Αναδιάταξη ισχύος στον Μητροπολιτικό Χάρτη;
…”απόνερα” πιθανά επικείμενης β΄ανακατανομής οργανικών θέσεων της Εκκλησίας της Ελλάδος…
…Θα έχει άραγε στοιχεία έντασης;…
π.Γεώργιος Ανεστόπουλος
Κληρικός – Πρεσβύτερος Ι.Μ.Διδυμοτείχου
πτυχ. Διοίκησης Επιχειρήσεων, ΤΕΙ Αθηνών
πτυχ. Ανώτατης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Αθηνών
Οι οργανικές θέσεις που αποδόθηκαν στην Εκκλησία ήταν όντως μια εξόχως σημαντική εξέλιξη ιστορικών διαστάσεων.
Άραγε όμως, έληξε οριστικά αυτό το θέμα;
Ή μήπως ένας σταθμός ήταν και ήδη ξεκίνησε η “επόμενη εξελικτική φάση” χαρακτηρίζοντας την πρώτη απλά ως “Α΄κατανομή”…υπονοώντας πως ήδη κυοφορείται μια “Β΄κατανομή”;
Τουτέστιν, κάποια στιγμή στο κοντινό μέλλον μήπως να αναμένουμε μια “εσωεκκλησιαστική αντιπαράθεση” με θέμα την “ανακατανομή των οργανικών θέσεων μεταξύ των Μητροπόλεων”;
Και ίσως ίσως δεν χρειάζεται κανένα προορατικό χάρισμα για να γίνει αντιληπτό αυτό.
Ο ίδιος ο σχετικός νόμος (Ν.4957/2022, Άρθρο 9, παρατίθεται πιο κάτω) άλλωστε εμπεριέχει μια “αόριστη πρόβλεψη” δια της οποίας κάποια στιγμή αναπόφευκτα θα προβάλλει – και δη “δυναμικά” – μια τέτοια κατάσταση.
Μια πρόβλεψη, διπλωματικά μεν διατυπωμένη, που όμως ταυτόχρονα θα έλεγε κανείς ότι αποπνέει ακόμη και σιγουριά πως έτσι θα εξελιχθούν τα πράγματα όταν ωριμάσουν οι συνθήκες. Οπότε, αυτή η “αθώα τη πρώτη εμφανίσει” διάταξη, υπ’ αυτό το πρίσμα, προσλαμβάνει τα χαρακτηριστικά της “Πύλης” για την “Νέα Κατάσταση”.
Σαν να διακηρύσσει εμμέσως πλην σαφώς: “Εδώ είμαι. Όταν είστε έτοιμοι, απλά διαβείτε με”.
Και τι σημαίνει αυτό το: “όταν είστε έτοιμοι”;
Σημαίνει: “όταν συνειδητοποιήσετε αυτή την ρευστή κατάσταση και την δυνητική της εξέλιξη”.
Και γιατί θα εξελιχθούν δυναμικά τα γεγονότα και όχι ήπια;
Διότι, πολύ απλά, κάποιοι θα κερδίσουν επιπλέον οργανικές θέσεις μέσα από αυτή την ανακατάταξη και κάποιοι θα χάσουν.
Αυτό σημαίνει μάχες, ένταση, διαπραγματεύσεις, κέρδη και απώλειες.
Πιθανόν δε μέσα απ’ αυτή την διελκυστίνδα να δούμε μέχρι και ανασχεδιασμό Μητροπολιτικών περιφερειών προκειμένου να εξυπηρετηθεί αρτιότερα εκείνη η “Ανακατανομή ισχύος”…
Καθώς, περί αυτού ακριβώς θα πρόκειται.
Μια τέτοια κατάσταση βεβαίως μόνον εκρηκτικά χαρακτηριστικά μπορεί να προσλάβει.
Τότε λοιπόν, όπως σε κάθε τύπου αντιπαράθεση, αναπόφευκτα θα εκτυλιχθούν Στρατηγικές και Τακτικές που θα επηρεάσουν καταλυτικά την όποια εξέλιξη:
Εάν θα έπρεπε να δώσουμε έναν τίτλο εκείνων των Ημερών θα μπορούσε να είναι :
Η μάχη των “κριτηρίων (ανα)κατανομής των οργανικών θέσεων”.
Σε πρώτη φάση η κατανομή, (το 2022) ως γνωστόν έγινε επί τη βάσει:
“όσους Ιερείς έχει η κάθε Μητρόπολη τη δεδομένη χρονική στιγμή που ψηφίστηκε ο νόμος, τόσες οργανικές θέσεις λαμβάνει”.
Αυτό βεβαίως δεν ήταν παρά μια “εν τάχει de facto Συνθήκη μεταξύ μετεχόντων παραγόντων” που ισορρόπησε τις αντίρροπες δυνάμεις της δεδομένης στιγμής με τον μόνο ίσως εφικτό και ρεαλιστικό τρόπο εκείνης της χρονικής φάσης.
Για πόσο όμως θα μπορούσε να θεωρείται “στέρεα” εκείνη η “συνθήκη”;
Για πόσο καιρό είναι ικανή να ισχύσει αλώβητη από τις όποιες “κεντρόφυγες τάσεις” προτού δώσει την θέση της σε μια Νέα Συνθήκη;
Καθώς, μάλλον προσδιορίζεται ξεκάθαρα πως ήταν/είναι μια “μεταβατική λύση” με έντονο χρώμα “προσωρινότητας”.
Και μετά;
Τι θα υπερισχύσει άραγε ως προς τα αναζητούμενα κριτήρια ανακατανομής των οργανικών θέσεων;
Η όποια εντοπιότητα;
Η προτεραιότητα της παραμεθορίου;
Ο αστικός χαρακτήρας; (πχ Ο δημογραφικός παράγοντας και δη ο πληθωρικός πληθυσμός που ποιμαίνει η κάθε αστική Μητρόπολη στοιχείο που ανθεί υπερβολικά στην πόλη έναντι της ολιγανθρωπίας της υπαίθρου)
Ο επαρχιακός χαρακτήρας; (πχ Ο μεγάλος αριθμός χωριών/ενοριών της επαρχίας, μεγάλες αποστάσεις, κακό οδικό αγροτικό δίκτυο, υπεράριθμα και δύσβατα, πολλάκις ορεινά εξωκλήσσια)
Η νευραλγική της γεωστρατηγική θέση (πιθανόν σε σχέση με τυχόν μειονότητες σε συνδυασμό με τις ανάλογες δυνητικά εχθρικές “αναμοχλεύσεις” από ξένο παράγοντα);
Ιστορικοί λόγοι;
Στρατηγική; τουτέστιν, εσκεμμένη ενίσχυση μιας μικρής Μητρόπολης (με υπαρκτά πλην μη εύκολα ανιχνεύσιμα υποστηρικτικά στοιχεία), έστω και αν δεν συνάδουν άλλα ορατά κριτήρια;
Η ιστορική παραγωγή Αγίων;
Η επικοινωνιακή της ισχύ;
Η πνευματική/θεολογική της ισχύ; (πχ σε συνδυασμό με πλούσια μοναστική ή ακαδημαϊκή/θεολογική παρουσία)
Λόγοι γενικότερης πολιτικής (εκπορεύσιμης από ενός ισχυρού κέντρου ισχύος ή και από πέραν του ενός κέντρων παραγωγής πολιτικής);
Τοπικά συμφέροντα με ισχυρές πολιτικοοικονομικές διασυνδέσεις;
Εθνικοί λόγοι;
Απροσδιόριστοι λόγοι πλην με ισχυρή υποστήριξη; (πχ εκπορεύσιμοι από ισχυρές δομές του Βαθέος Κράτους);
Παράγοντες ισχύος εκτός Ελλάδος και Ελλαδικής Εκκλησίας (πχ Η ισορροπία οργανικών θέσεων ανάμεσα στις Παλαιές και Νέες Χώρες, ανεξαρτήτως άλλων ποιοτικών ή ποσοτικών κριτηρίων);
Οι παντός είδους “συμμαχίες”;
Κάτι άλλο;
Όλα αυτά μαζί και ακόμη περισσότερα;
Όποια κι αν είναι τα κριτήρια που θα αναδυθούν από τις επιχειρηματολογικές εργαλειοθήκες των νομικών (και όχι μόνον) συμβούλων των Μητροπόλεων την ημέρα της Κρίσεως, γεγονός είναι πως επ’ ουδενί δεν θα σταθεί δυνατόν να είναι άπαντες ευχαριστημένοι.
Επιεικώς και αρκούντως σχηματικά, θα σπάσουν αυγά…
Θα υπάρξουν δυσαρέσκειες…και πολύ έντονες μάλιστα…
Οι ωδίνες αυτού του τοκετού, όπως οι ωδίνες κάθε τοκετού θα είναι ιδιαίτερα αισθητές…
Καθώς συνάδουν όπως φαίνεται με την γενικότερη σχεδιαζόμενη αναδιαμόρφωση του Εκκλησιαστικού τοπίου (κάπου εκεί στις παρυφές διακρίνεται να εμπλέκεται κι εκείνη η συζήτηση περί ένωσης κάποιων Μητροπόλεων (πχ κατάργηση πολύ μικρών Μητροπόλεων) ή/και διάσπασης κάποιων άλλων ιδιαίτερα μεγάλων – ο Μητροπολίτης της νεοιδρυθείσας Μητροπόλεως εξισορροπείται μισθολογικά από την κατάργηση κάποιου άλλου, οπότε η Πολιτεία ως προς αυτό είναι ικανοποιημένη και τελεί εν συμφωνία).
Οι επικείμενες αυτές ωδίνες είναι φυσικά ο ύψιστος ανασχετικός παράγοντας εκκόλαψης αυτής της αναδιάταξης των Κληρικών ανά την επικράτεια…καθώς αυτό θα ήταν η θρυαλλίδα που θα πυροδοτούσε και όλες τις υπόλοιπες υπό σκέψη οργανωτικές καινοτομίες…
Εδώ βεβαίως θα πρέπει να προστεθεί άλλος ένας ανασχετικός παράγοντας:
Ποιός υποψήφιος αρχιεπίσκοπος θα ήθελε να εμπλακεί ως “πρωτοκαθεδρεύων” σε μια τέτοια πύρινη κατάσταση που θα παράγει στρατόπεδα, αντιπαλότητες, συγκρούσεις και δυσαρέσκειες, οι οποίες στο τέλος θα μετατραπούν σε “δυστοκία επί του εκλογικού πεδίου”;
“Προτιμότερο” λοιπόν θα ήταν το όλο εγχείρημα να ξεκινήσει από κάπου αλλού, άλλως ρηθέν “κάποιον άλλον”.
Από την άλλη βεβαίως δεν είναι δυνατόν, ούτε και φυσιολογικό να αναβάλλεται επ’ άπειρον αυτή η ένταση.
Η διαρκής ένταση συγκεντρώνει πίεση, ατμό, ανεξέλεγκτη εκρηκτικότητα…κι αυτό κάποια στιγμή, αν αφεθεί ελεύθερο να κινηθεί από μόνο του, θα έχει δυσάρεστη εξέλιξη…
Καθώς αν δεν εξελιχθεί “υπολογισμένα και ελεγχόμενα” θα εκραγεί ανεξέλεγκτα σε ανύποπτο χρόνο.
Μια ψυχρή υπολογιστική ανάλυση της κατάστασης καταδεικνύει μία και μόνον επιλογή:
αυτό το εν δυνάμει “πύρινο μέτωπο” μπορεί να το διαχειριστεί υπολογισμένα και ελεγχόμενα μόνον κάποιος που ήδη “άρχει”.
Τι είναι πιο πιθανόν λοιπόν;
Να εξελιχθεί οργανωμένα αυτή η αντιπαράθεση;
Ή να αφεθεί στην τύχη της, θεωρούμενη “ωσεί ανύπαρκτη κατάσταση” (κάνε σαν να μην υπάρχει το πρόβλημα) και να προκύψει αίφνης από το πουθενά, γέννημα “αστάθμητων παραγόντων”;
Ή μήπως είναι πιθανό να παραχθεί ένα αμάλγαμα του αιφνίδιου με το οργανωμένο;
Ίσως πχ κάποια Μητρόπολη που “επείγεται ΑΜΕΣΑ για περισσότερους Ιερείς” λόγω υψηλού αριθμητικά πληθυσμού που ποιμαίνει (σε σχέση με άλλες Μητροπόλεις) κρίνει σε ανύποπτο χρόνο πως είναι η κατάλληλη στιγμή για να ζητήσει από την Ιεραρχία έναν ιερέα από άλλη μητρόπολη ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΗΝ ΟΡΓΑΝΙΚΗ ΤΟΥ ΘΕΣΗ, στα πλαίσια μιας “αναγκαίας ανακατανομής οργανικών θέσεων βάσει τελευταίας απογραφής πληθυσμού ποιμαινομένων δήμων εκ της εκάστου μητροπόλεως”.
Η σύνοδος έχει το “βασικό δικαίωμα και εξουσία” να το πράξει αυτό βάσει του νέου νόμου (με αιτιολογία που θα επιλέξει αυτή)…
Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα:
Ν.4957/2022
Άρθρο 9.
“…Η μετατροπή και η μεταφορά κενών οργανικών θέσεων Εφημερίων, Διακόνων, Ιεροκηρύκων και εκκλησιαστικών υπάλληλων μεταξύ Ιερών Μητροπόλεων της Εκκλησίας της Ελλάδος πραγματοποιείται με νόμο, κατόπιν σύμφωνης γνώμης των οικείων Μητροπολιτών
και απόφασης της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος. Για την κατανομή τους, εκδίδεται προεδρικό διάταγμα κατ’ εξουσιοδότηση της παρ. 3, χωρίς να απαιτείται η σχετική γνώμη της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος…”
Κάποιες δε άλλες Μητροπόλεις, αναπόφευκτα θα διαισθανθούν “παρόμοιο όφελος” από ένα τέτοιο “προηγούμενο” Συνοδικής απόφασης και θα συνταχθούν στο πλευρό της “αιτούσας Μητροπόλεως”, πιθανόν δε και θέτοντας – ευκαιρίας δοθείσης (σωστό timing αλλιώς) – και γενικότερο θέμα “ανακατανομής οργανικών θέσεων”.
Και για του λόγου το αληθές, ας δούμε κάποια στοιχεία [η απογραφή πληθυσμού 2021 αντλήθηκε από την ΕΛΣΤΑΤ και η κατανομή των οργανικών θέσεων από το Π.Δ. 14 (ΦΕΚ 30/15-02-2023) ].
– Μητρόπολη Θεσ/νίκης, (ο 2ος Δήμος της χώρας συν λοιπές περιοχές Μητροπόλεως), 417,000 κάτοικοι, 134 εφημέριους, 2 Ιεροκήρυκες και 7 Διακόνους
– Μητρόπολη Πειραιώς (ο 5ος Δήμος της χώρας), 168,000 κάτοικοι (συν λοιπές περιοχές Μητροπόλεως σύνολο πληθυσμού 258,000), 117 εφημέριους, 2 Ιεροκήρυκες και 5 Διακόνους
– Μητρόπολη Περιστερίου (ο 7ος Δήμος της χώρας), 140,000 κάτοικοι, 69 εφημέριους, 2 Ιεροκήρυκες και 5 Διακόνους
– Μητρόπολη Γλυφάδας-Ελληνικού-Βούλας-
– Μητρόπολη Ν.Ιωνίας-Φιλαδελφείας-
– Καισαριανής-Βύρωνα-Υμηττού 100,000 κάτοικοι, 45 εφημέριους, 2 Ιεροκήρυκες και 2 Διακόνους
– Διδυμοτείχου-Ορεστιάδος-
– Αλεξανδρουπόλεως 72,000 κάτοικοι, 83 εφημέριους, 2 Ιεροκήρυκες και 5 Διακόνους
– Φωκίδα, 36,000 κάτοικοι, 73 εφημέριους, 3 Ιεροκήρυκες και 2 Διακόνους
Ακόμη κι έτσι, χωρίς “επεξεργασία των αριθμών”, φαίνεται ξεκάθαρα η “ανακολουθία”, η “αναντιστοιχία” μεταξύ των παραπάνω στοιχείων…
πχ η Θεσσαλονίκη, ο Πειραιάς και το Περιστέρι είναι γνωστό τοις πάσι πως ποιμαίνουν πληθυσμούς της τάξεως τουλάχιστον του ενός εκατομμυρίου και όχι αυτούς που επίσημα δείχνει η ΕΛΣΤΑΤ.
Κι όμως, ο Πειραιάς του ενός εκατομμυρίου κατοίκων έχει σχεδόν όσους Κληρικούς έχει το Διδυμότειχο με τους 40,000 κατοίκους.
Ή, το Περιστέρι του ενός εκατομμυρίου κατοίκων έχει τους μισούς Κληρικούς απ’ ότι έχει το Διδυμότειχο των 40,000 κατοίκων.
Εξίσου αν όχι ακόμη δυσμενέστερη είναι η σύγκριση ως προς την Γλυφάδα και την Καισαριανή σε σχέση με το Διδυμότειχο.
Αξίζει όμως να δούμε λίγο πιο ερευνητικά τα παραπάνω νούμερα.
Μια επαρχιακή περιοχή είναι γνωστό πως στην απογραφή της εμπεριέχει και πλήθος ατόμων που απλά δηλώνουν την επαρχιακή αυτή περιοχή ως τόπο απογραφής, χωρίς όμως να διαμένουν μόνιμα εκεί.
Το ακριβώς δε αντίθετο συμβαίνει με το “Άστυ” και ιδίως τις μεγάλες πόλεις όπως αυτές των Αθηνών, Θεσσαλονίκης και των υπόλοιπων μεγάλων δήμων της Αττικής αλλά και όλης της χώρας.
Δηλαδή, υπ’ αυτό το πρίσμα το αποτέλεσμα θα μπορούσε να είναι:
Πραγματικός πληθυσμός μιας επαρχιακής περιοχής αντί για 40,000 που λέει η απογραφή να είναι στην πραγματικότητα 20,000.
Και πραγματικός πληθυσμός μιας αστικής περιοχής αντί για 100,000 να είναι 1,000,000!
Τα αληθή δε στοιχεία θα μπορούσαν ίσως να διαφανούν μόνον μέσω του taxisnet.
Σε μεγάλο βαθμό, ίσως πρωτίστως εκεί, στην εφορία, φαίνεται ξεκάθαρα η πραγματική κατοικία του πολίτη, συνεπώς και η πραγματική του ενορία.
Παρ’ όλα αυτά, η κατάσταση πληθυσμιακά περιπλέκεται ακόμη πιο πολύ ανάλογα με την χρονική στιγμή που παρατηρείται μια περιοχή.
πχ τους θερινούς μήνες και δη τις μεγάλες εορτές η επαρχία – ιδίως οι τουριστικές περιοχές – έχουν περισσότερο πληθυσμό απ’ότι τον χειμώνα.
Ιδίως δε οι περιοχές κοντά σε μεγάλες πόλεις (πχ Νότια Φθιώτιδα, Νότια Χαλκίδα, Βοιωτία, Κόρινθος που εν πολλοίς θεωρούνται ως “μακρινά προάστια της Αθήνας) ακόμη και τα Σαββατοκύριακα λόγω των δεκάδων χιλιάδων ετεροδημοτών με εξοχικά (περί της μιας ώρας απόσταση από Αθήνα) βλέπουν τον πληθυσμό τους από μέρα σε μέρα να ανεβοκατεβαίνει δραματικά.
πχ όταν ένα χωριό των εκατό κατοίκων βλέπει το Σαββατοκύριακο ή στις γιορτές ή το καλοκαίρι τον πληθυσμό του να εκτοξεύεται στις 20,000, τότε υπάρχει δριμύ πρόβλημα στην ποιμαντική διαχείριση αυτού το γεγονότος.
Τουτέστιν, το ζήτημα γίνεται ακόμη πιο περίπλοκο, πιο δυσεπίλυτο…
Η λύση στη συγκεκριμένη περίπτωση βεβαίως δεν θα μπορούσε επ’ ουδενί να είναι μια ξεκάθαρη ανακατανομή οργανικών θέσεων. Πιο πολύ μια “μεικτή λύση” θα ταίριαζε.
πχ ναι μεν απόδοση περισσότερων οργανικών θέσεων σε μια από τις δύο περιοχές (αστική εν προκειμένω), αλλά με την υποχρέωση άμεσης και με συνοπτικές διαδικασίες παροχής ανθρώπινου δυναμικού (κληρικών) στην δεύτερη περιοχή κατά τις “δύσκολες φάσεις” (πχ Σαββατοκύριακα ή θερινούς μήνες) δια των αποσπάσεων.
Αλλά αυτή είναι η εξαίρεση.
Ο κανόνας είναι πως υπάρχουν Μητροπόλεις αυτή τη στιγμή (όπως οι παραπάνω που αναφέρονται ενδεικτικά) που ορθολογικά βλέποντας τους αριθμούς, θα δικαιούνταν να διεκδικήσουν περισσότερες οργανικές θέσεις, αφαιρώντας τις βεβαίως από άλλες Μητροπόλεις που το πληθυσμιακό τους δυναμικό δεν μπορεί να δικαιολογήσει το υπερβολικά μεγάλο πλήθος οργανικών θέσεων που έλαβαν στην “Α΄κατανομή” αυτής της επιχείρησης.
Εδώ βεβαίως, στα πλαίσια της επιχειρηματολογίας που θα αναπτυχθεί σε κείνη την αντιπαράθεση, θα επανέλθει το πάγιο επιχείρημα πως στην επαρχία είναι υπερβολικά πολλές οι “υπο-ενορίες”, τουτέστιν, ενορίες των 5-10 μόνιμων κατοίκων (που όμως απασχολούν μόνιμο εφημέριο, έστω μαζί με άλλες μία ή και δύο ακόμη “υπο-ενορίες”) οι οποίοι πιστοί θα μπορούσαν να εκκλησιαστούν σε μια διπλανή ενορία-κεφαλοχώρι (ο Καποδίστριας της Εκκλησίας όπως έχει χαρακτηριστεί επανειλημμένα).
Σύμπτυξη ενοριών δηλαδή για εξοικονόμηση κληρικών.
Η “καύσιμη ύλη μιας επικείμενης έντασης” λοιπόν υπάρχει.
Από ποιόν “αστάθμητο παράγοντα” όμως θα μπορούσε άραγε να ξεκινήσει μια τέτοια “δυναμική κατάσταση”;
Καθώς, όσο καλά οργανωμένες κι αν είναι οι όποιες κοινωνικές συσσωματώσεις, πάντα μα ΠΑΝΤΑ, όλες οι παντός τύπου ανακατατάξεις ξεκινούν από κάποιους “αστάθμητους παράγοντες”.
Θα μπορούσε πχ να προέλθει από έναν Ιεράρχη που πραγματικά έχει τη μέγιστη ανάγκη μιας τέτοιας “ανακατάταξης”…
Ή από έναν άλλον που για τον οποιονδήποτε λόγο έκρινε πως είναι υποχρεωμένος να κάνει “προβολή ισχύος”.
Αυτό όμως είναι το ένα σκέλος της διαδικασίας αυτής…
Το άλλο σκέλος έχει να κάνει με την “αφορμή”, δια της οποίας σε ανύποπτο χρόνο μπορεί να ξεσπάσει αυτή η ένταση…
Μήπως η αφορμή θα μπορούσε να είναι μια απλή τυχαία αίτηση κάποιου Ιερέα για αποδοχή του από κάποια άλλη Μητρόπολη;
Ένας Ιερέας προερχόμενος από μια Μητρόπολη με “πλεόνασμα” οργανικών θέσεων, κατευθυνόμενος δε προς μια Μητρόπολη με “έλλειμμα” οργανικών θέσεων.
Κάπως έτσι ας πούμε:
Κατατίθεται αίτηση του Κληρικού προς την Μητρόπολη Υποδοχής να τον αποδεχτούν στην οργανική τους δύναμη (όπως είναι η πάγια τυπική διαδικασία).
Η Μητρόπολη υποδοχής μετά από αυτό, αντί να ακολουθήσει την πάγια οδό του αιτήματος προς την Μητρόπολη προέλευσης του Κληρικού για μεταφορά του στην Μητρόπολη αποδοχής, ακολουθεί μια άλλη οδό.
Απευθύνει αίτημα προς την Ιεραρχία για απόδοση σε αυτήν μαζί με τον Ιερέα (για λόγους ηθικής, ποιοτικής όσο και ποσοτικής τάξεως λόγω σημαντικής πληθυσμιακής διαφοράς) ΚΑΙ της οργανικής του θέσεως. Χαρακτηρίζει δε το αίτημα ως “άξιον, ηθικόν, έντιμον και δίκαιον”και πριν το καταθέσει στην Ιεραρχία προς ψήφιση το έχει κοινοποιήσει (βεβαίως) και σε κάθε άλλη “ενδιαφερόμενη Μητρόπολη” οι οποίες θα κληθούν να υποστηρίξουν/υπερψηφίσουν την πρόταση/αίτημα και προφανώς να το “διευρύνουν ερμηνεύοντάς το ακόμη πιο διασταλτικά” – επ’ωφελεία τους πάντα.
Προκύπτουν βεβαίως γκρίζα σημεία, όπως σε κάθε δημιουργική κατάσταση:
Που και πως θα βρεθούν οι κατάλληλοι υποψήφιοι κληρικοί που θα πληρούν τις προϋποθέσεις για τέτοιες “κομβικής σημασίας μετακινήσεις”;
Θα δούμε άραγε τακτικές στρατολογικής εισπήδησης από την μια Μητρόπολη στην άλλη;
Είναι πιθανόν έως και αναπόφευκτο κάτι τέτοιο στην πορεία των πραγμάτων.
Σε μεγάλο βαθμό όμως, θα κριθεί εξαρχής και αμέσως από την ίδια την δημοσιότητα που θα λάβει αυτό το θέμα. Με το που θα αναδειχθεί στην εκκλησιαστική δημοσιότητα, θα προκύψουν αυτομάτως και εκατοντάδες υποψήφιοι για μετακίνηση κληρικοί οι οποίοι και αυτόβουλα θα έλθουν σε επαφή με τις Μητροπόλεις που τους ενδιαφέρουν να μετακινηθούν.
Το προφίλ κάποιων από αυτούς θα ταιριάξει αναπόφευκτα με τους σχεδιασμούς κάποιων Μητροπολιτών και το όλο έργο, όπως περιγράφηκε πιο πάνω θα ξεκινήσει.
Ένα ακόμη γκρίζο σημείο αφορά στο σημείο που αναφέρει το παραπάνω άρθρο “…κατόπιν σύμφωνης γνώμης των οικείων Μητροπολιτών…”.
Και γιατί να συμφωνήσει ένας Μητροπολίτης να περικοπεί η δύναμη της Μητροπόλεώς του ως προς τον αριθμό κληρικών;
Το παρόν ζήτημα είναι ανάλογης δυναμικής όσο και το άλλο της διάσπασης μιας μεγάλης Μητροπόλεως (πχ Αιτωλοακαρνανίας) σε δύο μικρότερες Μητροπόλεις.
Διεκπεραιώνεται ΜΟΝΟΝ όταν η Μητρόπολη χηρεύει.
Ή, θα πρόσθετε κάποιος, εάν πρόκειται να προσφερθεί στον συμφωνούντα Μητροπολίτη μια ανώτερης ισχύος Μητρόπολη η οποία, επιπροσθέτως, θα ενισχυθεί και με Ιερείς που θα προέλθουν από την “μειούμενη πρώην Μητρόπολή του”.
Αυτό θα μπορούσε και να χαρακτηριστεί εν πολλοίς και ως “επί παντί μέσω και τρόπω εσκεμμένη χηρεία”….κάτι που στην χορεία των πολεμικών αντιπαραθέσεων εκείνης της περιόδου θα μπορούσε να αποκρυπτογραφηθεί ποικιλοτρόπως για τις πιθανές μεθοδείες, αλλά καλό θα είναι να μην επεκταθούμε περισσότερο για το τι λέει η Εκκλησιαστική Ιστορία ως προς το με πόσους τρόπους επιτεύχθηκε στα τελευταία 2000 χρόνια η “εσκεμμένη χηρεία”…
Και αν πρόκειται για Μητρόπολη των Νέων Χωρών, όπου εμπλέκεται και το Οικουμενικό Πατριαρχείο;
Σαφώς και αυξάνει ο δείκτης περιπλοκότητας, πλην όμως πρώτον οι καιροί αλλάζουν και δεύτερον, πάντα υπάρχουν τρόποι να βρεθούν διέξοδοι.
πχ μια τόσο σημαίνουσα Μητρόπολη ως προς την εθνική διάσταση, όπως αυτή του Διδυμοτείχου δεν επιτρέπεται να απαξιώνεται σε ισχύ. Δεν επιτρέπεται να παραμείνει καθώς θα έχει απομείνει…
Συνεπώς, η μειωμένη σε κληρικούς Μητρόπολη θα μπορούσε να ενωθεί με την Μητρόπολη Αλεξανδρουπόλεως και να σχηματίσουν έτσι μια πολύ πιο ισχυρή Μητρόπολη Αλεξανδρουπόλεως – Διδυμοτείχου, η οποία για 110,000 ενορίτες θα βρεθεί με περίπου 160 κληρικούς.
Και εφόσον δεν θα υπάρχει πλέον Θρόνος Διδυμοτείχου, κάλλιστα θα μπορούσε να παρασχεθεί στην νέα Μητρόπολη ένας Βοηθός Επίσκοπος με τον τίτλο Διδυμοτείχου ώστε να συμβάλλει καίρια στην βοήθεια του επιχωρίου Δεσπότου ως προς την διαποίμανση αυτής της ιδιαίτερης εθνικής σημασίας περιοχής.
Το αποτέλεσμα θα ήταν ότι : περί τους 50 Ιερείς της πάλαι ποτέ Διδυμοτείχου θα ενίσχυαν άλλες μεγάλες Μητροπόλεις που έχουν μεγίστη ανάγκη κληρικών αλλά ταυτόχρονα, η εναπομείνασα Μητρόπολη, ενούμενη με την όμορή της Αλεξανδρουπόλεως θα έχει μετατραπεί σε μια από τις πιο ισχυρές και καίριες Μητροπόλεις της Ελλάδος.
Πόσο πιθανή ή απίθανη, κοντινή ή μακρινή θα ήταν άραγε μια παρόμοια εξέλιξη συν τω χρόνω;
π.Γεώργιος Ανεστόπουλος
Κληρικός – Πρεσβύτερος Ι.Μ.Διδυμοτείχου
πτυχ. Διοίκησης Επιχειρήσεων, ΤΕΙ Αθηνών
πτυχ. Ανώτατης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Αθηνών