Aρχιμ. Αλεξίου Ιστρατόγλου Ανχη (ΣΙ)
Στρατιωτικού Ιερέως Αρχηγείου Στόλου – Ναυστάθμου Σαλαμίνας
Κάθε φορά που ανατρέχουμε στα Γενικά Αρχεία του Κράτους, για να συλλέξουμε τις πληροφορίες και τα στοιχεία τα οποία παρουσιάζουμε, βρισκόμαστε μπροστά σε καινούρια ονόματα, πρόσωπα, γεγονότα και καταστάσεις. Καλούμαστε πολλές φορές διαβάζοντας κάποια πράγματα να τα ερμηνεύσουμε ή να τα εξηγήσουμε, κάτι που είναι πολύ δύσκολο, ακόμα και αν γνωρίζουμε τις συνθήκες και τις ιδιαιτερότητες της εποχής που εξετάζουμε. Άλλες φορές πάλι έχουμε επισημάνει, ότι ένα απλό χαρτί, δεν μιλάει, δεν βοηθάει στο να πάρουμε απαντήσεις στις ερωτήσεις μας, δεν μας βγάζει από τα αδιέξοδα στα οποία ενδεχομένως να έχουμε οδηγηθεί και βεβαίως δεν ρίχνει άπλετο φως στις υποθέσεις που καλούμαστε να παρουσιάσουμε.
Σε ένα χαρτί διαβάζουμε κάποια πράγματα, κάποιες απόψεις, σκέψεις ή και αποφάσεις, που μπορεί να είναι σωστές ή και λανθασμένες, που μπορεί να αδικούν κάποια πρόσωπα ή να τα δικαιώνουν, αλλά μένουμε μόνο σε αυτά που διαβάζουμε. Υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε πολλές, όταν τα πράγματα δεν είναι ξεκαθαρισμένα, για το τι πραγματικά συμβαίνει και εδώ μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τη φράση που λέει απλά ο λαός μας: «ένας Θεός και μόνο ξέρει» για το τι ισχύει και ποιος φταίει ή δεν φταίει και τι ισχύει τελικά και τι δεν ισχύει
Κάναμε αυτή την εισαγωγή, διότι καθώς φυλλομετρούσαμε τα έγγραφα στο φάκελο τον οποίο εξετάζουμε, βρεθήκαμε μπροστά σε ένα έγγραφο, με ημερομηνία 6 Φεβρουαρίου 1848, το οποίο αποστέλλει το Ι΄ Τάγμα, σχετικά με τον Ιερέα που υπηρετεί εκεί, ονόματι Αγαπάκη Παναγιώτη και ο οποίος με την εν γένει συμπεριφορά του σκανδαλίζει και έχει συνεχείς διενέξεις με διαφόρους Αξιωματικούς. Παρά τις συστάσεις που του έγιναν, συνέχιζε να έχει την ίδια στάση και να ακολουθεί την ίδια τακτική, δημιουργώντας πολλά και νέα προβλήματα. Η στάση του Ιερέως όπως σκιαγραφείται στο εν λόγω έγγραφο, αντί να καλυτερεύει, χειροτέρευε, με αποτέλεσμα να μετατεθεί στη Φρουρά Νεοκάστρου, όπου και εκεί τα πράγματα δεν ήταν καλύτερα, αφού ο Ιερέας συνέχισε την ίδια τακτική.
Στις 5 Μαρτίου 1848, το Υπουργείο Στρατιωτικών, αποστέλλει επιστολή πλέον προς τον ίδιο τον Βασιλέα, σχετικά με τον Ιερέα της Φρουράς Νεοκάστρου, όπου ζητεί να απολυθεί ο εν λόγω Ιερέας από τις τάξεις του Στρατού, μια πρόταση πάρα πολύ σκληρή και όχι και τόσο ωραία για το σώμα των Στρατιωτικών Ιερέων. Δεν γνωρίζουμε τι έγινε τελικά με τον Ιερέα Αγαπάκη, δηλαδή αν απολύθηκε ή παρέμεινε στις τάξεις του Στρατού, εάν τιμωρήθηκε ή αν του έγιναν μόνο συστάσεις, όπου τελικά να συμμορφώθηκε και να άλλαξε τακτική. Πιστεύουμε όμως ότι η σχετική αλληλογραφία θα διακινήθηκε κανονικά και ενδεχομένως να έλαβε θέση και η Ιερά Σύνοδος, αφού πρόκειται για Ιερέα και για οποιοδήποτε θέμα και αν κατηγορείτο, έπρεπε να λάβει θέση, διότι θα είχε το θέμα αυτό και πνευματική διάσταση και προέκταση.
Η πρόταση αυτή όπως είπαμε και πιο πάνω ήταν πάρα πολύ σκληρή, αλλά δεν μπορούμε να βρούμε τα κίνητρα που οδήγησαν στο να γραφτεί κάτι τέτοιο και να ζητηθεί μάλιστα από τον ίδιο τον Βασιλέα. Η αλληλογραφία είναι ελλιπής και δεν μπορούμε να δώσουμε περισσότερα στοιχεία. Δεν υπάρχει καμία έγγραφη απολογία του Ιερέως, δεν αναφέρεται πουθενά ότι κλήθηκε σε απολογία. Ότι συμπεράσματα μπορεί να βγάλει κανείς ή τις οποιεσδήποτε υποθέσεις θελήσει να κάνει, βγαίνουν μόνο μέσα από τα δύο αυτά έγγραφα τα οποία αναφέραμε, αλλά όμως δεν είναι ξεκάθαρα και διάφανα.
Στο σημείο αυτό θα παρουσιάσουμε μια άλλη περίπτωση Στρατιωτικού Ιερέως, όπου και εκεί υπάρχουν πολλά ερωτηματικά και από την πλευρά του Ιερέως, αλλά και από την πλευρά την Στρατιωτική και θα γυρίσουμε δύο χρόνια πίσω, μέσα από την κατάθεση τεσσάρων αναφορών, σε διαφορετικές χρονικές περιόδους. Ο Αρχιμανδρίτης Δημήτριος Ζώτος, που ήταν Ιερέας στο 5ο και 6ο Ελαφρό Τάγμα Οροφυλακής, στις 11 & 12 Οκτωβρίου 1846, αποστέλλει αναφορά προς την Διοίκηση του 5ου Ελαφρού Τάγματος, σχετικά με ένα υπηρεσιακό του θέμα, που θα αναφέρουμε. Στις 20 Ιανουαρίου 1847, αποστέλλει επιστολή προς τον Βασιλέα και στις 30 Ιανουαρίου 1847, αποστέλλει επιστολή προς τον Υπουργό των Στρατιωτικών.
Και στις τέσσερις αυτές αναφορές, ο εν λόγω Ιερέας απευθύνεται αναλόγως και αναφέρει υπηρεσιακά προβλήματα τα οποία αντιμετώπιζε κατά τη διάρκεια της ποιμαντικής του διακονίας. Ο Αρχιμανδρίτης Ζώτος υπηρετούσε στο 5ο και 6ο Ελαφρό Τάγμα Οροφυλακής, που βρίσκεται στο Καραβασαρά. Έτσι στις 11 Οκτωβρίου 1846, αποστέλλει αναφορά προς τον Διοικητή του 5ου Ελαφρού Τάγματος, με την οποία ζητά να μετατεθεί στο 7ο και 8ο Ελαφρό Τάγμα και ο Ιερέας που υπηρετεί εκεί, να μετατεθεί στο δικό του Τάγμα, αφού υπάρχει και η δική του συγκατάθεση και επιθυμία και κάτι τέτοιο θα εξυπηρετήσει αμφότερες τις πλευρές.
Η αναφορά του αυτή όμως επιστρέφεται πίσω, από τον Διοικητή, διότι: α. δεν τον γνωρίζει προσωπικά β. Η αναφορά του δεν έχει αριθμό πρωτοκόλλου γ. πρέπει να υποβληθεί ιεραρχικά και όχι απευθείας, όπως έπραξε ο Ιερέας και δ. για να προωθηθεί η αναφορά του περί μεταθέσεως, «απαιτείται να διαλαμβάνη το αίτιον». Την επόμενη ημέρα ο Αρχιμανδρίτης Δημήτριος, αποστέλλει νέα αναφορά, που προφανώς θα είχε τα παραπάνω στοιχεία που είχε επισημάνει ο Διοικητής, ότι απουσίαζαν από μια στρατιωτική αναφορά και πλέον γίνεται πιο συγκεκριμένος, σχετικά με το αίτημά του. Αναφέρει ότι το έργο το οποίο επιτελεί, το επιτελεί με ευσυνειδησία και υπευθυνότητα, ακολουθώντας τις οδηγίες της Ιεράς Συνόδου ως κανονικός Ιερέας της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας και αναγνωρίζει ως ανωτάτη αρχή τον Βασιλέα. Τελειώνοντας την αναφορά του, αναφέρει τα εξής : « μη υποφέρων να βλέπω εμαυτόν ενταύθα προσβεβλημένον παρακαλώ να διαβιβασθή η παρούσα μου προς το Σ. Υπουργείον των Στρατιωτικών».
Μέχρι να φτάσουμε στην τρίτη επιστολή, την οποία αποστέλλει προς τον Βασιλέα, θα δούμε στις 19 Οκτωβρίου 1846, μια νέα αναφορά, με την οποία αναφέρει ότι δεν μπορεί να ξαναπάει στο Αγρίνιο προς εκπλήρωση των θρησκευτικών του χρεών, προβάλλοντας κάποιους λόγους, μεταξύ αυτών ότι δεν υπάρχουν τα σκεύη και τα λοιπά βιβλία που απαιτούνται, για τις ιεροπραξίες. Και η αναφορά αυτή επιστέφεται και θα μπορούσαμε να πούμε ότι χαρακτηρίζεται ως απαράδεκτη, αφού σημειώνεται ότι δεν ισχύουν όσα αναγράφονται σε αυτή.
Πριν από όλες αυτές τις αναφορές, ο εν λόγω Ιερέας είχε στείλει μια επιστολή στις 8 Δεκεμβρίου 1845, προς την Διοίκηση του 5ου Ελαφρού Τάγματος και το θέμα ήταν η χορήγηση οδοιπορικών εξόδων. Μετά από τρεις μήνες και συγκεκριμένα στις 31 Μαρτίου 1846, με έγγραφο του Υπουργού των Στρατιωτικών, προς την Διοίκηση του 5ου Ελαφρού Τάγματος, γνωρίζεται ότι ο Ιερέας Δημήτριος Ζώτος, μπορεί να πηγαίνει στο 6ο Τάγμα και τις άγιες ημέρες, προφανώς τα Χριστούγεννα και το Πάσχα και να του χορηγούνται τα οδοιπορικά έξοδα που θα καταβάλλει, όπως ορίζει ο οικονομικός επιθεωρητής του 5ου και 6Ου Τάγματος της Οροφυλακής.
Πριν προχωρήσουμε στις άλλες αναφορές του Ιερέως και πιο συγκεκριμένα σε αυτή που απευθύνεται προς τον Βασιλέα, είναι καλό στο σημείο αυτό να επισημάνουμε, ότι προβλήματα υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν, παντού και πάντα, ακόμα και μέσα στην Εκκλησία και στους λειτουργούς Της. Τα προβλήματα όμως όλα λύνονται, μέσα από την καλή διάθεση και των δύο πλευρών και μέσα από το πνεύμα της ενότητας που πρέπει να κυριαρχεί. Ο Ιερέας αυτό το έργο και την αποστολή έχει, να ενώνει τους ανθρώπους και να αποκαθιστά την ησυχία, την τάξη και την γαλήνη στις ψυχές αυτών. Ακόμα και αν ο ίδιος αδικείται, ακόμα και αν συκοφαντείται και πολεμείται, καλείται να αποτελεί το συνδετικό κρίκο των ανθρώπων και να δίνει το παράδειγμα του καλού ποιμένος, που έχει χρέος να διαφυλάξει το ποίμνιό του από τους κινδύνους και τους εχθρούς και να «ενώσει τα διεστώτα».
Ο Ιερέας δεν είναι ένας κήρυκας μιας ανθρώπινης θεωρίας, ή κάποιου φιλοσοφικού, ιδεολογικού ή πολιτικού συστήματος. Ο Ιερέας διδάσκει, όπως ομολογεί ο Απόστολος Παύλος, στην Α΄ προς Κορινθίους επιστολή του: «σοφίαν Θεού εν μυστηρίω την αποκεκρυμμένην». Αποκαλύπτει στους ανθρώπους το μυστήριο της σωτηρίας. Η προτροπή του Κυρίου προς τον Απόστολο Πέτρο: «ποίμαινε τα πρόβατά μου» και «βόσκε τα αρνία μου», είναι μια πρόκληση προς κάθε Ιερέα σε κάθε εποχή, χωρίς διακρίσεις και εξαιρέσεις.
Ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος τονίζει ότι: «άνευ κόπων και πόνων πολλών και ιδρώτων, βίας τε και στενοχωρίας και θλίψεως ουδείς διήλθε τον σκοτασμόν της ιδίας αυτού ψυχής, ουδέ το φως του Παναγίου Πνεύματος εθεάσατο». Διαβάζοντας αυτό, σε συνάρτηση με όλα τα παραπάνω που αναφέραμε, είναι καλό να πούμε ότι όλοι μας πρέπει να κάνουμε τον αγώνα μας, για να πετύχουμε τη θέα του ακτίστου φωτός. Θα πρέπει να αφήσουμε στην άκρη τις μικρότητες, τα πάθη, τα ελαττώματα και τις αδυναμίες μας, που δεν μας αφήνουν να δούμε το πρόσωπο του άλλου, το πρόσωπο του Θεού, αλλά ούτε και το πρόσωπο το δικό μας, μέσα από τον καθρέπτη της ψυχής.
Μέσα στις μικρότητες της καθημερινότητας, καλούμαστε να δίνουμε άλλοτε απλές και σύντομες μάχες και άλλοτε σύνθετες και μακροχρόνιες, προκειμένου να πετύχουμε το σκοπό και το στόχο μας, που είναι η Βασιλεία του Θεού. Αυτό ας ευχηθούμε και να μας αναπαύσει ψυχικά, ότι έκαναν και οι Ιερείς που αναφέραμε και μέσα από τις αδυναμίες τις οποίες κουβαλάει ο κάθε άνθρωπος, τελικά να λυτρώθηκαν, μέσα από τον κυκεώνα, τόσο της γραφειοκρατίας της εποχής, αλλά και της συκοφαντίας, που μπορεί να δέχτηκαν, αλλά και να έσωσαν με την Ιεροσύνη τους, το ποίμνιο που τους εμπιστεύθηκε η Αγία μας Εκκλησία, οδηγώντας με ασφάλεια στην κιβωτό της σωτηρίας, τα λογικά πρόβατα της Μιας, Αγίας, Αποστολικής, Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Συνεχίζεται {27}