7 Ἀπριλίου
† Μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Καλλιοπίου, τοῦ ἐν Πέργῃ τῆς Παμφυλίας ἀσκήσαντος.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Καλλιόπιος καταγόταν ἀπό τήν Πέργη τῆς Παμφυλίας καί ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ βασιλέως Μαξιμιανοῦ (286-305 μ.Χ.). Σέ πολύ μικρή ἡλικία ἔμεινε ὀρφανός ἀπό πατέρα καί ἡ ἐνάρετη μητέρα του Θεόκλεια τόν ἀνέθρεψε καί τόν ἐγαλούχησε μέ τά νάματα τῆς χριστιανικῆς πίστεως. Ἔτσι κατά τήν περίοδό των διωγμῶν ὁ νεαρός Καλλιόπιος ὄχι μόνο δέν ἐφοβήθηκε, ἀλλά ἀντιθέτως ἐμψύχωνε καί παρηγοροῦσε τούς ὀλιγόψυχους. Ἐνῶ ὁ διωγμός εἶχε κηρυχθεῖ, ὁ Ἅγιος ἀνεχώρησε γιά τήν Πομπηϊούπολη, ὅπου αὐτοβούλως παρουσιάσθηκε στόν ἔπαρχο Μάξιμο, τόν ὁποῖο ἐλεγξε γιά τά ἐγκλήματά του κατά τῶν Χριστιανῶν. Ὀργισμένος ὁ ἔπαρχος διέταξε νά τόν συλλάβουν, νά τόν βασανίσουν καί νά τόν κλείσουν στή φυλακή. Μαζί του εἰσῆλθε στή φυλακή καί ἡ μητέρα του, ἡ ὁποία ἐσπόγγιζε τό αἷμα τοῦ υἱοῦ της. Γιατί ἀφοῦ ἔδωσε ὅλο τόν πλοῦτο της στούς πτωχούς, ἀκολούθησε τό παιδί της στήν πορεία πρός τό μαρτύριο. Ἀφοῦ ἔβγαλαν ἀπό τή φυλακή τόν Ἅγιο, τόν κατεδίκασαν σέ σταυρικό θάνατο. Ἔτσι ἔγινε κοινωνός μέ τόν Χριστό ὄχι μόνο στό πάθος ἀλλά καί στίς ἡμέρες. Γιατί ἦταν ἡ Μεγάλη Παρασκευή, ὅταν ἐσταυρώθηκε. Ἡ μητέρα του ἔδωσε στούς δήμιους πέντε χρυσά νομίσματα καί τούς παρακάλεσε νά μή σταυρώσουν τόν υἱό της ὅμοια μέ τόν Χριστό, ἀλλά μέ τό κεφάλι πρός τά κάτω. Καί ἀφοῦ ἐσταυρώθηκε τήν τρίτη ὥρα τῆς Παρασκευῆς, παρέδωσε τό πνεῦμα. Ἡ δέ μητέρα του, ἀφοῦ ἔπεσε ἐπάνω στόν ἐσταυρωμένο υἱό της, παρέδωσε τήν ψυχή της.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Ἐπιφανίου, Ρουφίνου καί Δονάτου τῶν μαρτύρων, καί τῶν σύν αὐτοῖς μαρτυρησάντων.
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ἐπιφάνιος, ὁ ὁποῖος ἦταν Ἐπίσκοπος, καί οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ρουφῖνος ὁ διάκονος καί Δονάτος ἐμαρτύρησαν μαζί μέ ἄλλους Χριστιανούς στήν Ἀφρική[1].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Ρουφίνου, τῆς ἁγίας μάρτυρος Ἀκυλίνης καί τῶν σύν αὐτοῖς διακοσίων μαρτύρων τῶν ἐν Σινώπῃ ἀθλησάντων.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ρουφῖνος, ὁ διάκονος, καί ἡ Ἁγία Μάρτυς Ἀκυλίνα ἐμαρτύρησαν μαζί μέ ἄλλους διακόσιους Χριστιανούς στή Σινώπη κατά τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Δεκίου (249-251 μ.Χ.).
Ὄντας ἐκεῖνο τόν καιρό ὁ Ἅγιος Ρουφῖνος διάκονος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ ἐδίδασκε πολλούς στό Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Γι’ αὐτό συνελήφθη καί ἐκλείσθηκε στή φυλακή. Ἡ Χριστιανή Ἀκυλίνα, ἐπειδή τόν ἐπισκέφθηκε, συνελήφθη καί ἡ ἴδια. Καί οἱ δύο, ἀφοῦ ἐπαρουσιάσθηκαν στόν ἄρχοντα, ὁμολόγησαν τήν πίστη τους στόν Χριστό καί ἐβασανίσθηκαν σκληρά. Ὅμως, μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ ἐθαυματούργησαν καί προετοίμασαν τούς παρευρισκόμενους διακόσιους στρατιῶτες νά πιστέψουν στόν Χριστό. Ὁ ἄρχοντας ὀργισμένος διέταξε νά θανατωθοῦν ὅλοι μέ μαχαίρι. Καί ἀφοῦ τούς ἔδεσαν οἱ δήμιοι, τούς ὁδήγησαν στόν τόπο τῆς ἀθλήσεως καί τούς ἀποκεφάλισαν ὅλους. Ἔτσι οἱ Ἅγιοι αὐτοί Μάρτυρες ἔλαβαν ἀπό τόν δωρεοδότη Κύριο τόν στέφανο τῆς δόξας καί τοῦ μαρτυρίου.
Σύμφωνα μέ τόν Λαυριωτικό Κώδικα[2] οἱ Ἅγιοι παρηκολού-θησαν τό μαρτύριο τοῦ Ἁγίου Χριστοφόρου.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Γεωργίου, ἐπισκόπου Μυτιλήνης, τοῦ Σημειοφόρου.
Ὁ Ἅγιος Γεώργιος, Ἐπίσκοπος Μυτιλήνης, ἔζησε κατά τούς χρόνους τῆς εἰκονομαχίας. Ἀγωνίσθηκε σθεναρά κατά τῶν δυσσε-βῶν εἰκονομάχων καί ἐξορίσθηκε σέ κάποιο νησί τῆς Προποντίδος, ὅπου καί ἀπέθανε ἀπό τίς κακουχίες τό ἔτος 821 μ.Χ. σέ ἡλικία σαράντα πέντε ἐτῶν. Τό τίμιο αὐτοῦ λείψανο παρέμεινε ἐνταφια-σμένο ἐπί εἴκοσι χρόνο στόν τόπο τῆς ἐξορίας. Ἐπί Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Μεθοδίου (842-847 μ.Χ.), μετά τήν ἀποκα-τάσταση τῆς Ὀρθοδοξίας, ἔγινε ἡ ἀνακομιδή πολλῶν ἱερῶν λειψά-νων Ἁγίων πού ἀπέθαναν στήν ἐξορία, ὡς τοῦ Θεοφυλάκτου Νικο-μηδείας, Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου καί Νικηφόρου Κωνσταντινου-πόλεως.
Τότε, καί συγκεκριμένα κατά τά ἔτη 846-847 μ.Χ., ἀνεκομί-σθηκε μέ πολλές τιμές καί τό τίμιο σκήνωμα τοῦ Ἁγίου Γεωργίου στή Μυτιλήνη. Νά πῶς περιγράφει «βίος αὐτοῦ τό γεγονός τοῦτο: «Πάντες οἱ τῆς νήσου Μυτιλήνης οἰκήτορες, ἅμα πρεσβυτέροις καί παντί τῷ κλήρῳ παρεγένοντο ἔνθα κατέκειτο τό σῶμα τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν καί ὁμολογητοῦ Γεωργίου καί δι’ ὅλης τῆς νυκτός ἀγρυπνήσαντες, τῇ ἐπιούσῃ ἡμέρᾳ λαβόντες τό σῶμα μετά ψαλμῶν καί ὕμνων ἀπεκόμισαν αὐτό εἰς τήν ἰδίαν νῆσον καί κατέθεικαν αὐτό μετά καί τῶν λοιπῶν πατέρων, δόξαν ἀναπέμποντες τῷ Πατρί καί τῷ Υἱῷ καί τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι»[3].
Εὐλαβής παράδοση, πού διασώθηκε μέχρι τίς ἡμέρες μας, θεωρεῖ ὡς τόπο ταφῆς τοῦ Ἁγίου τή θέση «Τρία Κυπαρίσσια» (Σα-ρῆ Μπαμπᾶ) κοντά στό παρεκκῆσι τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προ-δρόμου. Κατά τόν 18ο αἰώνα μ.Χ. ἐσώζετο καί ἐτιμᾶτο στή Μυτιλήνη ἡ χείρα τοῦ Ἁγίου. Αὐτή πιθανῶς εἶναι ἡ δεξιά χεῖρα πού σώζεται σήμερα στό Σκαλοχώρι καί φέρει ἐπιγραφή «Ἅγιος Γιόρ-γις» καί κοινῶς θεωρεῖται ὡς χεῖρα τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Λευκίου, τοῦ ἐκ Ρωσίας.
Ὁ Ὅσιος Λεύκιος ἦταν ἱδρυτής καί ἡγούμενος τῆς μονῆς Κοι-μήσεως τῆς Θεοτόκου Βολοκολάμσκ τῆς Ρωσίας, κοντά στόν ποταμό Ρούζα. Ἐκοιμήθηκε ὁσίως μέ εἰρήνη τό ἔτος 1492.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Δανιήλ τοῦ Περεγιασλάβλ.
Ὁ Ὅσιος Δανιήλ, κατά κόσμον Δημήτριος, ἐγεννήθηκε μεταξύ τῶν ἐτῶν 1459-1460 στό Περεγιασλάβλ-Ζελέσκϊυ τῆς Ρωσίας ἀπό εὐσεβεῖς καί φιλόθεους γονεῖς, τόν Κωνσταντίνο καί τήν Θεοδοσία, ἡ ὁποία ἀργότερα ἔγινε μοναχή μέ τό ὄνομα Θέκλα. Ἀπό μικρή ἡλικία ἐδιδάχθηκε τά τῆς μοναχικῆς πολιτείας κοντά στόν ἡγούμενο τῆς μονῆς Νικίτσκϊυ τοῦ Περαγιασλάβλ Ἰωνᾶ. Ἔγινε μοναχός στή μονή τοῦ Ὁσίου Παφνουτίου (Μπορόβσκι) καί τήν πνευματική του ζωή καθοδήγησε ὁ Ἅγιος Λεύκιος τοῦ Βολοκολάμσκ (7 Ἀπριλίου).
Ὅταν ὁ Ὅσιος Δανιήλ ἐπέστρεψε στή γενέτειρά του, ἀφιέρωσε τόν ἑαυτό του στούς πτωχούς καί τόν ἐνταφιασμό τῶν ἀστέγων. Στή συνέχεια ἵδρυσε μονή κοντά στό κοιμητήριο τῆς πό-λεως καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 1540.
Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ, ἐπίσης, τή μνήμη του στίς 28 Ἰουλίου καί στίς 30 Δεκεμβρίου.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Γρηγορίου τοῦ Βυζαντίου.
Ὁ Ὅσιος Γρηγόριος καταγόταν ἀπό τό Βυζάντιο, γι’ αὐτό καί ἔλαβε τό ἐπώνυμο Βυζάντιος. Ἀφοῦ ἦλθε στό Ἅγιον Ὄρος, ἐμόνασε στά ὅρια τῆς μονῆς Μεγίστης Λαύρας. Διά τῆς συντόνου ἀσκήσεως, τῆς ἄκρας ἡσυχίας καί τῆς νοερᾶς προσευχῆς, τῆς ὁποίας ὑπῆρξε θεοφόρος μύστης, ἔφθασε σέ ὕψος τελειότητος καί ἐδεχόταν τροφή ἀπό Ἄγγελο. Ὁ Ὅσιος ἦταν διδάσκαλος τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ στή νηπτική φιλοσοφία καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 1310.
Συνεορτάζει μετά τῶν λοιπῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων τήν Β΄ Κυριακή τοῦ Ματθαίου, ἀναφερόμενος στό β΄ τροπάριο τῆς γ΄ Ὠδῆς τοῦ Κανόνος τῆς κοινῆς αὐτῶν Ἀκολουθίας.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ἀγαπητοῦ τοῦ Τυφλοῦ, τοῦ ἐκ Ρωσίας.
Ὁ Ὅσιος Ἀγαπητός θεοφιλῶς ἀσκήτεψε στή μονή Βάλαμο τῆς Φιλλανδίας καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 1905.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός Σάββα τοῦ Νέου, τοῦ ἐν Καλύμνῳ ἀσκήσαντος.
Ὁ Ὅσιος Σάββας ὁ Νέος, κατά κόσμον Βασίλειος, ἐγεννήθηκε τό ἔτος 1862 στήν Ἡρακλείτσα τῆς περιφέρειας Ἀβδίμ τῆς Ἀνα-τολικῆς Θράκης ἀπό πτωχούς καί ἁπλοϊκούς γονεῖς, τόν Κωνσταν-τῖνο καί τήν Σμαραγδῆ.
Ὁ Βασίλειος ἐμεγάλωσε ἔχοντας βαθειά πίστη καί μεγάλη εὐσέβεια, προσπαθώντας νά μιμηθεῖ τήν ἄσκηση τῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας. Σέ ἡλικία δώδεκα ἐτῶν ὁ Βασίλειος διεπίστωνε καθημερινά ὅτι τό ἐπάγγελμα πού ἀσκοῦσε δέν ἦταν στά μέτρα του καί ἐποθοῦσε μιά ἄλλη ζωή, ἤθελε νά ζήσει μόνο γιά τόν Χριστό καί νά ἀκολουθήσει τήν ὁδό τῆς μοναχικῆς πολιτείας. Ἔτσι ἔλαβε πλέον τήν ἀμετάκλητη ἀπόφαση νά φύγει, ἐγκαταλείποντας τά ἐγκόσμια καί κάνοντας πράξη τούς λόγους τοῦ Κυρίου, «ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ». Κατευθύνεται στό Ἅγιον Ὄρος, στήν Ἱερά Σκήτη τῆς Ἁγί-ας Ἄννης, ὅπου ἐπί δώδεκα ἔτη ζεῖ πλέον μέ προσευχή καί αὐστηρή ἄσκηση.
Ἔντονη ἦταν ἡ ἐπιθυμία τοῦ Ὁσίου νά ἐπισκεφθεῖ τούς Ἁγίους Τόπους, τήν ὁποία πραγματοποιεῖ, ἀφοῦ πρῶτα διέρχεται ἀπό τήν γενέτειρά του. Δέος τόν καταλαμβάνει, καθώς ἀντικρύζει τόν Πανά-γιο Τάφο. Ἐλπίζοντας πάντα στή βοήθεια τοῦ Θεοῦ, εἰσέρχεται στήν ἱερά μονή τοῦ Ἁγίου Γεωργίου Χοζεβᾶ, ὅπου, ἔπειτα ἀπό τριετῆ ἐνάρετο βίο, κείρεται μοναχός τό 1890 καί ἀργότερα, τό ἔτος 1894, ἀποστέλλεται ἀπό τόν ἡγούμενο τῆς Μονῆς Καλλίνικο στή Σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννης, κοντά στόν ἀρχιμανδρίτη Ἄνθιμο, γιά νά ἀσκηθεῖ στήν ἁγιογραφία. Τό 1902 χειροτονεῖται διάκονος καί τό ἑπόμενο ἔτος πρεσβύτερος. Διακονεῖ δέ μέχρι τό ἔτος 1906 ὡς ἐφημέ-ριος τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ὅπου γνωρίζεται μέ τόν ἀρχιμανδρίτη Χρυσόστομο Παπαδόπουλο, τόν μετέπειτα Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος, ὁ ὁποῖος ἔλεγε γιά τόν Ἅγιο Σάββα στό Καλύμνιο φίλο του Γεράσιμο Ζερβό, πρίν ἀκόμη ὁ Ἅγιος κοιμηθεῖ: «Νά ξέρεις, Γεράσιμε, ὅτι ὁ πατήρ Σάββας εἶναι ἅγιος ἄνθρωπος».
Τό ἔτος 1907 ἐπανέρχεται στή Μονή Χοζεβᾶ, ὅπου διάγει βίο ἀσκητικό μέ τελεία ὑποταγή στούς ἀσκητικούς κανόνες, ἄκρα ταπείνωση, χαμαικοιτία, στέρηση παντός ὑλικοῦ ἀγαθοῦ, ἀκολου-θῶν τό πατερικό «ὁ ἀκτήμων μοναχός, ὑψιπέτης ἀετός». Ἡ τροφή του ἦταν μιά κουταλιά βρεγμένο σιτάρι καί νερό ἀπό τόν ποταμό.
Τό ἔτος 1916 ἐπιστρέφει ὁριστικά στήν Ἑλλάδα, μεταβαίνει στή νῆσο Πάτμο, ὅπου διαμένει δύο χρόνια καί ἱστορεῖ δύο εἰκόνες στό Καθολικό τῆς Μονῆς. Ἔπειτα εὑρίσκεται στήν Ἀθήνα, ὅπου πληροφορεῖται ὅτι τόν ἀναζητεῖ ὁ Ἅγιος Νεκτάριος, Μητροπολίτης Πενταπόλεως. Μεταβαίνει στήν Αἴγινα, ὅπου διακονεῖ τόν Ἅγιο μέχρι τήν ἡμέρα τῆς κοιμήσεώς του. Ἡ συγκαταβίωση μέ τόν Ἅγιο Νεκτάριο συνέβαλε στήν πνευματική του πρόοδο. Ἐγνώρισε τήν αὐστηρή ἄσκηση τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου, τήν παροιμιώδη ταπείνωσή του, τήν ἁπλότητά του, ἔζησε τό πρῶτο θαῦμα τοῦ Ἁγίου, ὅταν, μετά τήν κοίμησή του εἶδε νά κλείνει ὁ Ἅγιος τήν κεφαλή του προκειμένου νά τοῦ φορέσει τό πετραχήλι του καί νά ἐπανέρχεται κατόπιν στή θέση της. Ἐπί τρεῖς συνεχεῖς νύκτες οἱ ἀδελφές τῆς Μονῆς ἄκουγαν συνομιλίες ἀπό τόν τάφο τοῦ Ἁγίου, ὅταν δέ ἐπλησίασαν, εἶδαν ἐκεῖ τόν Ὅσιο Σάββα νά συνομιλεῖ μέ τόν Ἅγιο Νεκτάριο. Ὁ Ὅσιος ἔμεινε ἔγκλειστος στό κελλί του γιά σαράντα ἡμέρες. Κατά τήν τεσσαρακοστή ἡμέρα ἐξῆλθε κρατώντας μία εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου, τήν ὁποία ἐνεχείρησε στήν ἡγουμένη μέ τήν ἐντολή νά τήν τοποθετήσει στό προσκυνητάρι. Ἡ ἡγουμένη ἀπάντησε ὅτι αὐτό δέν ἦταν δυνατό νά γίνει διότι ὁ Ἅγιος δέν εἶχε ἀναγνωρισθεῖ ἐπίσημα ἀπό τήν Ἐκκλησία καί μιά τέτοια ἐνέργεια ἴσως νά ἔθετε τή μονή σέ διωγμό. Τότε ὁ Ὅσιος Σάββας τῆς εἶπε ἐπιτακτικά: «Ὀφείλεις νά κάνεις ὑπακοή. Νά πάρεις τήν εἰκόνα, νά τή βάλεις στό προσκυνητάρι καί τίς βουλές τοῦ Θεοῦ νά μήν τίς περιεργάζεσθε».
Στήν Αἴγινα δέν μπορεῖ πλέον νά μείνει, διότι προσέρχεται πολύς κόσμος καί αὐτό κουράζει τόν φιλήσυχο Ὅσιο. Μεταβαίνει στήν Ἀθήνα καί κατόπιν στήν Κάλυμνο, ὅπου, μετά ἀπό περι-πλάνηση στίς μονές καί τά ἡσυχαστήρια τοῦ νησιοῦ, καταλήγει στή Μονή τῶν Ἁγίων Πάντων. Ἐκεῖ ἀρχίζει μιά ἔντονη πνευματική ζωή, ἁγιογραφεῖ, τελεῖ τά Θεῖα Μυστήρια καί τίς ἱερές ἀκολουθίες, ἐξομολογεῖ, διδάσκει διά τοῦ στόματος καί διά τοῦ παραδείγματός του καί βοηθάει χῆρες καί ὀρφανά καί πτωχούς. Ἦταν ἐπιεικής καί εὔσπλαχνος μέ τίς ἁμαρτίες τῶν ἄλλων, δέν ἀνεχόταν ὅμως τήν βλασφημία καί τήν κατάκριση. Πολλές φορές ἐδάκρυζε καί μέ πόθο παρακαλοῦσε γιά τή μετάνοια τῶν πνευματικῶν του τέκνων, κατά δέ τή Θεία Λειτουργία εἶχε τελεία προσήλωση στό συντελούμενο μυστήριο. Ἀξιώθηκε τῆς εὐωδίας τοῦ σώματός του ἐν ζωῇ, τό πέρα-σμά του ἦταν εὐῶδες, εὐωδία ἡ ὁποία θά ἐξέλθει καί ἀπό τό μνῆμα του μετά τήν ἐκταφή του. Χρήματα δέν ἐκρατοῦσε ποτέ, ἡ ζωή του ἦταν μιά συνεχής κατάσταση ἁγίας ὑπακοῆς. Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο ἐκπλήρωσε τίς ἡμέρες τῆς ἐπίγειας ζωῆς του, μέ ἄκρα περισυλλογή καί ἱερά κατάνυξη, ἐνῶ λίγο πρίν τό τέλος ἡ τελευταία φράση του ἦταν «Ὁ Κύριος, ὁ Κύριος, ὁ Κύριος, ὁ Κύριος, ὁ Κύριος, ὁ Κύρι-ος». Ἡ ὁμολογία αὐτή ἦταν ἡ βεβαίωση τῆς ἐν Χριστῷ πορείας του.
Μετά δέκα ἔτη, ἔγινε ἡ ἀνακομιδή τῶν ἁγίων καί χαριτοβρύ-των λειψάνων του, στίς 7 Ἀπριλίου 1957, προεξάρχοντος τοῦ μακα-ριστοῦ Μητροπολίτου Λέρου, Καλύμνου καί Ἀστυπαλαίας κυροῦ Ἰσιδώρου, ἐνώπιον πλήθους λαοῦ. Ἕνα πυκνό νέφος θείας εὐωδίας ἐκάλυψε ὁλόκληρη τήν περιοχή καί τό νέο γιά τό θεϊκό σημεῖο ἔκα-νε ἀμέσως τό γύρο τοῦ νησιοῦ. Τό ἱερό λείψανο τοῦ Ὁσίου μετα-φέρθηκε σέ λάρνακα στό παρεκκλήσιο τοῦ Ἁγίου Σάββα τοῦ Ἡγια-σμένου.
Ἡ ἐπίσημη ἁγιοποίηση τοῦ Ὁσίου πατρός ἡμῶν Σάββα τοῦ Νέου ἔγινε διά Πατριαρχικῆς Συνοδικῆς Πράξεως τῆς 19ης Φεβρου-αρίου 1992.
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν.