Την Κυριακή 29 Οκτωβρίου το πρωί ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας κ. Παντελεήμων λειτούργησε και κήρυξε τον θείο λόγο στον Ιερό Ναό Aγίων Nεομαρτύρων Αθανασίου και Ιωάννου των Κουλακιωτών στην Χαλάστρα Θεσσαλονίκης.
Στο τέλος της Θείας Λειτουργίας τέλεσε το τεσσαρακονθήμερο μνημόσυνο του Ιερέως π.Αντωνίου Παναγιωτόπουλου που διακόνησε για πολλά χρόνια την πόλη της Χαλάστρας.
Η ομιλία του Σεβασμιωτάτου :
«Χριστῷ συνεσταύρωμαι· ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός».
Μέ αὐτούς τούς λόγους προσδιορίζει ὁ πρωτοκορυφαῖος ἀπόστολος Παῦλος τή σχέση του μέ τόν Ἰησοῦ Χριστό. Ἔχω σταυρωθεῖ, λέει, μαζί του, καί ἔτσι δέν ζῶ πλέον ἐγώ, ζεῖ μέσα μου ὁ Χριστός.
Δέν εἶναι ἡ πρώτη φορά, ἀδελφοί μου, πού ὁ ἀπόστολος ἀναφέρεται στήν ταύτιση τῆς ὑπάρξεώς του μέ τόν Χριστό. Συχνά στίς ἐπιστολές του ἀναφέρεται στή μετοχή του στή ζωή τοῦ Χριστοῦ καί τήν ἕνωσή του μαζί του, ἕνωση τήν ὁποία τίποτε καί κανένας, οὔτε τά βασανιστήρια οὔτε αὐτός ὁ θάνατος, δέν μπορεῖ νά καταλύσει, γιατί θεμέλιό της εἶναι ἡ ἀγάπη.
Γιατί ὅμως ἐπιμένει τόσο στό εἶδος αὐτό τῆς σχέσεως του μέ τόν Χριστό ὁ ἀπόστολος;
Ἐπιμένει πρῶτον, ἀδελφοί μου, γιατί ὁ Χριστός δέν εἶναι γιά τόν ἀπόστολο Παῦλο ἕνας ἀπρόσωπος καί ἄγνωστος Θεός πού κάποτε πίστευσε. Εἶναι ὁ προσωπικός σωτήρας καί λυτρωτής του. Αὐτός πού τόν κάλεσε προσωπικά στόν δρόμο πρός τή Δαμασκό, ἐνῶ ἐκεῖνος πήγαινε γιά νά καταδιώξει τούς μαθητές του. Εἶναι αὐτός πού τοῦ ἄλλαξε ριζικά ὄχι μόνο τήν πορεία τῆς ζωῆς του ἀλλά καί ὁλόκληρο τόν ἐσωτερικό του κόσμο, τόν ἔσω του ἄνθρωπο. Εἶναι αὐτός πού τόν ἔκανε νά ἐγκαταλείψει τήν ἀναστροφή του ἐν τῷ Ἰουδαϊσμῷ, νά ἀφήσει τά πάντα πίσω του, καί νά διατρέξει κύκλῳ ὁλόκληρη τήν οἰκουμένη γιά νά εὐαγγελισθεῖ τό ὄνομά του. Εἶναι αὐτός ὁ ὁποῖος τόν ἀνέβασε «μέχρι τρίτου οὐρανοῦ» καί τοῦ ἀποκάλυψε «ἄρρητα ρήματα, ἅ οὐκ ἐξόν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι».
Ὁ δεύτερος λόγος εἶναι γιατί γιά τόν ἀπόστολο Παῦλο τό Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι μία θεωρία ἤ ἕνα φιλοσοφικό σύστημα πού ἐπιδιώκει νά συγκεντρώσει μαθητές καί ὀπαδούς, διότι στήν περίπτωση αὐτή δέν θά ἦταν ἀνάγκη νά ἔρθει ὁ Χριστός καί νά ζήσει ἀνάμεσά μας καί νά σταυρωθεῖ καί νά ἀναστηθεῖ «ἡμῖν ὑπολιμπάνων ὑπογραμμόν ἵνα τοῖς ἴχνεσιν αὐτοῦ ἐπακολουθήσωμεν», γιά νά ζήσουμε, δηλαδή, ὅπως ἔζησε καί Ἐκεῖνος, ἤ μᾶλλον γιά νά ζήσουμε τή δική του ζωή ἐπάνω στή γῆ, ὥστε νά μπορέσουμε νά γίνουμε κοινωνοί τῆς ἀτελευτήτου καί αἰωνίου ζωῆς του καί στόν οὐρανό. Καί ὅπως ἡ ζωή τοῦ Χριστοῦ πέρασε μέσα ἀπό τόν σταυρό γιά νά φθάσει στήν ἀνάσταση, ἔτσι καί ὁ δρόμος τῆς δικῆς μας ζωῆς θά πρέπει νά περάσει μέσα ἀπό τόν σταυρό γιά νά φθάσει στήν ἀνάσταση πού μᾶς χαρίζει ὁ Χριστός. Γιατί ὁ σκοπός τοῦ Εὐαγγελίου δέν εἶναι νά μᾶς κάνει καλύτερους ἀνθρώπους, εἶναι νά μᾶς κάνει «θείους» ἀνθρώπους, νά μᾶς θεώσει, νά μᾶς ἑνώσει δηλαδή μέ τόν Θεό.
Καί γιά νά ἐπιτύχει ἡ ἕνωση αὐτή δέν θά πρέπει νά εἶναι ἐπιλεκτική, ἀλλά τέλεια καί ἀπόλυτη. Γι᾽ αὐτό καί δέν μποροῦμε νά λέμε ὅτι εἴμαστε χριστιανοί ἐφαρμόζοντας ἐπιλεκτικά τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, ἀκολουθώντας τό θέλημά του ἐκεῖ πού δέν ἔρχεται σέ ἀντίθεση μέ τό δικό μας, δέν συγκρούεται μέ τά πάθη καί τόν ἐγωισμό μας, δέν ἀντίκειται στά συμφέροντά μας.
Δέν μποροῦμε νά λέμε ὅτι εἴμαστε χριστιανοί, ἐάν δέν ζοῦμε ὄχι μόνο ὅπως ἔζησε ὁ Χριστός, ἀλλά μαζί μέ τόν Χριστό. Γιατί τό ὄνομά του φέρουμε καί στό ὄνομά του ζοῦμε καί ἔχουμε ἀνάγκη τήν παρουσία του, ὥστε νά μποροῦμε νά ζήσουμε τή ζωή του, γιατί χωρίς τόν Χριστό δέν μποροῦμε νά ἐπιτύχουμε τίποτε, ὅπως μᾶς διαβεβαιώνει καί ὁ ἴδιος λέγοντας «χωρίς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν», ἐνῶ μαζί του μποροῦμε τά πάντα, ἀκόμη καί νά κατορθώσουμε νά νεκρώσουμε τόν παλαιό ἄνθρωπο, νά συσταυρωθοῦμε μέ τόν Χριστό καί νά ζοῦμε ὄχι πλέον μόνοι μας ἀλλά μαζί του, σέ μία διαρκῆ ἕνωση ἀγάπης.
Μέ τόν τρόπο αὐτό θά μποροῦμε καί ἐμεῖς νά προσδιορίζουμε τή ζωή μας μέ τόν λόγο τοῦ ἀποστόλου Παύλου «ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός», γιά νά ἀξιωθοῦμε τῆς αἰωνίου ζωῆς στόν οὐρανό.
Αὐτή τή ζωή ἐλπίζουμε καί εὐχόμεθα ὅτι ἀπολαμβάνει καί ὁ μακαριστός π. Ἀντώνιος, ὁ ὁποῖος ἀγωνίσθηκε καί ἐργάσθηκε ἐδῶ στή Χαλάστρα ὡς πιστός καί συνετός οἰκονόμος τῶν μυστηρίων τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας γιά πολλά χρόνια, καί μόχθησε καί κοπίασε «ἄχρις οὗ μορφωθῇ Χριστός» στίς ψυχές πού τοῦ ἐμπιστεύθηκε ὁ Χριστός διά τῆς Ἐκκλησίας του, ἕως ὅτου μετατραποῦν σέ «ναούς Θεοῦ ζῶντος», στούς ὁποίους θά ἐνοικεῖ καί θά ἐμπεριπατεῖ ὁ Χριστός.
Ἐργάσθηκε ὅμως καί ἀγωνίσθηκε καί γιά κάτι ἀκόμη· καί αὐτό εἶναι ἡ ἐξασφάλιση τοῦ οἰκοπέδου αὐτοῦ ἐπί τοῦ ὁποίου ἀνηγέρθη ὁ περικαλλής αὐτός ναός τῶν ἁγίων νεομαρτύρων τῆς Χαλάστρας, τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου καί Ἰωάννου τῶν Κουλακιωτῶν, πού ὄφειλε ἡ Χαλάστρα στά δύο ἐκλεκτά τέκνα της, τά ὁποῖα τήν τίμησαν μέ τό μαρτύριο καί τήν ὁμολογία τῆς πίστεώς τους.
Ἡ Χαλάστρα, ἡ ἐνορία αὐτή καί ἡ τοπική μας Ἐκκλησία θά τοῦ εἶναι πάντοτε εὐγνώμονες γιά τούς κόπους καί τίς προσπάθειές του καί θά τόν μνημονεύουν διαρκῶς μέ πολλή ἀγάπη παρακαλώντας τόν Μεγάλο Ἀρχιερέα Χριστό νά τόν ἀξιώσει καί τῆς παραστάσεως στό ἐπουράνιό του θυσιαστήριο «ἐκεῖ ὅπου ἦχος καθαρός ἑορταζόντων» ὑμνεῖ καί εὐλογεῖ διαπαντός τόν Θεό.