Και να που φτάνουμε στο τέλος της Μεγάλης Σαρακοστής. Μια περίοδο πολύ διαφορετική σε σχέση με τις προηγούμενες και με γεγονότα που κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί.
Τέτοια περίοδο κάθε χρόνο όλοι αγωνιούμε και υπολογίζουμε πόσα λεφτά θα ξοδέψουμε για να μπορέσουμε να καλύψουμε όλες τις υποχρεώσεις μας. Κάποιοι προβληματιζόμαστε για τα δώρα που θα πρέπει να κάνουμε. Ορισμένοι αναζητούμε μέρη για να ξεφύγουμε από το βεβαρημένο μας πρόγραμμα. Οι περισσότεροι κάνουμε αγορές για να γεμίσουμε πλούσια το πασχαλινό μας τραπέζι. Καθώς θα διανύαμε τη Μεγάλη Εβδομάδα θα περιμέναμε να έρθει η Ανάσταση μέρα. Οι νεότεροι θα αναζητούσαμε να κλείσουμε τραπέζι σε κάποιο κέντρο διασκέδασης και οι νοικοκυρές να κάνουν την καλύτερη μαγειρίτσα. Και κάπου εκεί θα βρισκόταν και ο Χριστός. Δεν ανησυχούσαμε για το πώς και πότε θα πάμε στις λειτουργίες, ήταν κάτι δεδομένο. Οι εκκλησίες θα ήταν γεμάτες από πιστούς και όσους διευκολύνονταν λόγω υποχρεώσεων να παρακολουθήσουν. Τη Μεγάλη Πέμπτη το βράδυ οι καμπάνες θα χτυπούσαν πένθιμα. Ο Χριστός αφήνει το πνεύμα του πάνω στο Σταυρό. Οι ενορίτες τιμώντας το έθιμο θα παρέμεναν στο ναό για να μοιρολογήσουν το Χριστό και να στολίσουν τον Επιτάφιο. Τη Μεγάλη Παρασκευή το βράδυ οι ναοί θα ήταν πλημυρισμένοι από τους πιστούς για την περιφορά του Επιταφίου.
Μεγάλη Εβδομάδα 2020.
Κανείς δεν περίμενε ότι αυτή η περίοδος θα ήταν διαφορετική. Ότι θα βιώναμε το «Μένουμε Σπίτι». Ότι θα φοβόμασταν. Φόβος, για το πότε θα τελειώσει όλο αυτό, φόβος για το πώς θα είμαστε μετά από όλο αυτό και οικονομικά και πνευματικά. Φόβος.
Και εκεί που πάντα μετά τη λέξη φόβος ακολουθούσε αυθόρμητα στο καθένα μας, «πολύ» ή «λίγο» πιστό η φράση «Βοήθεια Παναγιά μου» «Βοήθεια Χριστέ μου» παρακολουθούμε γεγονότα τα οποία μας απογοητεύουν και μας φοβίζουν ακόμη περισσότερο και γίνονται εντονότερες οι επικλήσεις μας. Εκκλησίες κλειστές, Ιερείς αναζητούνται σαν εγκληματίες γιατί τόλμησαν και κοινώνησαν κάποιους πιστούς. Και οι απαντήσεις ελάχιστες. Οι υποστηρικτές λίγοι. Κανείς θα σκεφτόταν ορθά για να διατηρηθούν ισορροπίες.
Ο πιστός όμως θέλει να έχει ένα πρότυπο στα μάτια του και μέσα από αυτό το πρότυπο να βλέπει τον ίδιο το Χριστό. Θέλει να ξέρει ότι είναι ελεύθερος να κοινωνήσει το σώμα και αίμα Του. Ο Χριστός σταυρώθηκε για εμάς, πέθανε για εμάς και φέτος ποιος θα τον κλάψει μέσα στο ναό; Ποιος θα τον «ξενυχτήσει» όπως θα κάναμε στο συγγενή μας;
Βλέπουμε φωτογραφίες από άλλες Μητροπόλεις όπου εκεί οι πιστοί πηγαίνουν έξω από τους κεκλεισμένους των θυρών ναούς, τηρώντας όλα τα προαπαιτούμενα μέτρα. Εμείς γιατί όχι; Περνάνε απλές σκέψεις μέσα από το μυαλό μας. Μήπως αν οι επίτροποι του ναού μας αναλάμβαναν να τηρήσουμε τις αποστάσεις μεταξύ μας, αν πήγαινε κάποιος από εμάς να βοηθήσει, θα μπορούσαμε και εμείς να κάνουμε το αντίστοιχο;
Όμως κάνουμε υπακοή, μένουμε σπίτι παρακολουθούμε τις λειτουργίες μέσα από το μαγικό μας κουτί και ελπίζουμε ότι θα ακούσουμε ένα κατηχητικό λόγο. Αναλογιζόμαστε απογοητευμένοι τι θα κάναμε αν όλα τα είχαμε δεδομένα; Μήπως τελικά μας έκανε καλό ο εγκλεισμός; Μήπως θα βγούμε καλύτεροι από όλο αυτό; Μήπως θα εκτιμήσουμε τις μικρές λεπτομέρειες; Μπορεί και θα δείξει.
Δεν χάνουμε την ελπίδα μας, γιατί αυτή δραστηριοποιεί εμάς τους χριστιανούς. Γιατί ξέρουμε ότι η θεία κοινωνία δεν είναι μαγκιά είναι κάτι το μαγικό, είναι το φάρμακο της αθανασίας και το αντίδοτο κατά του θανάτου, σύμφωνα με τον Άγιο Ιγνάτιο το Θεοφόρο. Γιατί θα περιμένουμε να ξανά ανοίξουν οι εκκλησίες καθώς δεν είμαστε απλά οι παρακολουθούντες αλλά οι συνεπιτελούντες των μυστήριων. Γιατί το να προσδοκούμε την Ανάσταση είναι ο σκοπός του Χριστιανού. Και γιατί λύσεις θα μπορούσαν να βρεθούν, αρκεί να στεκόμαστε στη θέση μας και να την υπηρετούμε , να τη στηρίζουμε χωρίς φόβο, χωρίς να παρακούμε, χωρίς να παρανομούμε.
Ενορίτης