Με θέσεις που δεν επιδέχονται αμφισβήτηση, ο Μητροπολίτης Δημητριάδος κ. Ιγνάτιος καταθέτει τις απόψεις του για τις σχέσεις Εκκλησίας-πολιτείας, σε συνέντευξή του που παραχώρησε στην εφημερίδα «Πρώτο Θέμα».
Ο Μητροπολίτης προειδοποιεί ότι θα υπάρξουν προσφυγές ακόμη και στην Ε.Ε., εάν γίνουν αλλαγές στη μισθοδοσία του κλήρου:
Κάποτε, όταν ο Γερμανός βασιλιάς απείλησε έναν μυλωνά ότι θα δημεύσει τον μύλο του για να φτιάξει τα θερινά του ανάκτορα, εκείνος του απάντησε: «Ευτυχώς στο Βερολίνο υπάρχουν ακόμα δικαστές». Εχει αποδειχθεί ότι και στην Αθήνα, όπως και στο Στρασβούργο, υπάρχουν ακόμα δικαστές. Είναι επιλογή της κυβέρνησης, αν θέλει, να μείνει στην ιστορία ως η κυβέρνηση των μαζικότερων απολύσεων που έγιναν ποτέ στην Ελλάδα, για να φτιάξει τα δικά της «θερινά ανάκτορα».
Για το θέμα της θρησκευτικής ουδετερότητας στο άρθρο 3, ώστε να μην υπάρχει δυνατότητα παρερμηνείας του, όπως έγινε με την απόφαση του ΣτΕ για τα Θρησκευτικά, υποστηρίζει:
Επειδή τώρα κυκλοφορεί η θεωρία ότι όσοι Μητροπολίτες διαφωνούν με τη συμφωνία της 6/11 είναι ακροδεξιοί, σας θυμίζω ότι ανήκω σ’ εκείνους που έχουν στηρίξει δημόσια την εφαρμογή των νέων προγραμμάτων σπουδών των Θρησκευτικών. Η απόφαση του ΣτΕ για τα Θρησκευτικά βασίζεται κυρίως στο άρθρο 16 παρ.2, γιατί αυτό θέτει ως συνταγματική υποχρέωση της Πολιτείας να περιλαμβάνει στους σκοπούς της Παιδείας την ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης. Στο νέο Οργανόγραμμα του Υπουργείου Παιδείας, και παρά τη σαφέστατη πρόβλεψη του Συντάγματος, έχει απαλειφθεί η ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης από τους σκοπούς της Παιδείας, ενώ έχουν διατηρηθεί όλοι οι άλλοι. Εάν ο ΣΥΡΙΖΑ ήθελε να είναι συνεπής με τον εαυτό του και τίμιος στη σχέση του με την Εκκλησία, θα έπρεπε να προτείνει την αναθεώρηση του άρθρου 16, ώστε να αλλάξει και στο Σύνταγμα αυτό που άλλαξε στο οργανόγραμμα του υπουργείου Παιδείας. Γιατί δεν το κάνει;
Σε ό,τι αφορά το άθρο 3 τονίζει: Το άρθρο 3 ρυθμίζει τις σχέσεις του κράτους με την Ορθόδοξη Εκκλησία, όχι τις σχέσεις του κράτους γενικώς και αορίστως με τις θρησκευτικές κοινότητες της χώρας μας. Αυτές τις σχέσεις τις ρυθμίζει το άρθρο 13, το οποίο καθιερώνει, με πολύ καθαρό και σαφή τρόπο, αυτό που ο ΣΥΡΙΖΑ ονομάζει «θρησκευτική ουδετερότητα». Το κάνει, όμως, χρησιμοποιώντας διαφορετική ορολογία. Το άρθρο 13 και το άρθρο 3 συλλειτουργούν με τρόπο δοκιμασμένο στον χρόνο, στο ΣτΕ και στα Ευρωπαϊκά Δικαστήρια κι έτσι το κράτος δεν θρησκεύεται, δεν κάνει καμία αρνητική διάκριση εις βάρος θρησκευτικών κοινοτήτων· αλλά, συγχρόνως, σέβεται το πασίδηλο γεγονός ότι το ελληνικό έθνος συνδέεται αναπόσπαστα με την Ορθοδοξία. Ας είμαστε ειλικρινείς. Ο πραγματικός ΣΥΡΙΖΑ θα πρότεινε αυτό που πρότεινε ο κ. Ν. Φίλης, ένας πολιτικός με σεβασμό, όπως φαίνεται, για το θρησκευτικό φαινόμενο, αφού είχε και ο ίδιος εκκλησιαστικές εμπειρίες, δηλ. την πλήρη κατάργηση του άρθρου 3 και του προοιμίου του Συντάγματος, αλλά και την αλλαγή του άρθρου 16 παρ.2. Αυτή είναι η ψυχή του ΣΥΡΙΖΑ. Ομως, ο πολιτικός ρεαλισμός του κυβερνητικού ΣΥΡΙΖΑ δεν του επιτρέπει, προς το παρόν, να εκφράσει την ψυχή του, οπότε αναζητήθηκε ένας συμβιβασμός. Θα μπορούσε να είναι ένας καλός συμβιβασμός, αλλά αυτό προϋποθέτει πολλή δουλειά, βαθιά γνώση του θέματος, επαγγελματισμό και επιμονή στη λεπτομέρεια. Επειδή δεν εκπληρώθηκαν αυτές οι προϋποθέσεις, αντί για έναν έξυπνο συμβιβασμό, έχουμε μία καταστροφική πρόταση, όχι μόνο για τη θέση του Οικουμενικού Πατριαρχείου και της Εκκλησίας της Ελλάδας στην πατρίδα μας, όσο και για τη θέση της Ελλάδας στην Ορθοδοξία παγκοσμίως.