Τοῦ Μητροπολίτου Ἐλευθερουπόλεως ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
ἐρωτῶ οὖν σε, πάτερ, ἵνα πέμψης αὐτὸν εἰς τὸν οἶκον τοῦ πατρός μου. Ἔχω γὰρ πέντε ἀδελφούς, ὅπως διαμαρτύρηται αὐτοῖς, ἵνα μὴ καὶ αὐτοὶ ἔλθωσιν εἰς τὸν τόπον τοῦτον τῆς βασάνου» (Λουκᾶ 16,27-28)
Πόσον ἔχει δίκιο, ἀγαπητοὶ Ἀδελφοί, τὸ Ἆσμα ἀσμάτων, τὸ πιὸ ποιητικὸ βιβλίο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὅταν στὸ τέλος του περίπου παρατηρεῖ τὰ ἑξῆς ἄξια προσοχῆς: «κραταιὰ ὡς θάνατος ἀγάπη» (Ἆσμα ἀσμάτων 8,6). Δηλαδὴ μπορεῖ ὁ θάνατος νὰ ἔχη τόσο μεγάλη δύναμη καί ὑπεροχή, ὥστε κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους νὰ μὴν μπορεῖ νὰ τοῦ ἀντισταθῆ, ἀλλὰ καὶ ἡ ἀγάπη δὲν ἔχει μικρότερη δύναμη. Κραταιὸς καὶ δυνατὸς ὁ θάνατος, ἀλλὰ τὸ ἴδιο κραταιὰ, δυνατὴ καὶ ἡ ἀγάπη!
Σ’ αὐτὸ τὸ ὡραῖο χωρίο ἀπὸ τὸ ὡραιότερο βιβλίο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ὁδηγεῖται αὐθόρμητα ἡ σκέψη μας, καθὼς σήμερα διαβάζομε τὴν εὐαγγελικὴ περικοπή μὲ τὴν παραβολή περὶ τοῦ πλουσίου καὶ τοῦ πτωχοῦ Λαζάρου. Καθὼς μάλιστα στὴν προκειμένη περίπτωση ἀκοῦμε τὴν κραυγὴ ἀγωνίας καὶ ἀπογνώσεως τοῦ ἄλλοτε πλουσίου τῆς παραβολῆς πρὸς τὸν Ἀβραάμ, νὰ στείλη ὁ ἅγιος Πατριάρχης τοῦ Ἰσραὴλ κάτω στὴ γῆ καὶ συγκεκριμένα στὸ πατρικό του σπίτι, τὸν ἄλλοτε πτωχὸ καὶ ἔρημο καὶ δυστυχῆ Λάζαρο γιὰ νὰ προτρέψη τὰ ἀδέλφια του, ὥστε μεταβάλλοντας ἀντιλήψεις καὶ ἀλλάζοντας τρόπο ζωῆς νὰ μὴν ὁδηγηθοῦν καὶ ἐκεῖνοι ἐδῶ στὸν Ἅδη. Στὰ ἀφόρητα βασανιστήρια του.
Κραταιός, λοιπόν, ὁ θάνατος, ἀφοῦ οὔτε τὰ πλούτη, οὔτε ἡ κοσμικὴ δύναμη, οὔτε ἡ ἄνετη καὶ εὐτυχισμένη ζωή, δὲν μπόρεσαν νὰ τὸν κάμψουν. Καὶ ὁ πλούσιος κόπηκε ἀπὸ τὸ δίστομο μαχαίρι του μὲ τόση εὐκολία, μὲ ὅση καὶ ὁ ἄλλος ὁ ἀδύναμος, ὁ πάμπτωχος καὶ παντέρημος ἐκεῖνος πτωχὸς, ὁ Λάζαρος.
Ἀλλὰ ἐπίσης κραταιὰ καὶ ἡ ἀγάπη. Ὁ πλούσιος τοῦ Εὐαγγελίου μας ἦτο ἄσπλαγχνος, φιλήδονος, φίλαυτος εἰς τὸ ἔπακρον. Μόνο τὸν ἑαυτὸ του ἐπρόσεχε, καὶ μοναδική του καθημερινὴ μέριμνα ἦτο, πῶς θὰ ζήση τὴν ἡμέρα του πιὸ ἄνετα, τί καλύτερα φαγητὰ θὰ γευθῆ μὲ τοὺς φίλους του, μὲ ποιὰ ροῦχα πολυτελείας θὰ ντυθῆ. Σκοπὸς τῆς ζωῆς του ἡ ἄνεση, ἡ καλοπέραση, ὁ ἑαυτός του. Φαίνεται ὅμως, πὼς αὐτὸς ὁ φιλήδονος καὶ φίλαυτος ἄνθρωπος, ὁ σκληρὸς καὶ ἄκαρδος, ὅτι φιλοξενοῦσε στὴν καρδιὰ του κάποιους ἀνθρώπους, μὲ τοὺς ὁποίους συνδεόταν μὲ δεσμοὺς φιλικούς. Καὶ αὐτοὶ δὲν ἦσαν ἄλλοι ἀπὸ τὰ ἀδέλφια του. Εἶχε ὁ δυστυχὴς τώρα, μετὰ τὸν θάνατό του, «πέντε ἀδελφούς» ἀκόμη ἐν ζωῇ.
Πέθανε, ἐτάφη τὸ λείψανο του μεγαλοπρεπῶς, λόγω χρημάτων καὶ κοινωνικῆς ἐπιφανείας, ὑπέμεινε τὴν πρώτη θεία Κρίση, σύμφωνα μὲ τὸ Ἁγιογραφικὸν «ἀπόκειται τοῖς ἀνθρώποις ἅπαξ ἀποθανεῖν μετὰ δὲ τοῦτο κρίσις» (Ἑβρ. 9,27), βρέθηκε μέσα στὴ φωτιὰ τῆς κολάσεως, μέσα στὴ φωτιὰ ἀφόρητων δεινῶν, τοῦ ἔλειπε τώρα μία σταγόνα νερὸ νὰ βρέξη τὰ ξηρὰ χείλη του, εἶδε ἀπὸ μακρυὰ τὴν εὐτυχία καὶ τὴν μακαριότητα τοῦ πρώην ζητιάνου στὰ πρόθυρα τοῦ μεγάρου του, πόνεσε ἀκόμη περισσότερο, ἀλλὰ δὲν ξέχασε τὰ πέντε ἀδέλφια του.
Ἡ ἀγάπη, ποὺ εἶχε μέσα του γιὰ τὰ ἀδέλφια του, αὐτὸ τὸ φυσικὸ αἴσθημα, ποὺ δὲν λείπει ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὰ ἄλογα ὄντα, αὐτὴ παρέμεινε ἀτόφια, ἀκέραιη. Καὶ ἂς εἶχε φύγει πρὸ πολλοῦ ἀπὸ τὴ γῆ, ἀπὸ τὸ σῶμα, ἀπὸ τὸ σπίτι καὶ τοὺς δικούς του. Τὸ σῶμα εἶχε ἀρχίσει νὰ φθείρεται, τὰ αἰσθήματα ὅμως ποὺ κατοικοῦσαν κάποτε στὸ σῶμα, παρέμειναν ἄφθορα.
Ἔτσι ἀκριβῶς -παρά τό φρικῶδες τῆς ἀναφορᾶς- δεμένα μὲ ἀκατάλυτους, ἀθάνατους δεσμοὺς ἀγάπης πρέπει νὰ εἶναι ὅλα τὰ μέλη τῆς οἰκογένειας. Μὲ δεσμοὺς ἀγάπης καὶ στοργῆς καὶ συμπόνοιας, ποὺ ἀκόμη καὶ αὐτὸς ὁ πανσθενὴς καὶ κραταιὸς θάνατος νὰ μὴν μπορεῖ νὰ τοὺς σπάση. Αὐτὸ ἀσφαλῶς θὰ ἐννοοῦσε καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὅταν, ἀφοῦ εἶχε ψάλλει τὸν ὡραιότερο ὕμνο γιὰ τὴν ἀγάπη, προσέθετε τελικά, «ἡ ἀγάπη οὐδέποτε ἐκπίπτει». Ὅλα τὰ ὑπόλοιπα, καὶ τὰ ἱερώτερα σ’ αὐτὴν τὴ ζωὴ, ἔχουν ἕνα λογικὸ τέλος. «εἴτε δὲ προφητεῖαι, καταργηθήσονται. Εἴτε γλῶσσαι, παύσονται. Εἴτε γνῶσις, καταργηθήσεται». Ἡ ἀγάπη ὅμως οὐδέποτε ἐκπίπτει… (Α΄ Κορινθ. 13,8).
Γι’ αὐτό, ἀγαπητοὶ Ἀδελφοί, πρέπει νὰ καλλιεργοῦμε ἐνόσω ζοῦμε τὴν ἀγάπη. Μέρα μὲ τὴν ἡμέρα ἡ οἰκογένεια εἶναι πρέπον νὰ χαλκεύη, νά ἀτσαλώνη τοὺς δεσμοὺς τοὺς θείους καὶ εὐλογημένους τῆς ἀγάπης. Νά διαλύουν ἀμέσως κάθε,μικρή ἤ μεγάλη καί σοβαρή παρεξήγηση. Νά αὐξάνουν συνεχῶς τόν πλοῦτο τῆς –ἄς τόν χαρακτηρίσωμε ἔτσι–οἰκογενειακῆς ἀγάπης. Πλοῦτο ἄφθαρτο, πλοῦτο αἰώνιο. Καὶ μέ αὐτόν τόν πλοῦτο τῆς αἰώνιας ἀγάπης καί φέροντας αὐτὰ τὰ εὐλογημένα δεσμὰ στήν καρδιά νὰ ἀποχαιρετήσουν οἱ οἰκογενεῖς αὐτὸν τὸν πρόσκαιρο κόσμο γιὰ τὴν ἄλλη, τὴν μακαρία, κοντὰ στοὺς Ἁγίους, ζωή. Ἀμὴν