Διάβασα προσφάτως στο Διαδίκτυο, ότι εκδηλώνεται πρόθεση από την πλευρά του Υπουργείου Παιδείας για κατάργηση τουλάχιστον των τριών Ανωτάτων Εκκλησιαστικών Ακαδημιών, δηλαδή Αθηνών, Θεσσαλονίκης και Βελλάς Ιωαννίνων.
Είμαι πεπεισμένος, ότι παρά τα δομικά προβλήματα των Εκκλησιαστικών Ακαδημιών, η πλέον πρόσφορη λύση δεν είναι η κατάργησή τους ή η υποβάθμισή τους. Αντιθέτως, ο θεσμός αυτός χρειάζεται επανίδρυση.
Και πιστέψτε με, την άποψη αυτήν την υποστηρίζω μετά λόγου γνώσεως. «Έζησα» τον θεσμό, κατά την διάρκεια της πενταετούς θητείας μου στην Ανωτάτη Εκκλησιαστική Ακαδημία Θεσσαλονίκης ως επί συμβάσει Επίκουρος Καθηγητής κατά τα ακαδημαϊκά έτη 2008 – 2013, και λόγω της δικηγορικής ιδιότητάς μου, είχα την ευκαιρία – μέσω της συνεργασίας μου με τον τότε Πρόεδρο του Ακαδημαϊκού Συμβουλίου της Ακαδημίας κ. Χριστοφόρο Κοντάκη, ο οποίος με τίμησε με την εμπιστοσύνη του και τον ευχαριστώ και από την θέση αυτή – να καταθέσω τις απόψεις μου, για το πώς έβλεπα εγώ – από την οπτική του νομικού αλλά και του διδάσκοντος – την σύνολη εικόνα του θεσμού και την προοπτική του.
Με αφορμή, λοιπόν, την επανέναρξη της συζητήσεως για το μέλλον των Εκκλησιαστικών Ακαδημιών, θα επαναφέρω προς συζήτηση το γενικό περίγραμμα της απόψεώς μου για την ανασυγκρότηση των Εκκλησιαστικών Ακαδημιών αλλά και της Ανωτάτης Εκκλησιαστικής Εκπαιδεύσεως γενικότερα.
Με τον νόμο 3432/2006 οι μέχρι πριν την ψήφιση του νόμου αυτού τέσσερις Ανώτερες Εκκλησιαστικές Ακαδημίες (Αθηνών, Θεσσαλονίκης, Ηρακλείου και Βελλάς Ιωαννίνων) αναβιβάσθηκαν στην βαθμίδα της ανώτατης Εκπαίδευσης, μετονομαζόμενες σε Ανώτατες Εκκλησιαστικές Ακαδημίες (άρθρο 3 πργφ. 1, εδ. α΄).
Τα τέσσερα αυτά ιδρύματα – εκπαιδευτικές μονάδες υπήχθησαν στην κατηγορία των παραγωγικών σχολών, έχοντας ως εν γένει σκοπό (άρθρο 2) την ανάδειξη και κατάρτιση Κληρικών και Λαϊκών Στελεχών της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Ελλάδα, υψηλού μορφωτικού επιπέδου και χριστιανικού ήθους, ειδικότερα, δε (άρθρο 3 πργφ. 1, εδ. α΄) να καταρτίζουν στελέχη της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Ελλάδα, να παρέχουν εκπαίδευση και να χορηγούν πτυχία ισότιμα με εκείνα των Ιδρυμάτων της Ανωτάτης Εκπαιδεύσεως.
Από το ακαδημαϊκό έτος 2006 -2007, οπότε και άρχισε η λειτουργία των τεσσάρων Ανωτάτων Εκκλησιαστικών Ακαδημιών, οι Σχολές αυτές λειτούργησαν χωρίς νομική προσωπικότητα με τα κάτωθι τμήματα ως εξής:
Η Ανωτάτη Εκκλησιαστική Ακαδημία Αθηνών με δύο Προγράμματα Σπουδών (Ιερατικών και Διαχείρισης Εκκλησιαστικών Κειμηλίων).
Η Ανώτατη Εκκλησιαστική Ακαδημία Θεσσαλονίκης με δύο Προγράμματα Σπουδών (Ιερατικών και Διαχείρισης Εκκλησιαστικών Κειμηλίων).
Η Ανώτατη Εκκλησιαστική Ακαδημία Κρήτης με δύο Προγράμματα Σπουδών (Ιερατικών και Ψαλτικής).
Η Ανωτάτη Εκκλησιαστική Ακαδημία Βελλάς Ιωαννίνων με δύο Προγράμματα Σπουδών (Ιερατικών και Ψαλτικής).
Καθόλα τα διαρρεύσαντα ακαδημαϊκά έτη, τα τέσσερα ως άνω Ιδρύματα παρήγαγαν έργο και είχαν υψηλό ποσοστό αποφοιτήσεως φοιτητών, δεν υπήρξε όμως επιτυχής διασύνδεση του παραγωγικού ρόλου αυτών με την απορρόφηση των πτυχιούχων αυτών από τους φορείς, που θα έπρεπε να απορροφήσουν το παραχθέν αυτό εργατικό δυναμικό. Ειδικότερα, δεν επιτεύχθηκε σε επαρκή βαθμό η απορρόφηση:
Α) των αποφοίτων των Προγραμμάτων Ιερατικών Σπουδών και Ψαλτικής από τις Ιερές Μητροπόλεις και Ενορίες της Εκκλησίας της Ελλάδος ως κληρικών, λαϊκών υπαλλήλων ή ψαλτών.
Β) των αποφοίτων των Προγραμμάτων Διαχείρισης Εκκλησιαστικών Κειμηλίων από τις Ιερές Μητροπόλεις ως συντηρητών, παρά τις ρυθμίσεις τόσο του άρθρου 2 πργφ. 1 του Κ.Χ.Ε.Ε που προβλέπει τη συνεργασία της Εκκλησίας της Ελλάδος με την Πολιτεία για την διαφύλαξη των ιερών κειμηλίων και εκκλησιαστικών και χριστιανικών μνημείων όσο και του άρθρου 45 πργφ. 5 που παρέχει το δικαίωμα στις Ιερές Μητροπόλεις της Εκκλησίας της Ελλάδος για ίδρυση εκκλησιαστικών μουσείων για την επάνδρωση των εξ αυτών ιδρυομένων εκκλησιαστικών μουσείων με στόχο την καταγραφή, φύλαξη και συντήρηση κειμηλίων, ιερών εικόνων και λοιπών έργων εκκλησιαστικής τέχνης.
Περαιτέρω, επαρκής πρόοδος δεν σημειώθηκε και στην διοικητική οργάνωση των Ιδρυμάτων αυτών. Ειδικότερα:
Κατά την εκκίνηση της λειτουργίας τους, στις τέσσερις Ανώτατες Εκκλησιαστικές Ακαδημίες ορίσθηκαν – κατά τα ακαδημαϊκά πρότυπα – ισάριθμες Διοικούσες Επιτροπές, οι οποίες επιφορτίσθηκαν με το σημαντικό έργο της διοικητικής οργανώσεως των Ιδρυμάτων αυτών, μέσω της διεκπεραιώσεως των διαδικασιών κρίσεως και εκλογής επαρκούς αριθμού μελών Διδακτικού Προσωπικού, ώστε να συγκροτηθεί το προβλεπόμενο από τις διατάξεις του Ν. 3432/2006 Ακαδημαϊκό Συμβούλιο και να μεταβούν ομαλώς οι Ακαδημίες από την μεταβατική διοικητική οργάνωση στο στάδιο της πλήρους και οριστικής διοικητικής οργανώσεω.
Ο στόχος αυτός ήδη επιτεύχθηκε και στις τέσσερις Ανώτατες Εκκλησιαστικές Ακαδημίες
Κατόπιν των ανωτέρω, και λαμβάνοντας υπόψιν όχι μόνον την οικονομική συγκυρία και την απαίτηση για σύμπτυξη των εκπαιδευτικών μονάδων της ανωτάτης εκπαιδεύσεως με σκοπό την παροχή υψηλοτέρου επιπέδου γνώσεων αλλά και την ανάγκη αναδιοργανώσεως του θεσμού της ανωτάτης εκκλησιαστικής εκπαιδεύσεως έχω την άποψη ότι θα πρέπει γίνουν τα παρακάτω:
1. Διατήρηση ως θεσμών δύο εκ των τεσσάρων Ανωτάτων Εκκλησιαστικών Ακαδημιών και ειδικότερα της Ανωτάτης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Θεσσαλονίκης και της Ανωτάτης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Κρήτης με πρόσδοση σ’ αυτές και ιδίας νομικής προσωπικότητας.
Η διατήρηση της Ανωτάτης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Θεσσαλονίκης με τα δύο Προγράμματα Σπουδών (Ιερατικών και Διαχείρισης Εκκλησιαστικών Κειμηλίων) προκρίνεται, διότι:
α) έχει εισέλθει από ετών στην τελική και μόνιμη φάση διοικητικής οργανώσεως και λειτουργεί πλήρως, δυνάμενη εκ του γεγονότος αυτού να συμμετέχει ως ισότιμη με τα λοιπά Α.Ε.Ι. και Τ.Ε.Ι. σε όλο το φάσμα των ακαδημαϊκών δραστηριοτήτων εντός και εκτός Ελλάδος
β) έχει ήδη επαρκή αριθμό μελών Διδακτικού Προσωπικού
γ) έχει εξοπλισμένα εργαστήρια του Προγράμματος Διαχείρισης Εκκλησιαστικών Κειμηλίων.
Άλλως και όλως επικουρικώς, η Ανωτάτη Εκκλησιαστική Ακαδημία Θεσσαλονίκης δύναται να παραμείνει εν λειτουργία και μόνον με το ένα Πρόγραμμα Σπουδών (το Ιερατικών), ενώ το έτερο Πρόγραμμα (Διαχειρήσεως Εκκλησιαστικών Κειμηλίων δύναται να ενταχθεί με συγχώνευση στο αντίστοιχο Τμήμα Συντηρήσεως Αρχαιοτήτων και Έργων Τέχνης του Α.Τ.Ε.Ι. Αθηνών ή στην αντίστοιχη Κατεύθυνση «Συντήρησης Πολιτισμικής Κληρονομιάς» του Τμήματος Τεχνολόγων Περιβάλλοντος του Α.Τ.Ε.Ι Ιονίων Νήσων, καθόσον τα δύο αυτά Τμήματα έχουν αντικείμενο ευρύτερο του συγχωνευομένου Προγράμματος Σπουδών Διαχειρήσεως Εκκλησιαστικών Κειμηλίων, περιλαμβάνοντας στο επιστημονικό πεδίο τους και τη συντήρηση των εκκλησιαστικών κειμηλίων ως αποτελούντων μέρος της πολιτιστικής μας κληρονομιάς. Η λύση αυτή διευκολύνει περαιτέρω:
i. την ομαλή μεταβίβαση από Δημόσιο Εκπαιδευτικό Ίδρυμα (Ανωτάτη Εκκλησιαστική Ακαδημία Θεσσαλονίκης) σε Δημόσιο Εκπαιδευτικό Ίδρυμα (στα εργαστήρια του Α.Τ.Ε.Ι., που θα επιλεγεί για την ένταξη του συγχωνευομένου Προγράμματος Σπουδών της Ακαδημίας), του υφιστάμενου εξοπλισμού των εργαστηρίων της Ανωτάτης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας, ο οποίος εξοπλισμός αποτελεί δημόσια περιουσία, χωρίς οικονομική απώλεια για το Ελληνικό Δημόσιο
ii. την ομαλή ένταξη στο Α.Τ.Ε.Ι. που θα επιλεγεί για την συγχώνευση, και χωρίς οικονομικό ή κοινωνικό αντίκτυπο, του ελάχιστου αριθμητικά Διδακτικού Προσωπικού του συγχωνευόμενου Προγράμματος Σπουδών είτε με τη μορφή της μετατάξεως είτε με τη μορφή της δημιουργίας προσωποπαγούς θέσεως.
Η διατήρηση της Πατριαρχικής Ανωτάτης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Κρήτης προκρίνεται, διότι:
α) έχει πλήρη διοικητική οργάνωση (Ακαδημαϊκό Συμβούλιο),
β) ευρίσκεται στην περιφέρεια της Εκκλησίας της Κρήτης, η οποία τελεί υπό την δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου
γ) καλύπτει τις ανάγκες σε προσωπικό της Εκκλησίας της Κρήτης
2.Τη συγχώνευση των δύο Προγραμμάτων Σπουδών της Ανωτάτης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Βελλάς Ιωαννίνων (Ιερατικών Σπουδών και Ψαλτικής Τέχνης) με τα αντίστοιχα Προγράμματα της Ανωτάτης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Θεσσαλονίκης και της Πατριαρχικής Ανωτάτης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Κρήτης και την μετατροπή της εν λόγω Ακαδημίας (Βελλάς) σε δευτεροβάθμια επιμορφωτική Σχολή των κληρικών και λαϊκών στελεχών της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Ελλάδα με ιδία νομική προσωπικότητα.
Η λύση αυτή προκρίνεται, διότι:
α) Έχει μακρά παράδοση παροχής εκπαιδευτικού έργου ως Σχολή υπό διάφορες μορφές και η ύπαρξη και λειτουργία της είναι στενά συνυφασμένη με την προσφορά στην εκπαίδευση των στελεχών της Εκκλησίας
β) Οι εγκαταστάσεις της είναι σύγχρονες λόγω σχετικά πρόσφατων εργασιών ανακαίνισης και περιλαμβάνουν όλους τους απαραίτητους χώρους για την εξυπηρέτηση των σκοπών μιας Σχολής ως η προτεινόμενη (βιβλιοθήκη, κοιτώνες, αμφιθέατρο, αίθουσες, τραπεζαρία, ιερό ναό)
γ) ευρίσκεται εκτός αστικής περιοχής σε περιβάλλον φυσικό και πολιτιστικό, το οποίο διασφαλίζει ιδανικές συνθήκες για μελέτη και έρευνα.
Η φιλοσοφία της επιμορφωτικής εκπαιδεύσεως θα έχει ως στόχο την ενημέρωση και τον εμπλουτισμό των γνώσεων των κληρικών και λαϊκών στελεχών της Ορθόδοξης Εκκλησίας σε τομείς, που άπτονται των καθηκόντων τους αλλά και των σχέσεων της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Ελλάδα με τις λοιπές Ορθόδοξες Εκκλησίες και τα Θρησκεύματα εντός και εκτός Ελλάδος.
Η επιμόρφωση μπορεί να οργανωθεί σε κύκλους σπουδών συνολικής διάρκειας εννέα μηνών σεμιναρίων, με θεματικές:
- Νομοκανονική υπόσταση Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Ελλάδα
- Νομικό καθεστώς θρησκευμάτων στην Ελλάδα
- Διοίκηση εκκλησιαστικών νομικών προσώπων
- Οργάνωση και λειτουργία εκκλησιαστικής δικαιοσύνης
- Νομικό καθεστώς εκκλησιαστικών κειμηλίων
- Διορθόδοξος και διαθρησκειακός διάλογος
Η εκπαίδευση θα διεξάγεται με τις κάτωθι μεθόδους: α) διαλέξεις, β) συζητήσεις, γ) εξετάσεις και συζητήσεις κατά εκπαιδευτικές ομάδες, δ) μελέτες, ε) ημερίδες – σεμινάρια, στ) διατριβές, ζ) εκπαιδευτικά ταξίδια, η) επισκέψεις.
Η επιμορφωτική εκπαίδευση θα ολοκληρώνεται με εκπόνηση διπλωματικής εργασίας με θέμα που θα επιλέγεται σε συνεργασία με τη Σχολή και θα αποβλέπει στην αξιοποίηση των ειδικών γνώσεών του, καθώς και στην εμβάθυνση σε τρέχοντα θέματα που απασχολούν τον Ορθόδοξο κόσμο και τις σχέσεις του με τα θρησκεύματα εν γένει.
Ως προς το διδακτικό προσωπικό της Σχολής αυτής, έχω την γνώμη ότι θα πρέπει να είναι διακεκριμένοι επιστήμονες στο γνωστικό αντικείμενό τους, Καθηγητές Πανεπιστημίων καθώς και Ανώτατοι Κληρικοί, οι οποίοι θα καλούνται κατόπιν αποφάσεως της Σχολής προς εκτέλεση του Προγράμματος Σπουδών της. Πέραν αυτού του προσωπικού, θα είναι δυνατόν να προσκαλούνται και επισκέπτες ομιλητές, οι οποίοι θα αναπτύσσουν θέματα γενικότερου ενδιαφέροντος, πάντοτε στα πλαίσια των σχέσεων Κράτους – Εκκλησίας και Κράτους – Θρησκευμάτων.
Ως προς το υπάρχον διδακτικό προσωπικό της Ανωτάτης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Βελλάς Ιωαννίνων, θεωρώ ότι δύναται η Πολιτεία να εξετάσει την περίπτωση της δημιουργίας προσωποπαγών θέσεων στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων σε βαθμίδα ανάλογη των προσόντων του καθενός ή την περίπτωση της παραμονής στην δημιουργούμενη Σχολή ως επιστημονικών συνεργατών ή εν γένει επιστημονικού προσωπικού.
3.Τη συγχώνευση των δύο Προγραμμάτων Σπουδών της Ανωτάτης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Αθηνών (Ιερατικών Σπουδών και Διαχείρισης Εκκλησιαστικών Κειμηλίων) με τα αντίστοιχα Προγράμματα της Ανωτάτης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Θεσσαλονίκης και της Πατριαρχικής Ανωτάτης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Κρήτης και την διακοπή λειτουργίας της εν λόγω Ακαδημίας.
Σε περίπτωση, που επιλεγεί η λύση της ένταξης με συγχώνευση του Προγράμματος Σπουδών Διαχειρήσεως Εκκλησιαστικών Κειμηλίων με το αντίστοιχο Τμήμα Συντηρήσεως Αρχαιοτήτων και Έργων Τέχνης του Α.Τ.Ε.Ι. Αθηνών ή την αντίστοιχη Κατεύθυνση «Συντήρησης Πολιτισμικής Κληρονομιάς» του Τμήματος Τεχνολόγων Περιβάλλοντος του Α.Τ.Ε.Ι Ιονίων Νήσων, τότε και το αντίστοιχο Πρόγραμμα Σπουδών θα συγχωνευθεί με την ίδια διαδικασία με το Α.Τ.Ε.Ι Αθηνών, λόγω τοπικής εγγύτητας.
Άλλως και όλως επικουρικώς, προτείνω την μετατροπή της Ανωτάτης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας των Αθηνών σε Ινστιτούτο Ορθόδοξης Θεολογίας υπό την αιγίδα της Εκκλησίας της Ελλάδος, με νομική προσωπικότητα ιδιωτικού δικαίου και με προσανατολισμό ερευνητικό, επιστημονικό και συνεδριακό.
Το υπάρχον διδακτικό προσωπικό της εν λόγω Ακαδημίας θεωρώ ότι δύναται η Πολιτεία – αναλογικώς προς την περίπτωση της Ανωτάτης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Βελλάς Ιωαννίνων – να εξετάσει την περίπτωση της δημιουργίας προσωποπαγών θέσεων στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, σε βαθμίδα ανάλογη των προσόντων του καθενός ή την περίπτωση της παραμονής στο δημιουργούμενο Ινστιτούτο ως επιστημονικών συνεργατών ή εν γένει επιστημονικού προσωπικού.
Περαιτέρω, η θεσμική αυτή αναδιοργάνωση της Ανώτατης Εκκλησιαστικής Εκπαιδεύσεως θα πρέπει να πλαισιωθεί και από ένα πλέγμα ενεργειών και αποφάσεων, που θα μετατρέπει τους δύο νέους αυτούς θεσμούς, δηλαδή τις δύο νέες Ανώτατες Εκκλησιαστικές Ακαδημίες, σε πραγματικά παραγωγικές εκπαιδευτικές μονάδες της Εκκλησίας, όπως:
α) η αναδιατύπωση του Οδηγού Σπουδών των Εκκλησιαστικών Ακαδημιών, έχοντας ως κατευθυντήρια γραμμή τον παραγωγικό χαρακτήρα των Σχολών αυτών
β) η διασύνδεσή των Εκκλησιαστικών Ακαδημιών με τις Ιερές Μητροπόλεις, μέσω της προσβάσεως των πτυχιούχων σε βάση δεδομένων, όπου θα αναρτώνται οι κενές θέσεις όλων των Ιερών Μητροπόλεων
γ) η ανανέωση του νομικού πλαισίου λειτουργίας των Εκκλησιαστικών Ακαδημιών και ιδίως του νομικού πλαισίου της εκλογής των μελών του διδακτικού προσωπικού αυτών
δ) η πρόβλεψη υπό προϋποθέσεις για δυνατότητα φοιτήσεως στις Εκκλησιαστικές Ακαδημίες φοιτητών από άλλες ομόδοξες ή ετερόδοξες Εκκλησίες. Η πρόβλεψη αυτή θα συνδυασθεί απαραιτήτως με την διοργάνωση προπαρασκευαστικών μαθημάτων διδασκαλίας ελληνικής γλώσσας
ε) Η θεσμοθέτηση Σεμιναρίου Εκκλησιαστικών Δικαστών, το πτυχίο του οποίου θα αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση τόσο για την χειροτονία κληρικού σε Επίσκοπο όσο και για την ανάληψη καθηκόντων ανακριτού, γραμματέα ή μέλους Επισκοπικού Δικαστηρίου
στ) Η κατοχύρωση των επαγγελματικών δικαιωμάτων των ήδη πτυχιούχων των Προγραμμάτων Σπουδών Διαχειρίσεως Εκκλησιαστικών Κειμηλίων αλλά και όσων πρόκειται να αποφοιτήσουν στο μέλλον, εφόσον αυτά τα Προγράμματα δεν καταργηθούν και η επαγγελματική αποκατάστασή τους.
Ελπίζω, ότι οι ασχολούμενοι με το θέμα, καθώς και όσοι έχουν καλώς εννοούμενο έννομο συμφέρον, να ενσκύψουν στο ζήτημα, έχοντας ως στόχο την επίλυση του. Και δεν εννοώ επίλυση μέσω της καταργήσεως αλλά μέσω της επανιδρύσεως. Διότι, ας μην ξεχνούμε, ότι όταν ένας θεσμός δεν αποδίδει, δεν φταίει ο θεσμός. Φταίνε οι άνθρωποι, που εμπνεύσθηκαν τον θεσμό και που κλήθηκαν να τον υπηρετήσουν.
Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος και Ιερός Σύνδεσμος Κληρικών Ελλάδος έχουν τον λόγο. Ο γράφων έχει την εμπειρία και τις προτάσεις.