Μακαριώτατε Πάτερ καί Δέσποτα σεπτέ Προκαθήμενε της Άγιωτάτης Εκκλησίας της Ελλάδος και τίμιε ιερουργέ του Ιερού Μυστηρίου της χειροτονίας μου,
Σεβασμία τών αγίων Ιεραρχών χορεία, Αδελφοί μου συμπρεσβύτεροι καί συνδιάκονοι,
Έντιμώτατοι ‘Άρχοντες της πολιτείας του στρατού καί τών σωμάτων άσφαλείας,
Έλλογιμώτατοι κ. Καθηγηταί, εύλογη μένε λαέ τού Θεού,
Όταν ή χάρις τού Αγίου Πνεύματος «ή τά άσθενή θεραπεύουσα καί τά έλλείποντα άναπληρούσα», έπιδημεΐ είς τόν χοϊκόν άνθρωπον καί τού χαρίζει τάς άνεκφράστους δωρεάς τού Θεού, θά πρέπει τό γεγονός τούτο νά βιώνεται, όπως μας παραδίδουν οΐ θεοφόροι Πατέρες της Εκκλησίας μετά βαθυτάτης σιγής καί εύλάλου σιωπής, πού είναι ή γλώσσα τού μέλλοντος αιώνος
“Αλλωστε, «ή μεγάλη μέχρι σταυρού άγάπη τού Κυρίου ημών Ιησού Χριστού πρός τόν άνθρωπον, πού βιώνεται είς τά βάθη της καρδίας του, είναι μυστική καί άρρητος. Δέν δύναται κανείς νά όμιλήση άξίως δι’ αύτήν. Δεν ημπορεί νά τήν περιγράψη. Δέν ύπάρχουν λόγια διά νά την μεταδώση, άφού ή πύλινος γλώσσα τυγχάνει πάμφτωχος καί ή έμπειρική αύτή κατάστασις έπέκεινα πάσης περιγραφής». Καί εάν ή άγάπη ταύτη πρέπει νά άποτελεΐ τό βασικόν γνώρισμα έκάστου Χριστιανού, πολύ δέ περισσότερον τούτο επιτάσσεται διά τόν Έπίσκοπον τής Εκκλησίας ό όποιος «ώς κριός έπίσημος έπί σφαγήν» προηγείται τού ποιμνίου του είς τήν σταυροαναστάσιμον πορείαν διά τήν Βασιλείαν τών Ούρανών.
«Ούτος όρος πάσης πνευματικής προστασίας πανταχού τό καθ’ έαυτόν παροράν πρός τό τών άλλων συμφέρον» θά διατυπώσει ό νούς τής θεολογίας καί μύστης τής θείας έλλάμψεως ‘Άγιος Γρηγόριος ό Θεολόγος (ΕΠΕ 1,144)
Μή δυνάμενος λοιπόν, κατά τήν συγκλονιστικήν ταύτην στιγμήν νά άρθρώσω λόγον, άφού «ίσχνόφωνος καί βραδύγλωσσος έγώ ειμί» (Έζοδ. 5,10), έπιτρέψατέ μοι νά καταθέσω μόνον τήν άπειρον εύγνωμοσυνην μου είς τόν Πανάγαθον Θεόν, ό όποιος κατά τό πολύ έλεός Του καί τήν άφατον φιλανθρωπίαν Του έπέβλεψεν επί τήν ταπεινότητά μου καί με δέχεται σήμερον Έττίσκοπον της Εκκλησίας Του, διάκονον του μυστηρίου της σωτηρίας του κόσμου.
«Πρώτον μεν εύχαριστώ τω Θεώ μου διά Ιησού Χριστού» (Ρωμ. 1,8) «ύπέρ πάντων ών οϊδα και ων ούκ οϊδα, τών φανερών και άφανών εύεργεσιών, των εις έμε γεγενημένων», τάς όποιας σκανδαλωδώς άπήλαυσα εις τό διάβα της μέχρι τούδε βιοτής μου. «Τί άνταποδώσω τω Κυρίω περί πάντων ών άνταπέδωκεν ήμΐν;» Ει μη τήν μετά πλήρους ταπεινώσεως εύσυνείδητον άποδοχήν τού θελήματος Του, ώς καί τήν έγκάρδιον καί πιστήν τήρησιν τών εύαγγελικών επιταγών ώς άχρειος δούλος Αύτού, ακολουθών τήν προτροπήν Του πρός τόν πρωτοκορυφαιον τών Αποστόλων Πέτρον «ποίμαινε τά πρόβατά μου»(Ίω. 21,16).
Παρακαλώ θερμώς τήν Ύπεραγίαν Θεοτόκον, τήν Κυρά Γοργούπήκοον, τήν Όδηγήτριαν, τήν Φανερωμένην, τήν Μαυριώτισσαν, όπως τόσα χρόνια τήν συναντούσα εις τά ταπεινά Βυζαντινά Νάΐδρια της Καστορίας καί αισθανόμουν πολλήν τήν μητρικήν της πρεσβείαν καί προστασίαν (καί τώρα εις τήν νέαν μου διακονίαν τήν Ελεούσαν τού Μικροκάστρου, τό σέμνωμα της Δυτικής Μακεδονίας), νά γίνεται άπό της σήμερον καί μέχρι της τελευταίας μου άναπνοής «τού καύσωνος ή θεία δρόσος, της ξηρανθείσης καρδίας ή θεόρρυτος ρανίς».
Πρέσβεις φέρω εις τόν Θρόνον της Θείας Μεγαλωσύνης τόν ‘Άγιον Νικόλαον Έπίσκοπον Μύρων της Λυκίας τόν Θαυματουργόν, τόν ‘Άγιον Γρηγόριον Άρχιεπίσκοπον Θεσσαλονίκης τόν Παλαμά, τόν Μέγα Άθανάσιον, τούς Αγίους ένδοξους Μεγαλομάρτυρας Γεώργιον τόν Τροπαιοφόρον, Δημήτριον τόν Μυροβλύτην καί Μηνάν τόν Θαυματουργόν, καθώς καί τήν Όσίαν Σοφίαν τήν άσκήτριαν της Κλεισούρας, τόν Όσιο Νικάνορα, τόν Όσιο Ναούμ τόν Θαυματουργό, καθώς καί τόν θαυματοβρύτην ‘Άγιον Νεκτάριον Έπίσκοπον Πενταπόλεως, ό όποιος τη αύτη ήμέρα (τού έτους 1886) έδέχθη τόν δεύτερον βαθμόν τήςΊερωσύνης.
Ίσταμαι μετά ιδιαιτέρου σεβασμού καί υίϊκής άφοσιώσεως ένώπιόν Σας, Μακαριώτατε Πάτερ καί Δέσποτα. ‘Άν καί δέν μέ έγνωρίζατε άπό τού σύνεγγυς, μέ περιεβάλλατε μετά πολλής εμπιστοσύνης, ώστε τιμητικώς νά μέ προτείνητε διά τήν εύθυνοφόρον ταύτην θέσιν τού Επισκόπου της Εκκλησίας εις τήν σεπτήν Ίεραρχίαν. Ή άπλότης τού χαρακτήρος σας, ή όξύνοια, τό έκκλησιαστικόν σας φρόνημα καί ή πολύπλευρος προσφορά Σας πρός τόν παράγοντα άνθρωπον θά άποτελούν διά τήν έλαχιστότητά μου δείκτην πορείας. Πηδαλιουχεΐτε μετά συνέσεως καί προσοχής πολλής τό πολύτιμον σκάφος τής Έκλησίας της Ελλάδος έν μέσω έπικινδύνων καί φθοροποιών κυματισμών. Εφαρμόζετε τόν Παύλειον Άποστολικόν λόγον : «χαίρειν μετά χαιρόντων καί κλαίειν μετά κλαιόντων», άγωνιζόμενος ίνα κρατήσητε «άσβεστον τήν φλόγαν τής ελπίδος δι ένα καλύτερον αύριον», όπως έπανειλημμένως έχετε τονίσει. Ταπεινώς εύχομαι ό Θειος τής Εκκλησίας Δομήτωρ νά σας χαρίζη ύγείαν άκλόνητον, δύναμιν καί ένίσχυσιν εις τήν πολυεύθυνον διακονίαν Σας πρός τό συμφέρον τού χριστεπωνύμου πληρώματος τής ‘Ορθοδόξου Εκκλησίας μας καί τής άγαπημένης πατρίδος μας.
Όφειλετικώς άναπέμπω θερμοτάτας εύχαριστίας έκ μέσης καρδίας, καθώς καί τήν ίσόβιον εύγνωμοσύνην μου πρός τά σεπτά μέλη τής Ιεραρχίας τής ‘Εκκλησίας τής Ελλάδος πού μέ έτίμησαν διά τής εμπιστοσύνης των, καθώς καί πρός τούς παρισταμένους άγιους Αρχιερείς οΐ όποιοι συμμετέχουν σήμερον εις τό Ιερόν τούτο Μυστήριον τής έπιδημίας τού Παναγίου Πνεύματος. Χρεωστικώς θά τούς μνημονεύω εις τήν Ίεράν Προσκομιδήν καί εις τάς καθημερινάς μου ίσχνάς προσευχάς δεόμενος τού Αγίου Τριαδικού Θεού, όπως τούς χαρίζη άδιάσειστον ύγείαν, έτη βίου πολλά καί ένίσχυσιν εις τήν θεάρεστον καί τετιμημένην διακονίαν των εις τόν Αμπελώνα Του.
Εύχαριστίας πολλάς έκφράζω πρός τό σεπτόν πρόσωπον τού Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Μονεμβασίας καί Σπάρτης κ. Εύσταθίου, τού οποίου ή πατρική στοργή, ή πολλή άγάπη, ή έγνωσμένη καλωσύνη καί αί σοφαί συμβουλαί διεδραμάτισαν σημαντικόν ρόλον εις τήν ταπεινήν μου έν Καστόρια διακονίαν, καθώς καί ή συναντίληψις καί ή βοήθεια πολλών άλλων άγιων Αρχιερέων, πού έστάθησαν άρωγοί εις τήν έλαχιστότητά μου. Μνησθείη, Κύριος ό Θεός πάντων.
Κατασπάζομαι μετ’ εύλαβείας καί άπεράντου υΐϊκού σεβασμού τήν ήγιασμένην δεξιάν τού πολιού Μητροπολίτου πρώην Κίτρους Γέροντος Άγαθονίκου, τού πνευματικού μου προπάτορος έκ τών χειρών τού όποιου έδέχθην τόν πρώτον βαθμόν τής Ίερωσύνης καί άπήλαυσα τής πατρικής στοργής καί άδολου άγάπης. ‘Άς μέ συνοδεύουν αί πατρικαί εύχαί του, τάς όποιας τόσον έχω άνάγκην.
Ευχαριστίας προσφέρω καί εις τόν Σεβασμιώτατον Μητροπολίτην Θερμοπυλών κ. Ιωάννη ν, έκ τών χειρών τού οποίου έλαβον τό Άγγελικόν Σχήμα ώς Μοναχός εις τήν Ίεράν Μονήν Κοιμήσεως Θεοτόκου Πεντέλης, καθώς καί είς τόν έκλεκτόν καί πολυαγαπητόν συντοπίτην μου Θεοφιλέστατον Έπίσκοπον Θεσπιών κ. Συμεών.
Τήν Ιστορικήν ταύτην στιγμήν οφείλω νά μνημονεύσω τούς εκλεκτούς γεννήτοράς μου, τόν έξαίρετον άδελφόν μου, τούς συγγενείς μου έκ τού κλεινού άστεως τών Αθηνών, της θεοφρουρήτου επαρχίας τών Πατρών, της άγιοτόκου Καρδίτσης καί τών ηρωικών Αγράφων,
τούς φίλους, τούς συμμαθητάς καί τούς διδασκάλους όλων τών βαθμίδων της Εκπαιδεύσεως, ιδιαιτέρως δέ τούς σεβαστούς πανεπιστημιακούς καθηγητάς,
τούς πολυαγαπητούς μου ένορίτας τών Ενοριών, όπου ώς Κληρικός διηκόνησα, ήτοι τών ‘Ιερών Ναών Αγίου Νικολάου οδού Αχαρνών είς Αθήνας καί Αγίου Γεωργίου τού Τροπαιοφόρου πόλεως Καστορίας,
τούς άγαπητούς μου Καστοριεΐς, μετά τών οποίων συνεδέθην στενώς καί άδελφικώς κατά τήν διάρκειαν τών έτών της έκεΐ διακονίας μου,
τούς πολυαγαπητούς μου Κληρικούς καί συμπρεσβυτέρους της Ιεράς Μητροπόλεως Καστορίας, τούς συνεργάτας είς τήν διοίκησιν καί είς τά έργα άγάπης της αύτής Ιεράς Μητροπόλεως,
τούς άνθρώπους, τούς οποίους μού ένεπιστεύθη ό Άγιος Τριαδικός Θεός είς τό ταπεινόν Έπιτραχήλιόν μου,
τούς εύλαβεστάτους κατοίκους της εύλογημένης Μητροπόλεως Σισανίου καί Σιατίστης,
όλους όσους ήλθον σήμερον διά νά συμπροσευχηθούν έκ της έλληνικοτάτης καί πολυπάθου Μακεδονίας μας,
τούς πολυσεβάστους Άγιορειτας καί Μετεωρίτας Πατέρας,
καθώς καί τά θεοσεβή μέλη τών Μοναστικών Αδελφοτήτων τής Μητροπόλεως Καστορίας καί τής λαχούσης μοι έπαρχίας Σισανίου καί Σιατίστης, μέ πρώτον τόν πολυσέβαστον Γέροντα Στέφανον Ρήνον, στυλοβάτην τού Μοναχισμού τής Δυτικής Μακεδονίας. Ούτοι πάντες έχουν ιδιαιτέραν θέσιν είς τήν καρδίαν μου. Τούς παρακαλώ νά δέονται τού «άρχηγού καί τελειωτού τής πίστεως ήμών Ιησού Χριστού» καί τής Υπεραγίας Θεοτόκου διά τόν εύτελή τούτον Έπίσκοπον τής Αγίας ήμών Εκκλησίας.
Έττιτρέψατέ μοι, Μακαριώτατε, νά ενθυμηθώ τήν εύσημον ταύτην στιγμήν τόν μακαριστόν Άρχιεπίσκοπον Αθηνών καί πάσης Ελλάδος κυρόν Σεραφείμ, επί τών ήμερων του οποίου διηκόνησα είς τήν Ίεράν Άρχιεπισκοπήν Αθηνών καί άπήλαυσα πολλής πατρικής άγάπης, καθώς καί τόν μακαριστόν Άρχιεπίσκοπον Αθηνών καί πάσης Ελλάδος κυρόν Χριστόδουλον, τού όποιου αϊ πατρικαί συμβουλαί διά τήν διακονίαν μου είς τήν μακρυνήν έπαρχίαν της Καστορίας κατέχουν πολύτιμον θέσιν είς τό θησαυροφυλάκιον της ψυχής μου.
Χάριτας καί άΐδιον εύγνωμοσύνην οφείλω καί είς τόν μακαριστόν καί άγιον Μητροπολίτην Χριστουπόλεως κυρόν Πέτρον έκ τών τιμίων χειρών τού όποιου έλαβον τό όφίκιον τού Άρχιμανδρίτου.
Μετά συγκινήσεως καί όφειλετικώς μνημονεύω τούς μακαριστούς καί άγιους προκατόχους μου Μητροπολίτας Σισανίου καί Σιατίστης, οί όποιοι έκλέησαν τήν τοπικήν αύτήν Έκκλησίαν καί τήν κατέστησαν γνωστήν είς τά πέρατα τού κόσμου. Τόν πολύ Ζωσιμάν, τόν Ίάκωβον μετέπειτα Μητροπολίτην Μυτιλήνης τόν καί εύεργέτην, τόν εύλαβήν Πολύκαρπον, τόν άσκητήν Άντώνιον καί τόν ίεραπόστολον Παύλον. Ή θερμουργός πίστις των, ή άγια ζωή των καί τό θυσιαστικόν των φρόνημα θά παραμένουν ιδιαιτέρως χαραγμένα είς τόν χώρον τής ψυχής μου. Τούς παρακαλώ θερμώς νά εύχονται είς τό Ούράνιον Θυσιαστήριον, όπου μετά παρρησίας προσεδρεύουν, διά τόν εύτελή καί έλάχιστον διάδοχόν των.
Μνημονεύω, άκόμη, τής θυσίας καί τού μαρτυρίου πάντων τών ήρωικώς πεσόντων κατά τόν Μακεδονικόν Αγώνα, ιδιαιτέρως τού πρωτομάρτυρος Παύλου Μελά, άφού πρόκειται νά διακονήσω είς τόν ιστορικόν, αίματοβαμμένον καί νευραλγικόν χώρον τής Δυτικής Μακεδονίας ώς ‘Ορθόδοξος Επίσκοπος καί “Ελλην Ιεράρχης.
Από τήν έν ούρανοΐς Έκκλησίαν τών πρωτοτόκων πιστεύω πώς θά ύψώνει χείρας ίκέτιδας είς τόν Θρόνον τού Έσφαγμένου Άρνίου καί ό πολυγραφώτατος μακαριστός Γέρων Μωυσής Αγιορείτης, άφού είχα τήν ίδιαιτέραν εύλογίαν νά τόν διακονήσω κατά τις τελευταίας στιγμάς τού επιγείου βίου του μετά τών έκλεκτών πατέρων τής Άδελφότητος τού Έπισκοπείου μας.
Έν τω πλήθει τών συγκινήσεων πού κατακλύζουν τήν ψυχήν μου δέν έχω λόγια νά ψελλίσω διά τόν πνευματικόν μου πατέρα, τόν Σεβασμιώτατον Μητροπολίτην Καστορίας κ. Σεραφείμ, πλησίον τού όποιου μεγάλωσα, άνδρώθηκα καί ύπηρέτησα τήν Έκκλησίαν τού Χριστού. Του οφείλω τό «εύ καί κατά Χριστόν ζην». Κατέστησεν την άκριτικήν έπαρχίαν της Καστορίας μία μεγάλη οικογένεια, άφού καθ’ ολην τήν περίοδον της εκεί διακονίας του διήλθεν «έν ύπομονή πολλή, έν θλίψεσι, έν άνάγκαις, εν στενοχωρίαις, … εν κόποις, έν άγρυπνίαις, έν νηστείαις, έν άγνότητι, έν γνώσει, … έν μακροθυμία, έν χρηστότητι, έν Πνεύματι Άγίω, έν αγάπη άνυποκρίτω, έν λόγω άληθείας, έν δυνάμει Θεού» (Β’ Κορ. 6,4-7). “Εγινε δι όλους έμάς μία ζεστή άγκάλη, άγαπών, συγχωρών καί προχωρών έμπρός.
Εις τούς πατέρας δέ της μικρής μας Άδελφότητος προσφέρω ίσόβιον εύγνωμοσύνην διά τήν άμέριστον άγάπην τήν οποίαν έδειξαν εις το ταπεινόν μου πρόσωπον. “Ενα μόνον «ευχαριστώ» άδυνατει νά έκφράση τά αισθήματα πού πλημμυρίζουν τήν ώραν ταύτην τήν καρδίαν μου διά τά πρόσωπά των.
Τέλος, αισθάνομαι έπιτακτικήν τήν άνάγκην όπως ζητήσω ταπεινώς καί μετά βαθυτάτου υιϊκού σεβασμού τάς θεοπειθεΐς εύχάς καί προσευχάς της σεπτής κορυφής της ‘Ορθοδόξου Εκκλησίας μας, τού άκοιμήτου οφθαλμού τής οικουμένης, τού Παναγιωτάτου Οικουμενικού Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου, ό όποιος έκ «τής σπιθαμής έκείνης τής γης, πού εύρίσκεται είς τό άκρότατον σημεΐον τού Κερατίου Κόλπου, τήν Ίεράν Καθέδραν τού Γένους των ‘Ορθοδόξων» διατηρεί τό φως τής Αναστάσεως άσβεστον έν μέσω καταιγίδος διά τού έλαίου τής εύσεβείας, τών δακρύων τής δοκιμασίας καί τού αίματος τής ορθοδόξου μαρτυρίας.
Καί τώρα, άφού ζητήσω γονυπετώς συγγνώμην άπό όλους, διότι άθελά μου, ώσάν άνθρωπος μπορεί νά έπίκρανα, παρακαλώ, Μακαριώτατε Πάτερ καί Δέσποτα, Σεβασμία τών Ιεραρχών χορεία, σεβαστοί πατέρες καί άγαπητοΐ άδελφοί, εύχηθεΐτε τω Πανοικτίρμονι Θεώ
«ϊνα έπισκηνώση έπ έμέ ή δύναμις τού Χριστού» (Β’ Κορ. 12,9),
ίνα παραστήσω «έμαυτόν δόκιμον τω Θεώ, έργάτη άνεπαίσχυντον, όρθοτομούντα τόν λόγον τής άληθείας» (Β’ Τιμ. 2,15)
καί γενόμενος «τύπος τών πιστών έν λόγω, έν άναστροφή, έν άγάπη, έν πνεύματι, έν πίστει, έν άγνεία» (Α’ Τιμ. 4,12) καί «μηδέποτε τού έν έμοί
χαρίσματος άμελών» (Α’ Τιμ. 4,14),
δυνηθώ ϊνα τηρήσω «τήν έντολήν άσπιλον καί άνεπίληπτον μέχρι τής έπιφανεΐας τού Κυρίου ήμών Ιησού Χριστού» (Α’ Τιμ. 6,4).
«Ύπετάγην τω Κυρίω καί ίκέτευσα αύτόν» (Άγ. Γρηγόριος Θεολόγος), «ώς τω Κυρίω έδοξε ούτω καί έγένετο» «Εϊη τό όνομα Κυρίου εύλογημένον» (Iώβ)
«Αάλει Κύριε, ό δούλος σου άκούει»