† Μνήμη τῶν Ἁγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων.
Oἱ Ἅγιοι Τεσσαράκοντα Μάρτυρες, οἱ ὁποῖοι κατάγονταν ἀπό διάφορους τόπους καί ἐμαρτύρησαν στή λίμνη τῆς Σεβα- στείας[1], τό ἔτος 320 μ.Χ., εἶναι οἱ: Ἀγγίας, Ἀγλάϊος, Ἀειθαλᾶς, Ἀέτιος, Ἀθανάσιος, Ἀκάκιος, Ἀλέξανδρος, Βιβιανός, Γάϊος, Γοργόνιος, Γοργόνιος, Δομετιανός ἤ Δομέτιος, Δόμνος, Ἐκδίκιος, Εὐνοϊκός, Εὐτύχιος, Ἠλιάδης ἤ Ἠλίας, Ἡράκλειος, Ἡσύχιος, Θεόδουλος, Θεόφιλος, Ἰωάννης ἤ Κάνδιδος, Κλαύδιος, Κύριλλος, Κυρίων, Λεόντιος, Λυσίμαχος, Μελίτων, Νικόλαος, Ξανθίας, Οὐαλέριος, Οὐάλης, Πρίσκος, Σακερδών ἤ Σακεδών, Σεβηριανός, Σισίνιος, Σμάραγδος, Φιλοκτήμων, Φλάβιος καί Χουδίων[2].
Οἱ Ἅγιοι ἦσαν στρατιῶτες ἐπί αὐτοκράτορος Λικινίου (308-323 μ.Χ.). καί ἡγεμόνος Ἀγρικολάου. Ἐπειδή ἀρνήθηκαν νά θυσιάσουν στά εἴδωλα, συνελήφθησαν καί ὁμολόγησαν ὅτι ἦσαν Χριστιανοί. Καί ἐπειδή δέν ἐπείσθηκαν συνέτριψαν μέ πέτρες τά σώματά τους καί σέ καιρό χειμῶνος καταδικάσθηκαν νά στέκονται ὅλη τή νύκτα μέσα στή λίμνη πού εἶχε παγώσει ἀπό τό κρύο καί εἶχε κρυσταλλώσει.
Ἐκεῖ, ὅταν ἕνας ἐλιποψύχησε καί ἔτρεξε πρός τό κοντινότερο λουτρό, γιά νά ζεσταθεῖ, ὁ καπικλάριος[3] πού τούς ἐφύλαγε, ὅταν εἶδε ἀπό τόν οὐρανό νά κατεβαίνουν οἱ στέφανοι γιά τούς τριάντα ἐννέα Μάρτυρες καί ἕνα στεφάνι νά περισσεύει, τό ὁποῖο ἀνῆκε σέ ἐκεῖνο πού λιγοψύχησε, ἀφοῦ ἀπέβαλε τή στολή του, ἔτρεξε πρός τούς Ἁγίους καί ἐπίστεψε στόν Χριστό. Τό πρωῒ, μόλις ἐπαρου-σιάσθηκαν ἄλλοι μέν νά ἔχουν πεθάνει, ἄλλοι δέ νά ἀναπνέουν ἀκόμη, ἀφοῦ τούς ὁδήγησαν στήν ἀκτή καί τούς ἔσπασαν τά πόδια, τούς ἔκαψαν καί ἔρριψαν τά ἱερά σκηνώματα στή λίμνη. Τά μαρτυρικά λείψανα ἀνευρέθησαν ἀπό τούς Χριστιανούς σέ κάποιο γκρεμό, ὅπου εἶχαν συναχθεῖ κατά θεία οἰκονομία, καί ἐντα-φιάσθηκαν μέ εὐλάβεια.
Στόν Εὐεργετινό ἀναφέρεται, ὅτι τῶν Ἁγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων διανυόντων τό στάδιο τῆς ἀθλήσεως καί μετά τήν ὁλό-νυχτο στάση μέσα στήν παγωμένη λίμνη, καί ἐνῶ τούς ἔσερναν στόν αἰγιαλό, γιά νά τούς συντρίψουν τά σκέλη, ἡ μητέρα ἑνός Μάρτυ-ρος παρέμενε ἐκεῖ πάσχουσα μέ αὐτούς, βλέποντας τό παιδί της, πού ἦταν νεώτερο στήν ἡλικία ἀπό ὅλους, μήπως καί τό παιδί της λόγῳ τοῦ νεαροῦ τῆς ἡλικίας καί τῆς ἀγάπης πρός τή ζωή δειλιάσει καί εὑρεθεῖ ἀνάξιο τῆς τιμῆς καί τῆς τάξεως τῶν στρατιωτῶν τοῦ Χρι-στοῦ. Ἐστεκόταν, λοιπόν, ἐκεῖ καί ἅπλωνε τά χέρια της πρός τό παιδί της λέγοντας: «Παιδί μου γλυκύτατο, ὑπέμεινε γιά λίγο καί θά καταστεῖς τέκνο τοῦ Οὐράνιου Πάτερα. Μήν φοβηθεῖς τίς βασάνους. Ἰδού, παρίσταται ὡς βοηθός σου ὁ Χριστός. Τίποτε δέν θά εἶναι ἀπό ἐδῶ καί πέρα πικρό, τίποτε τό ἐπίπονο δέν θά ἀπαντήσεις. Ὅλα ἐκεῖνα παρῆλθαν, διότι ὅλα αὐτά τά ἐνίκησες μέ τή γενναιότητά σου. Χαρά μετά ἀπό αὐτά, ἄνεση, εὐφροσύνη. Ὅλα αὐτά θά τά γεύεσαι, διότι θά εἶσαι κοντά στόν Χριστό καί θά πρεσβεύεις εἰς Αὐτόν καί γιά μένα πού σέ ἐγέννησα»[4].
Τά λείψανα αὐτῶν βρῆκε μέ θεία ὀπτασία, τό ἔτος 438 μ.Χ., ἡ αὐτοκράτειτα Πουλχερία κρυμμένα στό ναό τοῦ Ἁγίου Θύρσου, πίσω ἀπό τόν ἄμβωνα, στόν τάφο τῆς διακόνισσας Εὐσεβείας σέ δύο ἀργυρές θῆκες, οἱ ὁποῖες, κατά τή διαθήκη τῆς Εὐσεβείας, εἶχαν ἐναποτεθεῖ στόν τάφο της στό μέρος τῆς κεφαλῆς της. Στή συνέχεια ἡ Πουλχερία οἰκοδόμησε ναό ἔξω ἀπό τά τείχη τῶν Τρωαδησίων.
Σπουδαία ἀπό ἱστορικῆς ἀπόψεως θεωρεῖται ἀπό νεώτερους ἐρευνητές ἡ Διαθήκη τῶν Ἁγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων, ἡ ὁποία ἀποσκοπεῖ στό νά παρεμποδίσει τό διασκορπισμό τῶν ἱερῶν λειψάνων τους μεταξύ τῶν Χριστιανῶν, πρᾶγμα συνηθισμένο στήν Ἀνατολή κατά τούς χρόνους ἐκείνους. Γι’ αὐτό ἐκρίναμε σκόπιμο νά παραθέσουνε στή νεοελληνική γλώσσα τό κείμενο τῆς Διαθήκης:
Διαθήκη τῶν Ἁγίων καί ἐνδόξων Σαράντα Μαρτύρων
τῶν ὁποίων ὁ βίος ἐτελειώθηκε στή Σεβαστεία.
« Ὁ Μελέτιος, ὁ Ἀέτιος καί ὁ Ἡσύχιος, οἱ δοῦλοι τοῦ Χρι-στοῦ, χαίρουν ἐν Χριστῷ ἀνάμεσα σέ ὅλους τούς Ἁγίους ἐπισκό-πους καί πρεσβυτέρους καί διακόνους καί ὁμολογητές καί τούς ὑπόλοιπους ἐκκλησιαστικούς ἄνδρες σέ ὅλη τήν πόλη καί τή χώρα.
- Ὅταν μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ καί τίς κοινές προσευχές ὅλων τελέσουμε τόν προκαθορισμένο σέ ἐμᾶς ἀγώνα καί φθάσουμε στά βραβεῖα τῆς ἄνω κλήσεως, τότε αὐτό τό θέλημά μας γιά τήν ἀνακομιδή τῶν λειψάνων μας θέλουμε νά κυριαρχήσει στούς ἀνθρώπους γύρω ἀπό τόν πρεσβύτερο καί πατέρα μας Πρόϊδο καί τούς ἀδελφούς μας Κρισπίνο καί Γόρδιο μαζί μέ τό λαό πού τούς ἀκολουθεῖ, καί τόν Κύριλλο, τόν Μάρκο καί τόν Σαπρίκιο, τό υἱό τοῦ Ἀμμωνίου, μέ σκοπό νά μετατεθοῦν τά λείψανά μας ἀπό τήν πόλη Ζήλων στό χωριό Σαρείμ. Γιατί ἄν καί ὅλοι καταγόμαστε ἀπό διαφορετικά μέρη, ὅμως προτιμοῦμε τόν ἕνα καί ἴδιο τόπο ἐνταφια-σμοῦ γιά τήν αἰώνια ἀνάπαυση. Γιατί ἀφοῦ ἀγωνισθήκαμε τόν κοινό ἀθλοφόρο ἀγώνα, συμφωνήσαμε ὅτι θά ἔχουμε κοινό τόπο ἐνταφιασμοῦ στόν προαναφερθέντα τόπο. Αὐτά λοιπόν ἐφάνηκαν σωστά κατά τό ἅγιο Πνεῦμα, καί φάνηκαν καλά καί σέ ἐμᾶς.
Ἐξ αἰτίας αὐτοῦ ἐμεῖς οἱ συγγενεῖς τοῦ Ἀέτιου καί τοῦ Εὐτύχιου καί τῶν ὑπόλοιπων ἐν Χριστῷ ἀδελφῶν παρακαλοῦμε τούς κυρίους γονεῖς μας καί τούς ἀδελφούς μας νά μείνουν μακριά ἀπό κάθε ταραχή καί λύπη, νά τιμήσουν δέ τόν ὅρο τῆς φιλάδελφης συμμετοχῆς τους καί νά συμβαδίσουν μέ προθυμία στή θέλησή μας, γιά νά ἀποκτήσετε τό μεγάλο μισθό τῆς ὑπακοῆς καί τῆς συμπά-θειας ἀπό τόν κοινό πατέρα μας.
Ἀκόμη ἀξιώνουμε ἀπό ὅλους, κανείς νά μή θησαυρίσει γιά τόν ἑαυτό του τά περισυλλεγέντα λείψανα ἀπό τό καμίνι, ἀλλά ἀφοῦ φροντίσει γιά τή συγκέντρωσή τους στό ἴδιο μέρος, νά τά ἀποδώσει στούς προαναφερθέντες, μέ σκοπό νά ἀποκομίσει τό κέρδος τῆς φιλευσπλαγχνίας τῶν ἴδιων του κόπων, ἀφοῦ ἐπιδείξει ἰσχυρό ζῆλο καί ἀληθινή εὐγνωμοσύνη. Ὅπως ἀκριβῶς ἡ Μαρία, ἡ ὁποία ἀφοῦ ἐπερίμενε καρτερικά στόν τάφο καί εἶδε πρώτη ἀπό ὅλους τόν Κύριο, πρώτη ἐδέχθηκε καί τή χάρη τῆς χαρᾶς καί τῆς εὐλογίας.
Ἄν κάποιος ἐναντιωθεῑ στό θέλημα τό δικό μας, ἄς εἶναι ξένος ἀπό τό θεῖο κέρδος, ἔνοχος κάθε παρακοῆς, ἀφοῦ μέ ἐπιπόλαιη σκέψη ἔχασε τό δίκαιό του, ἐπειδή ἐξαναγκαζόταν, ὅσο ἐξαρτιόταν ἀπό αὐτόν, νά κατατεμαχίσει ἐμᾶς, τούς ὁποίους ὁ Ἅγιος Σωτήρας μας μέ τήν προσωπική χάρη καί πρόνοια συνέδεσε μέ πίστη.
Ἄν ὅμως καί τό παιδί, ὁ Εὐνοϊκός, μέ τή συγκατάνευση τοῦ φιλάνθρωπου Θεοῦ φθάσει στό ἴδιο τέλος τοῦ ἀγῶνος, ἀξίωσε νά ἔχει τήν ἴδια μέ ἐμᾶς διαμονή. Ἄν βέβαια διαφυλαχθεῖ ἀβλαβής μέ τή Χάρη τοῦ Χριστοῦ καί δοκιμασθεῖ στόν κόσμο, παραγγέλλουμε νά ἀσχοληθεῖ αὐτός ἐλεύθερα μέ τό μαρτύριό μας καί παρακαλοῦμε νά διαφυλάττει τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ, μέ σκοπό νά μετέχει τῆς ἀπολαύσεως μαζί μέ ἐμᾶς κατά τή μεγάλη ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως, ἐπειδή καί ὅσο εὑρισκόταν στόν κόσμο ὑπέμεινε τίς ἴδιες θλίψεις.
Γιατί ἡ εὐγνωμοσύνη πρός τόν ἀδελφό ἀποβλέπει στή δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, ἡ παρακοή ὅμως πρός τούς ὁμόφυλους καταπατᾶ τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ. Γιατί ἔχει γραφεῖ ὅτι: αὐτός πού ἀγαπᾶ τήν ἀδικία, μισεῖ τήν ψυχή του.
- II. Ἑπομένως ἀξιώνω ἀπό ἐσᾶς, ἀδελφέ Κρισπίνε, καί παραγγέλλω νά μείνετε μακριά ἀπό κάθε κοσμική τρυφή καί πλάνη. Γιατί εἶναι ἐσφαλμένη καί ὄχι ἰσχυρή ἡ δόξα τοῦ κόσμου, ἡ ὁποία γιά λίγο μέν ἀκμάζει καί πάλι μαραίνεται σάν χόρτο, ἀφοῦ δέχεται τό τέλος πιό γρήγορα ἀπό τήν ἀρχή. Νά θελήσετε ὅμως νά προσφύγετε στόν φιλάνθρωπο Θεό, ὁ ὁποῖος παρέχει σέ ὅσους προστρέχουν σέ Αὐτόν πλοῦτο ἀδιάκοπο, καί βραβεύει μέ ζωή αἰώνια ὅσους πιστεύουν σέ Αὐτόν.
Εἶναι ἡ στιγμή ἡ κατάλληλη γιά ὅσους θέλουν νά σώζονται καί γιά ὅσους δέν τό ἀναβάλλουν γιά τό μέλλον, παρέχοντας ἄφθονη διορία γιά μετάνοια καί τή χωρίς δισταγμό ἐνέργεια τῆς πολιτείας. Γιατί οἱ ἀλλαγές τῆς ζωῆς εἶναι ἀπρόοπτες. Ἀλλά ἄν ἔχεις γνώση, πρόσεξε μέσα σέ αὐτή τή ζωή νά ἐμφανίσεις τήν ὠφέλεια καί τήν ἁγνότητα τοῦ σεβασμοῦ πρός τόν Θεό, μέ σκοπό ἀφοῦ γίνεις κύριος αὐτῆς νά ἐξαλείψεις τό χειρόγραφο κείμενο τῶν προπατο-ρικῶν ἁμαρτημάτων: γιατί θά σέ βρῶ σέ αὐτό, εἶπε, ἐν τῷ μεταξύ καί θά σέ κρίνω.
Ἀσχοληθεῖτε, λοιπόν, σοβαρά μέ τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ γιά νά εὑρεθεῖτε ἄμεμπτοι, μέ σκοπό νά ἀποφύγετε τό ἀκοίμητο καί αἰώνιο πῦρ. Γιατί ὁ καιρός εἶναι περιορισμένος ἀπό παλιά, φωνάζει ἡ θεία φωνή.
Προπαντός λοιπόν ἀποδώσατε τιμή στήν ἀγάπη. Γιατί αὐτή μόνη τιμᾶ μέ νόμο τό δίκαιο τῆς ἀδελφικῆς ἀγάπης ὑπακούοντας στόν Θεό. Καί γιατί μέσῳ τοῦ ἀδελφοῦ πού εἶναι ὁρατός τιμᾶται ὁ ἀόρατος Θεός. Καί τά λόγια αὐτά στρέφονται πρός τούς ὁμομή-τριους ἀδελφούς, ἡ ἄποψη αὐτή ὅμως ἀπευθύνεται σέ ὅλους τούς φιλόχριστους. Καί ἰσχυρίσθηκε ὁ Ἅγιος Σωτήρας μας καί Θεός ὅτι ἐκεῖνοι εἶναι ἀδελφοί, ὄχι ὅσοι μετέχουν τῆς ἴδιας φύσεως, ἀλλά ὅσοι συνδέονται μέ ἄριστες πράξεις μέ τήν πίστη καί ἐκπληρώνουν τό θέλημα τοῦ Πατέρα μας πού εὑρίσκεται στόν οὐρανό.
III. Χαιρετίζουμε τόν κύριό μας τόν πρεσβύτερο Φίλιππο καί τόν Προκλιανό καί τόν Διογένη μαζί μέ τήν ἁγία Ἐκκλησία. Χαιρετί-ζουμε τόν κύριό μας Προκλιανό πού εὑρίσκεται στό χωριό Φυδελᾶ μαζί μέ τήν ἁγία Ἐκκλησία καί μέ τούς συγγενεῖς του. Χαιρετίζουμε τόν Μάξιμο μέ τήν Ἐκκλησία. Χαιρετίζουμε τόν Δόμνο μέ τούς συγγενεῖς του, τόν Ἴλη τόν πατέρα μας καί τόν Οὐάλη μέ τήν Ἐκκλησία. Χαιρετίζω καί ἐγώ, ὁ Μελέτιος, τούς συγγενεῖς μου Λουτάνιο, Κρίσπο καί τόν Γόρδιο μέ τούς συγγενεῖς τους, τόν Ἐλπίδιο μέ τούς συγγενεῖς του, τόν Ὑπερέχιο μέ τούς συγγενεῖς του.
Χαιρετίζουμε καί ὅσους εὑρίσκονται στό χωριό Σαρείμ, τόν πρεσβύτερο μέ τούς συγγενεῖς του, τούς διακόνους μέ τούς συγγενεῖς τους, τόν Μάξιμο μέ τούς συγγενεῖς του, τόν Ἡσύχιο μέ τούς συγγενεῖς τους, τόν Κυριακό μέ τούς συγγενεῖς του. Χαιρετίζουμε ὅλους ὅσους εὑρίσκονται στό Χαδουθί ὀνομαστικά. Χαιρετίζουμε ὀνομαστικά ὅλους ὅσους εὑρίσκονται στή Χαρισφώνη. Χαιρετίζω καί ἐγώ ὁ Ἀέτιος τούς συγγενεῖς μου Μάρκο καί Ἀκυλίνα καί τόν πρεσβύτερο Κλαύδιο καί τούς ἀδελφούς του Μάρκο, Τρύφωνα, Γόρδιο καί Κρίσπο καί τίς ἀδελφές μου καί τή σύζυγό μου Δόμνα μέ τό παιδί μου.
Χαιρετίζω καί ἐγώ ὁ Εὐτύχιος ὅσους εὑρίσκονται στά Ξίμαρα, τή μητέρα μου Ἰουλία καί τούς ἀδελφούς μου Κύριλλο, Ροῦφο, Ρίγλο καί Κυρίλλα καί τή νύμφη μου Βασιλεία καί τούς διακόνους Κλαύδιο καί Ρουφίνο καί Πρόκλο. Χαιρετίζουμε καί τούς ὑπηρέτες τοῦ Θεοῦ, τόν Σαπρίκιο, τόν υἱό τοῦ Ἀμμωνίου, καί τόν Γενέσιο, καί τόν Σωσάννα μέ τούς δικούς του.
Χαιρετίζουμε λοιπόν ὅλους ἐσᾶς, πού εἶστε κύριοί μας, ὅλοι ἐμεῖς οἱ σαράντα ἀδελφοί καί συγκρατούμενοι, ὁ Μελέτιος, ὁ Ἀέτιος, ὁ Εὐτύχιος, ὁ Κυρίων, ὁ Κάνδιδος, ὁ Ἀγγίας, ὁ Γάιος, ὁ Χουδίων, ὁ Ἡράκλειος, ὁ Ἰωάννης, ὁ Θεόφιλος, ὁ Σισίνιος, ὁ Σμάραγδος, ὁ Φιλοκτήμων, ὁ Γοργόνιος, ὁ Κύριλλος, ὁ Σεβηριανός, ὁ Θεόδουλος, ὁ Νίκαλλος, ὁ Φλάβιος, ὁ Ξάνθιος, ὁ Οὐαλέριος, ὁ Ἡσύχιος, ὁ Δομετιανός, ὁ Δόμνος, ὁ Ἡλιανός, ὁ Λεόντιος, ὁ ὀνομαζόμενος καί Θεόκτιστος, ὁ Εὐνοϊκός, ὁ Οὐάλης, ὁ Ἀκάκιος, ὁ Ἀλέξανδρος, ὁ Βικράτιος, ὁ ὀνομαζόμενος καί Βιβιανός, ὁ Πρίσκος, ὁ Σακέρδων, ὁ Ἐκδίκιος, ὁ Ἀθανάσιος, ὁ Λυσίμαχος, ὁ Κλαύδιος, ὁ Ἴλης, καί ὁ Μελίτων. Ἐμεῖς λοιπόν οἱ σαράντα δοῦλοι τοῦ κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ὑπογράψαμε μέ τό χέρι τοῦ Μελετίου γιά τόν καθένα ἀπό ἐμᾶς, καί ἐπικυρώσαμε ὅλα ὅσα ἐγράφησαν πρίν, καί ἐφάνηκε καλό σέ ὅλους ἐμᾶς. Μέ τήν ψυχή μας καί τό θεῖο πνεῦμα προσευχόμαστε νά τύχουμε ὅλοι τά αἰώνια ἀγαθά τοῦ Θεοῦ καί τήν Βασιλεία Του τώρα καί στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν».
Οἱ γονεῖς τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, πού κατεῖχαν «κόνιν» καί τεμάχια τῶν ἱερῶν λειψάνων τῶν Ἁγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων, ἀνήγειραν τόν πρῶτο ναό στήν Ἀνατολή εἰς τιμήν τῶν Ἁγίων, ὅπου κάι ἐτάφησαν, σέ κτῆμα τους στόν Πόντο.
Ναός ἀφιερωμένος στούς Ἁγίους Τεσσαράκοντα Μάρτυρες ὑπῆρχε στήν περιοχή Μέση τῆς Κωνσταντινουπόλεως, πού εἶχε ἀνε-γερθεῖ ἀπό τόν αὐτοκράτορα Τιβέριο Α΄ (579-582 μ.Χ.) καί συμπληρωθεῖ ἀπό τόν αὐτοκράτορα Μαυρίκιο (582-602 μ.Χ.). Τό ναό κατεκόσμησε ὁ Ἀνδρόνικος ὁ Κομνηνός (1183-1185). Στό ναό αὐτό ἐλειτουργοῦντο κατά τήν ἡμέρα τῆς μνήμης τῶν Ἁγίων Μαρ-τύρων οἱ αὐτοκράτορες. Ἄλλοι ναοί ὑπῆρχαν α) στό παλάτι, πού πανηγύριζε στίς 27 Αὐγούστου, β) στή νῆσο Πλάτη ἤ Πλατεία, γ) στή μονή τῆς Χώρας, δ) στήν Ἔμμεσα τῆς Συρίας.
Ἡ Σύναξη αὐτῶν ἐτελεῖτο στό ἁγιώτατο Μαρτύριό τους πλησίον τοῦ Χαλκοῦ Τετραπύλου.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Οὐρπασιανοῦ.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Οὐρπασιανός ἦταν συγκλητικός καί ἐμαρ-τύρησε μεταξύ τῶν ἐτῶν 286-305 μ.Χ. ἐπί αὐτοκράτορος Μαξι-μιανοῦ.
Ὡς συγκλητικός ἀκολούθησε τό βασιλέα στή Νικομήδεια ὡς κρυφός Χριστιανός. Κάποια ἡμέρα ὁ Μαξιμιανός, ἐπάνω στή μανία αὐτοῦ κατά τῶν Χριστιανῶν, ἐκάλεσε ὅλους τούς ἄρχοντες καί συγκλητικούς στά ἀνάκτορα τῆς Νικομήδειας καί τοῦς εἶπε: «Ἐάν κάποιος ἀπό ἐσᾶς εἶναι Χριστιανός καί μένει ἀμετανόητος, ἄς λύσει ἐνώπιον ὅλων τή ζώνη του[5] καί ἄς ἀποχωρήσει ἀπό τά ἀνάκτορα, διότι ἡ πόλη αὐτή ἀπό τούς προγόνους της ἐδιδάχθηκε νά λατρεύει τούς θεούς καί ὄχι ἕνα Θεό καί τοῦτον Ἐσταυρωμένο».
Τότε ὁ Οὐρπασιανός ἐσηκώθηκε καί ἔρριψε κατά πρόσωπο τοῦ βασιλέως τή χλαμύδα καί τή ζώνη του λέγοντας πρός τόν αὐτοκράτορα: «Λάβε τή ζώνη καί τήν τιμή καί τή δόξα. Ἐγώ σήμε-ρα στρατεύομαι μέ τόν ἐπουράνιο καί ἀθάνατο Βασιλέα».
Μόλις ὁ Μαξιμιανός ἄκουσε αὐτά τά λόγια, ἀλλοιώθηκε στό μυαλό καί ἔμεινε ἐμβρόντητος. Μόλις συνῆλθε ἀπό τήν ταραχή καί τήν ἔκπληξη, διέταξε νά κρεμάσουν τόν Μάρτυρα, νά τοῦ ξεσκί-σουν τίς σάρκες καί νά τόν κλείσουν στή φυλακή, μήπως καί ἀλλάξει. Ὅμως ὁ Ἅγιος Οὐραπσιανός ἔμενε σταθερός στήν πίστη του. Τότε τόν ἔκλεισαν σέ σιδερένιο κλωβό καί τόν ἔκαψαν μέσα ἐκεῖ ζωντανό. Ἀφοῦ ἐκάησαν οἱ σάρκες καί τά ὀστᾶ τοῦ Ἁγίου, διέταξε νά τά συλλέξουν καί νά τά ρίψουν στή θάλασσα.
Ἔτσι ἐμαρτύρησε ὁ Ἅγιος Οὐρπασιανός καί ἔλαβε τόν ἀμαράντινο στέφανο τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ ἀψηφώντας τή δόξα τοῦ κόσμου καί τίς βασάνους.
Τῆ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ ἁγίου Καισαρίου, ἀδελφοῦ τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου.
Ὁ Ἅγιος Καισάριος ἐγεννήθηκε ἀπό τόν Ἅγιο Γρηγόριο καί τήν Ἁγία Νόννα καί ἦταν ἀδελφός τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεο-λόγου. Ἐσπούδασε στήν Ἀλεξάνδρεια καί στή συνέχεια μετέβη στήν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ἄσκησε τό ἐπάγγελμα τοῦ ἰατροῦ. Τόση ἦταν ἡ φήμη αὐτοῦ, ὥστε προσλήφθηκε ὡς ἰατρός τῶν ἀνακτόρων. Ὁ ἀδελφός του Ἅγιος Γρηγόριος, μετά τό πέρας τῶν σπουδῶν του στήν Ἀθήνα, ἦλθε μεταξύ τῶν ἐτῶν 358-360 μ.Χ. στήν Κωνσταντι-νούπολη, ὅπου συνάντησε τόν Καισάριο, καί ἔτσι ἐπέστρεψαν μαζί καί οἱ δύο ἀδελφοί στήν ἰδιαίτερή τους πατρίδα, τή Ναζιανζό. Ἀλλά ὁ Καισάριος ἐπέστρεψε καί πάλι στήν Κωνσταντινούπολη καί προσλήφθηκε ὡς ἰατρός τῆς βασιλικῆς αὐλῆς. Τή θέση αὐτή διετήρησε καί μετά τήν ἀνάρρηση στόν αὐτοκρατορικό θρόνο, τό ἔτος 361 μ.Χ., τοῦ Ἰουλιανοῦ τοῦ Ἀποστάτου. Ὁ Καισάριος, ἀνατραφείς χριστανοπρεπῶς, δέν ἦταν δυνατό νά ἐπηρεασθεῖ ἀπό τό χριστιανομάχο Ἰουλιανό, ὥστε νά ἐνδώσει στίς παροτρύνσεις καί τίς πιέσεις του πρός ἄρνηση τῆς χριστιανικῆς πίστεως, καί ἐπέ-στρεψε στή γενέτειρά του. Ἀλλά καί πάλι, μετά τό θάνατο τοῦ Ἰουλιανοῦ, τό ἔτος 363 μ.Χ., ἐπανῆλθε στήν πρωτεύουσα τοῦ Βυζα-ντίου. Ἐπί αὐτοκράτορος δέ Οὐάλεντος (364-378 μ.Χ.) καί Οὐαλε-ντινιανοῦ (364-374 μ.Χ.) διορίσθηκε ἐπιμελητής θησαυρῶν καί ταμίας τῶν δημοσίων χρημάτων στή Νίκαια τῆς Βιθυνίας[6].
Ἐκεῖ, στή Βιθυνία, ἐσώθηκε ὡς ἐκ θαύματος, στό σεισμό πού ἔγινε τό ἔτος 368 μ.Χ. καί μετά ἀπό λίγο κοιμήθηκε ὁσίως μέ εἰρήνη τό ἴδιο ἔτος ἤ τίς ἀρχές τοῦ 369 μ.Χ. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ὁμιλεῖ στά ἔργα του γιά τήν εὐσέβεια καί τή σωφροσύνη τοῦ Ἁγίου Καισαρίου[7].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων πάππου καί μάμ-μης, πατρός καί μητρός μετά τῶν δύο αὐτῶν τέκνων.
Οἱ Ἅγιοι αὐτοί Μάρτυρες ἐτελειώθησαν διά ξίφους.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Πασιανοῦ, ἐπισκόπου Βαρκελώνης τῆς Ἱσπανίας.
Ὁ Ἅγιος Πασιανός ἔζησε κατά τόν 4ο αἰώνα μ.Χ. στήν πόλη τῆς Καταλανίας[8], στή Βαρκελώνη τῆς Ἱσπανίας. Ἦταν ἔγγαμος. Ὅμως ὁ Θεός πῆρε κοντά του τή σύντροφό του. Ὁ Πασιανός ἀφιέρωσε τότε τή ζωή του στήν Ἐκκλησία. Ἄνθρωπος μέ πλατιά μόρφωση, μέ μεγάλη ἱκανότητα στό χειρισμό τοῦ λόγου, προσήλω-ση καί ἀκρίβεια στήν ἐκκλησιαστική ζωή καί παράδοση, προσέφερε τά δῶρα πού τοῦ ἐχάρισε ὁ Θεός, στήν ὑπηρεσία τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας. Ἐχειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος τῆς Βαρκελώνης περί τό 363 μ.Χ.
Ἀπό τή θέση αὐτή ὁ Ἐπίσκοπος Πασιανός διπλασιάζοντας τό ζῆλο του καί αὐξάνοντας τά τάλαντα πού τοῦ ἐμπιστεύθηκε ὁ Κύριός του, ἀναλώθηκε στή διαποίμανση τῶν λογικῶν προβάτων του. Σέ μιά ἐποχή κατά τήν ὁποία οἱ αἱρέσεις λυμαίνονταν τόν ἀγρό τοῦ Χριστοῦ ἔγραψε θεολογικά ἀντιαιρετικά καί ἀπολογητικά ἔργα καί ἐδίδαξε τούς πιστούς νά κρατήσουν τήν πατρώα εὐσέβεια καί νά μή μολυνθοῦν ἀπό τήν ἐπαφή μέ αἱρετικούς, ἰδιαίτερα μέ τούς Ἀρειανούς καί τούς Νοβατιανούς, ἀλλά νά μείνουν στερεά προ-σκολλημένοι στήν Ὀρθόδοξη δογματική παράδοση τῆς Ἁγίας Ἐκκλησίας.
Ὁ Ἅγιος Πασιανός ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 390 μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου Κωνσταντίνου τῆς Κορνουάλλης, βασιλέως τῆς Δουμνονίας.
Ὁ Ἅγιος Κωνσταντίνος ἐγεννήθηκε περί τό ἔτος 520 μ.Χ. στήν Ἀγγλία καί ἦταν βασιλέας τῆς Δουμνονίας. Ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 576 μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Βιταλίου, τοῦ ἐκ Σικελίας.
Ὁ Ὅσιος Βιτάλιος ἐγεννήθηκε στήν πόλη Καστρόνοβο τῆς Σικελίας κατά τόν 10ο αἰώνα μ.Χ. ἀπό γονεῖς εὔπορους καί εὐσε-βεῖς, τόν Σέργιο καί τήν Χρυσονίκη, οἱ ὁποῖοι ἐφρόντισαν γιά τήν κατά Θεόν ἀνατροφή του καί τήν παιδεία του.
Ὁ Ὅσιος ἀπό νεαρά ἡλικία ἀγάπησε τόν Χριστό καί τήν μοναχική πολιτεία, γι’ αὐτό καί ἔφυγε στή μονή τοῦ Ἁγίου Φιλίππου στήν Ἄγκυρα. Ἐκεῖ ἐκάρη μοναχός καί ἔλαβε τό ἀγγελικό σχῆμα ζώντας μέ ἄσκηση καί προκόπτοντας στήν ἀρετή ἐπί δέκα πέντε χρόνια.
Κατά τή διάρκεια τῶν χρόνων αὐτῶν ἐπισκέφθηκε γιά προσκύνημα τή Ρώμη, τήν Καλαβρία καί ἄλλους ἱερούς τόπους. Τελικά ἐπέστρεψε στή Καλαβρία καί ἀσκήτεψε στό ὄρος τοῦ Λιποράχου. Ἐκεῖ συνάντησε τόν ἀσκητή Ἀντώνιο καί ἔζησε μαζί του γιά λίγο χρόνο. Στή συνέχεια μετακι΄νεῖται ἀπό ὄρος σέ ὄρος, γιά νά καταλήξει στή μονή τοῦ Ἁγίου Ἠλία.
Μετά τήν πάροδο ἀρκετοῦ χρόνου πηγαίνει σέ ἕνα σπήλαιο μεταξύ τῶν ὀρέων Τοῦρρι καί Ἀρμέντο. Ὁ Ὅσιος ἀγνωίζεται ἡμέρα καί νύκτα προσευχόμενος καί φθάνει σέ πνευματικά ὕψη. Ἀκόμη καί τά ἄγρια θηρία τοῦ βουνοῦ τόν πλησιάζουν ἤρεμα, γιά νά λάβουν τήν εὐλογία του.
Ἐκεῖ τόν ἐπισκέπτεται καί ὁ Ὅσιος Λουκᾶς τῆς Δεμέννης τῆς Σικελίας († 13 Ὀκτωβρίου) μαζί μέ τόν ὁποῖο συζητοῦν πνευματικά θέματα καί προσεύχονται.
Ἀργότερα ὁ Ὅσιος μεταβαίνει στό Μπάρι καί μαζί μέ τόν ἀνεψιό του Ἠλία καταλήγει στό Ὄρος Τοῦρρι, ὅπου κτίζει μία ἐκκλησία. Τελικός σταθμός τοῦ Ὁσίου Βιταλίου εἶναι ἡ περιοχή τῆς Ράπολλα στήν ὁποία ἀνήγειρε μονή. Σέ αὐτή διῆλθε τό ὑπόλοιπο τοῦ ἀσκητικοῦ βίου του συγκεντρώνοντας γύρω του πλῆθος μοναχῶν.
Ὁ Ὅσιος Βιτάλιος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 994 μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Κλεόπα, τοῦ ἐκ Ρωσίας.
Ὁ Ὅσιος Κλεόπας ἦταν μαθητής τοῦ Ὁσίου Παϊσίου Βελι-τσκσόφσκυ († 15 Νοεμβρίου)καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 1778.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ἐν Ἀλμπαζίν τῆς Ρωσίας.
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν!