τοῦ Ἀρχιμ. Νήφωνος Συριανοῦ, Πρωτοσυγκέλλου τῆς Ἱ.Μ. Γλυφάδας
Ο ἀπ. Παῦλος, στο ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα πού ἀκούσαμε σήμερα, ἡμέρα μνήμης τοῦ Ἁγίου Ἱεράρχου Νικολάου, μᾶς προτρέπει νά εἴμαστε εὐπειθεῖς στούς πνευματικούς μας ἡγέτες, οἱ ὁποῖοι ἀγρυπνοῦν προσευχόμενοι γιά τήν σωτηρία τῆς ψυχῆς μας, καί ἀγωνίζονται γιά τήν κατά Θεόν πρόοδο καί προκοπή μας.
Ποῖοι, ὅμως, εἶναι αὐτοί οἱ πνευματικοὶ ἡγέτες, οἱ ἡγούμενοι, γιά τούς ὁποίους μιλᾶ ὁ ἀπ. Παῦλος καί ποία εἶναι ἡ ἀποστολή τους μέσα στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας;
Τὴν ἀπάντηση τήν δίνει καί πάλι ὁ ἴδιος. Ἀπευθυνόμενος στούς Γαλάτες, τούς λέει: «τεκνία μου, οὓς πάλιν ὠδίνω, ἄχρις οὗ μορφωθῇ Χριστὸς ἐν ὑμῖν».
Πνευματικοὶ ἡγέτες ἤ ἡγούμενοι, οἱ ὁποῖοι ἀγρυπνοῦν γιά τήν σωτηρία τῶν παιδιῶν τους, εἶναι οἱ πνευματικοί πατέρες. Δηλαδή, οἱ χειραγωγοί μας εἰς Χριστόν. Τὰ ἱερὰ πρόσωπα, πού φέρουν τήν ἱερωσύνη τοῦ Χριστοῦ καί διακονοῦν μέσα ἀπό τήν διδαχή τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ καί τήν μυστηριακή χάρη τῆς Ἐκκλησίας, μέσῳ, δηλονότι, τῆς ποιμαντικῆς μέριμνας καί δραστηριότητος, τήν σωτηρία τῶν πνευματικῶν τους τέκνων.
Τά βασικά χαρακτηριστικά, τά ὁποῖα φανερώνουν τήν αυθεντικότητα τοῦ πνευματικοῦ πατέρα, εἶναι:
α. Ἡ ἀποστολικὴ διαδοχή
β. Ἡ Ὀρθόδοξη διδασκαλία
γ. Ἡ Εὐχαριστιακὴ κοινωνία
Α. Ἀποστολικὴ Διαδοχή
Εἶναι ἡ μετάδοση τῆς ἱερωσύνης ἀπὸ τὸν Χριστὸ στους Ἀποστόλους, καὶ ἀπὸ τους Ἀποστόλους στους Ἐπισκόπους, διὰ τοῦ μυστηρίου τῆς ἱερωσύνης. Εἶναι, τρόπον τινά, μιὰ ἁρραγὴς ἀλυσίδα, ἡ ὁποία ξεκινᾶ ἀπὸ τους Ἀποστόλους καὶ ἔχει κρίκους της — διαδοχικὰ — ὅλους τους Ἐπισκόπους τῆς Ἐκκλησίας μέχρι τις ἡμέρες μας (καὶ μέχρι συντελείας τῶν αἰώνων).
Β. Ὀρθόδοξη Διδασκαλία
Χρειάζεται, ὅμως, πέραν τῆς μεταδόσεως τῆς ἱερωσύνης, νὰ ὑπάρχει καὶ ἡ μετοχή στὸν «τρόπο τῶν Ἀποστόλων». Ψάλλουμε σ’ ἕνα τροπάριο: «καὶ τρόπων μέτοχος καὶ θρόνων διάδοχος». Δεν ἀρκεῖ, ἀπλῶς, ἡ κανονικὴ μετάδοση τοῦ μυστηρίου τῆς ἱερωσύνης. Χρειάζεται καὶ ἡ διαδοχή στὴν ἀποκαλυπτικὴ ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ.
Δέν εἶναι τυχαῖο, ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος, λίγο πρίν δεχθεῖ τὴ χειροτονία τῆς ἀρχιερατικῆς χάριτος, προβαίνει στὴν ὁμολογία πίστεως. Ὁμολογεῖ, ὅτι ἀποδέχεται τὴν ἀμώμητη πίστη, τὴν ὁποία διεκήρυξαν οἱ Ἀπόστολοι — καὶ μάλιστα «ὑπέγραψαν» μὲ τὸ αἷμα τοῦ μαρτυρίου τους τὴν ἀλήθεια τοῦ κηρύγματός τους — καὶ ἀποκρυστάλλωσαν οἱ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι, μέσα ἀπὸ τοὺς Ὅρους καὶ τὶς Ἀποφάσεις τους.
Γ. Εὐχαριστιακὴ Κοινωνία
Τὰ δύο προηγούμενα μᾶς οδηγοῦν στὴν Εὐχαριστιακὴ Κοινωνία, ἡ ὁποία «διασφαλίζει» τὴν ἑνότητα τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή τῆς Ἐκκλησίας.
Τὸ μνημόσυνο τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἐπισκόπου ὑπὸ τῶν Πρεσβυτέρων, δὲν ἀποτελεῖ πράξη ἀβροφροσύνης ἢ κίνηση βερμπαλισμοῦ. Εἶναι — τρόπον τινά — ἀπόδειξη τῆς κανονικότητος τῆς ἱερωσύνης, ἡ ὁποία ἐνεργεῖ ΜΟΝΟΝ ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας. Ἐκτός Ἐκκλησίας δὲν ὑπάρχει ἱερωσύνη. Γι’ αὐτὸ ὁ Μ. Βασίλειος γράφει: «οἱ δὲ τῆς Ἐκκλησίας ἀποστάντες οὐκ ἔτι ἔσχον τὴν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐφ’ ἑαυτούς», καὶ συμπληρώνει: «οἱ δὲ, ἀποῤῥαγέντες, λαϊκοὶ γενόμενοι».
Συνεπῶς, ὅσοι ἐκ τῶν κληρικῶν ἀποκόπτονται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, λόγῳ κακοδοξιῶν — αἱρέσεων — ἢ λόγω προσχωρήσεώς τους σὲ σχισματικὲς ὁμάδες, παύουν νὰ εἶναι «κρίκοι» τῆς ἀλυσίδας τῆς Ἀποστολικῆς Διαδοχῆς.
Ἡ ὑπακοή, λοιπόν, γιά τὴν ὁποία κάνει λόγο ὁ ἀπ. Παῦλος, στούς πνευματικοὺς μας πατέρες, δὲν εἶναι ἡ δουλικὴ ὑπακοή καὶ ὑποταγή στὰ «κελεύσματα» ψευδοποιμένων καὶ ψευδοδιδασκάλων. Εἶναι ὑπακοή στὴν Ὀρθόδοξη διδασκαλία, τῆς ὁποίας διάκονοι καὶ κήρυκες διαπρύσιοι εἶναι οἱ Ποιμένες καὶ Διδάσκαλοι. Ὅσοι, δηλαδή, φέρουν ἀκωλύτως τὴν ἱερωσύνη τοῦ Χριστοῦ, ὀρθοτομοῦν τὸν λόγο τῆς ἀποκεκαλυμμένης ἀλήθειας καὶ παραμένουν σὲ κανονικὴ σχέση καὶ κοινωνία μὲ τὸν Ἐπίσκοπο, καὶ δι’ αὐτοῦ μὲ σύμπασα τὴν Ἐκκλησία.
Πνευματικὸς Πατέρας, Ποιμένας προβάτων λογικῶν καὶ Διδάσκαλος ἀκραιφνής τῆς σώζουσας Ἀληθείας, εἶναι καὶ ὁ Ἅγιος Νικόλαος. Εἴθε, μὲ τὶς πρεσβεῖες του, νὰ εἴμαστε ὅλοι μας ἀσφαλισμένοι στὸ σκάφος τῆς νοητῆς νηός, τῆς Ἐκκλησίας, μὲ προορισμὸ τὸν εὔδιο λιμένα τῆς Σωτηρίας. Ἀμήν!




































