Ὦρες-ὦρες, πιάνω τὸν ἑαυτό μου νὰ σιγομουρμουρίζει ὅτι, εἶναι πολὺ βαθιὰ ἡ πληγὴ καὶ πῶς…; πῶς νὰ γιατρευτεῖ…;
Χίλιες ψυχὲς δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ ὑπομείνουν αὐτὸ τὸν καημό… αὐτὸν τὸν καημὸ τῆς μοναξιᾶς…!!!
Ποῦ νὰ πεῖς, φίλε μου, αὐτὸ τὸ μεγάλο βάσανο…; ποῦ νὰ ξαποστάσεις τὴ μεγάλη σου πνοή…;
Ἡ ζωὴ ἔχει τὶς λύπες της… ἔχει καὶ τὶς χαρές της…! ἔχει τὰ πάνω της… ἔχει καὶ τὰ κάτω της…!
Σοῦ σφυρίζω, δὲν ἀκοῦς;
Σοῦ σφυρίζω γιὰ νὰ βγεῖς… ἔλα καὶ σὺ μαζί μας… μόνο ἔτσι θὰ κάνουμε γέλιο μας, τὸν κάθε μας λυγμό…!
Καὶ οἱ κουρασμένοι τῆς ζωῆς, δὲ θὰ σοῦ ποῦν ποτέ, φίλε μου, ὅτι κουράστηκαν…!!! ὅτι δὲν ἀντέχουν…!!! ὅτι, ὡς ἐδῶ καὶ μὴ παρέκει…!!!
Ἂν σὲ κοιτάξουν κατάματα, θὰ δεῖς ἕνα χαμόγελο… ἕνα χαμόγελο ποὺ πλημμυρίζει ἀπὸ καλοσύνη… ὅπως οἱ Περσίδες, ὀμορφαίνουν τὸν οὐρανό…!
Καθὼς θὰ σοῦ δίνουν ἕνα ποτήρι νερό, ἴσως, σοῦ μιλήσουν γιὰ τὶς πληγές τους… ὄχι γιὰ νὰ σὲ ἀπογοητεύσουν, ὄχι! ὄχι! μὰ νὰ σὲ ξεδιψάσουν…!
Μὰ καὶ ἡ ἤρεμη χροιὰ τῆς φωνῆς, θὰ σὲ ξαποστάσει, καθὼς θὰ κυλήσει σιγά-σιγά στὴν ψυχή σου, ἐκεῖ θὰ σὲ συναντήσει… ἐκεῖ θὰ σὲ βρεῖ…! Γιατί…; γιατὶ θὰ προσπαθήσουν νὰ σοῦ δείξουν δρόμους, μὲ παραδείγματα ἁπλᾶ… καθημερινά… τότε θὰ δεῖς πὼς λίγη ὤρα μαζί τους, εἶναι ἀρκετή… ἀρκετὴ γιὰ νὰ καταλάβεις… νὰ καταλάβεις, φίλε μου, πὼς ἡ ζωή, δὲν εἶναι αὐτὴ ποὺ σὲ κουράζει… ἀλλά, αὐτὴ ποὺ σὲ ἀλλάζει…!
Στοχαστής