Aρχιμ. Αλεξίου Ιστρατόγλου Ανχη (ΣΙ)
Στρατιωτικού Ιερέως Αρχηγείου Στόλου – Ναυστάθμου Σαλαμίνας
Καθώς φυλλομετρούμε ένα-ένα τα έγγραφα της περιόδου 1837-1853, διαπιστώνουμε ότι βρισκόμαστε μπροστά σε έναν ιστορικό-πνευματικό θησαυρό, που είναι καλό να τον αξιοποιήσουμε και να διδαχθούμε από αυτόν, παίρνοντας μηνύματα και εφόδια για την δική μας εποχή και την πορεία μας, μέσα στην σύγχρονη πραγματικότητα. Ο θησαυρός αυτός, μας αποκαλύπτει ένα μέρος της θρησκευτικότητας της εποχής, αλλά και την επιθυμία από την πλευρά της Ηγεσίας του Στρατού, της συνεχούς παρουσίας του Στρατιωτικού Ιερέως, μέσα στο χώρο αυτό, όπως και άλλες φορές έχουμε επισημάνει.
Μέσα από την παρουσία του Ιερέως στο χώρο του Στρατού, βλέπουμε μια δυναμική και ουσιαστική παρουσία και προσφορά, που από πολύ νωρίς αξιολογήθηκε και εκτιμήθηκε θετικά. Αυτό το θυσιαστικό φρόνημα που χαρακτήριζε τους Ιερείς που έχουμε αναφέρει και θα αναφέρουμε στη συνέχεια, πήγαζε μέσα από την αγάπη, μια αγάπη χωρίς όρια, μια αγάπη που δεν τελειώνει και όταν πάει να τελειώσει ξαναρχίζει, παίρνοντας δύναμη από την δύναμη του Σταυρού.
Η παρουσία του Ιερέως, θύμιζε και θυμίζει, μια λαμπάδα που φωτίζει, αλλά και καίγεται ταυτόχρονα. Μια λαμπάδα που σκορπίζει φως, που προσφέρει τη σιγουριά και τη βεβαιότητα. Μια λαμπάδα που αντανακλά το φως του Χριστού, τη χαρά της αναστάσεως, την ελπίδα του αύριο για κάτι καλύτερο. Από την άλλη όμως αυτή η λαμπάδα, σβήνει σιγά-σιγά, λιώνει, έχοντας όμως επιτελέσει το έργο της, δηλαδή να προσφέρει το φως στους έχοντας ανάγκη.
Η μορφή και η παρουσία του Ιερέως, προσφέρει μια ασφάλεια, μια σιγουριά, κατά τα λόγια ενός απλού στρατιώτου, κάποτε προς έναν Ιερέα, που του είπε: «Όταν σας βλέπουμε με αυτή την στολή, νοιώθουμε το ράσο να μας εμπνέει, να μας αγκαλιάζει και να μας βάζει κάτω από τις φτερούγες του. Μας θυμίζει ουρανό, μυρίζει παράδεισο, μοσχοβολά αγιότητα». Λόγια ανώνυμα, όμως απλά, αγνά, καρδιακά και πολύ ζεστά, δείχνοντας το σεβασμό, την αγάπη και την πίστη, ενός νέου ανθρώπου.
Τα παραπάνω που αναφέραμε, αποτυπώνονται με πολύ απλές λέξεις και πολύ σύντομα, μέσα σε ένα έγγραφο του Φρουραρχείου Ρίου-Αντιρρίου, στις 23 Αυγούστου 1848, με το οποίο αναφέρει, ότι ο εκτελών χρέη Ιερέως της Φρουράς, Γεώργιος Αντωνίου, «εξακολουθεί μέχρι σήμερον εκπληρών ταύτα αρκούντως ως και μετά ζήλου ώστε το Φρουραρχείον δεν έχει λόγον τινα, να αναφέρει κατ’ αυτού».
Πριν από το ανωτέρω έγγραφο, είχε προηγηθεί ένα άλλο από το Φρουραρ- χείο του Ρίου-Αντιρρίου, στις 4 Αυγούστου 1848, στο οποίο ανέφερε και για έναν άλλον Ιερέα που υπηρετούσε εκεί, ονόματι Μιχαήλ Ανδρέου, τονίζοντας ότι δεν γνώριζε τους λόγους που το Υπουργείο των Στρατιωτικών, των έπαυσε, με το υπ’ αριθμόν 3581 έγγραφό του. Νωρίτερα ο Ιερέας Ανδρέου με αναφορά του, στις 21 Ιουλίου 1848, ζητούσε να ακυρωθεί η παύση του από τα καθήκοντά του.
Στις 7 Αυγούστου 1848, το Φρουραρχείο της Ναυπλίας, αποστέλλει σχετική αλληλογραφία προς το Υπουργείο των Στρατιωτικών, σχετικά με την ορκωμοσία ενός νέου Ιερέως και την ένταξη του στη Φρουρά του Ναυπλίου, του Ιερομονάχου Στεφάνου Σολίτη. Η ορκωμοσία έγινε στις 7 Αυγούστου 1848, ημέρα Σάββατο, στις 9 το πρωί, στο Φρουραρχείο της Ναυπλίας, ενώπιον του υποφρουράρχου κ. Νικολάου Χατηριάδη, Συνταγματάρχου. Το πρωτόκολλο με τον όρκο που έδωσε ο Ιερομόναχος Στέφανος, το υπογράφει ο Ιερέας, ο Συνταγματάρχης, ένας Υπολοχαγός και θεωρήθηκε από το Φρουραρχείο. Τον όρκο τον οποίον έδωσε ο νεοπροσληφθείς Ιερέας και τον οποίο τον συναντούμε για πρώτη φορά, ήταν ο εξής, όπως αυτός γράφεται στο πρακτικό της ορκωμοσίας:
«Ορκίζομαι να φυλάξω πίστην εις την πατρίδαν και εις τον Βασιλέα υπακοήν εις το Σύνταγμα τηρών ακριβώς και απαρασαλεύτως τους όρους αυτού και τους Νόμους του Βασιλείου ως διαχρίζων ευσυνηδότως στην εμπιστευθήσαν μοι υπηρεσίαν».
Μέσα από το ανωτέρω έγγραφο, για πρώτη φορά συναντούμε ορκωμοσία Στρατιωτικού Ιερέως, αλλά και τον όρκο τον οποίο έδωσε, ενώπιον της Στρατιωτικής Αρχής του τόπου και της Φρουράς στην οποία ανήκε και εκεί θα υπηρετούσε. Για πρώτη φορά βλέπουμε έναν Ιερέα που έχει και την ιδιότητα του Στρατιωτικού, να ακολουθεί την ίδια πορεία και τακτική με τους λοιπούς Αξιωματικούς και στην ορκωμοσία του, προκειμένου να ενταχθεί στο Σώμα. Βεβαίως για το θέμα του όρκου, υπάρχουν αλληλοσυγκρουόμενες απόψεις. Εμείς δεν θα επεκταθούμε στο να ερμηνεύσουμε ή να τοποθετηθούμε απέναντι αυτών των απόψεων. Δεν είναι ο σκοπός και ο ρόλος μας να κάνουμε κάτι τέτοιο στο σημείο αυτό. Θα αρκεστούμε να αναφέρουμε πολύ σύντομα κάποιες μορφές όρκου μέσα από την ιστορία μας.
Στην αρχαιότητα συναντούμε τον όρκο τον οποίο έδιναν οι νέοι πολίτες κάθε πόλης-κράτους, είτε όταν ενηλικιώνονταν, είτε πριν από την έναρξη κάποιας μάχης. Οι Αθηναίοι, όταν γίνονταν 18 ετών, παρουσιάζονταν στην εκκλησία του δήμου στην Πνύκα, αναγράφονταν στους καταλόγους των πολιτών, τους χορηγούνταν ένα δόρυ και μια ασπίδα, και υπηρετούσαν για δύο χρόνια στρατιώτες, αφού έδιναν τον «Όρκο των Αθηναίων εφήβων», μπροστά από το ναό της Αγλαύρου. Επίσης έχει διασωθεί με τον λιτό τρόπο που χαρακτήριζε τους Σπαρτιάτες, ο όρκος των οποίον έδιναν, μεστός νοημάτων και περιεχομένου, καθώς επίσης και ο όρκος των Ελλήνων στις Πλαταιές, όπου διακρίνεται το ασυμβίβαστο του χαρακτήρα τους. Διαβάζοντας τους όρκους των ανωτέρω Ελληνικών πόλεων, μπορούμε να διαπιστώσουμε την αγάπη τους για την πατρίδα, για τα ιερά και τα όσια. Βλέπουμε την επιθυμία τους και το αγωνιστικό τους φρόνημα για να διατηρήσουν την ακεραιότητα της πόλης των, αλλά και την αξιοπρέπεια τους, απομακρύνοντας τον εχθρό.
Στη συνέχεια θα αναφέρουμε τον όρκο τον οποίο έδωσε το στρατιωτικό σώμα του Ιερού Λόχου. Ο Ιερός Λόχος ήταν στρατιωτικό σώμα που ιδρύθηκε από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη στη Φωξάνη, πόλη στα όρια της Μολδαβίας με τη Βλαχία, στα μέσα Μαρτίου του 1821 και συγκροτήθηκε από εθελοντές σπουδαστές των ελληνικών παροικιών της Μολδοβλαχίας και της Οδησσού, κυρίως. Ήταν η πρώτη οργανωμένη στρατιωτική μονάδα της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 και του ελληνικού στρατού γενικότερα. Ο Υψηλάντης πίστευε πως οι νεαροί αυτοί θα μπορούσαν να αποτελέσουν την ψυχή του στρατού του. Ο όρκος των οποίον έδιναν οι αποτελούντες το σώμα του Ιερού Λόχου ήταν ο εξής :«Ως Χριστιανός ορθόδοξος και υιός της ημετέρας Καθολικής Εκκλησίας, ορκίζομαι στο όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και της Αγίας Τριάδας να μείνω πιστός εις την Πατρίδα μου και εις την Θρησκείαν μου. Ορκίζομαι να ενωθώ με όλους τους αδελφούς μου Χριστιανούς δια την ελευθερίαν της Πατρίδος μας. Ορκίζομαι να χύσω και αυτήν την υστέραν ρανίδα του αίματός μου υπέρ της θρησκείας και Πατρίδος μου. Να αποθάνω μετά των αδελφών μου υπέρ της Ελευθερίας της Πατρίδος και της Θρησκείας μου. Να φονεύσω και αυτόν τον ίδιον τον αδελφόν μου, εάν τον εύρω προδότην της Πατρίδος μας. Να υποτάσσομαι στον υπέρ της Πατρίδος μου αρχηγόν. Να μη βλέψω εις τα όπισθέν μου, εάν δεν αποδιώξω τον εχθρόν της Πατρίδος και Θρησκείας μου. Να λάβω τα όπλα εις κάθε περίστασιν, ευθύς μόλις ακούσω ότι ο Αρχηγός μου εκστρατεύει κατά των τυράννων και να συγκαταφέρω άπαντας τους φίλους και γνωρίμους μου εις το να με ακολουθήσωσιν. Να βλέψω πάντοτε τους εχθρούς μου με μίσος και με περιφρόνησιν. Να μη παρατήσω τα όπλα προτού να ιδώ ελευθέραν την Πατρίδα μου και εξολοθρευμένους τους εχθρούς της. Να χύσω το αίμα μου, ίνα νικήσω τους εχθρούς της θρησκείας μου ή ν΄ αποθάνω ως μάρτυς δια τον Ιησού Χριστόν. Ορκίζομαι τέλος πάντων εις το της Θείας Μεταλήψεως φοβερόν Μυστήριον ότι θα υστερηθώ της Αγίας Κοινωνίας εις την τελευταία μου εκείνην ώρα, εάν δεν εκτελέσω απάσας τας υποσχέσεις, τας οποίας έδωσα ενώπιον της εικόνος του Κυρίου μας Ιησού Χριστού ».
Διαβάζοντας τον ανωτέρω όρκο, μπορούμε να διακρίνουμε την υπερβολική αγάπη για την πατρίδα και την θρησκεία. Μπορούμε να διακρίνουμε ότι για να δοθούν τέτοιοι όρκοι που μπορεί κάποιος πολύ εύκολα να πει ότι κρύβουν μίσος και εκδικητικότητα, να καταλάβουμε ότι είχε φτάσει ο καιρός, που οι Έλληνες, έπρεπε να αποτινάξουν από πάνω τους τον τουρκικό ζυγό, ένα ζυγό που τους κατέπνιγε και ήδη είχε φτάσει η κατάσταση στο απροχώρητο και έπρεπε να περάσουν από την κατάσταση της δουλείας, στην κατάσταση της ελευθερίας.
Κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας, είναι άξιον να σημειώσουμε και τον όρκο της Φιλικής Εταιρείας, τον οποίο έδιναν οι μυημένοι σε αυτήν. Ο όρκος τον οποίο έδιναν ήταν μακροσκελής, όπου και εκεί μπορούμε να διακρίνουμε την αγάπη την οποία είχαν προς την πατρίδα και τον αγώνα τον οποίο θα έδιναν για την ελευθερία της, έναν αγώνα που οδηγούσε μέχρι και τον θάνατο. Η πίστη τους στο Θεό, στη θρησκεία, αλλά και στην Εταιρεία στην οποία οικειοθελώς προσήλθαν, ήταν ο κινητήριος μοχλός για το εγχείρημα το οποίο ξεκινούσαν, για «της πατρίδος την ελευθερίαν».
Ο όρκος τελείωνε με τις ακόλουθες φράσεις: «…..Ορκιζόμεθα δε προ πάντων ότι μεταξύ ημών και των τυράννων της πατρίδος μας το πυρ και ο σίδηρος είναι τα μέσα της διαλλαγής και τίποτα άλλο. Εκ του εναντίου δε και ήθελεν αναιρέσωμεν την ιερότητα των χρεών μας κινούμενοι απο αισχροκέρδειαν τινά ή δειλίαν, ή άλλην οιαδήποτε αιτίαν, το όνομά μας να παραδίνεται εις το αιώνιον ανάθεμα και εις την κατάρα των ομογενών μας, το αίμα μας να χυθή ως χύνεται αυτήν την στιγμήν ο οίνος ούτος, το δε σώμα μας μή αξιούμενον ταφής να γίνη βορρά των θηρίων και των ορνέων».
Λόγια βαριά και σκληρά τα τελευταία. Λόγια που μπορούν να δεχθούν πολλά σχόλια θετικά και αρνητικά, καλοπροαίρετα ή και κακοπροαίρετα. Πέρα από την σκληρότητα των λόγων και των εκφράσεων, πιστεύω ότι, ότι είχε ειπωθεί ή γραφτεί, είχε βγει μέσα από την καρδιά τους. Είχε βγει μέσα από μια καρδιά που είχε πονέσει πολύ, που είχε υποφέρει πολύ, που δεν είχε πλέον αίμα, αφού καθημερινά το ρουφούσε με τον πιο απεχθή τρόπο ο τύραννος. Μια καρδιά που έβλεπε τα παιδιά της να χάνονται. Έβλεπε μια χώρα να στενάζει κάτω από την κακία του εχθρού, που δεν έχανε ευκαιρία κάθε φορά να εκφράζει με τον πιο απάνθρωπο τρόπο τα συναισθήματά του, για τους υπόδουλους Έλληνες, που αυτοί όμως καρτερικά με σκυμμένο το κεφάλι, αλλά με αδούλωτο φρόνημα, ανέμεναν να περάσουν από την κατάσταση του Σταυρού στην Ανάσταση.
Η επίκληση του ονόματος του Θεού και η τιμωρία από αυτόν, σε περίπτωση παραβίασης ή αθέτησης του όρκου, μπορεί να αποτελεί καταστρατήγηση της εντολής του Κυρίου: «μη ομόσαι όλως», όμως για αυτούς, σε εκείνη τη δύσκολη περίοδο και κατάσταση την οποία βίωναν, ήταν το ασφαλέστατο μέσο, για να εξασφαλίσουν την αξιοπιστία και την προσήλωσή των μυημένων στο σκοπό και στο στόχο τους, χωρίς παρεκκλίσεις και σε καμία περίπτωση χωρίς κρούσματα προδοσίας, εξαιτίας πολλών παραγόντων, που θα είχαν ολέθριες συνέπειες στην πορεία και στην εξέλιξη του αγώνα.
Συνεχίζεται {30}