τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
† Ἀπόδοσις ἑορτῆς τῆς Ἀναλήψεως.
† Μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Δωροθέου, ἐπισκόπου Τύρου.
Εἶναι ἄγνωστο ἀπό ποῦ καταγόταν ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Δω-ρόθεος. Ἄθλησε κατά τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου (360-362 μ.Χ.). Σοφώτατος καί ἐγκρατέστατος Ἱεράρχης, διακρινόταν γιά τή βαθειά θεολογική του μόρφωση καί τήν πλήρη γνώση τῶν Γραφῶν. Κατά τούς ἐπί Μαξιμιανοῦ καί Λικι-νίου (286-323 μ.Χ.) ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν κινηθέντες διωγμούς, μετά ἀπό παράκληση τοῦ ποιμνίου του, ἀναγκάσθηκε νά καταφύγει στήν Δυσσόπολη τῆς Θράκης, ὅπου παρέμεινε ἰδιωτεύων μέχρι τοῦ θανάτου αὐτῶν. Ἀφοῦ ἐπανῆλθε στήν Ἐπισκοπή του, ἐξακολούθη-σε νά κυβερνᾶ τό ποίμνιό του μέ πατρική φροντίδα, διδάσκοντας, στηρίζοντας καί ἐνισχύοντας αὐτό. Παρευρέθηκε στήν Α΄ Οἰκουμε-νική Σύνοδο, πού συνῆλθε στήν Νίκαια τῆς Βιθυνίας, τό 325 μ.Χ., ἡ δέ ζωή καί ἡ δράση του παρατάθηκε καθ’ ὅλη τή βασιλεία τοῦ αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου. Ἀνακινηθέντων τῶν διωγμῶν ἐπί αὐτοκράτορος Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου (361-363 μ.Χ.), κατέφυγε καί πάλι στή Θράκη, ἀλλά, συλληφθείς ὑπό τῶν εἰδωλολατρῶν, ἐβασανίσθηκε σκληρά καί ἐτελειώθηκε μαρτυρικά στή Δυσσόπολη (κατ’ ἄλλους στήν Ἔδεσσα), τό 362 μ.Χ., σέ ἡλικία ἑκατόν ἑπτά ἐτῶν.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων Φλωρεντίου, Ἰουλιανοῦ, Κυριακοῦ, Μαρκελλίνου καί Φαυστίνου.
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Φλωρέντιος, Ἰουλιανός, Κυριακός, Μαρ-κελλῖνος καί Φαυστῖνος ἐμαρτύρησαν στήν πόλη Περούτζια τῆς Ἰταλίας, τό 250 μ.Χ., ἐπί αὐτοκράτορος Δεκίου (249-251 μ.Χ.)1.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων Ἀπόλλωνος, Ἀρείου, Γοργίου, Εἰρήνης, Λεωνίδου (πατρός τοῦ Ὠριγένους), Μαρκιανοῦ, Νικάνδρου, Πάμβωνος, Σεληνιάδος καί Ὑπερεχίου.
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἀπόλλων, Ἄρειος, Γοργίας, Εἰρήνη, Λεωνίδης, Νίκανδρος, Παμβών, Σεληνιάς καί Ὑπερέχιος κατάγο-νταν ἀπό τήν Αἴγυπτο καί ἄθλησαν κατά τόν 4ο αἰώνα μ.Χ., ἐπί αὐτοκράτρος Διοκλητιανοῦ (285-305 μ.Χ.). Ἀποτελοῦσαν ὅμιλο θεοφιλῶς ζώντων καί ὑπέρ τοῦ Χριστοῦ ἀγωνιζόμενων πιστῶν. Ἕνεκα τῆς θεοφιλοῦς αὐτῶν δράσεως συνελήφθησαν, ὁδηγηθέντες δέ ἐνώπιον τοῦ ἐπάρχου Ἀλεξανδρείας, ἀψηφοῦντες τίς ἀπειλές καί ἀποκρούοντες τίς δελεαστικές ὑποσχέσεις, παρέμειναν ἀκλόνητοι στήν πρός τόν Χριστό πίστη τους. Κατόπιν τούτου διατάχθηκε ὁ ἐγκλεισμός τους στή φυλακή καί καταδικάσθηκαν στόν ἐκ πείνας καί δίψας θάνατο. Οἱ Ἅγιοι ὑπέμειναν καρτερικά τό μαρτυρικό καί βραδύ θάνατο, προσευχόμενοι καί δοξολογοῦντες τόν Κύριο.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Κόνωνος, τοῦ ἀπό Ρώμης.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Κόνων καταγόταν ἀπό τήν Ρώμη καί εἶναι ἄγνωστο πότε ἄθλησε. Ἔνθερμος κήρυκας τῆς Χριστιανικῆς πίστε-ως, διεκήρυττε μέ πνευματική ἀνδρεία τά εὐεργετήματα αὐτῆς καί τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Γιά τή δράση του αὐτή συνελήφθη, ἀρνηθείς δέ νά θυσιάσει στά εἴδωλα, ἐρρίφθηκε στή θάλασσα, ὅπου εὑρῆκε τόν μαρτυρικό διά πνιγμοῦ θάνατο.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Νόννου.
Ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Νόννου ἀναφέρεται στό Ἱερο-σολυμιτικόν Κανονάριον καί ἑορταζόταν στήν Ἐκκλησία τῶν Ἱε-ροσολύμων στό ναό πού εὑρισκόταν ἐπί τοῦ ὄρους τῶν Ἐλαιῶν.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Χριστοφόρου, τοῦ ἀπό Ρώμης.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Χριστοφόρος καταγόταν ἀπό τήν Ρώμη καί ἐτελειώθηκε διά ξίφους.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Θεοδώρου, ἐπισκόπου Τύρου.
Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος εἶναι ἄγνωστος στούς Συναξαριστές καί τά Μηναῖα. Ἡ μνήμη του ἀναφέρεται στόν Πατμιακό Κώδικα2. Σύμφωνα μέ τό συναξαριστικό ὑπόμνημα ὁ Ἅγιος ἦταν Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Τύρου κατά τούς χρόνους τοῦ Λικινίου (308-323) καί Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου (324-337 μ.Χ.) καί διακρίθηκε γιά τή θεολογική του παιδεία, τή συγγραφή, τήν εὐφυῒα, τήν ἐπιμέλεια Αὐτός, ἐπί διωγμοῦ τῶν αὐτοκρατόρων Διοκλητιανοῦ (284-305 μ.Χ.) καί Μαξιμιανοῦ (285-305 μ.Χ.), ἀναγκάσθηκε νά φύγει ἀπό τήν ἕδρα τῆς Ἐπισκοπῆς του καί νά καταφύγει στήν Ὀδυσσούπολη. Μετά τό τέλος τῶν τυράννων ἐπέστρεψε στήν ἐπαρχία του, ἀλλά συνελήφθη καί ὑπέστη πολλές βασάνους ἀπό τόν αὐτοκράτορα Ἰουλιανό τόν Παραβάτη (361-363 μ.Χ.).
Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ἐτελειώθηκε μαρτυρικά στήν Τύρο, σέ ἡλικία ἐνενήντα ἑπτά ἐτῶν.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Πλουτάρχου, ἀρχιεπισκόπου Κύπρου.
Οἱ Συναξαριστές σιωποῦν γιά τόν Ἅγιο Πλούταρχο. Ὁ Ἅγιος ἀναφέρεται στό Χρονικόν τοῦ Λεοντίου Μαχαιρᾶ3. Στόν ἐπισκο-πικό κατάλογο Σαλαμῖνος ὁ Ἅγιος Πλούταρχος φέρεται ἕκτος Ἐπί-σκοπος Κύπρου, ἐνῶ ἀλλοῦ ἀναφέρεται Πλούταρχος, Ἀρχιεπίσκο-πος Κύπρου, δέκατος τέταρτος (περί τό 620-627 μ.Χ.) μετά τόν Ἀπό-στολο Βαρνάβα.
Τό ὄνομα τοῦ Ἁγίου ἀπαντᾶ σέ ἐπιγραφές ἀπό τόν Ἅγιο Σέργιο τοῦ 7ου αἰῶνος μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Βονιφατίου, ἀποστόλου τῆς Γερμανίας, καί τῶν σύν αὐτῷ μαρτυρησάντων.

Ὁ Ἅγιος Βονιφάτιος, κατά κόσμον Βινφρίδιος, ἐγεννήθηκε, περί τό ἔτος 680 μ.Χ., στήν πόλη Κρέντιτον τοῦ Ντεβονσάϊρ τῆς Ἀγ-γλίας. Ἐσπούδασε στίς μονές τοῦ Ἔξετερ καί τοῦ Νάτσελ, ὅπου διακρίθηκε γιά τήν ἐπίδοσή του στά ἐκκλησιαστικά γράμματα, τήν ποίηση, τή ρητορική καί τήν ἱστορία. Διέπρεψε ὡς καθηγητής μονα-στηριακῶν σχολῶν καί συνέταξε τήν πρώτη Λατινική γραμματική στήν Βρεττανία.
Σέ ἡλικία τριάντα ἐτῶν, μοναχός ἤδη μέ τό ὄνομα Βονιφάτιος, ἐχειροτονήθηκε ἱερέας. Ἀπό τότε ἐπιδόθηκε μέ ἔνθεο ζῆλο καί ἐπι-τυχία στό κήρυγμα τοῦ θείου λόγου καί τήν ἱεραποστολή.
Τό 716 μ.Χ., μέ τήν εὐλογία τοῦ ἡγουμένου Βινβέρτου τῆς μονῆς τοῦ Νάτσελ, ἐπῆγε στήν Φρισλανδία, γιά νά κηρύξει τόν Χρι-στό στούς ἐκεῖ εἰδωλολάτρες. Ὁ πόλεμος ὅμως πού ἐξέσπασε ἀνά-μεσα στόν τοπικό βασιλέα Ράντμποντ καί τόν Κάρολο Μαρτέλο, τόν ἀνάγκασε νά ἐπιστρέψει στήν Ἀγγλία. Ἐπιθυμώντας νά ἀφο-σιωθεῖ στήν ἐξωτερική ἱεραποστολή, ἀποποιήθηκε τό ἡγουμενικό ἀξίωμα, στό ὁποῖο τόν ἐξέλεξε ἡ μοναστική ἀδελφότητα τοῦ Νά-τσελ μετά τήν κοίμηση τοῦ ἡγουμένου Βινβέρτου.
Ἔτσι, τό 719 μ.Χ., ἀφοῦ ἐπῆρε τή σχετική ἄδεια καί εὐλογία τοῦ Πάπα Γρηγορίου Β΄ (715-731 μ.Χ.), ἐξεκίνησε γιά τή Γερμανία. Ἐπέρασε τίς Κάτω Ἄλπεις καί τήν Βαυαρία καί ἔφθασε στήν Θου-ριγγία, ἀπ’ ὅπου ἄρχισε τό ἀποστολικό του ἔργο. Ὄχι μόνο ἐβάπτι-σε πολυάριθμους εἰδωλολάτρες, ἀλλά καί τούς Χριστιανούς, πού ἐζοῦσαν τότε στήν Βαυαρία, τούς ἐβοήθησε νά ἀπαλλαγοῦν ἀπό διάφορες πλάνες καὶ κακοδοξίες. Τό 720 μ.Χ., μαθαίνοντας πώς ὁ Ράντμποντ εἶχε πεθάνει καί ὁ Κάρολος Μαρτέλος εἶχε γίνει κύριος τῆς Φρισλανδίας, ἐπῆγε ἐκεῖ καί ἐνίσχυσε τήν ἱεραποστολή τοῦ Ἁγίου Βιλλιβρόρδου († 7 Νοεμβρίου). Τρία χρόνια ἀργότερα ἦλθε πάλι στά Γερμανικά ἐδάφη. Ἐβάπτισε πλήθη εἰδωλολατρῶν, ἔκτισε ἐκκλησίες καί συγκρότησε πολλές Χριστιανικές κοινότητες στήν Ἔσση καί τήν Σαξονία.
Τό 723 μ.Χ., ὑπακούοντας σέ κλήση τοῦ Ἐπισκόπου Ρώμης Γρηγορίου Β΄ (715-731 μ.Χ.), ἐπῆγε στή Ρώμη, ὅπου ἐχειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος. Ἐπιστρέφοντας στή Γερμανία, ἐγκατέστησε τήν ἕδρα του στήν Μαγεντία καί συνέχισε μέ μεγαλύτερο ζῆλο τήν εὐαγγελι-κή του διακονία.
Τό 732 μ.Χ., ὁ νέος Πάπας Γρηγόριος Γ΄ (731-741 μ.Χ.) τόν προήγαγε σέ Ἀρχιεπίσκοπο καί Πριμᾶτο τῆς Γερμανικῆς Ἐκκλη-σίας, μέ τό δικαίωμα τῆς ἐκλογῆς καί καταστάσεως Ἐπισκόπων.
Τό 738 μ.Χ., ὁ Ἅγιος Βονιφάτιος μετέβη καί πάλι στήν Ρώμη καί ἐνημέρωσε γιά τήν πορεία τοῦ ἱεραποστολικοῦ ἔργου καί τά προβλήματά του τόν Πάπα, ὁ ὁποῖος τόν ὀνόμασε τότε Λεγᾶτο τῆς Ἀποστολικῆς Ἕδρας.
Ὅταν ἐπέστρεψε στήν Γερμανία, ὁ δούκας Ὀντίλο τόν ἐκάλε-σε στήν Βαυαρία, γιά νά λύσει σοβαρά ἐκκλησιαστικὰ προβλήματα τῆς περιοχῆς. Ἵδρυσε ἐκεῖ τέσσερις Ἐπισκοπές γιά τήν καλύτερη διαποίμανση τῶν Χριστιανῶν, καθώς καὶ ἄλλες τρεῖς στή Θουριγ-γία, τήν Ἔσση καί τήν Φραγκονία.
Ἡ σαγηνευτική πνευματική προσωπικότητα τοῦ Ἁγίου Βονι-φατίου εἶχε τέτοια ἐπίδραση στόν υἱό τοῦ Καρόλου Μαρτέλου Καρλομάνο, βασιλέα τῆς Αὐστρασίας, Ἀλαμανίας καί Θουριγγίας (741-747 μ.Χ.), ὥστε παραιτήθηκε ἀπό τό θρόνο του, παραχώρησε τό βασίλειό του στό νεώτερο ἀδελφό του Πεπίνο τόν Βραχύ, βασι-λέα τῆς Νευστρίας, Βουργουνδίας καὶ Προβηγκίας καί ἔγινε μονα-χός. Τὴν κουρά του ἐτέλεσε στήν Ρώμη ὁ Πάπας Ζαχαρίας (741-752 μ.Χ.). Ἀρχικά ἐγκαταβίωσε στή μονή τοῦ Ἁγίου Σιλβέστρου, πού ὁ ἴδιος ἵδρυσε στό ὄρος Σοράκτο τῆς κεντρικῆς Ἰταλίας. Ἐπειδή ὅμως ἐκεῖ συνέρρεαν πολλοί ἐπισκέπτες καί μάλιστα Ρωμαῖοι εὐγενεῖς, ἀποσύρθηκε, ὕστερα ἀπό σχετική ὑπόδειξη τοῦ Πάπα, στή μονή τοῦ ὄρους Κασσίνο, ὅπου ἔζησε μέ ἄκρα ταπείνωση, κάνοντας τά πιό εὐτελῆ διακονήματα. Ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη, τό 755 μ.Χ., στήν πόλη Βιέν τῆς Γαλλίας, ὅπου εἶχε σταλεῖ, γιά ὑποθέσεις τῆς μονῆς του. Στό μεταξύ, ὁ ἀδελφός του Πεπίνος ὁ Βραχύς († 768 μ.Χ.) ἀνακη- ρύχθηκε πρῶτος βασιλέας τοῦ ἑνωμένου κράτους τῶν Φράγκων. Ἡ στέψη του ἔγινε τό 751 μ.Χ. στήν πόλη Σουασσόν ἀπό τόν Ἅγιο Βονιφά-τιο, τόν ὁποῖο ἐσεβόταν ἀπεριόριστα.
Γιά τήν εὐρύτερη ἐξάπλωση τῆς Χριστιανικῆς πίστεως στά ἡμιάγρια καί ἀπολίτιστα Γερμανικά φύλα, ὁ Ἅγιος Ἱεράρχης ἐκά-λεσε ἀπό τήν Βρεττανία εὐσεβεῖς ἄνδρες καί γυναῖκες, πού ἀσχολή-θηκαν ἐντατικά καί συστηματικά μέ τό ἱεραποστολικό ἔργο. Ἀνάμε-σα τους ἦταν οἱ Ἅγιοι Βιγκβέρτος, Βουρχάρδος, Βιλλιβάλδος, Λοῦλ-λος, Θέκλα, Μπερτιγκίτα, Κοντρούδη καί Λαϊόβα.
Ἡ Ὁσία Λαϊόβα ἦταν ἀνεψιά τοῦ Ἁγίου Βονιφατίου καί ἦλθε στήν Γερμανία μαζί μέ τριάντα ἀκόμη Βρεττανίδες μοναχές, σταλμέ-νες ἀπό τήν πριγκήπισσα Τέλτα, ἡγουμένη τῆς μονῆς τοῦ Βίνμπουρν.

Μέ τή βοήθεια ὅλων αὐτῶν τῶν ἐργατῶν τοῦ Εὐαγγελίου, ὁ Ἅγιος Βονιφάτιος κατόρθωσε τόσο νά ἑδραιώσει τόν Χριστιανισμό, ὅσο καί νά ὀργανώσει διοικητικά τήν ἐκκλησιαστική ἐπαρχία αὐ-τοῦ.
Σώζονται πολλές Ἐπιστολές τοῦ Ἁγίου Βονιφατίου μέ θεολο-γικό περιεχόμενο. Γράφοντας στήν ἡγούμενο Ἀλδέριο, τόν παρα-καλεῖ νά μνημονεύει στή Θεία Λειτουργία τούς ἱεραποστόλους πού ἐθυσιάσθηκαν γιά τή δόξα τοῦ Χριστοῦ. Σέ ἄλλη ἐπιστολή του πρός μία μοναχή, ἀφοῦ περιγράφει τίς δυσκολίες καί τούς κινδύνους πού ἀντιμετώπισε στήν ἄσκηση τῆς ἱεραποστολῆς, βεβαιώνει ὅτι ἐπο-θοῦσε νά θυσιάσει καί τή ζωή του ἀκόμη γιά τόν Κύριο. Σέ ἕνα γράμμα του στόν τότε Ἀρχιεπίσκοπο Καντουαρίας Κουθβέρτο, ἀφοῦ κάνει λόγο γιά τά καθήκοντα τῶν κληρικῶν, καταλήγει: «Ἄς ἀγωνισθοῦμε γιά τόν Κύριο σέ τοῦτες τίς πικρές καί ὀδυνηρές ἡμέ-ρες. Ἄς πεθάνουμε γιά τίς ἅγιες ἐντολές τῶν Πατέρων μας, ἄν αὐτό εἶναι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὥστε νά κληρονομήσουμε, ὅπως ἐκεῖνοι, τήν αἰώνια ζωή. Ἄς μήν εἴμαστε ζῶα ἄφωνα, φύλακες κοιμισμένοι, μισθωτοί πού τό βάζουν στά πόδια μόλις δοῦν τό λύκο, ἀλλά ποιμένες ἄγρυπνοι καί εὐσυνείδητοι. Ἄς κηρύσσουμε τό Εὐαγγέλιο σέ μικρούς καί μεγάλους, σέ πλούσιους καί πτωχούς, σέ κάθε τόπο καί σέ κάθε περίσταση, ζώντας μέσα στόν κόσμο ἄλλα χωρὶς νά ἀνήκουμε στόν κόσμο».
Τό 754 μ.Χ., ὁ Ἅγιος Βονιφάτιος, μέ εὐλογία τοῦ Ἐπισκόπου Ρώμης Στεφάνου Β΄ (752-757 μ.Χ.), ἐχειροτόνησε καί ἄφησε διάδοχό του στήν Γερμανία, τόν συνεργάτη του, Ἅγιο Λοῦλλο. Ὁ ἴδιος, φλο-γερός ἐργάτης τοῦ φωτισμοῦ τῶν ἀπίστων, ἐπῆρε μαζί του μία ὁμά-δα ζηλωτῶν τῆς ἱεραποστολῆς καί κατευθύνθηκε πρός τήν ἀνατολι-κή Φρισλανδία, ὅπου μέσα σ’ ἕνα χρόνο μετέστρεψε καί ἐβάπτισε ἀρκετές χιλιάδες εἰδωλολατρῶν.
Ἐκεῖ ὅμως ἔλαβε καί τόν στέφανο τοῦ μαρτυρίου, πού τόσο ἐποθοῦσε. Στίς 5 Ἰουνίου τοῦ ἔτους 755 μ.Χ., παραμονή τῆς Πεντη-κοστῆς, καθώς ἑτοιμαζόταν νά τελέσει τό μυστήριο τοῦ Χρίσματος σὲ νέους Χριστιανούς, στίς ὄχθες ἑνός μικροῦ ποταμοῦ, ἐξαγριωμέ-νοι εἰδωλολάτρες μέ σπαθιά ἐπιτέθηκαν ἐναντίον τοῦ ἱεραποστο-λικοῦ καταυλισμοῦ καί ἔσφαξαν ὅλους τούς ἐργάτες τοῦ Εὐαγγε-λίου, συνολικὰ πενῆντα δύο ψυχές: τόν Ἅγιο Βονιφάτιο, τόν Ἐπί-σκοπο Ἐοβανό, τρεῖς ἱερεῖς, τρεῖς διακόνους, τέσσερις μοναχούς καί σαράντα λαϊκούς.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Ἐοβανοῦ, ἐπι-σκόπου Οὐτρέχτης.
Ὁ Ἅγιος Ἐοβανός ἐγεννήθηκε στήν Ἰρλανδία. Ἐξελέγη ἀπό τόν Ἅγιο Βονιφάτιο Ἐπίσκοπος Οὐτρέχτης καί ἐμαρτύρησε μέ αὐ-τόν, τό 755 μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων ἱερομαρτύρων Βιντρούγκου, Βαλτερίου, Ἀδαλερίου, τῶν πρεσβυτέρων, Ἀμούνδου, Σιρεβάλδου, καί Βοσέου τῶν διακόνων.
Οἱ Ἅγιοι Βιντροῦγκος, Βαλτέριος, Ἀδαλέριος, πρεσβύτεροι, καί οἱ Ἀμοῦνδος, Σιρεβάλδος καί Βόσας, διάκονοι, κατάγονταν ἀπό τήν Ἰρλανδία. Συνδέθηκαν πνευματικά μέ τόν Ἅγιο Βονιφάτιο καί ἐμαρτύρησαν μέ αὐτόν, τό 755 μ.Χ.4.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων ὁσιομαρτύρων Βακκαρίου, Γουνδικάρου, Ἰλλεχέρου καί Βοττεούλφου.
Οἱ Ὅσιοι Βακκάριος, Γουνδικάρος, Ἰλλέχερος καί Βοττεοῦλ-φος ῆσαν μοναχοί πού κατάγονταν ἀπό τήν Ἰρλανδία. Συνδέθηκαν πνευματικά μέ τόν Ἅγιο Βονιφάτιο καί ἐμαρτύρησαν μέ αὐτόν, τό 755 μ.Χ.5.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ὁσιομάρτυρος Φήλικος.
Ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρτυς Φῆλιξ ἦταν μοναχός καί ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ Ἁγίου Βονιφατίου. Ἀσκήτεψε θεοφιλῶς σέ μονή τῆς πόλεως Φρίτζλαρ τῆς Γερμανίας καί ἐτελειώθηκε μαρτυρικά ἀπό Σάξωνες, τό 790 μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῆς μετακομιδῆς τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ ἁγίου Ἰγκόρ, ἡγεμόνος τοῦ Κιέβου.
(Βλ. † 6 Αὐγούστου καί † 19 Σεπτεμβρίου).
Τά ἱερά λείψανα τοῦ Ἁγίου Ἰγκόρ μετεφέρθησαν ἀπό τό Κίεβο στήν πόλη Τσέρνιγκωφ, τό 1150.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, τοῦ Ἰγκόρ, ἐν Κιέβῳ.
Σέ αὐτήν τήν ἱερά εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Γλυκοφιλούσης, τῆς Μητέρας τοῦ Θεοῦ, προσευχόταν ὁ Ἅγιος Ἰγκόρ († 19 Σεπτεμ-βρίου), ἡγεμόνας τοῦ Κιέβου, κατά τή διάρκεια τῶν τελευταίων στιγμῶν τῆς ζωῆς του. Ἡ εἰκόνα, ἡ ὁποία ἦταν ἑλληνική, ἐφυ-λασσόταν στό παρεκκλήσιο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου στόν καθεδρικό ναό τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου καί εἶχε ἐπί αὐτῆς ἐπιγραφή στήν ὁποία ἀναγραφόταν, ὅτι ἀνῆκε στόν Ἅγιο Ἰγκόρ. Ἡ Σύναξή της ἑορτάζεται τήν ἴδια ἡμέρα κατά τήν ὁποία τά ἱερά λείψανα τοῦ Ἁγίου Ἰγκόρ μετεκο-μίσθησαν ἀπό τό Κίεβο στήν πόλη Τσέρνιγκωφ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη ἐν ἁγίοις πατρός Κωνσταντίνου, μητροπολίτου Κιέβου καί πάσης Ρωσσίας.
Ὁ Ἅγιος Κωνσταντίνος διετέλεσε Μητροπολίτης Κιέβου καί πάσης Ρωσσίας ἀπό τό ἔτος 1156 μέχρι τό 1158. Τή διοίκηση τοῦ Κιέβου εἶχε, ἀπό τό 1148, ἀναλάβει ὁ ἡγεμόνας τῆς Σουζδαλίας Γιοῦρι Ντολγκοροῦκι. Ὁ πρίγκηπας Ἰζιασλάβος ἀνακατέλαβε τό Κίεβο, ἀλλά ἀπέθανε, τό 1155, καί μετά ἀπό λίγους μῆνες τό Κίεβο καταλαμβανόταν πάλι ἀπό τόν Γιοῦρι. Διάδοχος τοῦ Ἰζιασλάβου ἦταν ὁ ἀδελφός του ἡγεμόνας τοῦ Σμολένσκ Ροστισλάβος Μστισλά-βιτς, ὁ ὁποῖος ἀναγκάσθηκε νά καταφύγει στήν πόλη Βλαδιμίρ τῆς Βολυνίας. Ὁ Γιοῦρι ἐδέχθηκε τόν βυζαντινό Μητροπολίτη Ἅγιο Κωνσταντίνο, ἀλλά μετά τό θάνατο τοῦ Γιοῦρι († 1158) ὁ θρόνος περιῆλθε πάλι στόν Ροστισλάβο. Αὐτός ἐζήτησε καί ἔλαβε ἀπό τό Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως τόν Μητροπολίτη Θεόδωρο (1161), ἐνῶ ὁ Μητροπολίτης Κωνσταντίνος ἐφιλοξενεῖτο ὑπό τοῦ Ἐπισκόπου Τσέρνιγκωφ Ἀντωνίου († 1159)6.
Ὁ Ἅγιος Κωνσταντίνος, ἀφοῦ ἔζησε θεοφιλῶς, ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη, τό 1159.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου Θεοδώρου, πρίγκηπος τοῦ Νόβγκοροντ.
Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος, πρίγκηπας τοῦ Νόβγκοροντ, ὁ μεγαλύ-τερος ἀδελφός τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου Νέφσκϊυ, ἐγεννήθηκε, τό 1218. Τό 1229, οἱ δύο ἀδελφοί ἀπεστάλησαν στό Νόβγκοροντ ἀπό τόν πατέρα τους Γιαροσλάβο Βσεβολόντοβιτς, ὡς ἀντιπρόσωποί του.
Τό 1232, ὁ νεαρός πρίγκηπας Θεόδωρος ἐκλήθηκε νά ὑπερα-σπισθεῖ μέ τό σπαθί τήν Ὀρθόδοξη πίστη καί νά πολεμήσει μέ τά Ρωσικά στρατεύματα κατά τῶν εἰδωλολατρῶν Μορδοβιανῶν πρι-γκήπων. Τό 1233, ὑπακούοντας στήν ἐπιθυμία τοῦ πατέρα του, νυμ-φεύεται τήν Θεοδουλία, θυγατέρα τοῦ ἱεροῦ πρίγκηπος Μιχαήλ τοῦ Τσέρνιγκωφ, ἀλλά ξαφνικά πεθαίνει καί ἐνταφιάζεται στή μονή Γιοῦρεφ τοῦ Νόβγκοροντ. Ἡ Θεοδουλία, μετά τόν ἀπροσδόκητο θάνατο τοῦ συζύγου της, ἐγκατέλειψε τόν κόσμο καί ἐγκαταβίωσε σέ μονή, ὅπου ἐκάρη μοναχή μέ τό ὄνομα Εὐφροσύνη († 25 Σεπτεμ-βρίου).
Οἱ Σουηδοί, τό 1614, ἔσπασαν τόν τάφο τοῦ Ἁγίου καί ἔρρι-ψαν τό τίμιο λείψανο στόν χῶρο τοῦ κοιμητηρίου. Ἀργότερα, ὁ Μη-τροπολίτης Ἰσίδωρος μετέφερε τά ἱερά λείψανα στό καθεδρικό ναό τῆς Ἁγίας Σοφίας τοῦ Νόβγκοροντ καί τά ἐναπέθεσε στό παρεκ-κλήσιο τοῦ Τμίου Προδρόμου, ἀπ’ ὅπου, τό 1919, ἀφαιρέθηκαν ἀπό τούς Μπολσεβίκους.
Ἀκολουθία στόν Ἅγιο Θεόδωρο ἔγραψε ὁ Μητροπολίτης Ἁ-γίας Πετρουπόλεως καί Νόβγκοροντ Γαβριήλ († 1801).
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Πέτρου τοῦ Ἀναχωρητοῦ, τοῦ ἐκ Σερβίας.
Ὁ Ὅσιος Πέτρος (Κόρισκϊυ) ἐγεννήθηκε, τό 1211, στό χωριό Οὐνγιμίρ μεταξύ τῆς πόλεως Πέκ καί τοῦ Κοσόβου στή Σερβία. Ἀπό τήν παιδική του ἡλικία αὐτός καί ἡ ἀδελφή του Ἑλένη ἀφιερώθη-καν στόν Θεό καί προέκοπταν σέ σοφία, ἡλικία καί χάρη ἀπό τόν Κύριο. Ὅταν ὁ Ὅσιος ἦταν σέ ἡλικία δέκα ἐτῶν, εἶπε στούς γονεῖς του τήν ἐπιθυμία του νά γίνει μοναχός. Ὅμως ὁ πατέρας του ἀπέ- θανε, ὅταν ὁ Πέτρος ἦταν μόνο δέκα τεσσάρων ἐτῶν, καί ἔτσι ἀνέβαλε τά σχέδιά του, γιά νά ἐγκαταβιώσει σέ μοναστήρι, προκει-μένου νά φροντίσει τή μητέρα καί τήν ἀδελφή του. Ἡ μητέρα του ἐκοιμήθηκε δύο χρόνια ἀργότερα. Ὁ Ὅσιος ἐρώτησε τήν ἀδελφή του, ἐάν ἐσκόπευε νά νυμφευθεῖ, διότι ἡ συνείδησή του δέν τοῦ ἐπέτρεπε νά τήν ἐγκαταλείψει. Ἡ Ἑλένη ἐξέφρασε τήν ἐπιθυμία νά γίνει μοναχή καί νά ἀκολουθήσει τόν ἀσκητικό βίο. Ἔτσι ἐπώ-λησαν τά ὑπάρχοντά τους, διένειμαν τά χρήματα στούς πτωχούς καί ἔφθασαν στή μονή τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου στό Πέκ. Ἡ Ἑλένη εἰσῆλθε σέ μία γυναικεία μονή, ἡ ὁποία εὑρισκόταν ἐκεῖ κοντά, ἀλλά ἀργότερα ἀκολούθησε τόν ἐρημικό ἡσυχαστικό βίο μαζί μέ τόν κατά σάρκα ἀδελφό της. Οἱ ὧρες τῆς ἡμέρας καί τῆς νύκτας ἦσαν ἀφιερωμένες στήν ἄσκηση καί τήν ἀδιάλειπτη προ-σευχή.
Ὅμως οἱ δύο αὐτές φωτεινές λαμπάδες τῆς ἁγιότητος δέν ἦσαν δυνατόν νά μή φωτίσουν τόν κόσμο. Πλῆθος κόσμου ἄρχισε νά συρρέει στόν τόπο ἀσκήσεως τῶν δύο ἀδελφῶν, γιά νά λάβει τήν εὐλογία τους καί νά τούς συμβουλευθεῖ πνευματικά. Ὁ Ὅσιος Πέτρος καί ἡ ἀδελφή του, γιά νά μήν ὑποκύψουν στόν πειρασμό τῆς ματαιοδοξίας, κατέφυγαν σέ ἀπομακρυσμένη περιοχή τοῦ ποταμοῦ Ἰβάρ κοντά στήν πόλη τοῦ Μαύρου ποταμοῦ.
Ὁ διακαής πόθος τοῦ ἐρημικοῦ βίου ὁδήγησε τά βήματα τοῦ Ὁσίου σέ ἕνα βουνό κοντά στήν πόλη Πρίζρεν. Ἐκεῖ ἄφησε τήν μοναχή ἀδελφή του, γιά νά συνεχίσει τή μοναχική της πολιτεία, ἐνῶ ἐκεῖνος ἀνῆλθε στό ὄρος καί ἔζησε ὡς ἐρημίτης σέ ἕνα σπήλαιο τῆς περιοχῆς Κορίσα7.
Ὁ ἀγώνας δέν ἦταν εὔκολος. Ὁ Ὅσιος Πέτρος συνεχῶς καί μέ ὅπλο τήν προσευχή ἀντιστεκόταν στούς πειρασμούς καί τίς παγίδες τοῦ διαβόλου, ὁ ὁποῖος τού ἐπιτέθηκε. Ὁ Ὅσιος προσευχήθηκε θερμά πρός τόν Κύριο. Καί Ἐκεῖνος ἄκουσε τήν προσευχή του. Σλε ὅραμα τοῦ ἐμφανίσθηκε ὁ Ἀρχάγγελος Μιχαήλ, ὁ ὁποῖος τόν διαβε-βαίωσε, ὄτι ὁ Θεός δέν θά ἐπέτρεπε πλέον αὐτές τίς ἐπιθέσεις.
Ὁ Ὅσιος, λουσμένος μέσα στό ἄκριστο φῶς τῆς Θεότητος, συνέχισε τἠν ἁγία ζωή του καί τόν πνευματικό ἀγώνα. Προβλέπο-ντας τό τέλος του, ἔσκαψε ἕναν τάφο ἔξω ἀπό τό σπήλαιο, προετοι-μάσθηκε πνευματικά, ἀφοῦ ἐκοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη, τό 1275.
Τή νύχτα τῆς κοιμήσεώς του ἕνα οὐράνιο φῶς ἔλουσε τό σπή-λαιο, ἐνῶ οἱ ὑπόλοιποι μοναχοί ἄκουγαν τούς Ἀγγέλους νά ψά-λουν.
Ἑβδομήντα ἔτη ἀργότερα, ὁ βασιλέας Δουσάν ἔκτισε μία ἐκ-κλησία στήν Κορίσα καί μετέφερε ἐκεῖ τά ἱερά λείψανα τοῦ Ὁσίου Πέτρου. Στήν συνἐχεια τά ἱερά λείψανα μετεκομίσθησαν στό ναό τοῦ Ἀρχαγέλλου Μιχαήλ τῆς πόλεως Καλασχίν.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ὁσίων πατέρων ἡμῶν Ἀγαπίου καί Νικοδήμου, τῶν ἐν Ἁγίῳ Ὄρει ἀσκησάντων.
Οἱ Ὅσιοι Ἀγάπιος καί Νικόδημος ἦσαν μοναχοί τῆς ἱερᾶς μονῆς Βατοπαιδίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί εἶχαν το διακόνημα τοῦ δοχειάρη, διακονοῦντες μέ προθυμία στήν ἀποθήκη πού εἶχαν τό λάδι. Στό βίο τους ἀκολούθησαν τίς πνευματικές συμβουλές τοῦ Γέ-ροντά τους Ὁσίου Γενναδίου τοῦ Δοχειάρη καί ἀξιώθηκαν μαζί του νά ἴδουν τό ὑπερφυές θαῦμα τῆς πληρώσεως τῶν κενῶν πίθων τοῦ δοχειοῦ, διά θαυμαστῆς ἐπεμβάσεως τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Ἐλαιοβρύτιδος.
Οἱ Ὅσιοι αὐτοί Πατέρες μας, ἀφοῦ ἔζησαν θεοφιλῶς, ἐκοιμή-θησαν μέ εἰρήνη. Οἱ χαριτόβρυτες κάρες τους φυλάσσονται μέ εὐλά-βεια στή μονή Βατοπαιδίου8.
† Τῇ αὐτῆ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ὁσίων πατέρων ἡμῶν Βασιανοῦ καί Ἰωνᾶ, τῆς Περτόμα.
Οἱ Ὅσιοι Βασιανός καί Ἰωνᾶς ἔζησαν τόν 16ο αἰώνα μ.Χ. στήν Ρωσσία καί ἀσκήτεψαν θεοφιλῶς στή μονή Σολόφκι ὑπό τήν πνευματική καθοδήγηση τοῦ Ἁγίου Φιλίππου, Μητροπολίτου Μό-σχας († 9 Ἰανουαρίου). Ἐκοιμήθησαν μέ εἰρήνη καί, τό 1599, οἱ Χριστιανοί ἀνήγειραν στόν τόπο τοῦ ἐνταφιασμοῦ τους παρεκκλή-σιο. Ἐκεῖ ἀργότερα, τό 1623, ὁ ἱερομόναχος Ἰάκωβος ἀνήγειρε τή μονή τῆς Περτόμα.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου νεομάρτυρος Μάρκου, τοῦ ἐν Χίῳ.
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Μάρκος ἦταν γόνος τοῦ εὐσεβοῦς Θεσσαλονικέως Χατζῆ-Κωνσταντῆ καί τῆς Μαρίας, ἡ ὁποία καταγόταν ἀπό τή Σμύρνη, ὅπου καί διέμεναν. ῾Ο Μάρκος, ἔμπορος στό ἐπάγ-γελμα, σέ κάποιο ταξίδι του στή νῆσο Χίο, κατά τό 1788, ἐνυμ-φεύθηκε. Ἀργότερα, παρακινούμενος καί ἀπό τόν ἀδελφό του Παΐ-σιο, ἐγκαταστάθηκε στό Κουσάντασι (Νέα Ἔφεσο), ὅπου συνδέ-θηκε παράνομα μέ κάποια γυναίκα, ὀνομαζόμενη Μαρία, μετά τῆς ὁποίας συνελήφθη γιά μοιχεία, καί ὁδηγήθηκε στό δικαστήριο ἐνώ-πιον τοῦ ἀγᾶ. Κάτω ἀπό τήν ἀπειλή τῆς ποινῆς προετίμησαν καί οἱ δύο νά ἐξωμόσουν. Ἔτσι ὁ μέν Μάρκος ὑπέστη τήν περιτομή, ἡ δέ Μαρία ἐκλείσθηκε στό χαρέμι τοῦ ἀγᾶ.
Μετά τήν πάροδο κάποιου χρόνου ὁ Μάρκος ἄρχισε νά αἰσθά-νεται ἔνοχος γιά τήν ἐξώμοση, γι᾿ αὐτό καί ἀναζήτησε κάποιον πνευματικό, ὅπου μέ συντριβή ἀπέθεσε ὅλο τό βάρος τῶν ἁμαρτη-μάτων του. Μέ τή βοήθεια τοῦ πνευματικοῦ του καί ἑνός Χριστια-νοῦ ἰατροῦ, ὁ ὁποῖος ἔπεισε τόν ἀγᾶ ὅτι ἡ Μαρία ἔπασχε ἀπό κά-ποια ἀσθένεια, ἀπό τήν ὁποία μποροῦσε νά τή θεραπεύσει μόνο κά-ποια Ἑβραία στήν Σμύρνη, ὁ Μάρκος ἔλαβε τήν ἄδεια τοῦ ἀγᾶ, γιά νά συνοδεύσει τή γυναίκα του ὡς ἐκεῖ, μέ τή ρητή ἐντολή νά γυρί-σουν καί πάλι πίσω.
Ὅταν ἔφθασαν στήν Σμύρνη ἐπιβιβάσθηκαν σ᾿ ἕνα πλοῖο μέ προορισμό τήν Τεργέστη. Ἐξ αἰτίας ὅμως κάποιων ἐμποδίων δέν παρέμειναν ἐκεῖ, ἀλλά κατευθύνθηκαν στήν Βενετία, ὅπου ἔλαβαν τό Μυστήριο τοῦ Χρίσματος καί τῆς Θείας Κοινωνίας, καί τέλος ἐνυμφεύθηκαν.
Τά γεγονότα αὐτά συνέβησαν τό 1792. Στήν Βενετία δέν πα-ρέμειναν πολύ, ἀλλά περιπλανήθηκαν σέ διάφορα μέρη, φοβούμενοι μήπως τούς ἀνακαλύψουν οἱ Τοῦρκοι. Ἐπειδή ὅμως πουθενά δέν μποροῦσε νά εὕρει ἡρεμία ὁ Μάρκος, ἀποφάσισε νά ἐπιστρέψει στόν τόπο τῆς ἀρνήσεως, γιά νά ἀποπλύνει καί μέ τό αἷμα του τό ἁμάρτημά του. Ἐγύρισε λοιπόν στό Κουσάντασι, ὅπου ἐπισκέφθηκε τόν πνευματικό του καί τοῦ ἐγνωστοποίησε τήν ἐπιθυμία του. Αὐ-τός τότε προσπάθησε νά τόν ἀποτρέψει, λέγοντάς του πώς τό μαρτύ-ριό του ἴσως ἐπιφέρει πολλά δεινά στούς Χριστιανοὺς τῆς ᾿Εφέσου, διότι οἱ Τοῦρκοι ἦταν ἤδη ἐξαγριωμένοι ἐξ αἰτίας τῆς ἀνεγέρσεως νέου ναοῦ στήν πόλη, ἀλλά καί τοῦ μαρτυρίου τοῦ Νεομάρτυρος Γεωργίου τοῦ ἐξ Ἐφέσου, πού εἶχε προηγηθεῖ († 5 ᾿Απριλίου 1801). Ἐπείσθηκε λοιπόν ὁ Μάρκος καί ἐγκατέλειψε τό Κουσάντασι. Κα-τέφυγε στή Χίο ὅπου, ἀφοῦ προετοιμάσθηκε κατάλληλα μέ τή Θεία Κοινωνία, ἐπαρουσιάσθηκε στό δικαστήριο καί ὁμολόγησε μέ παρ-ρησία τήν πίστη του στόν Χριστό. Ὁ δικαστής στήν ἀρχή προ-σπάθησε μέ κολακεῖες νά τόν μεταπείσει, ὅταν ὅμως εἶδε ὅτι αὐτό δέν ἦταν δυνατό, διέταξε τή φυλάκισή του. Ὁ Μάρκος ὑπέμεινε μέ καρ-τερία ὅλα τά βασανιστήρια χωρίς νά καμφθεῖ. Συνολικά ὁδηγήθηκε τρεῖς φορές ἐνώπιον τοῦ δικαστοῦ, ὁ ὁποῖος διαπιστώνοντας τό σταθερό φρόνημα καί τήν ἀμετάθετη γνώμη του νά παραμείνει Χρι-στιανός διέταξε τή θανάτωσή του.
Συγκινητική ἦταν ἡ συμμετοχή τῶν Χριστιανῶν καί ἡ συνδρομή τους στήν προετοιμασία τοῦ Μάρτυρος Μάρκου γιά τό μαρτύριο, μέ νηστεῖες, δεήσεις καί προσευχές.
Πλῆθος κόσμου, ὄχι μόνο Χριστιανοί, ἀλλά καί Τοῦρκοι καί ῾Εβραῖοι, εἶχαν συγκεντρωθεῖ στήν τοποθεσία Βουνάκι, πού εἶχε ὁρισθεῖ γιά τήν ἐκτέλεση τοῦ Νεομάρτυρος. Ἔτσι στίς 5 ᾿Ιουνίου τοῦ ἔτους 1801, ἡμέρα Τετάρτη, ὁ Νεομάρτυς Μάρκος ἐκτελέσθηκε δι᾿ ἀποκεφαλισμοῦ.

Πολλοί Χριστιανοί ἐπῆραν ὡς εὐλογία τεμάχια ἀπό τά ἐνδύ-ματα, ἀλλά καί τό λείψανο τοῦ Ἁγίου δίδοντας ἀρκετά χρήματα στούς Τούρκους. Τέλος, ἐξαγόρασαν τό τίμιο λείψανο τοῦ Νεομάρ-τυρος, τό ὁποῖο εὐωδίαζε, καί τό ἐνταφίασαν κρυφά σέ ἄγνωστο μέρος.
Στό Συναξάριο τοῦ Ἁγίου σημειώνονται πολλά θαύματα πού συνέβησαν μέ τά τίμια λείψανα, τό αἷμα, ἀλλά καί τά ἐνδύματα τοῦ Νεομάρτυρος.
Τό Μαρτύριο τοῦ Ἁγίου Μάρκου συνέγραψε ὁ Ἀθανάσιος ὁ Πάριος, ἐνῶ Ἀκολουθία πρός τιμήν του συνέταξε ὁ Νικηφόρος ὁ Χίος. ῾Η Ἀκολουθία αὐτή, ὅπως καί ὁ βίος τοῦ Νεομάρτυρος, περι-έχονται στό Νέον Λειμωνάριον. Ἐπίσης ἐπανεκδόθηκαν τό 1930 καί τό 1968 στό Νέον Χιακόν Λειμωνάριον.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῆς μετά φιλανθρωπίας ἐπενεχθείσης φοβερᾶς ἀπειλῆς καί ἀνάγκης ἐν τῇ τῶν βαρβάρων ἐπιδρομῇ, ὅτε μέλλοντας πάντας ἡμᾶς ὑπ’ αὐτῶν δικαίως αἰχμαλωτίζεσθαι καί φόνῳ μαχαίρας παραδίδοσθαι, ὁ Οἰκτίρμων καί Φιλάνθρωπος Θεός, διά σπλάγχνα ἐλέους Αὐτοῦ, παρ’ ἐλπίδα πάντας ἡμᾶς ἐλυ-τρώσατο9.
Κατά τήν ἡμέρα αὐτή ἐτελεῖτο Λιτή στόν Κάμπο, στήν πεδιά-δα τήν ἐκτεινόμενη ἐπάνω ἀπό τό Ἕβδομον τοῦ Βυζαντίου, πρός ἀνάμνησιν ἀποτυχούσης ἐπιδρομῆς βαρβάρων στήν Βασιλεύουσα. Ἡ ἐκκλησιαστική αὐτή πανήγυρις ἐτελεῖτο στό Τριβουνάλιον καί στό ναό τοῦ Ἁγίου Βαβύλα.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἀνάμνησις θαύματος τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Ὡραιοτάτης, ἐν Ἀκαρνανίᾳ.
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν!