελθούσης πανσωστικής χάριτος και την βεβαιότητα της «κοινής αναστάσεως», προανάκρουσμα όλων εκείνων των θαυμαστών, «α οφθαλμός ουκ είδε και ούς ουκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη, α ητοίμασεν ο Θεός τοις αγαπώσιν αυτόν» (Α’ Κορ. β’, 9). Είμεθα πλέον ή βέβαιοι, ότι ο μακαριστός αδελφός Χρυσόστομος ήδη έχει μεγάλον «κλήρον εν τοις ηγιασμένοις πίστει τη εις Χριστόν» (Πραξ. κστ’, 18). Αι δε τίμιαι και θεοπειθείς ευχαί του εκ του Ουρανίου Θυσιαστηρίου ας συνοδεύουν την Μεγαλόνησον και τον θεοσεβή Κυπριακόν λαόν και πάντας ημάς πανταχού και πάντοτε, και εν αιθρία και εν καταιγίσι και περιστάσεσιν! Είη η μνήμη αυτού αιωνία και αγία, και η εν λευκή στολή κατάπαυσίς του εν Χώρα Ζώντων, εν σκηναίς Δικαίων και Αγίων, εν τη χαρά της Βασιλείας, εν τω φωτί της Τρισηλίου Θεότητος!
Επί πάσι τούτοις, «η ευλογία και η δόξα και η σοφία και η ευχαριστία και η τιμή και η δύναμις και η ισχύς τω Θεώ ημών, εις τους αιώνας των αιώνων». Αμήν! (Αποκ. ζ΄, 12).”
Προηγουμένως, επικηδείους λόγους εκφώνησαν οι Εξοχ. Πρόεδροι της Ελληνικής Δημοκρατίας κ. Κατερίνα Σακελλαροπούλου και της Κυπριακής Δημοκρατίας κ. Νίκος Αναστασιάδης, Μήνυμα του Αγιωτάτου Παπά Ρώμης Φραγκίσκου ανέγνωσε ο Σεβ. Καρδινάλιος Kurt Koch, και τέλος, εκ μέρους της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Κύπρου, επικήδειο εκφώνησε ο Τοποτηρητής του Αρχιεπισκοπικού Θρόνου Πανιερ. Μητροπολίτης Πάφου κ. Γεώργιος.
Παρέστησαν, ο Μακαρ. Πάπας και Πατριάρχης Αλεξανδρείας και πάσης Αφρικής κ. Θεόδωρος Β’, ο Μακαρ. Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμος Β’, εκπρόσωποι των Πρεσβυγενών Πατριαρχείων Αντιοχείας και Ιεροσολύμων, και των Αυτοκέφαλων Εκκλησιών Ρουμανίας, Βουλγαρίας, Γεωργίας, Αλβανίας και Ουκρανίας, Αντιπροσωπεία της Εκκλησίας Ρώμης, εκπρόσωποι των άλλων θρησκευτικών ομάδων της μεγαλονήσου, η Υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων της Ελλάδος κ. Νίκη Κεραμέως, εκ προσώπου της Ελληνικής Κυβερνήσεως, η Πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων, ο Γενικός Εισαγγελέας και τα μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου της Κυπριακής Δημοκρατίας, ο Δήμαρχος Λευκωσίας και άλλοι εκπρόσωποι της Τοπικής Αυτοδιοικήσεως, Διπλωμάτες, συγγενείς του εκλιπόντος, και πλήθος άλλων επισήμων.
Ο ενταφιασμός του μακαριστού Αρχιεπισκόπου κυρού Χρυσοστόμου έγινε στην κρύπτη του Καθεδρικού Ναού από τον Τοποτηρητή του Αρχιεπισκοπικού Θρόνου.
Συναντήσεις με τους Προέδρους της Κυπριακής και Ελληνικής Δημοκρατίας στο Αρχιεπισκοπικό Μέγαρο
Αμέσως μετά την εξόδιο Ακολουθία του Μακαριστού Αρχιεπισκόπου Κύπρου, η Α.Θ.Παναγιότης ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος είχε εθιμοτυπικές συναντήσεις, στο Αρχιεπισκοπικό Μέγαρο, με τους Εξοχ. Προέδρους της Κυπριακής Δημοκρατίας κ. Νίκο Αναστασιάδη και της Ελληνικής Δημοκρατίας κ. Κατερίνα Σακελλαροπούλου.
Άφιξη στην Κύπρο
Ο Παναγιώτατος αφίχθη, νωρίτερα σήμερα το πρωί, στο Διεθνές Αεροδρόμιο της Λάρνακας, με ιδιωτική πτήση, όπου τον υποδέχθηκαν ο Τοποτηρητής του Αρχιεπισκοπικού Θρόνου Πανιερ. Μητροπολίτης Πάφου κ. Γεώργιος, μαζί με τον Πανοσιολ. Αρχιγραμματέα της Ιεράς Συνόδου Αρχιμανδρίτη κ. Γεώργιο, καθώς και ο Εξοχ. Υπουργός Εξωτερικών της Κυπριακής Δημοκρατίας κ. Ιωάννης Κασουλίδης. Στη συνέχεια, αναχώρησαν για το Αρχιεπισκοπικό Μέγαρο της Λευκωσίας.
Στην ολιγόωρη επίσκεψη του στην Κύπρο τον Παναγιώτατο συνοδεύουν οι Σεβ. Αρχιερείς Βρυούλων κ. Παντελεήμων, Θυατείρων και Μ. Βρεταννίας κ. Νικήτας και Πισιδίας κ. Ιώβ, οι Πανοσιολ. Μ. Εκκλησιάρχης κ. Αέτιος, Διευθυντής του Ιδιαιτέρου Πατριαρχικού Γραφείου, και Τριτεύων κ. Καλλίνικος, ο Εντιμ. κ. Νικόλαος – Γεώργιος Παπαχρήστου, Διευθυντής του Γραφείου Τύπου και Επικοινωνίας του Οικουμενικού Πατριάρχου, και ο Εντιμ. κ. Παναγιώτης Γραφιαδέλης, Πατριαρχικός υπάλληλος.
Ο Παναγιώτατος αναχώρησε αργά το απόγευμα για την έδρα του, αφού προσκύνησε στον παλαιό Καθεδρικό Ναό του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, στον περίβολο του Αρχιεπισκοπικού Μεγάρου. Στο αεροδρόμιο τον προέπεμψαν ο Τοποτηρητής του Αρχιεπισκοπικού Θρόνου, η Πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων Εξοχ. κ. Αννίτα Δημητρίου, και εκπρόσωπος του Προέδρου.