Μητροπολίτου Φαναρίου Ἀγαθαγγέλου
Γενικοῦ Διευθυντοῦ τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας
τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
῾Ο Μέγας Ἀθανάσιος γεννήθηκε κατά τό ἔτος 295 μ.Χ. στήν Ἀλεξάνδρεια ἀπό Χριστιανούς γονεῖς. Ἔτυχε ἐπιμελημένης ἐκπαι-δεύσεως φιλοσοφικῆς καί θεολογικῆς. Κατά τή νεανική του ἡλικία συνδέθηκε μέ τόν Μέγα Ἀντώνιο καί ἀσκήτευσε μαζί του στήν ἔρημο.
Στήν ἀρχή χειροθετήθηκε ἀναγνώστης τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀλεξανδρείας καί τό 318 μ.Χ. ἦταν ἤδη διάκονος. Τό ἔτος 325 μ.Χ. συνοδεύει τόν γέροντα Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας Ἀλέξανδρο στή Νίκαια, ὅπου συγκλήθηκε ἡ Α´ Οἰκουμενική Σύνοδος, «τοῦ χοροῦ τῶν διακόνων ἡγούμενος». Ἐκεῖ, χάρη στή μόρφωσή του καί μάλι-στα στή θερμουργό καί ἀκλόνητη πίστη του, ἀναδείχθηκε ἕνας ἀπό τούς θαρραλέους ἀγωνιστές κατά τῆς αἱρέσεως τοῦ Ἀρείου. Μάλι-στα δέ, ὅπως ἀποφάνθηκε ἡ ἐν Ἀλεξανδρείᾳ Σύνοδος τοῦ 399 μ.Χ., κυρίως ὁ Ἀθανάσιος «τήν νόσον τοῦ Ἀρειανισμοῦ ἔστησεν». Κανέ-νας, ἴσως, ἄλλος ἀπό τούς Πατέρες καί Διδασκάλους τῆς Ἐκκλη-σίας, τῆς περιόδου ἐκείνης, δέν ἀντιμετώπισε τόσο σπουδαῖα ἐκκλη-σιαστικά καί θεμελιώδη προβλήματα τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἦταν τά περί Θεοῦ, κόσμου, ἀνθρώπου, δημιουργίας, τραδολογίας, ἐνανθρω-πήσεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, σωτηρίας, χριστολογίας, πνευματολογίας, Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί ἄλλα.
Ἡ φήμη τοῦ Ἀθανασίου ἑδραιώθηκε τόσο πολύ κατά τή Σύνο-δο τῆς Νικαίας, ὥστε μετά ἀπό λίγο, ὅταν ἀπεθανε ὁ γέροντας Πα-τριάρχης Ἀλεξανδρείας Ἀλέξανδρος († 17 Ἀπριλίου 328 μ.Χ.), ἐξε-λέγη Ἐπίσκοπος Ἀλεξανδρείας πιθανώτατα τόν ἴδιο χρόνο.
Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, κατά τά 46 ἔτη τῆς ἀρχιερατείας του, ὑπῆρξε ὁ στῦλος τῆς Ἐκκλησίας καί ὁ κατ’ ἐξοχήν Πατήρ τῆς Ὀρθο-δοξίας. Μερίμνησε δραστήρια γιά τήν ὀργάνωση τῆς Ἐκκλησίας του. Περιηγούμενος τήν ἐπαρχία του, μετέβη στή Θηβαΐδα, τήν Πεντάπολη, τήν Κάτω Αἴγυπτο, γιά νά δεῖ ἀπό κοντά τίς ἀνάγκες τοῦ ποιμνίου του, τό ὁποῖο τόν ὑποδεχόταν παντοῦ μέ ἐνθουσια-σμό. Ἐγκαθιστοῦσε στίς διάφορες πόλεις ἄξιους καί ἱκανούς Ἐπισκόπους, μεταξύ τῶν ὁποίων καί τόν Ἅγιο Φρουμέντιο († 30 Νοεμβρίου), τόν ὁποῖο χειροτόνησε Ἐπίσκοπο Ἀξώμης.
Ὅμως, οἱ Ἀρειανοί δημιουργοῦσαν πολλές ταραχές καί ὀχλήσεις στόν Ἅγιο τόν ὁποῖο συκοφαντοῦσαν. Ὁ Ἅγιος ἐξορίσθη-κε πέντε φορές καί διῆλθε περισσότερα ἀπό δεκαέξι χρόνια τῆς ἀρχιερατείας του στήν ἐξορία. Ἐσύρθη κατ’ ἐπανάληψη ἀπό τούς Ἀρειανούς ἐνώπιον Συνόδων καί καθαιρέθηκε. Καταδιώχθηκε ἀπό αὐτοκράτορες, ὑπέφερε ἀνεκδιήγητες ταλαιπωρίες καί στερήσεις, εἶδε πολλούς ἀπό τούς συνεργάτες του νά ὑποκύπτουν στίς πιέσεις καί τή βία τῶν Ἀρειανῶν καί τόν Ἐπίσκοπο Ρώμης Λιβέριο (352-366 μ.Χ.) νά ὑπογράφει ἀρειανικό ὅρο πίστεως, γιά νά ἀποφύγει τήν ἐξορία. Ἦλθαν στιγμές, κατά τίς ὁποῖες ὁ χριστιανικός κόσμος ἐφαινόταν ἀντίθετος πρός τόν Ἅγιο, ἀλλ’ αὐτός ποτέ δέν ἐκάμφθη-κε καί ἀγωνιζόταν γιά τήν ἀλήθεια.
Ἀφορμή γιά τίς διώξεις κατά τοῦ Ἁγίου ἔδωσε ἡ ἄρνησή του νά ἀποκαταστήσει στήν ἐκκλησιαστική κοινωνία τόν ὑπό τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καθαιρεθέντα Ἄρειο, ὁ ὁποῖος ἐπαρουσια-ζόταν ὑποκριτικά ὡς ἀποδεχόμενος τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία. Ὅταν ὁ Ἄρειος ἀνακλήθηκε ἀπό τήν ἐξορία ὑπέβαλε τό 330 ἤ 331 μ.Χ. ὁμολογία πίστεως, στήν ὁποία ἀπέφυγε ἐπιμελῶς νά ἀναφέρει τίς ἀρειανικές ἐκφράσεις. Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος εἶδε τήν ἀπάτη καί τό δόλο τοῦ Ἀρείου καί ἀρνήθηκε κατηγορηματικά νά δεχθεῖ σέ κοινωνία τόν Ἄρειο παρά τή διαταγή τοῦ αὐτοκράτορος Μεγάλου Κωνσταντίνου. Μετά τήν ἄρνηση τοῦ Ἁγίου, οἱ ἐχθροί του ἄρχισαν νά ὀργανώνουν συστηματικά τόν κατ’ αὐτοῦ ἀγώνα. Ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος, ἄν καί ἐτιμοῦσε τόν Ἅγιο Ἀθανάσιο γιά τό ἦθος καί τό θάρρος του, παρασύρθηκε τελικά ἀπό τίς συνεχεῖς ἐναντίον του μηχανορραφίες τῶν Ἀρειανῶν καί διέταξε τή σύγκληση Συνόδου στήν Καισάρεια, τό 335 μ.Χ., μέ σκοπό τήν ἐξέταση τῶν κατηγοριῶν κατά τοῦ Ἀθανασίου. Ἐπειδή, ὅμως Ὀ Ἄγιος φοβήθηκε τήν κατ’ αὐτοῦ σκευωρία τῶν ἐχθρῶν του, δέν προσῆλθε στή Σύνοδο ἐκείνη, ἡ ὁποία τελικά συγκλήθηκε στήν Τύρο τῆς Φοινίκης. Ὁ Ἀθανάσιος τότε προσῆλθε στή Σύνοδο, στήν ὁποία παρέστησαν 60 Ἀρειανοί Ἐπίσκοποι. Οἱ κατηγορίες δέν ἦταν δυνατόν νά σταθοῦν παρά τά ἐφευρήματα τῶν αἱρετικῶν. Ἐπειδή, ὅμως, ἔγινε ἀντιληπτό, ὅτι οἱ ἐχθροί τοῦ Ἀθανασίου ζητοῦσαν νά τόν φονεύσουν, οἱ ἄνθρωποι τοῦ βασιλέως, πού εἶχαν ἐπιφορτισθεῖ τήν τήρηση τῆς τάξεως καί τῆς εἰρήνης, τόν ἐφυγάδευσαν κρυφά. Ἔτσι κατέφυγε στήν Κων-σταντινούπολη καί ζήτησε νά δεῖ τόν αὐτοκράτορα, ὁ ὁποῖος, λό-γῳ τῶν διαβολῶν, ἀρνήθηκε νά τόν δεχθεῖ σέ ἀκρόαση καί διέταξε τήν ἐξορία του στή Γαλατία. Ἐπανῆλθε στήν ἕδρα του μετά τό θά-νατο τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, στίς 23 Νοεμβρίου 337 μ.Χ. Πλήν ὅμως καί πάλι οἱ ἐχθροί του ἄρχισαν τίς κατ’ αὐτοῦ διαβολές καί συκοφαντίες. Τότε ὁ Ἀθανάσιος συγκάλεσε Σύνοδο στήν Ἀλεξάν-δρεια, τό 339 μ.Χ. στήν ὁποία ἔλαβαν μέρος 100 Ἐπίσκοποι. Οἱ ἐχθροί του τότε, συγκρότησαν ἀρειανική Σύνοδο στήν Ἀντιόχεια, ἡ ὁποία τόν καθαίρεσε καί ὅρισε ὡς Ἐπίσκοπο Ἀλεξανδρείας τόν Εὐ-σέβιο τόν Ἐμισηνό, ἀντ’ αὐτοῦ δέ, ἐπειδή δέν ἀποδέχθηκε τήν ἐκλογή, τόν Καππαδόκη Γρηγόριο, ὁ ὁποῖος ἐγκαταστάθηκε στήν Ἀλεξάνδρεια διά τῆς βίας μετά τήν ἀπομάκρυνση τοῦ Ἁγίου Ἀθα-νασίου.
Τότε ὁ Ἅγιος κατέφυγε στή Ρώμη, ὅπου εὑρίσκονταν καί ἄλ-λοι ἐξόριστοι ἱερεῖς καί Ἐπίσκοποι. Ἐκεῖ, τόν δέχθηκαν ὅλοι μέ τι-μή καί ἀναγνώρισαν τούς ἀγῶνες του ὑπέρ τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἔτσι, ὁ Πάπας Ἰούλιος συγκάλεσε, τό ἔτος 341 μ.Χ., Σύνοδο, ἡ ὁποία ἀνε-γνώρισε τόν Ἅγιο Ἀθανάσιο ὡς κανονικό Ἐπίσκοπο Ἀλεξανδρείας καί τόν ἐκήρυξε ἀθῶο ἀπό ὅλες τίς κατηγορίες τῶν ἐχθρῶν του.
Ὅταν τό 345 μ.Χ. ἀπέθανε ὁ Ἀλεξανδρείας Γρηγόριος, κατό-πιν ὑποδείξεως τοῦ Κώνσταντος, ὁ αὐτοκράτορας Κωνστάντιος ἀνεκάλεσε τόν Ἅγιο Ἀθανάσιο ἀπό τήν ἐξορία. Ὁ Ἅγιος ἐπέστρεψε γενόμενος δεκτός θριαμβευτικά ἀπό τό ποίμνιό του. Ἀλλά καί αὐτή τή φορά μόνο γιά λίγο ἔμεινε ἀδιατάρακτος στήν ἕδρα του, διότι μετά τή δολοφονία τοῦ Κώνσταντος, τό 350 μ.Χ., ὁ Κωνστάντιος, πεισθείς σέ νέες διαβολές καί πιέσεις τῶν φίλων τοῦ Ἀρειανῶν, κατεδίκασε συνοδικῶς τόν Ἅγιο Ἀθανάσιο. Ἀπέστειλε μάλιστα καί στρατιῶτες, γιά νά τόν συλλάβουν τή νύχτα τῆς 9ης Φεβρουαρίου 356 μ.Χ., ἐνῶ τελοῦσε πανυχχίδα μέ πλῆθος πιστῶν στό ναό τοῦ Ἁγίου Θεωνᾶ. Ὁ Ἅγιος φυγαδεύθηκε στήν ἔρημο, ὅπου παρέμεινε ἕξι χρόνια, παρακολουθώντας τίς κινήσεις καί ἐνέργειες τῶν Ἀρει-ανῶν καί στηρίζοντας τούς κλονιζόμενους Χριστιανούς.
Τέλος, ἐπί αὐτοκράτορος Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου (361-363 μ.Χ.) μπόρεσε νά ἐπανέλθει στήν Ἀλεξάνδρεια καί νά συγκροτήσει Σύνοδο, ἡ ὁποία ἀπετέλεσε σημαντικώτατο σταθμό στήν ἱστορία τῶν ἀγώνων τῆς Ὀρθοδοξίας κατά τοῦ Ἀρειανισμοῦ.
Οἱ διωγμοί συνεχίσθηκαν καί ἐπί αὐτοκράτορος Οὐάλη πού ἐξόρισε τόν Ἅγιο. Φοβούμενος ὅμως ἐξέγερση τοῦ λαοῦ τῆς Ἀλεξαν-δρείας, ἀναγκάσθηκε νά ἀνακαλέσει τόν Ἅγιο ἀπό τήν ἐξορία.
Ἀγωνιζόμενος γιά τήν ὀρθόδοξη πίστη μέχρι τό τέλος τοῦ βίου του, κοιμήθηκε μέ εἰρήνη στίς 2 Μαΐου 373 μ.Χ., σέ ἡλικία 75 ἐτῶν, ἀφοῦ κατεκόσμησε τό θρόνο τῆς Ἀλεξανδρείας.
Ἡ Ἐκκλησία πολύ ἐνωρίς τοῦ ἀπένειμε τόν τίτλο τοῦ Με-γάλου Πατρός αὐτῆς. Εἶναι ἐκεῖνος πού διαισθάνθηκε καί ἀντιλή-φθηκε ἄριστα τίς λεπτεπίλεπτες σχέσεις ἀλληλεξαρτήσεως τῶν ἐπί μέρους ἀληθειῶν τῆς πίστεως, οἱ ὁποῖες στή σκέψη του ἀποτελοῦν τμήματα μιᾶς καί τῆς αὐτῆς ἀλήθειας, ὡστε ἡ πλάνη περί μία ἐπί μέρους ἀλήθεια νά συνεπάγεται ἀναπότρεπτα τήν ἀνατροπή ὁλό-κληρου τοῦ συστήματος τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας καί τήν δη-μιουργία αἱρέσεως.
Ἀλλά ὁ Ἅγιος καί μέ τόν καθόλου βίο του, ἀπέδειξε τό ἐνάρετο καί τό εὐσεβές τοῦ ἤθους αὐτοῦ σέ τέτοιο βαθμό, ὥστε τό ὄνομά του νά ἀποβεῖ ταυτόσημο πρός τήν ἀρετή. Γι’ αὐτό λέγει ἐπιγραμματικά ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός: «Ἀθανάσιον ἐπαινῶν, ἀρετήν ἐπαινέσομαι· ταὐτόν γάρ ἐκεῖνον τε εἰπεῖν καί ἀρετήν ἐπαινέσαι». Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος συνεχίζοντας παρατηρεῖ ὅτι ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ἔγινε κατ’ ἐξοχήν δέκτης τοῦ θείου φωτισμοῦ, ἔφθασε σέ ὕψος βιβλικῶν προσώπων καί ἴσως μάλιστα κάποια ἀπό αὐτά νά ὑπερέβαλε, γιατί κυριολεκτικά ἑνώθηκε καί ἔγινε ἕνα μέ τό θεῖο φῶς. Καί ἔτσι μόνο κατόρθωσε νά ἀντιμετωπίσει τίς μεγάλες κακοδοξίες τῶν αἱρετικῶν τῆς ἐποχῆς του.