“Εὐάρεστος Θεῷ γενόμενος, ἠγαπήθη, καὶ ζῶν μεταξὺ ἁμαρτωλῶν, μετετέθη. Ἡρπάγη, μὴ κακία ἀλλάξῃ σύνεσιν αὐτοῦ, ἢ δόλος ἀπατήσῃ ψυχὴν αὐτοῦ. Τελειωθεὶς ἐν ὀλίγῳ, ἐπλήρωσε χρόνους μακρούς”. Το απόσπασμα αυτό μας αναφέρει εν ολίγης πως ο δίκαιος άνθρωπος, επειδή ευχαρίστησε με τη ζωή του τον Θεό, αγαπήθηκε από Αυτόν και επειδή ζούσε εδώ μεταξύ αμαρτωλών μετατέθηκε στην άλλη ζωή. Τον άρπαξε ο Θεός για να μην μεταβάλλει τη σύνεση του, η κακία του κόσμου και για να μην αποκτήσει η ψυχή του δολιότητα. Ο δίκαιος αφού τελειοποιήθηκε, μέσα σε λίγο χρόνο συμπλήρωσε έτσι πολλά έτη ενάρετης ζωής. Ο θάνατος ενός ανθρώπου είναι πράγματι φοβερή δοκιμασία για όποιον την έχει βιώσει. Θλίψη, πόνος, οδύνη, στεναχώρια διακατέχουν τα πρόσωπα τα οποία μένουν πίσω. Πώς όμως θα παρηγορηθούν; Πώς και με ποιόν τρόπο θα μετριάσει κάποιος τον ψυχικό αυτό πόνο;
Στον κόσμο αυτό δεν πλαστήκαμε για να ζήσουμε αιώνια κάποια στιγμή θα φύγουμε κι εμείς από τον μάταιο τούτο κόσμο. Στις καρδιές των οικείων όμως αιωρείται ένα γιατί; Έτσι πέφτουμε σε σφάλμα, το γιατί μπορούμε να το απευθύνουμε στον συνάνθρωπο μας που είναι όμοιος και αμαρτωλός σαν εμάς και όχι στον Πάνσοφο και Παντοδύναμο Δημιουργό μας. Το ερώτημα όμως παραμένει γιατί ο θεός επιτρέπει το θάνατο και δεν τον εμποδίζει; Σε αυτό το γιατί του θανάτου ανθρωπίνως θα μπορούσαμε να πούμε ότι φαίνεται η φιλανθρωπία του Θεού. Όπου ο Θεός βάζει τελεία εμείς δεν πρέπει να βάζουμε ερωτηματικά. Δεχόμαστε αυτό που έγινε εκφράζοντας συγχρόνως τις ευχαριστίες μας διότι γνωρίζουμε πως ο φιλεύσπλαχνος Θεός παίρνει τον καθένα μας, όταν η πνευματική του ανέλιξη έχει φθάσει στο μέγιστο ύψος που αυτός μπορεί, ή όταν αυτός από κει και πέρα μόνο θα κατρακυλά και θα μεγιστοποιεί συνεχώς την επώδυνη θέση του στη βασιλεία του Θεού.
Για σένα αδελφέ που πενθείς γιατί κάποιο μέλος της οικογένειας σου μετατέθηκε στην άλλη ζωή η μόνη παρηγοριά μπορεί να βρεθεί κοντά στον Θεό. Ναι άνθρωποι είμαστε θα λυπηθούμε, θα πενθήσουμε, ακόμη και ο Κύριος μας μπροστά τον τάφο του αγαπημένου του φίλου Λαζάρου δάκρυσε. Δεν θα πενθήσουμε «καθώς και οι λοιποί οι μη έχοντες ελπίδα» που θρηνούν, φωνάζουν, σκίζουν τα ρούχα τους και ενεργούν σαν υστερικοί. Ως χριστιανοί γνωρίζουμε ότι ο Χριστός «ἀπέθανεν καὶ ἀνέστη» και εμείς με την σειρά μας θα αναστηθούμε διότι ο θάνατος είναι ένας προσωρινός ύπνος και τίποτα παραπάνω. Κυρίως όμως δεν πρέπει να σταθούμε μόνο στο πένθος αλλά με τα μνημόσυνα, τις προσευχές και τις ελεημοσύνες να προσπαθούμε να ωφελήσουμε τον κεκοιμημένο αδελφό μας. Ακόμη για όσους πιστεύουν ότι είναι μόνοι ας γνωρίζουν καλά ότι την θέση του εκλιπόντος προσώπου την καταλαμβάνει ο Θεός. Η χηρεία είναι μια κλήση για μια ζωή αφιερωμένη περισσότερο στο Θεό και στον συνάνθρωπο, είναι ισότιμη και ισάξια με την παρθενία, δεν μας την έδωσε ο Θεός σαν τιμωρία αλλά αποτελεί εύνοια και ιδιαίτερη τιμή. Είναι ένα μαρτύριο δόξας και θριάμβου.
Δύσκολο να απευθύνεις λόγο σε κάποιον που πενθεί το αγαπημένο του πρόσωπο, και μόνο η σκέψη ότι δεν θα το ξαναδείς σε συνθλίβει. Παρηγορείσαι με τον να επισκέπτεσαι τον τάφο, να τον καθαρίζεις, να πηγαίνεις λουλούδια και να φωνάζεις τον ιερέα να κάνει ένα τρισάγιο. Ανακουφίζεσαι για λίγο και ύστερα όλα πάλι από την αρχή. Εσύ αδελφέ που πενθείς θα παρηγορηθείς μόνο αν πιστέψεις ειλικρινά και στηρίξεις τις ελπίδες σου στον Θεό, γιατί μακριά από τον Θεό είναι αδύνατο να βρεις την παρηγοριά σου. Όπως αναφέρει και ο Μέγας Βασίλειος απευθυνόμενος σε ένα φίλο του ο οποίος πενθούσε: «το πρόσταγμα του Θεού λέγει ότι εμείς που πιστεύουμε στο Χριστό δεν πρέπει να λυπόμαστε για τους αδελφούς μας που φεύγουν από την πρόσκαιρη αυτή ζωή γιατί ελπίζουμε στην Ανάσταση. Για την υπομονή δε που θα δείξουμε να είμαστε βέβαιοι ότι μεγάλα στέφανα επιφυλάσσονται από τον μισθαποδότη Θεό.
της Μαρίας Χατζησταμάτη