Τοῦ Πρωτοσυγκέλλου τῆς Ι.Μ. Φωκίδος, Γέροντος Νεκταρίου Μουλατσιώτη
Προσπαθήσαμε μέχρι στιγμῆς νά δώσουμε στό σύγχρονο ἄνθρωπο νά καταλάβει μέ ἁπλά λόγια ὅτι ἡ σχέση τοῦ Χριστοῦ-Θεοῦ μέ τόν ἄνθρωπο δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά μιά προσωπική σχέση καί ἐπαφή μεταξύ τους.
Δέν εἰσερχόμαστε, ἀσφαλῶς, στό βάθος τῶν θεμάτων καί τῶν ἐννοιῶν τους. Δέν ἐξετάζουμε τά θέματα μέ τά ὁποῖα ἀσχολούμαστε στήν ὁλοκληρωμένη θεολογική τους διάσταση, γιατί εἶναι δύσκολο νά ἀντιληφθεῖ ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος τό βάθος τῆς θεολογικῆς ἔννοιας πού κάθε κίνηση, λέξη, πράξη καί ἐνέργεια κρύβει πίσω της.
Γράφουμε ἁπλά καί κατανοητά, γιατί γνωρίζουμε ὅτι μπροστά μας ἔχουμε ἕναν κόσμο πού στήν πραγματικότητα δέ γνωρίζει τό Θεό, ἕναν κόσμο ἀκατήχητο, ἕναν κόσμο πού βασανίζεται ἀπό τά σύγχρονα πάθη καί ἁμαρτήματα καί χαροπαλεύει νά ἐπιβιώσει μέσα σ᾿ αὐτόν, χωρίς ὅμως Θεό καί χωρίς ἐλπίδα.
Ἐλπίζουμε ὅτι μέ τόν ἁπλό αὐτό τρόπο πού ἀπευθυνόμαστε στό σύγχρονο ἄνθρωπο θά μπορέσουμε νά προσθέσουμε κι ἐμεῖς ἕνα μικρό λιθαράκι στή μεγάλη οἰκοδομή τοῦ Θεοῦ.
Γιά νά κατανοήσουμε τώρα τό τί εἶναι ἡ προσευχή, θά πρέπει κατ’ ἀρχάς νά ἀνατρέξουμε στήν τελευταία προσευχή τοῦ Ἰησοῦ, ἡ ὁποῖα εἶναι καταγεγραμμένη στό κατά Ἰωάννη Εὐαγγέλιο, κεφ. ιζ΄, στ. 1-26. Τί λέει ἐκεῖ ὁ Χριστός; Ἄς παρακολουθήσουμε τό κείμενο:
“Σήκωσε τά μάτια Του στόν οὐρανό καί εἶπε: «Πατέρα, ἦρθε ἡ ὥρα… Ἐγώ Σέ δόξασα πάνω στή γῆ, τό ἔργο πού μέ ἔστειλες νά κάνω, τό τελείωσα… Ἐγώ Σέ παρακαλῶ ὄχι γιά τόν κόσμο, ἀλλά γιά ὅλους αὐτούς πού Ἐσύ μοῦ ἔδωσες καί εἶναι δικοί Σου…. Πατέρα ἅγιε, φύλαξέ τους κάτω ἀπό τό δικό Σου ὄνομα, γιά νά εἶναι κι αὐτοί ἕνα μαζί μ’ ἐμένα, ὅπως κι ἐγώ εἶμαι ἕνα μαζί μέ Σένα. Ὅταν ἤμουν μαζί τους μέσα στόν κόσμο, ἐγώ τούς ἐφύλαττα κάτω ἀπό τό δικό Σου ὄνομα. Αὐτούς πού μοῦ ἔδωσες τούς φύλαξα, καί κανένας ἀπ’ αὐτούς δέ χάθηκε, παρά μόνο ὁ υἱός τῆς ἀπωλείας… Δέ Σέ παρακαλῶ μόνο γι’ αὐτούς, ἀλλά καί γιά ὅλους ὅσους θά πιστέψουν διά τοῦ λόγου αὐτῶν σ’ ἐμένα…. Ἐγώ θά εἶμαι μέσα σ’ αὐτούς κι Ἐσύ μέσα σέ μένα, ὥστε νά γίνουν καί νά τελειοποιηθοῦν ὅλοι σέ ἕνα….”.
Ἐδῶ βλέπουμε τό Χριστό νά συνομιλεῖ καί νά συνδιαλέγεται μέ τόν Πατέρα Του. Αὐτό εἶναι ἡ προσευχή: Μιά συνομιλία μέ τό Θεό μας, ἕνας διάλογος μέ τό Χριστό μας. Αὐτά πού θέλει νά πεῖ ὁ Χριστός, τά λέει τόσο ἁπλά καί ὄμορφα στόν Πατέρα Του, βγαλμένα μέσα ἀπό τήν καρδιά Του, σά νά κουβεντιάζει, σά νά συνομιλεῖ μαζί Του. Ἔτσι πρέπει νά εἶναι καί ἡ προσευχή. Ἀφοῦ εἶναι μιά συζήτηση, μιά κουβέντα, μιά συνομιλία μέ τό Χριστό καί Θεό μας, πρέπει νά Τοῦ λέμε αὐτά ἀκριβῶς πού ἔχουμε μέσα στήν καρδιά μας, νά Τοῦ λέμε αὐτό πού κάθε στιγμή αἰσθανόμαστε.
Δέν ἔχετε δεῖ πῶς συζητοῦν δυό ἐρωτευμένοι, εἴτε βρίσκονται μαζί, εἴτε εἶναι σέ ἀπόσταση καί συνομιλοῦν μέσω τηλεφώνου; Κάθε λίγο καί λιγάκι ὁ ἕνας μιλάει μέ τόν ἄλλον ἤ, ἄν εἶναι σέ ἀπόσταση, τοῦ τηλεφωνεῖ, γιά νά τοῦ μεταφέρει τίς σκέψεις, τά νέα του, τή χαρά του, τά προβλήματά του, τήν ἀγωνία του, τά πάντα.
Αὐτό κάνει κι ὁ ἐραστής τοῦ Θεοῦ: Συνομιλεῖ, κουβεντιάζει, συζητᾶ συνεχῶς μέ τόν Ἰησοῦ, θέλει νά βρίσκεται σέ διαρκῆ ἐπικοινωνία μαζί Του. Λίγη ὥρα ἄν περάσει καί δέ συνομιλήσουν, αἰσθάνεται ὅπως οἱ ἐρωτευμένοι, πού, ἄν δέν κουβεντιάσουν λίγη ὥρα, τούς φαίνεται ὅτι ἔχουν περάσει χρόνια καί αἰῶνες πού ὁ ἕνας δέ μίλησε στόν ἄλλον. Γι᾿ αὐτό καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἔλεγε: “Προτιμῶ νά συνομιλῶ μέ τό Θεό παρά νά ἀναπνέω” («Μνημονευτέον Θεοῦ μᾶλλον ἤ ἀναπνευστέον»). Γιατί ὁ Χριστός γι᾿ αὐτόν ἦταν παραπάνω κι ἀπό τή ζωή του. Τό ἀκοῦμε κι αὐτό συχνά νά τό λένε οἱ ἐρωτευμένοι: “Προτιμῶ νά πεθάνω, παρά νά μή σέ βλέπω καί νά μή σοῦ μιλάω”.
Ἄν ὅμως ἔτσι αἰσθάνεται ἕνας ἐρωτευμένος ἄνθρωπος μέ τό γήϊνο καί ἀνθρώπινο ἔρωτά του, πού φθείρεται καί ξεφτίζει σέ σύντομο χρονικό διάστημα, σκεφτεῖτε πῶς αἰσθάνεται ὁ ἄνθρωπος ὁ ἐρωτευμένος μέ τό Θεό, πού ὁ ἔρωτάς του δε σβήνει, ἀλλά ὅλο καί περισσότερο ἀνάβει, ἀφοῦ ὁ Χριστός εἶναι ἡ αἰώνια ζωή! Τό πρόβλημα τώρα γιά ὅλους ἐμᾶς εἶναι ἕνα: Γιατί ἄραγε δέν προσευχόμαστε; Γιατί δεν αἰσθανόμαστε τήν προσευχή; Γιατί βαριόμαστε να κάνουμε προσευχή; Αὐτό, ἀγαπητοί μου, εἶναι συνάρτηση τοῦ τί εἶναι γιά τόν καθέναν ἀπό μᾶς ὁ Χριστός μας.
Ἄν ὁ Χριστός δέν εἶναι ὁ ἔρωτας τῆς ψυχῆς μας, τότε εἶναι πολύ φυσιολογικό νά μᾶς συμβαίνουν ὅλα τά παραπάνω. Ὅταν συνομιλοῦμε με κάποιον μέ τόν ὁποῖο δέν πολυγνωριζόμαστε, πού δέν εἶναι “κολλητός’’ μας ἤ πού δέν τρελαινόμαστε καί τόσο γι᾿ αὐτόν, ἀκόμα καί ἡ ἁπλή κουβέντα μαζί του μᾶς εἶναι πολύ κουραστική καί βαρετή, καί κοιτάζουμε πότε θά τελειώσουμε, γιά νά φύγουμε μακρυά του καί νά βρεθοῦμε κοντά σέ ἄλλα πρόσωπα, πού τά θέλουμε καί τά ἀγαπᾶμε.
Δυό ἄνθρωποι ἐρωτευμένοι μιλοῦν ὁλόκληρες ὧρες στό τηλέφωνο καί, ἐνῶ οἱ ἄλλοι τούς φωνάζουν “τελειώνετε!”, ἐκεῖνοι ἀπαντοῦν “μά μιλήσαμε μόλις λίγα λεπτά..!” Καί ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλά και φωτιά νά πάρει τό σπίτι τους, θά ἀπορήσουν λέγοντας: “Μά ἐγώ μόνο ἕνα λεπτό μίλησα στό τηλέφωνο• πῶς πῆρε φωτιά τό σπίτι;”. Γιατί συμβαίνει αὐτό; Ἐπειδή, ἁπλούστατα, ὁ χρόνος μᾶς φαίνεται ὅτι τρέχει πολύ γρήγορα, ὅταν συνομιλοῦμε μέ πρόσωπα πού ἀγαποῦμε! Ὅταν, λοιπόν, ὁ Χριστός στή ζωή μας δέν εἶναι τό κάτι ἄλλο, ὅταν δέν εἶναι ἡ πρώτη μας προτεραιότητα, ἡ πρώτη μας ἀγάπη, ὁ “κολλητός’’ μας, ὁ φίλος μας, εἶναι φυσιολογικό νά μή θέλουμε να συνομιλοῦμε μαζί Του. Εἶναι φυσικό νά μήν ἔχουμε τί νά κουβεντιάσουμε καί γι᾿ αὐτό ἡ προσευχή μας εἶναι σύντομη καί βαρετή. Τότε τήν κουβέντα μας μαζί Του, τήν προσευχή, τήν αἰσθανόμαστε και εἶναι μιά ἁπλή καί τυπική κουβέντα-προσευχή!
Ὅταν ὁ Χριστός δέν ἔχει κυριαρχικό λόγο και ρόλο στή ζωή μας, ἀλλά ἄλλα πρόσωπα ἔχουν, θά προτιμοῦμε, ἀσφαλῶς, νά συνομιλοῦμε ὧρες ὁλόκληρες μ’ ἐκεῖνα, παρά μέ τό Χριστό… Ὅσοι ὅμως στή ζωή τους ἔδωσαν τόν πρῶτο ρόλο σ’ Ἐκεῖνον, τότε οἱ συνομιλίες μαζί Του δεν ἦταν ποτέ βαρετές καί κουραστικές, γιατί μιλοῦσαν μέ τόν Ἐκλεκτό τῆς καρδιᾶς τους, μέ το Φίλο τους, τόν Ἀδελφό τους, τον Πατέρα τους, τον Ἔρωτα τῆς ψυχῆς τους.
Διάβαζα κάποτε ὅτι ἕνας ἅγιος μιλοῦσε στο Θεό ὧρες ἀτελείωτες καί, ὅταν τελείωνε τήν προσευχή του, ἔβλεπε ὅτι στά ὑψωμένα χέρια του τά πουλιά τοῦ οὐρανοῦ εἶχαν χτίσει φωλιές, κι ἐκεῖνος ἀπορημένος ἔλεγε: “Μά πότε πρόλαβαν και ἔχτισαν αὐτές τίς φωλιές τά πετεινά τοῦ οὐρανοῦ στά χέρια μου; Ἐγώ μόλις τώρα γονάτισα! Πῶς δέν τά ἀντιλήφθηκα;” Κάπου ἀλλοῦ ἀναφέρεται ὅτι σέ ἕνα μοναστήρι ἕνας μοναχός ἔφευγε συχνά καί πήγαινε στο δάσος γιά προσευχή. Ἤθελε, ὅσο μποροῦσε, να συνομιλεῖ μόνος του μέ τήν ἀγάπη Του, πού ἦταν ὁ Χριστός. Ἀκριβῶς ὅπως κάνουν καί τά “ζευγαράκια”, τά ὁποῖα ψάχνουν νά βροῦν χρόνο να ἀπομονωθοῦν, γιά νά μιλήσουν μόνοι τους.
Ἔτσι ὁ μοναχός ἔφυγε μιά μέρα, ὅπως πάντα, ἀπό το μοναστήρι του πηγαίνοντας στό δάσος, γιά νά συνομιλήσει μόνος μέ τήν ἀγάπη του, τόν Ἰησοῦ. Ὅταν τελείωσε τήν κουβέντα του μαζί Του, ἐπέστρεψε ξανά στό μοναστήρι. Βλέπει τότε την πόρτα κλειστή. Τή χτυπάει, λοιπόν, καί τοῦ ἀνοίγει ἕνας μοναχός πού δέν τόν γνώριζε, καί τοῦ λέει:
-Ἐσεῖς ποιός εἶστε ἐδῶ;
-Εἶμαι ὁ πορτάρης τῆς μονῆς. Ἐσεῖς;
-Ἐγώ εἶμαι ὁ πατήρ Ραφαήλ, ἀδελφός τῆς μονῆς.
-Ποιᾶς μονῆς;
-Αὐτῆς ἐδῶ.
-Ἐγώ εἶμαι ἐδῶ σαράντα χρόνια καί ἔχω το διακόνημα τοῦ πορτάρη τά δύο τελευταῖα χρόνια. Μοναχό μέ τό ὄνομα Ραφαήλ δέν εἶχε ποτέ ἡ ἀδελφότητά μας ὅλα αὐτά τά χρόνια.
-Μά τί εἶναι αὐτά πού λέτε! Τί συμβαίνει στο μοναστήρι μου; Πηγαίνετέ με γρήγορα στόν ἅγιο ἡγούμενο!
Πηγαίνει ὁ πορτάρης μαζί μέ τό μοναχό στον ἡγούμενο καί διαπιστώνει ὅτι ὁ ἡγούμενος εἶναι ἄλλο πρόσωπο ἀπό ἐκεῖνον πού εἶχε ὁ ἴδιος ὡς Γέροντα.
Ὁ νέος ἡγούμενος ρωτᾶ τόν πατέρα Ραφαήλ νά τοῦ πεῖ ποιός ἦταν ὁ ἡγούμενός του. Εἶχε ἀρχίσει νά ἀντιλαμβάνεται ὅτι κάτι παράδοξο συμβαίνει.
-Ὁ γέρων Ἀγαθόνικος εἶναι ὁ ἡγούμενός μου.
Τότε ὁ νέος ἡγούμενος δίνει ἐντολή στό γραμματέα νά ἀνατρέξουν στό μοναχολόγιο τῆς μονῆς καί νά βροῦν ἄν ὑπῆρξε ποτέ ἡγούμενος μέ το ὄνομα Ἀγαθόνικος. Μετά ἀπό ἀρκετή ὥρα ὁ γραμματέας ἐπιστρέφει καί τοῦ λέει:
-Βεβαίως καί ὑπῆρξε ἡγούμενος μέ τό ὄνομα Ἀγαθόνικος, καθώς καί μοναχός μέ τό ὄνομα Ραφαήλ, ἔχουν ὅμως παρέλθει ἀπό τότε πεντακόσια χρόνια!
Ὁ νέος ἡγούμενος ζητᾶ τό μοναχολόγιο και διαβάζει στόν πατέρα Ραφαήλ καί τά ὑπόλοιπα ὀνόματα τῶν συμμοναστῶν του. Καί τότε ὁ πατήρ Ραφαήλ ἀναφωνεῖ:
-Ναί, αὐτοί εἶναι οἱ πατέρες τῆς μονῆς!
Ὁ ἡγούμενος τόν ρωτάει ποῦ ἦταν ὅλα αὐτά τά χρόνια καί ὁ πατήρ Ραφαήλ ἀπαντᾶ:
-Ὅπως κάθε μέρα, ἔτσι καί σήμερα πῆγα να προσευχηθῶ στό δάσος καί νά μιλήσω μέ τον Ἰησοῦ μου. Καί μόλις τελείωσα τήν προσευχή μου, ἐπέστρεψα καί συνάντησα ὅλες αὐτές τίς ἀλλαγές στό μοναστήρι μου! Ἐγώ τίποτε ἄλλο δέ γνωρίζω!
Τότε ὁ νέος ἡγούμενος κάλεσε ὅλους τούς πατέρες καί τούς εἶπε τό παράδοξο αὐτό γεγονός, ὅτι δηλαδή ὁ μοναχός Ραφαήλ κατά θαυμαστό τρόπο δέ συνομίλησε μόνο κάποιεςὧρες, ἡμέρες ἤ χρόνια μέ τόν Ἰησοῦ, ἀλλά αἰῶνες, κι ὅμως τοῦ φάνηκαν λίγες μόνο ὧρες… Στήν πραγματικότητα ὅμως παρῆλθον πέντε ὁλόκληροι αἰῶνες!
Αὐτό συμβαίνει, ὅταν μιλᾶς μέ πρόσωπα πού λατρεύεις κι ἀγαπᾶς: Οἱ αἰῶνες γίνονται λίγα λεπτά τῆς ὥρας… Φίλε ἀναγνώστη, ἄν ἔτσι ἀγαπήσεις καί ἐρωτευτεῖς κι ἐσύ τό Χριστό μας, τότε νά εἶσαι σίγουρος ὅτι θά συνομιλεῖς συνεχῶς μαζί Του χωρίς νά κουράζεσαι, χωρίς νά βαριέσαι, χωρίς νά καταλαβαίνεις τό χρόνο πού κύλισε καί πέρασε! Ἀγάπησε τό Χριστό μας, ἐρωτεύσου Τον, και τότε θά θέλεις να μιλᾶς συνεχῶς μαζί Του! Αὐτή εἶναι ἡ προσευχή…