Τού σεβ. μητρ. Περγάμου Ιωάννη Ζηζιούλα
Με πολλή χαρά συμμετέχω στη σειρά τών ομιλιών που διοργανώνει το Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνώντού Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών. Σ’ αυτή τη σειρά η οποία παρουσιάζει πραγματικά ιδιαίτερο ενδιαφέρον, όχι μόνο για τη σπουδή τής Βυζαντινής Ιστορίας και τού Πολιτισμού, αλλά και για τη σημασία τού πολιτισμού αυτού για τον σύγχρονο κόσμο.
Σε μια εποχή έξαρσης τής οικολογικής κρίσεως, όπως είναι η σημερινή, είναι εύλογο να διερωτηθούμε, ιδιαίτερα εμείς οι Ορθόδοξοι, τι έχει να μας διδάξει η παράδοσή μας, όπως αυτή διαμορφώθηκε μάλιστα από τους πατέρες τής Εκκλησίας μας, για τη σχέση τού ανθρώπου με το φυσικό του περιβάλλον. Έτσι, η μελέτη και τής Βυζαντινής περιόδου τής ιστορίας μας, παύει να είναι θέμα περιέργειας ή συσσώρευσης γνώσεων και αποκτά ιδιαίτερη υπαρξιακή σημασία.
Το Βυζάντιο δεν είναι για εμάς τους Ορθοδόξους Έλληνες, άσχετο με τη σημερινή ζωή μας. Το κουβαλάμε διαχρονικά μέσα μας, δια μέσου τής Εκκλησίας, τών αγίων και τών εικόνων της, τής λατρείας της, και μάλιστα τής Θείας Λειτουργίας, τού Μοναχισμού και τού ασκητικού του ήθους. Με όλα αυτά το Βυζάντιο είναι για εμάς μέρος τής ταυτότητάς μας, όσο και αν τα Δυτικά ρεύματα εισέβαλαν ορμητικά τα παλαιότερα χρόνια, δημιουργώντας στους Νεοέλληνες βαθύ συνειδησιακό και πολιτισμικό διχασμό, από τον οποίο υποφέρουμε και θα υποφέρουμε ακόμη για πολύ.
Μεταξύ εκείνων που επέδρασαν βαθύτατα στη διαμόρφωση τής Θεολογικής αλλά και τής φιλοσοφικής σκέψεως στη Βυζαντινή περίοδο, διακρίνεται ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής. Γεννημένος περί το 580 μ.Χ. στην Κωνσταντινούπολη, σε μια οικογένεια μεγάλης επιρροής στην αυτοκρατορική αυλή, είχε την ευκαιρία να επιδοθεί σε ευρύτατες σπουδές, ιδιαίτερα φιλοσοφία και τη ρητορική, μέχρις ότου ο αυτοκράτορας Ηράκλειος τον προσέλαβε στην αυλή του ως ένα είδος προσωπικού Γραμματέως τού κράτους. Χωρίς να διαρρήξει τους δεσμούς του με την αυτοκρατορική αυλή, εγκατέλειψε την επίζηλη αυτή θέση του, και έγινε μοναχός. Το 614 κείρεται μοναχός στη μονή Φιλιππικού στη Χρυσούπολη, (ένα προάστειο τής Κωνσταντινούπολης), και το επόμενο έτος τον βρίσκουμε στη μονή τού Αγίου Γεωργίου στην Κύζικο.
Μετά την Περσική εισβολή στη Μικρά Ασία περί το 630, τον βρίσκουμε στη μονή τού Ευκρατά στην Καρθαγένη, όπου συνδέεται με τον ηγούμενό της άγιο Σοφρώνιο, πριν ο τελευταίος γίνει Πατριάρχης Ιεροσολύμων το 634. Η επίδραση που άσκησε ο Σοφρώνιος στη Θεολογική σκέψη τού Μαξίμου, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τη Χριστολογία, υπήρξε καταλυτική.
Την εποχή εκείνη, η Εκκλησία κινδύνευε να διαιρεθεί από μια έντονη θεολογική διαμάχη, γύρω από το ερώτημα εάν στο πρόσωπο τού Χριστού, στο οποίο κατά το δόγμα τής 4ης Οικουμενικής Συνόδου το 751 μ.Χ. είχαν ενωθεί ασυγχύτως και αδιαιρέτως δύο φύσεις, η Θεία και η ανθρώπινη, υπήρχαν δύο ενέργειες και δύο θελήσεις, ή μία ενέργεια και μία θέληση.
Ο Σοφρώνιος ήταν υπέρμαχος τών δύο ενεργειών και δύο θελήσεων, και ο Μάξιμος ακολούθησε και ανέπτυξε σε βάθος, και υποστήριξε με πάθος την ίδια θέση. Αυτό τον έφερε σε οξεία σύγκρουση με την αυτοκρατορική πολιτική, η οποία στην προσπάθειά της να βρει κάποιον συμβιβασμό, ώστε να αποφευχθεί το κοινωνικό ρήγμα στην αυτοκρατορία, με διάφορα διατάγματα που εξέδιδε, έκλινε μάλλον προς την πλευρά τών Μονοφυσιτών. Έτσι, μετά από περιπέτειες τών οποίων η εξιστόρηση παραλείπεται στην ομιλία αυτή, ο Μάξιμος καταδικάζεται το 662 από Μονοθελητική σύνοδο τής Κωνσταντινουπόλεως, και μετά από ποινή που προέβλεπε το κόψιμο τής γλώσσας και τού δεξιού χεριού, εστάλη εξόριστος στη Λαζική, όπου και απέθανε στις 13 Αυγούστου τού ιδίου έτους. Η θεολογία του όμως, δεν άργησε να δικαιωθεί, όταν το 680 – 681, η ΣΤ΄ Οικουμενική σύνοδος στην Κωνσταντινούπολη, επικύρωσε δογματικά πλήρως τη θεολογία του.
Η σύντομη αυτή ιστορική εισαγωγή, κρίθηκε απαραίτητη για όσους ίσως δεν είναι εξοικειωμένοι με τη βιογραφία τής μεγάλης αυτής Θεολογικής και φιλοσοφικής μορφής που μας απασχολεί σ’ αυτή την ομιλία μας. Σκοπός μας είναι σήμερα να δείξουμε πώς οι θέσεις τού μεγάλου αυτού θεολόγου τής Εκκλησίας μας, και μάλιστα αυτές που αφορούν στη Χριστολογία, (και στις οποίες επέμεινε μέχρι μαρτυρίου), συνδέονται με τη σχέση τού ανθρώπου προς το φυσικό περιβάλλον. Γιατί όσο κι αν μας φαίνεται εκ πρώτης όψεως παράδοξο, η αποδοχή ή όχι τής Χριστολογίας για την οποία αγωνίσθηκε ο Μάξιμος, επηρεάζει άμεσα και αποφασιστικά, (όπως θα δούμε), την αντίληψή μας για τη θέση τού ανθρώπου μέσα στη φύση. Ναι, η θεολογία έχει πράγματι βαθύτατη σχέση με την Οικολογία.