† ῾Η σύναξις τοῦ ἁγίου ἐνδόξου Προφήτου, Προδρόμου καί Βαπτιστοῦ ᾿Ιωάννου. Συνέδραμε δέ καί ἡ τῆς παντίμου καί ἁγίας αὐτοῦ Χειρός πρός τήν Βασιλεύουσαν μετένεξις.
Ἀπό πολύ παλαιά ἔχει καθορισθεῖ νά ἑορτάζουμε κατά τήν ἑπόμενη ἡμέρα τῶν Ἁγίων Θεοφανείων τή Σύναξη τοῦ Προφήτου, Προδρόμου καί Βαπτιστοῦ, γιά τό λόγο ὅτι ἀξιώθηκε νά βαπτίσει τόν ᾿Ιησοῦ Χριστό. Ὁ Τίμιος Πρόδρομος ὑπῆρξε ὁ Ὄρθρος πού ἀ-νήγγειλε τόν ἐρχομό τῆς ἡμέρας τοῦ Κυρίου. Ὁ Ὄρθρος πού προη-γήθηκε τῆς ἀνατολῆς τοῦ Ἡλίου τῆς δικαιοσύνης. Ἔτσι τόν ὀνομά-ζει ἕνας ὕμνος τῶν Θεοφανείων.
«Φωνή βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ, ἑτοιμάσατε τήν ὁδόν Κυρίου»[1]. Ὁμιλεῖ τό στόμα τοῦ Ἀσκητοῦ. Ὁ χαρισματικός ἄνθρωπος πού ἀναδείχθηκε «μείζων ἐν γεννητοῖς γυναικῶν»[2]. Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος κηρύσσει προδρομικά μέσα στήν ἔρημο τό μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ. Ξαναθυμίζει τά προφητικά λόγια τοῦ Ἡσαΐου ὁ Εὐαγγελιστής Μάρκος, πού βεβαίως ἀναφέρονται στό μεγάλο ἐρημίτη τοῦ Ἰορδάνου. Ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος κηρύσσει, μέ πέντε βαρυσήμαντες λέξεις ὅ,τι θά διδάξει λίγο ἀργότερα ὁ Ἰησοῦς: «Μετανοεῖτε, ἤγγικε γάρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν»[3].
Λίγες σέ ἀριθμό οἱ λέξεις του, ἀλλά βαρειές σέ δύναμη μαρτυρίας. Ὁ ἄγγελος τῆς ἐρήμου προετοιμάζει τόν ἐρχομό τοῦ Κυρίου καί κηρύσσει συνοπτικά τίς διαστάσεις τοῦ λυτρωτικοῦ Του ἔργου. Τό προδρομικό αὐτό ἔργο τοῦ Ἰωάννου καθαγιάζεται καί ἐπικυρώνεται ἀπό τόν ἐν Τριάδι Θεό στό γεγονός τῆς βαπτίσεως τοῦ Κυρίου. Ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής ἦταν ἀναμφίβολα μιά ἀσκητική φυσιογνωμία· «εἶχε τό ἔνδυμα αὐτοῦ ἀπό τριχῶν καμήλου καί ζώνην δερματίνην περί τήν ὀσφύν αὐτοῦ, ἡ δέ τροφή αὐτοῦ ἦν ἀκρίδες καί μέλι ἄγριον»[4]. Αὐτό σημαίνει πώς ὁ Ἰωάννης ἦταν συγχρόνως καί πρόδρομος, ἀλλά καί ὑπόσχεση ὅλων τῶν Ἁγίων Ἀσκητῶν τῆς χριστιανικῆς ἐρήμου. Εἶναι πολύ χαρακτηριστικό ὅτι τό βασικό ἔργο τοῦ Ἰωάννου ἦταν ν’ ἀφυπνίσει τίς συνειδήσεις τῶν ἀκουόντων τό κήρυγμά του καί ὄχι νά θωπεύσει τ’ αὐτιά τους.
Τό κήρυγμά του, κήρυγμα μετανοίας, ἐσκόπευε στή συνειδητοποίηση καί ἐξαγόρευση τῆς ἐνοχῆς τους, τῶν ἁμαρτιῶν τους. «Καί ἐξεπορεύετο πρός αὐτόν πᾶσα ἡ Ἰουδαία χώρα καί οἱ Ἱεροσολυ-μῖται, καί ἐβαπτίζοντο πάντες ἐν τῷ Ἰορδάνῃ ποταμῷ ὑπ’ αὐτοῦ ἐξομολογούμενοι τάς ἁμαρτίας αὐτῶν»[5].
Ἡ μαρτυρία, ἡ φωνή τοῦ ἀγγέλου τῆς ἐρήμου εἶναι ἡ ἴδια ἡ φωνή τῆς Ἐκκλησίας πού βοηθεῖ τόν ἄνθρωπο νά ἀναγνωρίσει στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ τόν Μεσσία μέσα στήν ξερή καί ἄνυδρη ἔρημο τοῦ παρόντος κόσμου.
Ἡ Ἐκκλησία μᾶς καλεῖ στή σημερινή ἑορτή νά ἀκούσουμε τήν «φωνή βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ…» καί νά προετοιμάσουμε ὅλοι μας «τήν ὁδόν Κυρίου», γιά νά ἐξανθήσει ἡ ἔρημος πού ζοῦμε καί λέγεται σύγχρονη κοινωνία καί ὁ καθένας μας νά βιώσει τό βαθύτερο καί πολυδύναμο νόημά της μέ τό «ἀπελθεῖν» ὄχι σέ τόπο ἔρημο, ἔξω τοῦ κόσμου, ἀλλά «ἀπελθεῖν εἰς ἐρημίαν τῶν παθῶν του»[6].
Ὅμως, τήν ἡμέρα αὐτή ἑορτάζουμε καί τό γεγονός τῆς μετα-φορᾶς στήν Κωνσταντινούπολη τῆς τιμίας Χειρός τοῦ Ἁγίου Ἰωάν-νου τοῦ Προδρόμου, πού ἔγινε κατά τόν ἀκόλουθο τρόπο:
Ὅταν ὁ Εὐαγγελιστής Λουκᾶς μετέβη στήν πόλη Σεβαστή, στήν ὁποία εἶχε ἐνταφιασθεῖ τό τίμιο λείψανο τοῦ Προδρόμου, παρέλαβε ἀπό τόν τάφο τή δεξιά Χεῖρα τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου καί τή μετέφερε στήν Ἀντιόχεια. Διά τῆς δεξιᾶς Χειρός τοῦ Προδρόμου γίνονταν στήν Ἀντιόχεια πολλά θαύματα. Λέγεται μάλιστα ὅτι κατά τήν ἑορτή τῆς ῾Υψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ὁ Ἐπίσκοπος ἀνύψωνε καί τήν τιμία Χεῖρα. Τήν ὥρα τῆς ἀνυψώσεως ἄλλοτε ἐκτεινόταν καί ἄλλοτε συστελλόταν. Μέ τήν ἔκτασή της δήλωνε εὐφορία καρ-πῶν, ἐνῶ μέ τή συστολή της δήλωνε ἀνέχεια καί φτώχεια. Γιά τό λόγο αὐτό πολλοί αὐτοκράτορες τοῦ Βυζαντίου ἐπιθυμοῦσαν νά τήν πάρουν καί, κυρίως, οἱ Κωνσταντῖνος καί Ρωμανός, οἱ Πορφυ-ρογέννητοι. ῎Ετσι, λοιπόν, κατά τήν περίοδο πού διετέλεσαν αὐ-τοκράτορες αὐτοί οἱ δύο, κάποιος διάκονος τῆς ᾿Εκκλησίας τῶν Ἀντιοχέων, ᾿Ιώβ ὀνομαζόμενος, ἕνα βράδυ, πού κατά τήν παράδοση οἱ Χριστιανοί ἐτελοῦσαν τήν ἀκολουθία τοῦ Ἁγιασμοῦ, ἅρπαξε τήν ἁγία Χεῖρα τοῦ Προδρόμου καί τή μετέφερε στήν Κωνσταντινού-πολη. ᾿Εκεῖ ὁ φιλόχριστος αὐτοκράτορας, ἀφοῦ τήν ἀσπάσθηκε μέ πολύ σεβασμό, τήν ἐτοποθέτησε στά βασιλικά ἀνάκτορα.
῾Η σύναξη τῶν πιστῶν, σέ ἀνάμνηση τοῦ γεγονότος τῆς μετα-κομιδῆς τῆς τιμίας Χειρός τοῦ Προδρόμου στήν Κωνσταντινού-πολη, ἐτελεῖτο στήν περιοχή τοῦ Φορακίου (ἤ Σφωρακίου).
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου Ἰουλιανοῦ τοῦ Διακόνου, τοῦ ἐξ Αἰγίνης.

Ὅπως ἀναφέρεται στό Συναξάρι του, ὁ Ἅγιος Ἰουλιανός ἐγεννήθηκε τό 319 μ.Χ. στήν Αἴγινα ἀπό εὔπορους καί εὐσεβεῖς γο-νεῖς πού τόν ἀνέθρεψαν μέ παιδεία καί νουθεσία Κυρίου. Ἔμαθε τά ἐγκύκλια γράμματα στήν Αἴγινα καί στή συνέχεια ἐσπούδασε στήν Ἀθήνα, μαζί μέ τούς Ἁγίους Βασίλειο καί Γρηγόριο. Ἀφοῦ ἐπανέ-καμψε στήν Αἴγινα, ἀπεφάσισε μαζί μέ τόν πρεσβύτερο Ἰούλιο, νά μιμηθεῖ τόν Ἀπόστολο τῶν Ἐθνῶν Παῦλο καί νά κηρύξει τό Χρι-στό. Ἔτσι οἱ δύο Ἅγιοι πῆραν ἀποστολικές ράβδους καί παρέδω-σαν τόν ἑαυτό τους στόν Κύριο. Ὁ Ἐπίσκοπος τῶν Ἀθηνῶν ἐχειρο-τόνησε τόν Ἰουλιανό διάκονο. Κοσμημένος μέ τή χάρη τῆς ἱερωσύ-νης ἐξῆλθε μαζί μέ τόν πρεσβύτερο Ἰούλιο γιά νά κηρύξει τό Εὐαγ-γέλιο καί νά βαπτίσει πολλούς Ἐθνικούς.
Στά τέλη τοῦ βίου τους ἀνεχώρησε στό Γκοτσάνο τῆς λίμνης Μαντζόρε, ὅπου μετά ἀπό ἄσκηση καί προσευχή ἐκοιμήθηκε μέ εἰ-ρήνη τό ἔτος 391 μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου Σέντ, Ἐπισκόπου Σκωτίας.
Ὁ Ἅγιος Σέντ καταγόταν ἀπό εὐσεβῆ οἰκογένεια. Μαζί μέ τά ἄλλα τρία ἀδέλφια του ἀκολούθησαν τό μοναχικό βίο καί ἔγιναν μοναχοί. Ἐσπούδασε στή μονή τοῦ Λίντισφαρν[7] πού διηύθυνε ὁ Ἅγιος Ἀϊδανός. Μετά τό πέρας τῶν σπουδῶν ἐκλήθηκε ὑπό τοῦ βασιλέως Πεάντα τῆς Mέρσια[8], γιά νά κηρύξει τό Εὐαγγέλιο στό βασίλειό του. Ἐργάσθηκε ἱεραποστολικά καί στό βασίλειο τῆς ἀνατολικῆς Σαξωνίας. Ὁ Ἅγιος ἐβάπτισε χιλιάδες εἰδωλολάτρες, ἵδρυσε ναούς καί μοναστήρια. Ἀργότερε ἐξελέγη Ἐπίσκοπος καί ἐχειροτονήθηκε ἀπό τόν Ἅγιο Φιννιανό. Ἐπίσκοπος ἐξελέγη καί ὁ ἀδελφός του Τσάντ.

Ὁ Ἅγιος Σέντ διακρινόταν γιά τήν παρρησία, τήν πνευματι-κή του ἀνδρεία καί τήν αὐστηρότητα τοῦ ἀσκητικοῦ του βίου. Ἐκοιμήθηκε, κατά τό ἔτος 664 μ.Χ., ὅταν ἡ ἐπιδημία τῆς πανήλης ἐθέρισε τόν πληθυσμό[9].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου Θεοδώρου τοῦ πρίγκηπος.
Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος (Ἰωάννοβιτς) ἐγεννήθηκε στή Μόσχα τό ἔτος 1557 καί ἦταν υἱός τοῦ τσάρου Ἰβάν τοῦ Τρομεροῦ, τόν ὁποῖο διαδέχθηκε στό θρόνο στίς 18 Μαρτίου 1584.
Ὁ Ἅγιος ἐσπούδαζε μᾶλλον περί τά ἐκκλησιαστικά παρά τά πολιτικά. Παρά τό ἀσθενές τῆς φύσεώς του, κατά τή διοίκηση αὐτοῦ ἀνυψώθηκε τό γόητρο τῆς Ρωσίας, προσαρτήθηκε σέ αὐτήν τό βασίλειο τοῦ Καζάν καί ὑποτάχθηκε ἡ Σιβηρία, ἀναπτύχθηκαν δέ οἱ διπλωματικές καί ἐμπορικές σχέσεις μέ τά εὐρωπαϊκά κράτη.
Ὁ Θεόδωρος περιέθαλπε τούς φυγάδες Ἕλληνες κληρικούς, ἐκτός δέ τῶν ἄλλων παρέμεναν τότε στή Ρωσία ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου Ἰγνάτιος καί ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος, Ἐπίσκοπος Ἐλασσῶνος († 13 Ἀπριλίου), πού ἀνέλαβε τήν διαποίμανση τῆς Ἐπισκοπῆς τῆς Σουσδαλίας.
Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ἐκοιμήθηκε μετά ἀπό ἀσθένεια τό ἔτος 1598 καί ἄφησε τή διοίκηση τοῦ κράτους στά χέρια τῆς συζύγου του Εἰρήνης.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου νεομάρτυρος Ἀθανασίου τοῦ ἐξ Ἀτταλείας.
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Ἀθανάσιος καταγόταν ἀπό τήν Ἀττά-λεια καί ἐμαρτύρησε διά ξίφους στή Σμύρνη, τό 1770, ὅταν οἱ Τοῦρ-κοι, τούς ὁποίους ἔλεγχε γιά τήν ἀσέβειά τους, τόν κατήγγειλαν ὡς ὑβριστή τῆς πίστεώς τους. Μέ τήν ἄδεια τοῦ κριτοῦ οἱ Χριστιανοί παρέλαβαν τό τίμιο λείψανο τοῦ Μάρτυρος καί τό ἐνταφίασαν στό ναό τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς.
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν!