Του π. Ηλία Μάκου
Έπαυσε να αντιλαλεί η φλογερή και θαρραλέα φωνή του ακρίτα Μητροπολίτου Κονίτσης Ανδρέου, την οποία όρθωνε για να υπερασπιστεί τα ιδεώδη της Πατρίδας και της Πίστης. Βρίσκεται πλέον ο αγωνιστής και ασκητικός καθ’ όλα Επίσκοπος κοντά στο Θεό, που θα στέψει τους αγώνες του και τα παλαίσματά του.
Μετά από πολύμηνη μάχη με την ασθένεια στο νοσοκομείο “Χατζηκώστα”, όπου νοσηλευόταν για τρεις και πλέον μήνες ύστερα από βαρύ εγκεφαλικό επεισόδιο, φτερούγισε η χαριτωμένη αυτή μορφή προς τον ουρανό.
Από το 1967 στην Κόνιτσα, αρχικά ως λαϊκός ιεροκήρυκας, μετά ως αρχιμανδρίτης και Πρωτοσύγκελος της Μητροπόλεως, στενός συνεργάτης του αλησμόνητου Σεβαστιανού, και από το 1995 ως Μητροπολίτης Κονίτσης, έδειξε πόσο φιλακόλουθος, πόσο σεμνός, πόσο αδελφικός, πόσο αγαπητικός ήταν προς όλους.
Πιστός στις παρακαταθήκες του Σεβαστιανού συνέχισε, υπό άλλες προϋποθέσεις βέβαια, το μαχητικό μετρίζι εκείνου για τα εθνικά θέματα, αλλά και τα εκκλησιαστικά ζητήματα, με στόχο την υπεράσπιση των Ελληνορθόδοξων αξιών και ιδανικών.
Λιτός και απέριττος, έμενε μέχρι τέλους, όπως και ο προκάτοχός του Σεβαστιανός, σ’ ένα σχεδόν ερειπωμένο Επισκοπείο και σιτιζόταν από τα φαγητά του Γηροκομείου, διακόνησε σε μια φτωχή, ακριτική και μικρή επαρχία, πορευόμενος πάντοτε ταπεινά, ως αληθινός διάκονος των παιδιών του Θεού, αφήνοντας τον εαυτό του να φωτίζεται και να εμπνέεται και να ενεργοποιείται από την προσταγή και του παράδειγμα του Ευαγγελίου.
Ο Μητροπολίτης Κονίτσης είχε ως βασικό πυρήνα της δράσης του την αγάπη προς τον Θεό, η οποία ήταν η ζωτική του δύναμη. Σαν τον ήλιο, που δίνει το χρώμα και το άρωμα στο μικρό λουλούδι. Αλλά και την αγάπη προς τους ανθρώπους.
Επί δεκαετίες ο μισθός του άλλοτε ολόκληρος και άλλοτε μεγάλο τμήμα του πήγαινε στα Ιδρύματα της Μητροπόλεως, το Γηροκομείο, που λειτουργεί ακόμη, και τα μαθητικά οικοτροφεία αρρένων και θηλέων, που πλέον δεν λειτουργούν, και τα οποία είχε ιδρύσει ο αλησμόνητος Σεβαστιανός.
Και όταν του αφήναν χρήματα, κάθε φορά, που δεχόταν κόσμο, στην Πνευματική Στέγη της Κόνιτσας, αμέσως τα προσέφερε σε αναγκεμένους, δεν κρατούσε τίποτε για τον εαυτό του. Και αυτό δεν το έκανε από στείρα φιλανθρωπία, αλλά λόγω της αναγεννημένης καρδιάς του.
Η στάση ζωής του δίνει το εύρος και τη βαθύτητα της αγάπης του, την οποία αγάπη θεωρούσε ως μια γέφυρα, που μας φέρνει κοντά στον Θεό. Ποτέ δεν άφηνε στο περιθώριο των οραματισμών του και του μόχθου του την αγάπη.
Προσκολλημένος στον ουράνιο θησαυρό, στο πρόσωπο του Θεού και στη Βασιλεία Του, οι γήινοι θησαυροί χάνονταν από το οπτικό του πεδίο. Χαιρόταν το αιώνιο. Και απολάμβανε το αιώνιο.
Έτρεχε και λειτουργούσε και κήρυττε ακόμη και στο πιο μικρό και απομακρυσμένο χωριό της επαρχίας του, έχοντας ως μέλημα του πως θα ανοίξουν τα αισθητήρια της ψυχής των ανθρώπων.
Πίστευε ακράδαντα και το αποδείκνυε στην πράξη ότι μόνο η πορεία επιστροφής στον Θεό μπορεί να μας αποδεσμεύσει από την εσωτερική αιχμαλωσία και την πνευματική στέρηση και να μας ξαναδώσει τη γεύση της πληρότητας και του ψυχικού χορτασμού.
Ξεκίνησε, αλλά δεν πρόλαβε να την προχωρήσει, την ανέγερση ενός προσκυνηματικού συγκροτήματος αφιερωμένου στον όσιο Παΐσιο, που η δεύτερη πατρίδα του ήταν η Κόνιτσα. Ήθελε να μαθαίνουμε, μέσω του παραδείγματος και του αγίου αυτού, που συγγενείς του ζουν ακόμη στην Κόνιτσα, ν’ αντικρύζουμε σωστά, τίμια, ειλικρινά, καθαρά τον Θεό και τον εαυτό μας. Την ύλη και το πνεύμα. Την προσκαιρότητα και την απέραντη αιωνιότητα…
Θέλει καρδιά για να αγαπάς. Και την είχε ο μακαριστός Μητροπολίτης Ανδρέας. Γι’ αυτό μπορούσε ν’ ακούσει. Γι’ αυτό μπορούσε να καταλάβει. Γι’ αυτό “θυσίαζε” τον εαυτό του. Γι’ αυτό μπορούσε ν’ ανοίγει τα φτερά της ψυχής, και σιγά και δυνατά μαζί, όμοια αετός, από κορφή σ’ άλλη κορφή, να ρίχνεται και να πολεμά και να πονά και να ορμά και να ανεβαίνει.