του Αρχιμ. Γρηγορίου Κωνσταντίνου, Δρ. Θεολογίας
Ἀξιόπιστη πηγή μας γιὰ τὴν παρουσίαση τῶν ἀντιλήψεων τῆς ὀρθόδοξης διδασκαλίας στὴν παροῦσα μελέτη, θὰ ἀποτελέσει ἡ Ἁγία Γραφή, ἡ πατερικὴ γραμματεία καθὼς καὶ ἡ πλούσια ἱστορικὴ παράδοση τῆς ἐκκλησίας μας μὲ τὴν πληθώρα τῶν καταγεγραμμένων γεγονότων ποὺ ἀναφέρονται στὰ ὄνειρα. Τὸ ὑλικὸ ποὺ θὰ παρουσιάσουμε ἀπεικονίζει τὴν κρατοῦσα ἀντίληψη τῆς ὀρθόδοξης διδασκαλίας στὸ θέμα τοῦ ὀνειρικοῦ φαινομένου.
Ὅπως ἦταν φυσικό, ἡ ἑρμηνεία τοῦ ὀνείρου ἀπασχόλησε καὶ τοὺς πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας μέ τὸν μοναχισμό, ἀλλὰ ἐντονότερα τό γεγονὸς αὐτὸ συνιστᾶ τὴν παρουσία καὶ συνέχεια τῆς πειρασμικῆς ἐμπειρίας γιὰ τοὺς ἀσκητές, ὅπως μᾶς πληροφοροῦν τὰ ἁγιολογικὰ κείμενα μὲ τά παραδείγματα ἐρημιτῶν, ποὺ ἔμεναν ἄυπνοι προσευχόμενοι ὁλονυκτίως γιὰ τὴν ἀποφυγὴ τῶν ὀνείρων. Ὁ ψυχοσωματικὸς ἀγώνας τοῦ ἀσκητῆ γιὰ πνευματικὴ καὶ ἠθικὴ ἀνύψωση ποὺ θὰ τὸν καταστήσει σκεῦος ἐκλογῆς, δοχεῖο θείας χάριτος, καὶ ποὺ θὰ τὸν ὁδηγήσει στὴν τελείωση, δὲν ὁλοκληρώνεται μόνο στὸν ἀναχωρητισμὸ καὶ στὴν ἀποφυγὴ καὶ ἐγκατάλειψη τῶν αἰσθητῶν πειρασμῶν. Προϋποθέτει τὴν ἀπέκδυση τοῦ παλαιοῦ ἐαυτοῦ καὶ τὴν κένωσή του, τὸ ἐλεύθερο καὶ ἀπροϋπόθετο δόσιμο ποὺ ἐκδηλώνεται μὲ τὴν ἐκστατικὴ ἐνατένιση τοῦ νοῦ, τῆς ψυχῆς, καὶ τῆς καρδιᾶς πρὸς τὸν Θεό, γιὰ νὰ μπορέσει νὰ Τὸν συναντήσει καὶ νὰ καταστεῖ κοινωνὸς τῆς θείας ἀγάπης του.
Ἡ σύγχρονη ἐπιστήμη μὲ τὸν ὄρο ὄνειρο ὅπως ἀναφέραμε, δηλώνει πὼς ὄνειρο εἶναι αὐτὸ ποὺ βλέπουμε κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ ὕπνου χωρὶς τὴ συμμετοχὴ τῆς βούλησής μας, ποὺ ὀφείλεται σὲ μερικὴ καὶ αὐτόματη λειτουργία τοῦ ἐγκεφάλου. Σύμφωνα μὲ τὴν γνώμη τῶν ψυχιάτρων στὸ ὄνειρο ἐλευθερώνονται μὲ τὴ μορφὴ συμβόλων διάφορες ἀπωθημένες ἐπιθυμίες μας καὶ παραστάσεις. Οἱ παραστάσεις προβάλλονται μὲ τέτοιο τρόπο, ποὺ αὐτὸς ποὺ ὀνειρεύεται νὰ πιστεύει πὼς αὐτὰ ποὺ βλέπει ὅτι εἶναι πραγματικά. Ἡ κατάταξη τῶν ὀνειρικῶν εἰκόνων γίνονται ἀσυνείδητα καὶ συνδέονται κατὰ τρόπο ἁπλὸ καὶ συχνὰ χωρὶς λογικὴ σειρά.
Ἡ ἐπιστήμη τῆς ψυχολογίας ἔχει χωρίσει τὰ ὄνειρα σὲ τέσσερις βασικὲς ὁμάδες, σύμφωνα μὲ τὶς παραστάσεις ποὺ βλέπουμε. Ἔτσι λοιπὸν ὑπάρχουν τὰ εἰκονικὰ ὄνειρα, δηλαδὴ βλέπουμε διάφορες εἰκόνες ποὺ τὶς εἴδαμε τὴν ἡμέρα ἢ καὶ τὶς προηγούμενες, τὰ κινητικά, εἶναι οἱ κινήσεις, παραμιλητά, ἢ ἀκόμη καὶ ὑπνοβασίες, ποὺ προέρχονται μετὰ ἀπὸ μιὰ ἐξαντλητικὴ ἡμέρα, τὰ ὀργανικά, μὲ ἄλλα λόγια τὰ σωματικὰ ἐρεθίσματα, οἱ ἐνυπνιάσεις, καὶ οἱ ἐφιάλτες, ποὺ προέρχονται συνήθως ἀπὸ τὸ πολὺ φαγητὸ καὶ τέλος τὰ ψυχικὰ ὄνειρα ποὺ εἶναι οἱ ἐπιθυμίες τῆς ἡμέρας ἢ καὶ τῆς προηγούμενης, ποὺ κατά κανόνα τοποθετοῦνται στὸ ἀσυνείδητο καὶ ἔρχονται στὸν ὕπνο μας ὡς ὑπαρκτά.
Ἡ ἰατρικὴ τοῦ σήμερα δίνει πολὺ μεγάλη σημασία στὸ τί μᾶς συμβαίνει κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ ὕπνου. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν ἔχουν δημιουργηθεῖ ἐργαστήρια ὕπνου στὰ ὁποῖα διεξάγονται ἐξειδικευμένες ἔρευνες ποὺ ἔχουν σχέση μὲ τὴ φυσιολογία καὶ παθολογία τοῦ ὕπνου. Ἀποτέλεσμα αὐτῶν εἶναι νὰ ἔχουν περιγραφεῖ ὡς σήμερα 80 τουλάχιστον διαφορετικὲς παθήσεις καὶ διαταραχὲς ἔχοντας σχέση μὲ τὸν ὕπνο. Ἐπί πλέον ἔχει ἀναφερθεῖ πὼς ἕνα μικρὸ ποσοστὸ τοῦ πληθυσμοῦ ὑποφέρει ἀπὸ διαταραχὲς τοῦ ὕπνου μὲ ἀνυπολόγιστες συνέπειες τόσο γιὰ τὸ ἴδιο τὸ ἄτομο ὅσο καὶ γιὰ τὴ δημόσια ὑγεία καὶ οἰκονομία. Μιὰ μέθοδος ποὺ χρησιμοποιεῖται ἀπὸ τοὺς ἐπιστήμονες γιὰ τὴ μελέτη τοῦ τί συμβαίνει κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ ὕπνου εἶναι ἡ «πολυπνογραφία». Σὲ αὐτὴν καταγράφονται οἱ ἠλεκτροφυσιολογικὲς δραστηριότητες τοῦ ἐγκεφάλου, τῶν ματιῶν καὶ τῶν ὑπολοίπων μερῶν τοῦ σώματος ὅταν κοιμόμαστε.
Πέρα ὅμως τῶν ὅλων ἐπεξηγήσεων καὶ ὁρισμῶν ποὺ πολλοὶ ἐπιστήμονες προσπάθησαν νὰ δώσουν, τὰ ὄνειρα εἶναι καὶ παραμένουν ἕνα ἀκατανόητο φαινόμενο, ἕνα μυστήριο. Γι’ αὐτὸ συχνὰ πυκνὰ διερωτόμαστε πῶς εἶναι δυνατὸν αὐτὸ τὸ κάτι ποῦ βλέπουμε στὸ ὄνειρό μας, εἴτε πρόσωπο εἶναι, εἴτε μιὰ κατάσταση, μετὰ ἀπὸ ἀρκετὲς ἡμέρες νὰ συντελεῖται; Ἢ ἀκόμη πὼς εἶναι δυνατόν τά ἀγαπημένα μας πρόσωπα ποὺ ἔχουμε χάσει νὰ τὰ βλέπουμε στὸν ὕπνο μας ἄλλοτε χαρούμενα ἢ καὶ λυπημένα ἢ καὶ ἀκόμη νὰ πιάνουμε διαλογικὴ συζήτηση μαζί τους; Μποροῦμε νὰ πιστέψουμε πῶς ἔχουμε ὄνειρα ποῦ προέρχονται ἀπὸ τὸν Θεὸ ἢ τὸν διάβολο; Ἢ ὅτι ἔχουμε ὄνειρα ἀποκαλυπτικά, ὄνειρα Μετανοίας ἢ καὶ αὐτὰ ποῦ μᾶς καθορίζουν τὸ μέλλον; Σὲ ὅλα τα ἐρωτήματα ἀπαντᾶ ἡ Ἐκκλησία, ἡ ὁποία δὲν συγκρούεται μὲ τὴν ἐπιστήμη, ἀλλ’ ἀντιθέτως συμβαδίζει μαζί της ὅπου αὐτὸ κρίνεται ἀναγκαῖο. Ἡ Ἐκκλησία δὲν ἔρχεται νὰ ἑρμηνεύσει ἢ καὶ νὰ ἐπεξηγήσει τὰ ὄνειρα, ἀλλὰ ἀντιθέτως μᾶς συμβουλεύει νὰ μὴ δίνουμε καμία σημασία σὲ αὐτὰ καθότι τὰ περισσότερα προέρχονται ἀπὸ τὴν ἐπίρροια τῶν πονηρῶν πνευμάτων.
Τὰ ὄνειρα ὡς κατάλοιπα τῆς ἐμπειρίας τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴν κοσμικὴ ζωὴ ἔρχονται ὡς ἀντανάκλαση τοῦ πρότερου βίου δημιουργώντας στὴ σκέψη του περισπασμούς, ἐκτρέποντάς τον συγχρόνως μὲ ὑπαινιγμοὺς πονηρίας καὶ ἀναμνήσεις τῶν παθῶν. Οἱ εἰκόνες τῶν ὀνείρων ἐμφανίζονται ὡς μιὰ ἐφιαλτικὴ ἀλήθεια τῆς ψυχικῆς του ζωῆς, ἡ δὲ παράστασή τους, δηλώνει τὴν παρουσία ἴσως καὶ ἀναπόληση τῆς κοσμικῆς πραγματικότητας στὸ νοῦ του, καὶ μαρτυρεῖ στὸν ἀσκητὴ τὴν πνευματική του κατάσταση. Γιὰ ἀσκητὲς ποὺ βαλλόταν ἀπὸ αἰσχρὲς ἐπιθυμίες κατὰ τὴν διάρκεια τῶν ὀνείρων τους ἡ ἀγρυπνία ἦταν μιὰ ἐπιβεβλημένη ἄμυνα.
Ἡ ἐμπειρία τοῦ ὀνείρου γιὰ τὸ μοναχὸ ἢ τὸν ἀσκητὴ σημαίνει ἀδυναμία, καὶ ταυτόχρονα τὴν ἀνάγκη νὰ ἐπιδοθεῖ μὲ περισσότερο ζῆλο στὴν ἄσκηση, ὥστε νὰ ἐπιτύχει τὴν ὀρθὴ τοποθέτηση τῆς συνείδησής του ἀπέναντι στὸν Θεό, στὸν ἑαυτό του, στὸν πλησίον του, καὶ στὴν ὑπόλοιπη κτίση. Μιὰ συνείδηση ἀπρόσβλητη ἀπὸ τὸ κράτος τῶν πειρασμῶν ποὺ θὰ τὸν καταστήσει ἱκανὸ νὰ ἀγγίξει τὴν ἁγιότητα καὶ νὰ ἐκπληρώσει τὸ σκοπό του ποὺ εἶναι ἡ ἕνωση μὲ τὸ Θεό.
Ἡ ὀρθόδοξη διδασκαλία διακρίνει τὰ ὄνειρα σὲ ἀδιάφορα μὲ περιεχόμενο χωρὶς σημασία, τῶν ὁποίων ἡ μοναδικὴ ἀξία ἔγκειται στὸ ὅτι συνιστοῦν ἀπόδειξη γιὰ τὴν ὕπαρξη τῆς ψυχῆς καὶ σὲ ὄνειρα ποὺ ἡ σημασία τους καθορίζεται ἀπὸ τὴν πηγὴ προέλευσής τους. Ἀνάμεσα στὶς αἰτίες στὶς ὁποῖες ἀποδίδεται ἡ προέλευση τῶν ὀνείρων γιὰ τὴν ὀρθόδοξη πίστη, πέρα ἀπὸ τὶς φυσικὲς ποὺ ἀφοροῦν σὲ ἐσωτερικοὺς καὶ ἐξωτερικοὺς ἐρεθισμοὺς καὶ τὰ ὄνειρα ποὺ ἡ αἰτία τους ἀποδίδεται στὴν ψυχή, ἀναγνωρίζονται ἀκόμη δύο αἰτίες: α) αὐτὲς ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ β) αὐτὲς ἀπὸ τὸν διάβολο. Τὰ πρῶτα νοοῦνται ὡς ἀπόδειξη τῆς ἀγαπητικῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο, καὶ ἔχουν συμβουλευτικὸ ἢ προστατευτικὸ χαρακτήρα, ἐνῶ τὰ δεύτερα εἶναι ἕνα ἀκόμη στρατήγημα τοῦ διαβόλου γιὰ νὰ παγιδεύσει τὸν ἄνθρωπο, καὶ νὰ τὸν ὁδηγήσει στὴ πλάνη καὶ ἀκολούθως στὴν ἀπώλεια!
Ἡ σωστὴ ἑρμηνεία τῶν ὀνείρων ἀπαιτεῖ λεπτοὺς πνευματικοὺς χειρισμοὺς σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν ἱκανότητα τῆς διάκρισης, χαρίσματα ποὺ χορηγεῖ ὁ Θεὸς στοὺς ἄξιους καὶ ταπεινοὺς στὴν καρδιά. Ἀκόμα καὶ οἱ Ἅγιοι εἶναι ἐπιφυλακτικοὶ στὰ ὄνειρα παρότι ἔχουν θεϊκὸ φωτισμό. Παρόμοια λοιπὸν μὲ τὴν ἐμπειρία τῶν ὀνείρων λογίζεται καὶ αὐτὴ τῶν ὁραμάτων σέ ὅτι ἀφορᾶ τὴν προέλευσή τους, μὲ τὴ διαφορὰ ὅμως ὅτι στὰ ὁράματα τὸ ὑποκείμενο τελεῖ σὲ κατάσταση ἐγρήγορσης καὶ οἱ αἰσθήσεις λειτουργοῦν πλήρως. Ἀναφορὲς σὲ ὄνειρα ἐκ Θεοῦ ἔχουμε στὴν Ἁγία Γραφή, τόσο στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ὅσο καὶ στὴν Καινὴ Διαθήκη. Τὰ ὄνειρα αὐτὰ μετὰ βίας ξεπερνοῦν στὸν ἀριθμὸ τὰ δάκτυλα τῆς παλάμης. Οἱ ἄνθρωποι τὸ ἕνα τρίτο τῆς ζωῆς τους τὸ περνοῦν στὸν ὕπνο. Εἶναι μιὰ χρονικὴ διάρκεια ποὺ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ὀνειρεύονται καὶ οἱ καθημερινὲς ἐμπειρίες αὐτῶν εἶναι πολλές. Δυστυχῶς ὅμως οἱ περισσότεροι ἀπὸ τοὺς συνανθρώπους μας ἀσχολοῦνται περισσότερο μὲ τὴν σημασία τῶν ὀνείρων καὶ λιγότερο μὲ τὴν μελέτη τοῦ Εὐαγγελίου.
Ἀπὸ ὅλα ποὺ προαναφέραμε, ἡ θεματολογία γιὰ τὴν ζωὴ καὶ τὸν θάνατο, δείχνουν ὅτι τὰ ἴδια τὰ ὄνειρα εἶναι μιὰ κατάσταση τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης. Μὲ ἁπλὰ λόγια ὁ κόσμος τῶν ὀνείρων εἶναι ἕνας κόσμος ποὺ πολλοὶ ἄνθρωποι ἐπισκέπτονται καθημερινά. Τὰ φαινόμενα ποὺ βιώνουν ἀπὸ τὰ ὄνειρα μπορεῖ νὰ εἶναι ἴσως τὸ ποιὸ μεγάλο μυστήριο, ἀλλὰ καὶ συνάμα συναρπαστικὸ θέαμα, ἀπὸ ὅτι ἡ ἴδια ἡ καθημερινότητα τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς μας ἔχει. Εἰδικά τά μετὰ θάνατον ὄνειρα, εἶναι ἐκεῖνα ποὺ προκαλοῦν καὶ τὸν περισσότερο φόβο, ἀγωνία καὶ ἀναζήτηση ἑρμηνείας. Ὡστόσο, ἂν καὶ τὰ πιὸ πολλὰ δὲν ἔχουν λάβει ὑπόσταση πραγματική, κι εἶναι μόνο στὸν νοῦν καὶ στὴν φαντασία, λίγο ἔχουν ἑρμηνευτεῖ ἀπὸ τοὺς θεολόγους. Ὁ Φρόυντ ἀσχολήθηκε μὲ τὴν ὀνειρολογία, ὅπως εἴδαμε ἀναλυτικὰ στὸ πρῶτο μέρος, καὶ μᾶς ὑπέδειξε ἕναν τρόπο ἑρμηνείας τῶν ὀνείρων τὶς ἰδέες καὶ πεποιθήσεις του γιὰ τὰ ὄνειρα, στοὺς δημοφιλέστερους κλάδους τῆς ἐπιστήμης σήμερα, ψυχολογία, ψυχανάλυση κ. ἄ.
Ἡ ἑρμηνεία τῶν ὀνείρων βασισμένη στὸν Φρόυντ ἀποδίδεται στὴν ἀξία καὶ σημασία τῶν διαστάσεων τῆς ψυχολογίας καὶ τῆς φυσιολογίας, μακριὰ ἀπὸ μιὰ θεολογικὴ ἢ ὑπερβατικὴ διάσταση. Ἡ θρησκευτικὴ δηλαδὴ ἑρμηνεία τῶν ὀνείρων ἔχει οὐσιαστικὰ ἀγνοηθεῖ ἢ ἀποθαρρυνθεῖ πρὸς αὐτὴν τὴν κίνηση- ὅπως προαναφέραμε στὴν εἰσαγωγὴ στὴν θέση τοῦ Ἱπποκράτη- μὲ ἀποτέλεσμα τὸ ὄνειρο νὰ θεωρεῖται ὡς προϊόν τοῦ νοῦ ἢ τῶν ἐγκεφαλικῶν λειτουργιῶν, μιᾶς ἀσυνείδητης κίνησης τῶν ἀνθρωπίνων ὀργάνων, ποὺ ἀντανακλοῦν μόνο τὶς ἐπιθυμίες καὶ ὀρέξεις τῶν αἰσθήσεων τοῦ ἀνθρώπου. Σὲ αὐτὴν τὴν διάσταση τὰ ὄνειρα ἔχουν μόνο μιὰ ψυχολογικὴ ἢ φυσιολογικὴ ἀναφορά, καὶ μερικὲς φορὲς ἴσως θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε μὲ ἕνα ἐπιδερμικὸ σεβασμὸ στὴν χριστιανικὴ πίστη. Ἀκόμα, ἐπικρατεῖ ἡ ἀντίληψη ὅτι τὰ ὄνειρα καὶ οἱ ἐνέργειες ἢ παρενέργειές τους ἀνήκουν καθαρὰ στὴν ἐπιστήμη, παρά στὴν θρησκεία.
Τὸ γεγονὸς ὅτι στὴν ὀρθόδοξη θεολογία δὲν ὑπάρχει κάποια σαφῆ καὶ συγκεκριμένη διδασκαλία γιὰ τὰ ὄνειρα, καὶ ὅποιες τυχὸν ὑπάρχουν βρίσκονται διάσπαρτες μέσα στὴν βιβλικὴ καὶ πατερικὴ ἑρμηνεία, ποὺ μᾶς προτρέπει νὰ δοῦμε τὰ ὄνειρα στὴν συγκεκριμένη ἀναφορά τους. Ὑπάρχουν πολλὲς ἐξηγήσεις ὀνείρων πάνω στὰ βιβλικὰ καὶ πατερικὰ κείμενα. Ὑφίσταται ἐπίσης καὶ τὸ ζήτημα ἢ πρόβλημα καθότι ἀρκετὲς ἀπὸ τὶς ἐξηγήσεις τῶν ὀνείρων ποὺ ἀναφέρονται στὶς διδασκαλίες τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας ἐνσωματώθηκαν μέχρι σὲ ἕνα σημεῖο σὲ μιὰ μεσαιωνικὴ διδασκαλία, προβληματικὴ βέβαια σὲ μεγάλο βαθμό, ποὺ χαρακτήρισαν ὁρισμένες θέσεις ὡς μεσαιωνικοὺς τρόπους θεραπείας. Ἐπίκεντρο ὅλων αὐτῶν τῶν μεθόδων εἶναι ἡ υἱοθέτηση τῆς ἀριστοτελικῆς φιλοσοφίας, σχετικὰ μὲ τὰ ὄνειρα ποὺ ἀρνοῦνται τὴν φυσικὴ ἢ ὑπερφυσική τους προέλευση. Αὐτή σὲ μεγάλο βαθμὸ ἔγινε ἀποδεκτὴ ἀπὸ θεολόγους σὲ Ἀνατολὴ καὶ Δύση, διαμορφώνοντας ἔτσι μιὰ αὐστηρὴ λογικὴ καὶ ὀρθολογικὴ ἐξήγηση τῶν ὀνείρων μὲ ἐπικάλυψη τῆς χριστιανικῆς θεολογίας, π.χ. τὸν Θωμὰ τὸν Ἀκινάτη. Πράγματι, ἂν παρατηρήσει κανεὶς τὴ διδασκαλία τοῦ Θωμὰ τοῦ Ἀκινάτη, Ἀριστοτελικὸς φιλόσοφος ἐπίσης, θὰ προσέξει ὅτι τὰ ὄνειρα ἔρχονται σὲ δεύτερη μοίρα στὴν θεολογική τους ἀξία. Γι’ αὐτὸ τὸν λόγο καὶ δὲν ἔχουν τόση σημασία τόσο στὸν Καθολικό, ὅσο καὶ στὸν Προτεσταντικὸ κόσμο. Κατὰ τὸν 13ον αἰώνα ὅμως ἔχουμε μιὰ μικρὴ συμβολὴ στὴν ἑρμηνεία τῶν ὀνείρων, ἐξαιτίας τῆς πατερικῆς ἄνθισης, ποὺ ἔχουν ὡς κύρια χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τὰ στοιχεῖα τῆς χριστιανικῆς πίστεως.
Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας δὲν θεωροῦν τὰ ὄνειρα ἔξω ἀπὸ τὴν σφαίρα τοῦ Θεοῦ ἢ τὴν Πρόνοιά Του ἢ ἀκόμη ὅτι δὲν ἔχουν καμία σχέση μὲ τὴν χριστιανικὴ πίστη. Ἐπιπλέον οἱ ἅγιοι Πατέρες δὲν μᾶς βοηθοῦν μόνο νὰ κατανοήσουμε τὰ βιβλικὰ ὄνειρα, ἀλλὰ συγχρόνως μᾶς προτρέπουν πέρα ἀπὸ μιὰ ἑρμηνεία χωρὶς νόημα ἢ περιφερειακὴ πνευματικὴ ἀξία τους νὰ δεχθοῦμε. Γιὰ τοὺς ἴδιους τά ὄνειρα εἶναι κάποια στοιχεῖα ἀπὸ τὶς πολλὲς σημαντικὲς παρεμβάσεις τοῦ Θεοῦ ἢ καὶ τοῦ διαβόλου ποὺ εἶχαν συζήτηση γιὰ τὸ θέμα αὐτὸ στὶς θεολογικές τους ἔριδες. Τὰ ὄνειρα γιὰ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας εἶναι συνδεδεμένα μὲ τὸ δόγμα καὶ τὴν πίστη καὶ μὲ τὸ ὅλο ἔργον τῆς Θείας Οἰκονομίας καὶ ποτὲ αὐτόνομα. Ὁρισμένοι ἀπὸ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἰδιαίτερα οἱ Ἐκκλησιαστικοὶ συγγραφεῖς ἀνέπτυξαν μιὰ θέση γιὰ τὰ ὄνειρα, ὅπως ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης καὶ ὁ Τερτυλλιανὸς[1], ἐνῶ ὁ Lactantius ἀναφέρεται σὲ μιὰ ἑρμηνεία τῶν ὀνείρων ποὺ ἔχουν δαιμονικὴ πηγή. Τὸ ἐρώτημα καὶ τὸ πρόβλημα – ὅλων τῶν παραπάνω βασίζεται στὸ ἐρώτημα ποὺ θέτει ὁ Τερτυλλιανὸς (εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νὰ ἐξηγήσουμε ποιὰ εἶναι ἡ γνώμη καὶ ὁ σεβασμὸς τῶν ὀνείρων γιὰ τοὺς χριστιανούς;) «Tenemur hic de somniis quoque Christianam sententiam expromer»[2];
Ὁ Ἱερὸς Αὐγουστίνος ἀσχολήθηκε εὐρέως γράφοντας γιὰ τὸν τρόπο καὶ τὴν κατανόηση τῶν ὀνείρων στὴ ζωὴ τοῦ χριστιανοῦ. Τὰ ὄνειρα τὰ ἔβλεπε στὴν πραγματικότητα ὡς ἀποτελούμενα ἀπὸ ἐξωτερικὰ ἀντικείμενα στὰ ὁποῖα ἀντιδροῦμε μὲ τὸ σῶμα μας καὶ ἀπὸ τὶς ἐντυπώσεις αὐτῆς τῆς αἰσθητικῆς ἐμπειρίας, δημιουργοῦνται ἐντυπώσεις ποὺ εἶναι «ψυχικὲς» στὴ φύση. Στὴ συνέχεια, ἔχουμε τὴν ἐσωτερικὴ ἀντίληψη αὐτῆς τῆς αἰσθητικῆς ἐμπειρίας καὶ τέλος τὸ πνευματικὸ εἶδος στὴ μνήμη του. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἐνέργεια τοῦ ἐγὼ ποὺ ἑνώνει αὐτὲς τὶς ἀντιλήψεις μὲ τὸ ἀντικείμενο. Σὲ ἕνα μέρος, ὀνομάζει τὴ σχολὴ φαντασίας ὡς γέφυρα ποὺ μεσολαβεῖ στὸ ἀντικείμενο τῆς συνείδησης. Ὁ ἱερὸς Αὐγουστίνος εἶδε στὸν ἄνθρωπο νὰ ἔχει ἕνα ἐξωτερικὸ μάτι ποὺ λαμβάνει καὶ διαμεσολαβεῖ ἐννοιολογικὲς ἐντυπώσεις καὶ ἕνα ἐσωτερικὸ μάτι ποὺ παρατηρεῖ καὶ ἀσχολεῖται μὲ αὐτὲς τὶς συλλεγμένες καὶ ἀποθηκευμένες «ψυχικὲς» πραγματικότητες ποὺ ὀνομάζονται «μνήμη». Ἐκτὸς ἀπὸ τὶς πραγματικότητες ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὴν ἐξωτερικὴ ἀντίληψη καὶ ἀπὸ τὴν ἐσωτερικὴ ἀντίληψη τῶν «ἀναμνήσεων», οἱ αὐτόνομες πνευματικὲς πραγματικότητες (ἄγγελοι καὶ δαίμονες) μποροῦν νὰ παρουσιαστοὺν ἀπευθείας στὸ ἀνθρώπινο ἐσωτερικὸ μάτι. Αὐτὰ εἶναι τῆς ἴδιας φύσεως μὲ τὶς ἀποθηκευμένες «πνευματικὲς» ἢ ψυχικὲς πραγματικότητες ποὺ γίνονται ἀντιληπτὲς πρὸς τὰ μέσα. Ὁ ἱερὸς Αὐγουστίνος γράφει ὅτι οἱ ἄνδρες στὸν ὕπνο ἢ στὴν ἔκσταση μποροῦν νὰ βιώσουν περιεχόμενο ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴ μνήμη ἢ κάποια ἄλλη κρυφὴ δύναμη μέσω ὁρισμένων πνευματικῶν συνδυασμῶν παρόμοιας πνευματικῆς οὐσίας[3]. Αὐτὲς οἱ αὐτόνομες πραγματικότητες εἶναι μὴ φυσικές, ποὺ μποροῦν ὅμως εἴτε νὰ ὑποθέσουν μιὰ σωματικὴ ἐμφάνιση καὶ νὰ βιώσουν μέσα ἀπὸ τὸ ἐξωτερικὸ μάτι, εἴτε μποροῦν νὰ παρουσιαστοὺν ἀπευθείας στὴ συνείδηση μέσω τοῦ ἐσωτερικοῦ ματιοῦ σὲ ὄνειρα, καὶ ὁράματα.
Ὁ ἄνθρωπος λοιπόν, μέσω τῶν ὀνείρων, παρουσιάζεται μὲ μιὰ ὁλόκληρη ἀποθήκη ἀσυνείδητων ἀναμνήσεων καὶ αὐθόρμητων περιεχομένων, ἔχοντας πρόσβαση σὲ ἕναν κόσμο ποὺ οἱ Πατέρες ἀποκαλοῦσαν «τὸ βασίλειο τοῦ πνεύματος». Ἀκριβῶς ὅπως οἱ ἄγγελοι ἔχουν ἄμεση ἐπαφὴ μὲ τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου καὶ παρουσιάζουν τὰ μηνύματά τους πρὶν ἀπὸ τὸ ἐσωτερικὸ μάτι, τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τοὺς δαίμονες. Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν παρουσίαση μιᾶς θεωρίας ὀνείρων καὶ ὁραμάτων, ὁ Ἱερὸς Αὐγουστίνος ἐπίσης ἀναφέρει στὰ κείμενά του πολλὰ παραδείγματα προνοητικῶν ὀνείρων. Ἕνα ἀπὸ τὰ σημαντικότερα ἀπὸ αὐτὰ ἦταν τὸ περίφημο ὄνειρο τῆς μητέρας του Μόνικα, στὸ ὁποῖο εἶδε τὸν ἑαυτό της νὰ στέκεται σὲ μιὰ συσκευὴ μέτρησης, ἐνῶ ἕνας λαμπροφορεμένος νεαρὸς ἄνδρας μὲ πρόσωπο νὰ λάμπει καὶ μὲ χαμόγελο τὴν πλησίασε, φωνάζοντας την καὶ ρωτώντας την γιατί εἶναι λυπημένη καὶ ἐκείνη τοῦ ἀπάντησε πὼς ὁ γιὸς της εἶχε ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὸν Χριστό. Τῆς εἶπε νὰ κοιτάξει καὶ ξαφνικὰ εἶδε τὸν Αὐγουστίνο νὰ στέκεται στὸν ἴδιο κανόνα μαζί της καὶ ἔτσι παρηγορήθηκε. Συνειδητοποιώντας τὴ σημασία τοῦ συμβολισμοῦ αὐτοῦ, ἦταν πλέον σὲ θέση νὰ συνεχίσει νὰ προσεύχεται γι’ αὐτὸν μὲ ὑπομονὴ καὶ ἐλπίδα. Τὰ ὄνειρα καὶ τὰ ὁράματά της μνημονεύονται εἰσέτι σὲ πολλὰ ἄλλα μέρη τῆς διδασκαλίας του [4].
Οἱ μελέτες ἑνὸς ἄλλου ἀποστολικοῦ Πατρός, τοῦ Ἱερώνυμου ἔδωσαν ἐπίσης καλὸ λόγο νὰ ἐκτιμήσουμε τὰ ὄνειρα καὶ τὰ ὁράματα. Σχολιάζοντας τὸ χωρίο στὸν Προφήτη Ἱερεμία, (23, 25) ὑποδεικνύει ὅτι τὸ ὄνειρο εἶναι ἕνα εἶδος προφητείας ποὺ ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ χρησιμοποιήσει ὡς ἕνα ὄχημα ἀποκάλυψης σὲ μιὰ ψυχή. Μπορεῖ ἀκόμη νὰ εἶναι μιὰ πολύτιμη ἀποκάλυψη ἀπὸ τὸν Θεὸ ἂν ἡ ζωὴ ἑνὸς ἀνθρώπου στρέφεται πρὸς αὐτόν. Ἀλλὰ τὰ ὄνειρα μποροῦν ἐπίσης νὰ συμβοῦν καὶ σὲ εἰδωλολάτρες ἢ ὅταν ἀναζητοῦνται καὶ ἑρμηνεύονται γιὰ λογαριασμό τους ἀπὸ κάποιον ποὺ ἐξυπηρετεῖ τὸ δικό του συμφέρον ἀντὶ τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀξία τοῦ ὀνείρου ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸ πρόσωπο ποὺ τὸ ἀναζητᾶ καὶ ἀπὸ τὸ πρόσωπο ποὺ τὸ ἑρμηνεύει. Μερικὲς φορὲς ὁ Θεὸς στέλνει ὄνειρα στοὺς ἄδικους, ὅπως ἐκεῖνοι τοῦ Ναβουχοδονόσωρ καὶ τοῦ Φαραώ, ὥστε οἱ ὑπηρέτες τοῦ Θεοῦ νὰ ἐκδηλώνουν τὴ σοφία τους. Ἔτσι εἶναι καθῆκον ἐκείνων ποὺ ἔχουν τὸ λόγο τοῦ Κυρίου νὰ ἐξηγήσουν τὰ ὄνειρά τους[5]. Αὐτὴ ἡ ἔννοια ὅμως δὲν μπορεῖ νὰ ἀναζητηθεῖ κάτω ἀπὸ παγανιστικὲς πρακτικές. Σχολιάζοντας τὸν Ἠσαΐα (65: 4), ὁ Ἱερὸς Πατὴρ ἀκολουθεῖ μαζὶ μὲ τὸν προφήτη καταδικάζοντας τοὺς ἀνθρώπους ποὺ «κάθονται στοὺς τάφους καὶ τοὺς ναοὺς τῶν εἰδώλων ὅπου εἶναι συνηθισμένοι νὰ ἐκτείνονται στὰ δέρματα τῶν θυσιασμένων ζώων, γιὰ νὰ γνωρίσουν τὸ μέλλον μὲ τὸ ὄνειρο, καὶ περισσότερο ὄνειρα μὲ ἀπειλὲς ποὺ ἐξακολουθοῦν νὰ ἀσκοῦνται σήμερα στοὺς ναοὺς τοῦ Ἀσκληπιοῦ». Στὴν Ἑρμηνεία τους ὅμως στὴν πρὸς Γαλάτας Ἐπιστολὴ ἀναφέρεται εἰδικά τό ὄνειρο στὸ δέκατο ἕκτο κεφάλαιο τῶν Πράξεων, στὸ ὁποῖο ὁ Παῦλος «ἔλαβε τὸ ἀληθινὸ φῶς» (lucam vero )[6]. Τέλος στὴν διδασκαλία τοῦ Ἱερωνύμου δὲν διακρίνεται καθόλου τὸ ὄνειρο ἀπὸ τὸ ὅραμα, ἀλλὰ τὰ ταυτίζει πολλὲς φορὲς καὶ τὰ δύο.
[1] Tertullian, De Anima, 45.1:“ Tenemur hic de somniis quoque Christianam sententiam expromere, ut de accidentibus somni et non modicis iactationibus animae, quam ediximus negotiosam et exercitam semper ex perpetuitate motationis, quod diuinitatis et immortalitatis est ratio. Igitur cum quies corporibus euenit, quorum solacium proprium est, uacans illa a solacio alieno non quiescit et, si caret opera membrorum corporalium, suis utitur Concipe gladiatorem sine armis uel aurigam sine curriculis, gesticulantes omnem habitum artis suae atque conatum: pugnatur, certatur, sed uacua iactatio est. Nihilominus tamen fieri uidentur quae fieri tamen non uidentur; actu enim fiunt, effectu uero non fiunt. Hanc uim ecstasin dicimus, excessum sensus et amentiae instar. Sic et in primordio somnus cum ecstasi dedicatus: et misit deus ecstasin in Adam et dormiit. Somnus enim corpori prouenit in quietem, ecstasis animae accessit aduersus quietem, et inde iam forma somnum ecstasi miscens et natura de forma. Denique et oblectamur et contristamur et conterremur in somniis, quam affecte et anxie, passibiliter, cum in nullo permoueremur, a uacuis scilicet imaginibus, si compotes somniaremus. Denique et bona facta gratuita sunt in somnis et delicta secura; non magis enim ob stupri uisionem damnabimur quam ob martyrii coronabimur. Et quomodo, inquis, memor est somniorum anima, scilicet quam compotem esse non licet? Hoc erit proprietas amentiae huius, quia non fit ex corruptela bonae ualetudinis, sed ex ratione naturae; nec enim exterminat, sed auocat mentem. Aliud est concutere, aliud mouere, aliud euertere, aliud agitare. Igitur quod memoria suppetit, sanitas mentis est; quod sanitas mentis salua memoria stupet, amentiae genus est. Ideoque non dicimur furere, sed somniare; ideo et prudentes, si quando, sumus. Sapere enim nostrum licet obumbretur, non tamen extinguitur, nisi quod et ipsum potest uideri uacare tunc, ecstasin autem hoc quoque operari de suo proprio, ut sic nobis sapientiae imagines inferat, quemadmodum et erroris».
[2] Tertullian, De Anima, 45.1
[3] De Trinitate, XI, 4.7.
[4] Ἐξομολογήσεις, ΙΙΙ. 19, V. 17, VI 23, VIII 30
[5] S. Eusebii Hieronymi, Commentariorum στο Jeremiam Prophetam, IV 23.
[6] Commentariorum στό Ἐπιστολάμα ad Galatos , 11.