τοῦ Πρωτοσύγκελλου τῆς Μητροπόλεως Λεμεσοῦ Ἀρχιμ. Ἰσαάκ
Ἕνα ἄρρητο φῶς ἔλαμψε στόν κόσμο τήν ἁγία καί εὐλογημένη ἐκείνη ἡμέρα, τήν ἡμέρα τῆς φανερώσεως τοῦ μεγάλου μυστηρίου καί τῆς ἐκπληρώσεως τοῦ λόγου, πού ὁ ἴδιος ὁ Θεός εἶχε προαναγγείλει στούς πρωτοπλάστους, λέγοντας ὅτι τό σπέρμα τῆς γυναίκας θά συντρίψει τήν κεφαλή τοῦ ὄφεως. Στή μακαρία αὐτή γυναίκα στάλθηκε ἀπό τόν οὐρανό ὁ ἀρχάγγελος Γαβριήλ, γιά νά τῆς ἀναγγείλει ὅτι ἔφτασε ἡ ὥρα καί πρέπει νά πραγματοποιηθεῖ ἡ προφητεία τοῦ προφήτη Ἡσαΐα: «Ἰδού, ἡ Παρθένος ἐν γαστρί ἕξει, καί τέξεται Υἱόν, καί καλέσεις τό ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ».
Μεγάλη μυστηριακή στιγμή, πού ἔγινε ἀρχή τῆς Καινῆς Διαθήκης. Κόσμος ὁλοζώντανος τά συναισθήματα πού μέσα μας γεννιοῦνται, σάν γείρουμε ν’ ἀκούσουμε μέ σιωπή τή μυστική, τήν ἁπαλή φωνή αὐτῆς τῆς μέρας, σάν ἀδειάσουμε ὅσο μποροῦμε τόν ἑαυτό μας ἀπό ἔννοιες ξένες, γιά ν’ ἀκούσουμε μονάχα αὐτή τή μέρα, τή λυτρωτική μέρα, σάν μέ τῆς ψυχῆς τά μάτια προσπαθήσουμε νά δοῦμε αὐτή τή μέρα ἀπ’ τή δική της ὄψη. Τό περιεχόμενο καί τό νόημά της γνωστό σέ ὅλους μας, προβάλλει κάθε χρόνο σ’ ἕνα διαρκές «σήμερα» καί μᾶς καλεῖ νά ζήσουμε ἄλλη μία φορά τά σπουδαῖα καί σημαντικά γεγονότα πού ἀναγγέλλει. Στήν Παλαιά Διαθήκη γίνεται λόγος γιά μία σπουδαία γυναίκα τῆς ἱστορίας, πού θά ἔφερνε στόν κόσμο τόν Σωτήρα καί Λυτρωτή. Οἱ αἰῶνες περνοῦσαν. Ἡ ἀνθρωπότητα αἰσθανόταν βαθύτερα τά ἀπαίσια τῆς ἁμαρτίας ἀποτελέσματα. Καί νά! Στό πρόσωπο τῆς Παρθένου ἡ πανάρχαια αὐτή ἐλπιδοφόρα προφητεία γίνεται πραγματικότητα.
Μετά φόβου Θεοῦ στάθηκε ὁ Ἀρχάγγελος ἐνώπιον αὐτῆς, πού διάλεξε ὁ Θεός ἀπό ὅλο τό ἀνθρώπινο γένος, καί ἄκουσε ἀπό τό στόμα του ἡ Παρθένος ἕνα χαιρετισμό ἀσυνήθιστο καί παράδοξο: «χαῖρε, κεχαριτωμένη· ὁ Κύριος μετά σοῦ», καί «εὐλογημένη σύ ἐν γυναιξί». Γυναίκα κεχαριτωμένη καί εὐλογημένη, δυό χαρακτηρισμοί πού ποτέ δέν ξανακούστηκαν καί τώρα ὁ Ἀρχάγγελος καλεῖ τήν Παρθένο Μαρία ὅτι εἶναι γεμάτη χάρη καί εὐλογημένη μεταξύ ὅλων τῶν γυναικῶν, πού ὑπῆρξαν στήν ἱστορία καί πού δέ θά ὑπάρξουν ὡς τή συντέλεια τοῦ κόσμου.
Τήν ἔβαλε ὁ Ἀρχάγγελος πάνω ἀπ’ ὅλους τούς ἀνθρώπους καί τῆς εἶπε ὅτι μαζί της θά εἶναι ὁ Θεός. Ἡ Παρθένος σιωποῦσε, ὅπως σιωποῦσε πάντα στή ζωή της, μέ σφραγισμένα τά χείλη της μέ τή σφραγίδα τῆς ἁγιασμένης καί εὐλογημένης σιωπῆς. Θά μποροῦσε κάτι πιό καταπληκτικό νά ἀκούσει ἡ Παρθένος ἀπό τόν Ἀρχάγγελο ἀπό τήν εἴδηση ὅτι θά γεννήσει Ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος θά ὀνομαστεῖ Υἱός τοῦ Ὑψίστου καί θά βασιλεύσει στόν οἶκο Ἰσραήλ; Δέν εἶναι φοβερός αὐτός ὁ λόγος; Γι’αὐτό εἶπε ὁ Ἀρχάγγελος: «μή φοβοῦ Μαριάμ». Ἄν καί πραγματικά μεγάλο καί φοβερό εἶναι αὐτό πού θά σοῦ συμβεῖ, μήν ἀνησυχεῖς καί μήν τρομάζεις», καί ἡ καρδιά τῆς Θεοτόκου ἠρέμησε καί ἡσύχασε. «Πνεῦμα Ἅγιον ἐπελεύσεται ἐπί σέ, καί δύναμις Ὑψίστου ἐπισκιάσει σοι», ἡ ἀπάντηση τοῦ Ἀρχαγγέλου στό λογικό ἐρώτημα τῆς Θεοτόκου: «πῶς ἐγώ, Παρθένος ἁγνή καί ἀμόλυντη, θά γίνω μητέρα; Ἐξήγησέ μου». Καί πάλι ἡ κυρία Θεοτόκος μέ ἅγια σιωπή, ταπείνωση καί χαμηλωμένο τό κεφάλι ἄκουσε τήν ἀπάντηση τοῦ ἀρχαγγέλου Γαβριήλ.
Τόσα χρόνια πρίν ἐκεῖ στή Ναζαρέτ ἕνα οὐράνιο «χαῖρε», ἕνα «γένοιτο» ἀγγελικό καί ἀνθρώπινο μαζί καί μιά στιγμή μοναδική μέσα στήν αἰωνιότητα, πού τό μυστήριό της καί τό μεγαλεῖο της μονάχα σιωπή καί ἀπόλυτη σιγή μπορεῖ νά ψάλλει. Ἀπό τήν καταθλιπτική, γκρίζα, φθινοπωριάτικη συννεφιά, ξεπροβάλλει σάν ἐαρινό φωτεινό ἑκατοντάφυλλο ῥόδο ἡ σεβάσμια μορφή τῆς Παναγίας, παραμερίζοντας τή μελαγχολία πού σκεπάζει τήν ψυχή, ῥίχνει ἄπλετο φῶς αἰσιοδοξίας καί χαρᾶς στίς καρδιές, πού πορεύονται μέρα μέ τή μέρα στόν χειμώνα καί δείχνει στόν ἄνθρωπο τήν ἀπέραντη στοργή τοῦ Θεοῦ καί τή συγκατάβασή του, νά ὁμοιωθεῖ μέ αὐτόν καί νά τόν λυτρώσει ἀπό τά ἀσήκωτα βάρη τῆς ἁμαρτίας.
Εὐαγγελισμός! Κάθε χρόνο καί μιά καινούργια εὐκαιρία στόν ἄνθρωπο νά ἐκτιμήσει βαθιά τη μεγάλη τοῦ Θεοῦ ἀπόφαση νά στείλει στήν ἀνθρωπότητα τό μήνυμα τῆς σωτηρίας καί διαλέγει αὐτή τή μικρή ἄδολη κόρη τῆς Ναζαρέτ νά μεταφέρει αὐτό τό μήνυμα ἀπό τόν οὐρανό στή γῆ καί νά γίνει ἡ γέφυρα ἡ «μετάγουσα τούς ἐκ γῆς πρός οὐρανόν». «Σήμερον χαρᾶς εὐαγγέλια, παρθενική πανήγυρις· τά κάτω τοῖς ἄνω συνάπτεται, ὁ Ἀδάμ καινουργεῖται· ἡ Εὔα τῆς πρώτης λύπης ἐλευθεροῦται καί ἡ σκηνή τῆς καθ’ ἡμᾶς οὐσίας τῇ θεώσει τοῦ προσληφθέντος φυράματος ναός Θεοῦ κεχρημάτικεν». Ὁ ὑμνογράφος δέν κάνει ἱστορία, δέν ἀναφέρει παλαιά καί περασμένα γεγονότα, ἀλλά μᾶς καλεῖ σέ μιά ἁπτή καί συγκεκριμένη πραγματικότητα, πού ξεπερνάει τόν χρόνο. Σήμερα εἶναι μεγάλο πανηγύρι, ἀναφωνεῖ. Εἶναι ἡ μέρα πού ἡ γῆ δένεται μέ τά οὐράνια. Εἶναι ἡ ἀρχή τοῦ λυτρωμοῦ καί τῆς θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι ἡ εἴσοδός μας στήν καινούργια ἐποχή.
Ὁ Ἀδάμ «καινουργεῖται» στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ, τοῦ δεύτερου Ἀδάμ, πού ἔρχεται στή γῆ μας. Ὅπως ἡ Εὔα ἐξαπατήθηκε ἀπό τόν λόγο, γιά νά φύγει ἀπό τόν Θεό παραβαίνοντας τόν λόγο Του, ἔτσι καί ἡ Παρθένος Μαρία δέχθηκε τόν Εὐαγγελισμό μέσῳ τοῦ λόγου ἑνός ἀγγέλου, ἔτσι ὥστε νά φέρει τόν Θεό μέσα της, ὑπακούοντας στόν λόγο του καί μέσα σέ μία ἐλευθερία ὑπακοῆς, ἀγάπης, λατρείας, ταπείνωσης καί συνεργασίας ἐκφράζει τήν παραδοχή τῆς Παρθένου. Καί σαρκώθηκε ὁ Θεός. Καί εἶναι τό γεγονός τῆς σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ μας ἀκριβῶς τό σημεῖο στροφῆς τῆς ἱστορίας. Ἀνακεφαλαιώνει ὅλη τή δημιουργία καί ὁδηγεῖ στή θέωση τό ἀνθρώπινο γένος.
Ἄν μέχρι τώρα μείναμε ἀσυγκίνητοι καί ἀδιάφοροι, μακριά ἀπό τό ἀληθινό φῶς, ἄς στρέψουμε τήν ἄγονη ὕπαρξή μας στά οὐράνια μηνύματα καί ἄς ἐπικοινωνήσουμε μέ τόν Θεό μας ἔτσι ὥστε νά διατηροῦμε τή ζωή μας πάντοτε σέ μία ὑψηλή πνευματική ἀτμόσφαιρα μακριά ἀπό μίση καί πάθη ἔχοντας πάντοτε τή θεία παρηγοριά, τήν αὐγή τῆς σωτηρίας. Μέσα ἀπό τό μυστήριο πού ἐκφράζεται στόν Εὐαγγελισμό, προχωρεῖ ὁ καθένας μας στά μυστήρια τῆς πίστεώς μας καί αὐτά τά μυστήρια εἶναι οἱ ἐσώτεροι δρόμοι, πού κατευθύνουν τήν ὕπαρξή μας καί τόν πνευματικό μας προορισμό καί μᾶς συμπαρασύρουν μαζί μέ τόν ὑμνωδό νά ψάλλουμε: «εὐαγγελίζου, γῆ, χαράν μεγάλην, αἰνεῖτε οὐρανοί Θεοῦ τήν δόξαν».
Αὐτή ἡ ψαλμωδία ἄς ἠχήσει σάν μία κραυγή, σάν ἕνα ἐγερτήριο σάλπισμα καί σάν μία ἐλπίδα πώς θά ξαναβροῦμε τόν ἑαυτό μας, τήν ψυχή μας, τούς στόχους καί τά ὄνειρα πού μπερδέψαμε καί χάσαμε. Νά δοξάζουμε τήν Ὑπεραγία Παρθένο Μαρία, τήν Ἄχραντο Μητέρα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ καί νά μιμούμαστε τήν εὐλογημένη σιωπή καί ταπείνωσή της. «Εὐαγγελίζου, γῆ, χαράν μεγάλην…» Ἕνα κάλεσμα ζωῆς μέσα στήν ἄνοιξη γιά μία ἀνθοφορία στήν αἰωνιότητα.
(Δημοσιεύθηκε στὸ περιοδικὸ “Παράκληση. Διμηνιαία Ἔκδοσις Ἱερᾶς Μητροπόλεως Λεμεσοῦ”, τεῦχος 59ο)