Μέ ἰδιαίτερη λαμπρότητα καί μεγαλοπρέπεια ἑορτάσθηκε κι ἐφέτος ἡ μνήμη τοῦ μεγάλου Πατρός καί διδασκάλου τῆς Ἐκκλησίας μας ἁγίου Ἀλεξάνδρου, ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, προστάτου καί πολιούχου τῆς πόλεως τοῦ Παλαιοῦ Φαλήρου.
Προσκεκλημένοι ἀπό τόν Σεβασμ. Ποιμενάρχη μας ἦταν ὁ Σεβασμ. Μητροπολίτης Εἰρηνουπόλεως κ. Νίκανδρος καί ὁ Θεοφιλ. Ἐπίσκοπος Σταυροπηγίου κ. Ἀλέξιος.
Τό ἀπόγευμα στίς 7, τήν παραμονή τῆς ἑορτῆς, τελέσθηκε ὁ Μέγας Πανηγυρικός Ἀρχιερατικός Ἑσπερινός χοροστατοῦντος τοῦ Θεοφιλεστάτου Ἐπισκόπου Σταυποπηγίου κ. Ἀλεξίου, ὁ ὁποῖος καί ἐκήρυξε τόν θεῖο Λόγο.
Μετά τήν προσφώνηση τοῦ Σεβασμ. Μητροπολίτου μας, ὁ Θεοφιλέστατος ἀντιφώνησε λέγοντας «ὅτι ἡ πρόσκληση τοῦ Σεβασμ. Ποιμενάρχου τῆς Μητροπόλεώς μας εἶναι ἡ αἰτία πού συναχθήκαμε ὅλοι σήμερα ἐδῶ γιά νά συνεορτάσουμε τή μνήμη τοῦ προστάτου τοῦ Παλαιοῦ Φαλήρου». Καί ἀνέφερε ἰδιαιτέρως ὅτι «ἡ μνήμη μου διέτρεξε στό παρελθόν καί ἔφερε ἀναμνήσεις ὅταν καί οἱ τρεῖς μας διακονούσαμε, ἐσεῖς ὡς πρεσβύτεροι καί ἐγώ ὡς διάκονος τήν ἱστορική Μητρόπολη Νέας Σμύρνης. Ἔτσι, καί σήμερα ἐν πληθούσῃ Ἐκκλησίᾳ βρεθήκαμε γιά νά εὐχαριστήσουμε τόν ἔφορο τῆς πόλης χάρη στήν πρόσκληση τοῦ Σεβασμ. ποιμενάρχου, ὁ ὁποῖος μᾶς δίνει τό παράδειγμα μέ τήν ἄσκηση τῆς καθημερινῆς βιοτῆς του καί τά τελευταῖα εἴκοσι χρόνια μέ τήν ἄσκηση τῆς ἀρχιερατικῆς διακονίας του».
Ὁ Θεοφιλέστατος ἄρχισε τό κήρυγμά του λέγοντας πώς «οἱ κάτοικοι τοῦ Παλαιοῦ Φαλήρου εἶναι ἰδιαιτέρως εὐλογημένοι, καθώς στόν Ἀρχιεπίσκοπο ἅγιο Ἀλέξανδρο εἶναι ἀφιερωμένος ὁ ναός αὐτός. Καί εἶναι ἀφιερωμένος σέ ἕναν Ἅγιο, πού ὡς διάκονος, πρεσβύτερος καί ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως ξεχώρισε γιά δύο ἰδιαίτερα στοιχεῖα: α) γιά τόν ἀγώνα του κατά τῶν αἱρέσεων καί β) γιά τόν ἀγώνα του νά διατηρηθεῖ ἑνωμένη ἡ Ἐκκλησία.
Α) Αἵρεση θά πεῖ διαστροφή, ἀλλοίωση, παραχάραξη τῆς ἐν Χριστῷ ἀποκαλύψεως. Παραχάραξη ὄχι μιᾶς ἰδέας ἤ μιᾶς ἰδεολογίας ἀλλά τοῦ προσώπου τοῦ Σωτήρα μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Αὐτός πού ἀκολουθεῖ τήν αἵρεση θέτει ἑαυτόν αὐτομάτως ἐκτός τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ ἀρχιεπίσκοπος Μητροφάνης στέλνει τόν πρεσβύτερο, τότε, Ἀλέξανδρο στήν ἡλικία τῶν 63 ἐτῶν περίπου στήν Α’ Οἰκουμενική Σύνοδο καί παίζει καθοριστικό ρόλο, καθώς ὀρθοτομεῖ τόν λόγο τῆς ἀληθείας καί ὅλοι οἱ Πατέρες τῆς Συνόδου θέτουν ὅρους καί κανόνες, ὁρίζοντας ἔτσι τήν ὀρθόδοξη πίστη καί ζωή μας. Ἄν ὁ Ἰησοῦς Χριστός δέν ἦταν τέλειος Θεός καί Ἄνθρωπος, δέν θά ὑπήρχε σωτηρία γιά τόν ἄνθρωπο. Ὅπως ἀκριβῶς τό σίδερο παραμένει σίδερο, ἀκόμη καί ὅταν γίνεται ἕνα μέ τή φωτιά καί πυρώνεται, ἔτσι καί ὁ ἄνθρωπος ὅταν ἑνώνεται μέ τόν Θεό θεώνεται, παραμένοντας ἄνθρωπος. Πνευματικός καρκίνος ἡ διαστροφή τῆς αἵρεσης πού τρώει τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία. Αὐτήν τήν αἴσθηση τήν εἶχαν ἔντονη οἱ χριστιανοί τοῦ 4ου αἰώνα. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας τῆς ἐποχῆς ἐκείνης γνώριζαν, ἔχοντας ὡς ὅπλο τή διάκριση, πόσο κακό μποροῦσε νά προκαλέσει ἡ αἵρεση. Ζημιά στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας προκαλοῦν ὄχι οἱ ἁμαρτωλοί πού μετανοοῦν ἀλλά οἱ ἀμετανόητοι. Χαρακτηριστικό τό περιστατικό ἀπό τή ζωή τοῦ ἀββᾶ Ἀγάθωνα, ὅταν ἐπισκέπτες μοναχοί τόν κατηγόρησαν γιά νά τόν δοκιμάσουν ὅτι εἶναι πόρνος, φλύαρος, καταλαλῶν καί ἐκεῖνος ἀποδεχόταν τίς «κατηγορίες». Ὅταν ὅμως τοῦ προσῆψαν τήν κατηγορία ὅτι εἶναι αἱρετικός, ἐκεῖνος εἶπε ὅτι δέν εἶναι, καθώς ἡ αἵρεση «χωρισμός ἐστί ἀπό τοῦ Θεοῦ καί ἀπό τοῦ Θεοῦ οὐ θέλω χωρισθῆναι».
Β) Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας ὑπῆρξε ἡ μέριμνα τοῦ Ἁγίου. Στό εὐαγγέλιο, τό λεγόμενο, τῆς Διαθήκης, πού διαβάζουμε τήν Μεγάλη Πέμπτη τό βράδυ, ἀπό τά τελευταῖα λόγια τοῦ Θεανθρώπου ἦταν «ἵνα πάντες ἕν ὦσιν». Ἀλλά καί ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία οἱ κοσμικοί σχηματισμοί ψάχνουν καί ἐπιδιώκουν τήν ἑνότητα. Ὁ Ἅγιος ὅμως τόσο πολύ ἐπιζητοῦσε τήν ἑνότητα, ὥστε περιόδευσε ἀπό τή Θράκη μέχρι τό Ἰλλυρικό γιά νά γνωστοποιήσει τίς ἀποφάσεις τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Παρόλη τήν ἡλικία του ἀναλαμβάνει τό δύσκολο αὐτό ἔργο. Ἐπιστρέφει στήν Κωνσταντινούπολη ἀλλά ὁ Μητροφάνης εἶχε ἤδη ἐδῶ καί ἑπτά ἡμέρες ἀποβιώσει. Ἀνακηρύσσεται Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως. Ἔχει ὅμως νά ἀντιπαλέψει καί τήν κοσμική ἐξουσία. Ὁ Ἄρειος δέν ἦταν τυχαῖος ἄνθρωπος. Εἶχε διασυνδέσεις μέ τούς πολιτικούς ἄρχοντες καί ὁ διάδοχος τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου ἦταν προσκείμενος πρός τόν Ἀρειανισμό. Πίεζε τούς Πατέρες καί τούς αἱρετικούς νά συλλειτουργήσουν! Ὁ ἅγιος Ἀλέξανδρος δέν φοβόταν νά χάσει τόν θρόνο του, «φοβόταν» μόνο τόν Θεό – ἀφέθηκε στήν πρόνοιά Του. Καί ὅπως γίνεται πάντοτε σέ αὐτές τίς περιπτώσεις πού ὁ Θεός βάζει τήν τελεία, τήν παραμονή αὐτοῦ τοῦ κοινοῦ μυστηρίου ὁ Ἄρειος ἔνιωσε ἀδιαθεσία καί κατέρρευσε χάνοντας τή ζωή του. Ἡ Ἐκκλησία μαζεύτηκε τήν ἑπομένη στόν ναό τῆς Ἁγίας Εἰρήνης γιά νά γιορτάσει ὄχι τόν θάνατο ἑνός ἀνθρώπου —κανείς δέν τό θέλει αὐτό—, ἀλλά τή νίκη τῆς ἑνότητας καί νά εὐχαριστήσει τόν Θεό γιά τήν τελική ἔκβαση. Ἔτσι κι ἐμεῖς, μποροῦμε μέ τούς δυτικούς χριστιανούς νά διατηροῦμε φιλικούς δεσμούς ἀλλά ποτέ δέν συλλειτουργοῦμε μαζί τους!
Ἡ Ἐκκλησία μιλᾶ γιά ἑνότητα πού τό πρότυπό της εἶναι ἡ Ἁγία Τριάδα. Ὅ,τι εἶναι ἡ τριαδικότητα γιά τόν Θεό, θά πρέπει νά εἶναι καί οἱ ἀνθρώπινες σχέσεις μεταξύ τους, ἀπό τόν ἁπλό καί τελευταῖο πιστό ἕως καί τόν Πατριάρχη.
Σήμερα αὐτοί οἱ δύο ἄξονες εἶναι διδακτικοί καί γιά μᾶς τούς κληρικούς καί τούς λαϊκούς, σέ μιά ἐποχή πού ὑπάρχει ἡ διαίρεση στήν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Σήμερα θά πρέπει νά λειτουργήσει ὡς φωτεινό παράδειγμα ἡ ζωή τοῦ ἁγίου Ἀλεξάνδρου πού προσπαθοῦσε γιά τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Ἀμήν».