Μητροπολίτου Φαναρίου Ἀγαθαγγέλου,
Γενικοῦ Διευθυντοῦ Ἀποστολικῆς Διακονίας
τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
Ὁ Ἅγιος Δονᾶτος ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Θεοδοσίου τοῦ Μεγάλου (379-395 μ.Χ.). Ἐγεννήθηκε περί τό 330 μ.Χ. στήν Εὔροια[1] καί ἐμορφώθηκε στό Βουθρωτό τῆς Ἠπείρου. Σέ ἡλικία τριάντα ἐτῶν ἐχειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος Εὐροίας καί ἀρχι-εράτευσε ἐπί ἑξήντα χρόνια. Μετεῖχε δέ στήν Β´ Οἰκουμενική Σύνοδο. Ἄλλες πηγές θεωροῦν ὅτι ὁ Ἅγιος καταγόταν ἀπό τή Δύση, ἀφοῦ τό ὄνομα αὐτό ἦταν πολύ διαδεδομένο ἐκεῖ.

Στίς λατινικές πηγές παρατηρεῖται σύγχυση μεταξύ τοῦ Ἁγίου Δονάτου, Ἐπισκόπου Εὐροίας, καί τοῦ ὁμωνύμου του Ἐπισκόπου Ἀρητίου Τυρρηνίας, ὁ ὁποῖος ἐμαρτύρησε ἐπί Ἰουλιανοῦ τοῦ Παρα-βάτου. Αὐτό ἦταν εὔκολο νά συμβεῖ, ἀφ’ ἑνός μέν γιά τή συνωνυμία, ἀφ’ ἑτέρου δέ διότι ἡ Ἐπισκοπή Εὐροίας ὑπαγόταν ἐκκλησιαστικά στή Δύση, ἄν καί πολιτικά ἀνῆμε στό Βυζάντιο.
Οἱ ἁγιολογικές πηγές μαρτυροῦν πλῆθος θαυμάτων ἀπό τόν Ἅγιο. Στό Συναξάρι ἀναφέρεται καί τό θαῦμα τοῦ Ἁγίου πού ἐφό-νευσε τό δράκοντα. Κοντά στήν Εὔροια ὑπῆρχε ἕνα χωριό πού ὀνο-μαζόταν Σωρεία, στό ὁποῖο ὑπῆρχε μιά πηγή, ἀπό τήν ὁποία ὅποιος ἔπινε πέθαινε. Ὅταν ὁ Ἅγιος ἐπληροφορήθηκε τό γεγονός, πῆρε μαζί του καί ἄλλους ἱερεῖς καί πῆγε στήν πηγή. Τή στιγμή πού ἔφθασε ἐκεῖ ἀκούσθηκε μιά βροντή. Ἀμέσως ἐμφανίσθηκε μπροστά του ἕνας δράκοντας πού εἶχε τή φωλιά του στήν πηγή. Μόλις ὁ Ἅγιος ἔστρεψε τό βλέμμα του καί εἶδε τό θηρίο, πῆρε στά χέρια του τό σχοινί, μέ τό ὁποῖο ἐκτυποῦσε τόν ὄνο ἐπάνω στόν ὁποῖο ἐπέβαι-νε, καί ἐκτύπησε τό θηρίο στή ράχη πού ἔπεσε νεκρό στό ἔδαφος. Στή συνέχεια, ὁ Ἅγιος εὐλόγησε τήν πηγή, ἤπιε πρῶτος αὐτός νερό ἀπ’ αὐτή καί, ἀκολούθως, προέτρεψε καί τούς ἄλλους νά πιοῦν χωρίς κανένα φόβο. Ἐκεῖνοι, πράγματι, ἤπιαν καί εὐφράνθηκαν καί ἐπέστρεψαν ἀσφαλεῖς στίς οἰκίες τους.

Ἡ φήμη τῶν θαυμάτων τοῦ Ἁγίου ἔφθασε μέχρι τόν αὐτοκράτορα Θεοδόσιο τόν Μεγάλο, ὁ ὁποῖος τόν ἐκάλεσε στήν Κων-σταντινούπολη, γιά νά θεραπεύσει τή θυγατέρα του πού ἔπασχε ἀπό δαιμόνιο. Ὁ Ἅγιος ἐθεράπευσε τή βασιλόπαιδα καί ὁ Θεοδόσι-ος προσέφερε τόπο, στό Ὀμφάλιο Ἠπείρου, καί χρήματα προκειμέ-νου ὁ Ἅγιος νά ἀνεγείρει ναό. Στήν τοποθεσία αὐτή σώζονται ἐρείπια ἀρχαίου ναοῦ πού χρονολογεῖται ὅμως ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Δεσποτᾶτου τῆς Ἠπείρου. Εἶναι πιθανό ὁ νεώτερος αὐτός ναός νά οἰκοδομήθηκε ἐπί τῶν θεμελίων ἐκείνου, τόν ὁποῖο ἔκτισε ὁ Ἅγιος, διότι κατά τίς ἀνασκαφές βρέθηκε καί παλαιοχριστιανικό ὑλικό.
Ὁ Ἅγιος Δονᾶτος «εἰς μακρόν γῆρας ἐλάσας, ἀπῆλθε»”, μᾶλλον τό 388 μ.Χ., καί ἐνταφιάσθηκε πλησίον τοῦ ἀνωτέρου ναοῦ, σέ μνημεῖο, τό ὁποῖο κατά τήν παράδοση εἶχε ὁ ἴδιος ἑτοιμάσει.
Ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Δονάτου τιμᾶται ἰδιαίτερα στή Θεσπρω-τία, τήν Πρέβεζα καί τά Ἰωάννινα στίς 30 Ἀπριλίου. Τό ἱερό σκή-νωμά του ἀναπαύεται στή νῆσο Murano τῆς Βενετίας, καί μετα-κομίσθηκε ἐκεῖ ὑπό τῶν Βενετῶν τό ἔτος 1125[2]. Ἀκολουθία στόν Ἅγιο Δονᾶτο συνετάγη καί ἐκδόθηκε τό 1690 καί τό 1774 στή Βενε-τία. Αὐτή ἐπανεκδόθηκε τό 1964[3].
Ὁ Ἅγιος Δονᾶτος ἔζησε σ’ ἕνα πολιτισμικό περιβάλλον, ὅπως ἡ Ἤπειρος, περί τά τέλη τοῦ 4ου αἰῶνος, ἡ ὁποία εὑρισκόταν στό ὅριο μεταξύ τῆς ἑλληνικῆς καί τῆς λατινικῆς γλωσσολογικῆς περιο-χῆς[4]. Ἔχοντας εἰσέλθει μέ καθυστέρη στό Συναξάριο τῆς Κωνστα-ντινουπόλεως[5], τό ἀρχικό ἁγιογραφικό του dossier συνετέθη σέ ἑλληνική γλώσσα, ἀλλά, ὅπως ἔδειξε ἡ Enrica Follieri, αὐτό συνέβη κατά ἕνα τμῆμα στή Μεσημβρινή Ἑλληνόφωνη Ἰταλία καί ἀκριβῶς στήν Καλαβρία, ὅπου ἡ πόλη τῆς Εὔροιας (σήμερα Umbriatico) διεκδικοῦσε τήν ἵδρυσή της ἀπό πρόσφυγες τῆς ὁμώνυμης πόλεως τῆς Ἠπείρου[6]. Τό σκήνωμα τοῦ μυροβλήτου αὐτοῦ Ἁγίου, ὅπως μᾶς πληφοροῦν ὁ Andrea Dandolo καί ὁ Pietro Calò ἀπό τήν Chioggia[7], τό ἔφερε στή λιμνοθάλασσα τό ἔτος 1126 [8] ὁ δόγης Δομήνικος Michiel, ἐπιστρέφοντας ἀπό τήν ἴδια ἀποστολή στήν Παλαιστίνη ( 1122 -1125) στήν ὁποία εἶχε ἀφαιρέσει ἀπό τή Χίο τό σκήνωμα τοῦ Ἁγίου Ἰσιδώρου, σέ μιά στιγμή ὀξείας διαμάχης μέ τόν Ἰωάννη Β´ Κομνηνό[9] παίρνοντάς το ἀπό τό Ἰονικό νησί τῆς Κεφαλονιᾶς καί τοποθετώντας το στό Μουράνο, στήν ἐπισκοπή τοῦ Torcello, στό ναό τῆς Παναγίας (Santa Maria)[10], πού ἑτοιμαζόταν νά ἀνοικοδομήσει σέ εὐρύτερη μορφή[11]. Τό σκήνωμα τοῦ Ἁγίου εἶναι ἐνδεδυμένο μέ ἐπισκοπικά ἄμφια καί ἡ κάρα αὐτοῦ καλυμμένη ἀπό ἕνα γύψινο προσωπεῖο, φτιαγμένο τό ἔτος 1964. Σήμερα εὑρίσκεται ἐπάνω στήν κεντρική Ἁγία Τράπεζα τῆς Βασιλικῆς, ἐνῶ ὥς τό ἔτος 1719 εὑρισκόταν στό προσκείμενο Βαπτιστήριο, καί ὑπῆρξε ἀντικείμενο ἀναγνωρίσεως τό ἔτος 1991[12].

Τό λείψανο μετακομίσθηκε ἀπό τήν Ἤπειρο περί τά τέλη τοῦ 6ου αἰῶνος, ἐξ αἰτίας τῶν ὁμαδικῶν μεταναστεύσεων τῶν Ἰλλυρικῶν πληθυσμῶν, πού εἶχαν προκληθεῖ ἀπό τήν ἀβαρο-σλαβική ἐπιδρομή. Ὁδηγούμενοι ἀπό τούς Ἐπισκόπους τῶν τοπικῶν Ἐκκλη-σιῶν τους καί παίρνοντας μαζί τους τίς ἱερές μνῆμες τῆς πατρίδος τους, ἔψαχναν καταφύγιο στίς νησιωτικές ζῶνες. Γνωρίζουμε ἀπό τόν κατάλογο τῆς ἀλληλογραφίας τοῦ Γρηγορίου τοῦ Διαλόγου, ὅτι ὁ πληθυσμός τῆς Εὔροιας μέ τόν Ἐπίσκοπο Ἰωάννη εἶχε καταφύγει στήν Κέρκυρα, στήν πόλη τῆς Κασσιόπης, στήν βορειοανατολική ἀκτή τοῦ νησιοῦ, δημιουργώντας εὐαίσθητα θέματα κανονικῆς-ἐκκλησιαστικῆς δικαιοδοσίας στόν τοπικό Ἐπίσκοπο, τόν Alciso-ne. Ὁ Πάπας ἐπιβεβαιώνει στόν τελευταῖο τήν ἀκεραιότητα καί κανονικότητα τῆς ἐπισκοπικῆς του δικαιοδοσίας, τονίζοντας πά-ντως τό δικαίωμα τοῦ Ἐπισκόπου Ἰωάννου Εὐροίας νά ἐγκατα-σταθεῖ στήν Κέρκυρα μέ τούς Χριστιανούς του καί νά τοποθετήσει τό λείψανο στήν τοπική ἐκκλησία, τήν ἀφιερωμένη στόν Ἅγιο Ἰωάννη[13]. Οἱ πηγές μᾶς ἀφήνουν στό σκοτάδι σχετικά μέ τίς περι-πέτειες τοῦ λειψάνου ἀνάμεσα στήν ἀρχή τοῦ 7ου αἰῶνος, ὅταν ἐμφανίζεται στήν Κερκυρα, καί τό πρῶτο τέταρτο τοῦ 12ου αἰῶ-νος, ὅταν τό εὑρίσκουμε ἀντίθετα στό κοντινό νησί τῆς Κεφαλο-νιᾶς, ἔτσι ὥστε ὁ Α. Niero νά ἀμφιβάλει γιά τό ἄν πρόκειται γιά τό ἴδιο [14].
Ἡ Follieri παρατηρεῖ εὐκαιριακά ὅτι ἡ βενετσιάνικη λατρεία γιά τόν Ἅγιο Δονᾶτο, πού ἔφθασε στή λιμνοθάλασσα μέ τό σῶμα τοῦ μυροβλήτου Ἁγίου, ἄφησε ἀνέγγιχτη τήν προσωπική φυσιογνω-μία τοῦ Ἠπειρώτου Ἐπισκόπου, τή συγκεχυμένη, ἀντίθετα, στό ὑπόλοιπο τοῦ λατινικοῦ κόσμου ἀπό τήν ὁμοιότητα στίς προσωπι-κές του περιπέτειες, ὅπως ἤδη ἐμφανίζεται στήν ἰταλο-ελληνική παράδοση, πρός ἐκεῖνες τοῦ ὁμώνυμου Ἐπισκόπου τοῦ Arezzo, πού ἐμαρτύρησε τήν ἐποχή τοῦ Ἰουλιανοῦ τοῦ Ἀποστάτου.
Τά βενετσιάνικα ἡμερολόγια ἀναφέρουν τήν ἑορτή τοῦ Ἁγίου στίς 30 Ἀπριλίου[15], τήν ἴδια ἡμερομηνία τῆς μνήμης τοῦ Ἁγίου στό Συναξάριο τῆς Κωνσταντινούπολεωςς[16], ἐνῶ ἤδη ἡ λατινική μετά-φραση τῆς Vita brevior καί ἡ ἰταλο-ελληνική Vita amplior (ὅπως ἀκριβῶς τά ἰταλο-ελληνικά μηναῖα) τοποθετοῦν τή γενέθλια ἡμέρα του στίς 7 Μαΐου, πού εἶναι ὅμως ἡ ἡμερομηνία τοῦ μαρτυρίου τοῦ Ἀρετινοῦ Ἐπισκόπου[17].

[1] Πόλη τῆς ἀρχαίας Ἠπείρου. Ἀπό τό βυζαντινό ἱστορικό Προκόπιο (Περί Κτισμά-των, βιβλίον Δ´, ἔκδ. Βόννης, σελ. 269) καταφαίνεται ὅτι ἡ βυζαντινή Εὔροια δέν ἔκειτο ἐπί τῆς ἀρχαίας. Ἡ καταστροφή καί ὁ νέος οἰκισμός ἔγιναν μετά τήν κατα-στροφή τῶν ἠπειρωτικῶν πόλεων ὑπό τοῦ Αἰμιλίου Παύλου (168 π.Χ.). Πάντως καί οἱ δύο ἔκειντο στήν ἀρχαία Θεσπρωτία καί μάλιστα στήν ἐπαρχία τῆς Παραμυθίας, ὅπως συμπεραίνουμε ἐκ τοῦ ὅτι ἡ Παραμυθιά παλαιότερα ὠνομαζόταν Ἅγιος Δονᾶτος. Ἄλλοι βέβαια ὑποστηρίζουν ὅτι εὑρισκόταν κοντά στά Ἰωάννινα, ἐνῶ ἄλλοι ὅτι εὑρισκόταν κοντά στό Σοῦλι. Ἀλλά καί ἡ θέση τῆς ἀρχαίας Σωρείας, πού ἀναφέρεται στό Συναξάρι τοῦ μηνός Ἀπριλίου, δέν ἔχει καθορισθεῖ. Ἄλλοι τήν ταυτίζουν μέ τό Σοῦλι καί ἄλλοι τήν τοποθετοῦν κοντά στή λίμνη τοῦ Βουθρωτοῦ, ὅπου ὑπάρχουν ἐρείπια μέ τό ὄνομα «Σαρωνειά».
[2] Analecta Bollandiana, XXIV, 1914, σελ. 48, 107.
[3] Φωτίου Οἰκονόμου, Ὁ Ἅγιος Δονᾶτος, Ἀθῆναι 1962.
[4] E. Follieri, S. Donato, vescovo di Èvria in Epiro, στό Byzantina Mediolanensia acura di F. Conca (Atti del V Congresso Nazionale di Studi Bizantini, Milano, 19-22 ottobre 1994), Soveria Manneli (Cz), 1966 (Medioevo Romanzo e Orientale, Colloqui, 3), sel. 165- 175.
[5] Syn. Eccl. Cp., cit., coll 643- 644. P. Bertocchi, Donato, vescovo di Evorea (Euria) nell’ Epiro, santo, BS, IV, Roma, 1964, coll. 786-787.
[6] A. Kominis, I. Polemis, Unpublished Texts on St. Donatos of Euroia (BHG 2111-2112), στό Rivista di Studi Bizantini e Neoellenici, N.S., XXXI (1994), σελ. 3-44. A. Proïou, Canones Augusti, Romae, 1980 (Analecta Hymnica Graeca e codicibus eruta Italiae Inferioris Joseph Schirò consilio et ductu edita, XII), σελ. 82-110, 431-447. Ἀθ. Κομίνη, Ἁγιολογικά καί ὑμνογραφικά εἰς Ἅγιον Δονᾶτον Ἐπίσκοπον Εὐροίας, στό Μνήμη Σουλίου, ΑΘΗΝΑΙ, 1973, σελ. 280- 285. Πρβλ. L. Petit, Bibliographie des acolouthies grecques, Bruxelles, 1926, [Subsidia Hagiographica, 16], σελ. 73.
[7] Πρβλ. Poncelet, Le Légendier cit., n. 858, σελ. 107- 108.
[8] D. Nicol, Venezia e Bisanzio cit., σελ. 111. Tramontin, Il Kalendarium cit., σελ. 309. Τοῡ ἰδίου, Influsso cit., σελ. 807.
[9] Andreae Danduli Chronica, IX, 14, ed. cit., σελ. 236.
[10] Fl. Corner (Flaminius Cornelius), Ecclesiae Torcellanae antiquis monumentis nunc etiam primum editis illustratae, Venetiis, 1749, II, σελ. 48-138. Ughelli, Italia sacra sive de episcopis Italiae, cit., Venetiis, V, 1720(2) (rist. : anast. : Nendeln, Liechtenstein, 1970), col. 1180 C,
[11] A. Niero, La basilica dei Santi Maria e Donato. Storia e arte, Padova, s.d. [Venezia Sacra, 22], σελ. 9-10.
[12] Corrain, Capitanio, Ricognizioni cit., n. 4, σελ. 18-21. V. Zanetti, La basilica dei Ss. Maria e Donato di Murano, Venezia, 1873. Πρβλ. J. Bidez, G. Chr. Hansen, Sozomenus Kirchengeschichte, Berlin, 1960, [G.C.S., 50], σελ. 341.
[13] S. Gregorii Magni Registrum Epistolarum, XIV, 7-8, 13, ed. D. Norberg, II, Turnholti, 1982 (C.C., 140A), σελ. 1074-1085. Follieri, S. Donato cit., σελ. 166. P. Soustal, J. Koder, Nikopolis und Kephallenia, Wien, 1981 (Tabula Imperii Byzantini, 3), σελ. 172.
[14] A. Niero, La basilica dei Santi Maria e Donato, σελ. 9
[15] Tramontin, Il Kalendarium cit., σελ. 296. Chiesa, Sanità d’ importazione, σελ. 114.
[16] Syn. Eccl. Cp., col. 643.
[17] Petrus de Natalibus, Catalogus cit., lib. VIII, cap. 87.