Μητροπολίτου Φαναρίου Ἀγαθαγγέλου
Γενικοῦ Διευθυντοῦ τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας
τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
† Μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Νικήτα τοῦ Ὁμολογητοῦ, ἡγου-μένου τῆς μονῆς τοῦ Μηδικίου.
Ὁ Ὅσιος Νικήτας καταγόταν ἀπό τήν Καισαρεία τῆς Βιθυνίας καί ἔζησε τόν 8ο αἰώνα μ.Χ. Σέ βρεφική ἡλικία ἔμεινε ὀρφανός ἀπό μητέρα καί τήν ἀνατροφή τήν ἀνέλαβαν ἡ ἐνάρετη γιαγιά του καί ὁ εὐσεβής Φιλάρετος, ὁ πατέρας του, ὁ ὁποῖος ἀνέθεσε ἀπό πολύ ἐνωρίς τήν ἐκπαίδευσή του σέ κάποιο κληρικό φημισμένο γιά τίς παιδαγωγικές καί πνευματικές του ἀρετές. Ἔτσι ὁ νεαρός Νικήτας ἀπόκτησε ἀξιόλογη κοσμική καί πνευματική παιδεία.
Ἀφοῦ ἐγκατέλειψε πατέρα, μητέρα, ἀδελφούς, ἀδελφές, συγγενεῖς, σπίτι, πατρίδα, πλούτη, καί ἐσήκωσε τό σταυρό του μέ προθυμία, ἀκολούθησε τόν Χριστό, ἔγινε ἄξιος μαθητής αὐτοῦ. Σέ νεαρά ἡλικία κατέφυγε στήν περίφημη Μονή τοῦ Μηδικίου τῆς Τριγλίας, ὅπου γρήγορα, γιά τίς πολλές του ἀρετές, κατέκτησε τήν ἀγάπη καί τήν ἐκτίμηση ὅλων των ἀδελφῶν τῆς μονῆς, οἱ ὁποῖοι, μετά τό θάνατο τοῦ ἡγούμενου Νικηφόρου, τόν ἐξέλεξαν ἡγούμενο τῆς μονῆς, ἐπί Πατριάρχου Ταρασίου (784-806 μ.Χ.).
Λόγῳ τῆς σταθερᾶς πίστεώς του στή διδασκαλία καί παράδο-ση τῆς Ἐκκλησίας μας γιά τίς ἱερές εἰκόνες ὁ Ὅσιος ἐξορίσθηκε, ἐπί αὐτοκράτορος Λέοντος τοῦ Ε΄ (813-820 μ.Χ.), στήν κωμόπολη Μασαλεών τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, ἀπό τήν ὁποία ἀνακλήθηκε, γιά νά ἐξορισθεῖ ἐκ νέου, τό 815 μ.Χ., στή νῆσο τῆς Ἁγίας Γλυκερίας κοντά στόν Ἀκρίτα. Ἐπανέκαμψε στήν Κωνσταντινούπολη ἐπί βασιλέως Μιχαήλ τοῦ Τραυλοῦ (820-829 μ.Χ.) καί ἐγκαταστάθηκε σέ κάποιο μετόχι στό βόρειο τμῆμα τῆς πόλεως, τό ὁποῖο πιθανῶς ἀνῆκε στή μονή Πελεκητῆς. Πρός τόν Ὅσιο δέ ἔγραφε συνεχῶς ὁ Ἅγιος Θεό-δωρος ὁ Στουδίτης. Ἐκεῖ ὁ Ὅσιος Νικήτας ὁ Ὁμολογητής ἐκοιμή-θηκε μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ἰωσήφ τοῦ Ὑμνογράφου.
Ὁ Ὅσιος Ἰωσήφ ἐγεννήθηκε στή Σικελία, τό ἔτος 816 μ.Χ., ἀπό ἐνάρετους καί εὐσεβεῖς γονεῖς, τόν Πλουτίνο καί τήν Ἀγάθη. Τά περί τῆς ζωῆς καί τῆς δράσεώς του γνωρίζομε ἀπό τό Βίο πού συνέταξε ὁ μαθητής καί διάδοχός του στή μονή του Θεοφάνης, συμπληρωματικά δέ ἀπό τά ἐγκώμια πού τοῦ ἀφιέρωσαν ὁ ᾿Ιωάννης Διάκονος καί ὁ Θεόδωρος Πεδιάσιμος.
Ὁ Ὅσιος ἀναγκάσθηκε νά φύγει ἀπό τή γενέτειρά του οἰκο-γενειακῶς, λόγῳ τῆς ἐντάσεως τῶν Ἀραβικῶν ἐπιδρομῶν, πού ἔπει-τα ἀπό λίγο καιρό ἐπρόκειτο νά καταλήξουν στήν κατάληψη τῆς νήσου, καί νά μεταναστεύσει στήν Πελοπόννησο. Σέ ἡλικία δέκα πέντε ἐτῶν ἀποχωρίσθηκε ἀπό τούς γονεῖς του καί μετέβη στή Θεσσαλονίκη, ὅπου ἐπιδόθηκε στή μοναχική ἄσκηση στήν περίφημη μονή Λατόμου, ὑπό τήν καθοδήγηση τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Δεκαπολίτου († 20 Νοεμβρίου), ἀσκώντας τὸ ἔργο τοῦ ὀξυγράφου.
Μετά ἐννέα χρόνια παραμονῆς στή Θεσσαλονίκη μετέβη στήν Κωνσταντινούπολη, τό ἔτος 840 μ.Χ., μαζί μέ τόν Ἅγιο Γρηγόριο καί ἐγκαταστάθηκε στή μονή τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Ἀντίπα. Δέν παρέμεινε ὅμως ἐπί πολύ ἐκεῖ ἀπερίσπαστος, διότι τό ἑπόμενο ἔτος ἀπεστάλη ἀπό τούς Ὀρθοδόξους τῆς Βασιλεύουσας στή Ρώμη γιά διαβουλεύσεις ἐπί τοῦ θέματος τοῦ διωγμοῦ ἀπό τούς εἰκονομάχους. Δέν κατόρθωσε νά φέρει εἰς πέρας τήν ἀποστολή, διότι τό πλοῖο του ἐνέπεσε στά χέρια Ἀράβων πειρατῶν καί αὐτός ὁδηγήθηκε αἰχμάλωτος στήν ἀραβοκρατούμενη τότε Κρήτη, ἀπό ὅπου ἐλευθε-ρώθηκε μέ τίς φροντίδες φιλάνθρωπων πιστῶν καί μέ θαῦμα τοῦ Ἁγίου Νικολάου.
Κατά τό βραχύ χρόνο αὐτῆς τῆς περιπέτειάς του συνέβηκαν δύο σημαντικά γεγονότα, ἕνα ἰδιαιτέρως γι᾿ αὐτόν, ὁ θάνατος τοῦ πνευματικοῦ του ὁδηγοῦ Ἅγίου Γρηγορίου τοῦ Δεκαπολίτου, καί ἕνα γιά τήν Ἐκκλησία ὁλόκληρη, ἡ ἀναστήλωση τῶν ἱερῶν εἰκό-νων.
Ὅταν ἐπανῆλθε, διά τῆς Θεσσαλονίκης πάλι, στήν Κωνσταντι-νούπολη, τό ἔτος 843 μ.Χ., ἔζησε ἐπί δύο χρόνια ὡς ἔγκλειστος στή μονή τοῦ Ἁγίου Ἀντίπα, ἔπειτα στά κτήρια τοῦ ναοῦ τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου ἐπί πενταετία, ἕως ὅτου ἵδρυσε ἰδική του μονή, τό ἔτος 850 μ.Χ., ἀφιερωμένη στόν Ἀπόστολο Βαρθολομαῖο, ὅπου ἀπέθεσε καί τά ἱερά λείψανα τοῦ Ἀποστόλου πού εἶχε φέρει ἀπό τή Θεσσαλονίκη, καθώς ἐπίσης καί τά σκηνώματα τοῦ πνευματικοῦ του ὁδηγοῦ Ἁγίου Γρηγορίου καί τοῦ συνασκητοῦ του ᾿Ιωάννου. Ἐδῶ παρακαλοῦσε μέ δάκρυα καί στεναγμούς τόν Ἀπόστολο Βαρθολομαῖο νά τόν βοηθήσει στή σύνθεση ὕμνων. Καί, πράγματι, ἐπέτυχε ἐκεῖνο πού ἐποθοῦσε ἡ ψυχή του. Εἶδε σέ ὀπτασία ἕναν ἄνδρα πού προκαλοῦσε τό δέος, μέ ἐμφάνιση Ἀποστόλου, ὁ ὁποῖος πῆρε ἀπό τήν Ἁγία Τράπεζα τό ἱερό Εὐαγγέλιο, τοῦ τό ἔβαλε ἐπάνω στό στῆθος καί τόν εὐλόγησε. Τοῦτο ὑπῆρξε καί ἡ ἀπαρχή τοῦ θείου χαρίσματος πού ὁ Ὅσιος ἐπιθυμοῦσε.
Μετά τήν ἔκπτωση τοῦ Πατριάρχου Ἰγνατίου καί τήν ἄνοδο τοῦ ἱεροῦ Φωτίου, τό ἔτος 858 μ.Χ., ὁ Ὅσιος ᾿Ιωσήφ ἐξορίσθηκε ἀπό τόν Βάρδα στήν Κριμαία ὡς ὀπαδός τοῦ πρώτου προφανῶς καί ἴσως ὡς λατινόφιλος κατά κάποιο τρόπο, ἀφοῦ πρό ἐτῶν εἶχε σταλεῖ γιά νά ζητήσει τή βοήθεια τῆς Ρώμης. Δέν ἔμεινε ὅμως ἐκεῖ πολύ καιρό, ἀφοῦ μάλιστα, ὅπως ἀποδείχθηκε ἀπό τή μετέπειτα στάση, ὁ ἱερός Φώτιος τόν ἐκτιμοῦσε ἰδιαιτέρως.
Ὅταν ἀνέβηκε γιά δεύτερη φορά στό θρόνο ὁ Πατριάρχης Ἰγνάτιος, τό ἔτος 867 μ.Χ., ὁ Ὅσιος Ἰωσήφ ἔγινε σκευοφύλαξ τῆς Ἁγίας Σοφίας καί διετήρησε αὐτή τή θέση ἐπί τῆς δευτέρας πατριαρχείας τοῦ Ἁγίου Φωτίου.
Ὁ Ὅσιος Ἰωσήφ ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη περί τό ἔτος 886 μ.Χ.
Ὁ κύριος ὄγκος τοῦ ὑμνογραφικοῦ ἔργου τοῦ Ὁσίου συνίστα-ται ἀπό Κανόνες, πού ἀφθονοῦν στά ἔντυπα βιβλία καί τά χειρόγραφα. Ἡ συμβολή τοῦ Ὁσίου Ἰωσήφ στήν ὑμνογραφική ὁλο-κλήρωση τῆς Ὀκτωήχου εἶναι καθοριστική, δεδομένου ὅτι ἐκάλυψε τό μεγαλύτερο μέρος τῆς ἑβδομάδος, πλήν τῆς Κυριακῆς, τῆς ὁποίας τούς Κανόνες εἶχαν συντάξει ὁ Κοσμᾶς ὁ Μελωδός καί ὁ ᾿Ιωάννης ὁ Δαμασκηνός.
Στά Μηναῖα ὁ Ὅσιος ᾿Ιωσήφ εἶναι ὁ πλουσιώτερα ἐκπροσω-πούμενος ὑμνογράφος, ἀφοῦ διατηροῦνται σέ αὐτά 165 Κανόνες του μέ ὁμοιόμορφη δομή, πού ἐξυμνοῦν Ἁγίους δευτέρας συνήθως ἑορταστικῆς τάξεως, δεδομένου ὅτι οἱ ἐξέχουσες ἑορτές εἶχαν ἤδη καλυφθεῖ ὑμνογραφικά.
Ἰδιαίτερα βέβαια συγκινεῖ ὁ Κανών στόν Ἀκάθιστο Ὕμνο, στόν ὁποῖο ἀκολουθεῖ Εἱρμούς τοῦ Ὁσίου ᾿Ιωάννου τοῦ Δαμασκη-νοῦ, καί ὑμνεῖ τήν Θεοτόκο μέ ἀτελείωτη σειρά ἐπιθέτων καὶ εἰκόνων, ὡς ἄφλεκτη βάτο, νεφέλη ὁλόφωτη, ρόδο ἀμάραντο, μῆλο εὔοσμο, περιστερά καί τά παρόμοια.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Ἐλπιδοφόρου.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἐλπιδοφόρος ἐτελειώθηκε διά ξίφους.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων Βιθυνίου, Γαλύκου καί Δίου.
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Βιθύνιος ἤ Βυθόνιος, Γάλυκος καί Δίος, σύμφωνα μέ τό Λαυρεωτικό Κώδικα[1], μέ αὐτοπροαίρετη διάθεση, γνώμη καί ὁμοψυχία παρέστησαν στόν ἄρχοντα τῆς πόλεως αὐτῶν καί, ἀφοῦ τόν ἔλεγξαν γιά τήν παράνομη ἀσέβεια καί τίς εἰδωλολα-τρικές θυσίες, ὁμολόγησαν τήν πίστη τους στόν Χριστό. Ὁ ἄρχο-ντας τότε τούς εἶπε, ἐπειδή οἱ Ἐθνικοί προετοιμάζονταν νά προσφέ-ρουν θυσία στά εἴδωλα, νά θυσιάσουν πρῶτα στούς θεούς καί ἔπειτα θά ἔκανε ὅ,τι τοῦ ἔλεγαν. Οἱ Ἅγιοι, προσποιούμενοι ὅτι θά θυσιάσουν στά εἴδωλα, εἰσῆλθαν στόν εἰδωλολατρικό ναό καί συ-νέτριψαν τά εἴδωλα. Οἱ πτωχοί τῆς πόλεως ἄρχισαν νά μαζεύουν τά συντρίμματα τῶν εἰδώλων, ὅσα ἦσαν ἀργυρά καί χρυσά, διότι ὑπῆρχε τότε λιμός μεγάλος.
Μόλις ὁ ἄρχοντας τῆς χώρας καί οἱ εἰδωλολάτρες εἶδαν τά γενόμενα, ἐθεώρησαν ὅτι οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες καθύβρισαν τήν πλά-νη τους. Γι’ αὐτό, ἀφοῦ τούς συνέλαβαν, τούς ἔδεσαν μέ σχοινιά καί τούς ἔσυραν κτυπώντας τους στήν ἀγορά. Ἄλλοι τούς κατέκοβαν τίς σάρκες μέ τά δόντια τους καί ἄλλοι τούς ἐκτυποῦσαν μέ πέτρες καί ξῦλα. Τό μαρτύριό τους ἐκράτησε τρεῖς ἡμέρες καί νύκτες. Βλέποντας οἱ εἰδωλολάτρες τή σθεναρή στάση καί τήν πίστη τῶν Ἁγίων τούς ἔρριψαν στή θάλασσα, ἀφοῦ τούς ἐκρέμασαν βαρειές πέτρες. Ὅμως Ἄγγελος Κυρίου τούς διέσωσε καί τούς ὁδήγησε στή στεριά. Πολλοί ἀπό τούς Ἐθνικούς, πού εἶδαν τό θαῦμα, προσῆλθαν στόν Χριστό καί ἐβαπτίσθηκαν.
Στή συνέχεια, μέ ἐντολή τοῦ ἄρχοντος, οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες ἀποκεφαλίσθηκαν καί ἀπέλαβαν τό στέφανο τοῦ μαρτυρίου καί τῆς δόξας.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ἱλλυριοῦ, τοῦ ἐν τῶ ὄρει τοῦ Μυρσινῶνος ἀσκήσαντος.
Ὁ Ὅσιος Ἱλλύριος ἀσκήτεψε στό ὄρος τοῦ Μυρσινῶνος καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Νεκταρίου τοῦ Μπεζέτσκ.
Ὁ Ὅσιος Νεκτάριος τοῦ Μπεζέτσκ ἔζησε στή Ρωσία καί ἦταν μοναχός στό μοναστήρι τῆς Ἁγίας Τριάδος τοῦ Σεργίου. Στά μέσα τοῦ 15ου αἰῶνος μ.Χ. ἐγκαταστάθηκε σέ ἕνα πυκνό δάσος, στό ὑψηλότερο μέρος τῆς περιοχῆς τοῦ Μπεζέτσκ, ὅπου ἀσκήτευσε θεο-φιλῶς.
Ἐκεῖ συγκεντρώθηκε πλῆθος μοναχῶν, οἱ ὁποῖοι σέ σύντομο χρονικό διάστημα ἔκτισαν μία ἐκκλησία ἀφιερωμένη στά Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου. Τό νέπ μοναστήρι ἦταν ἕνα ἀπό τά πτωχότερα καί σύμφωνα μέ τό Χρονικό τῆς μονῆς ἐκτίσθηκε μέ δάκρυα, νηστεία καί ἀγρυπνία. Μέ ὁμόφωνη ἀπόφαση ὅλων τῶν ἀδελφῶν τῆς μονῆς, ὁ Ὅσιος Νεκτάριος ἐπιλέχθηκε ὡς ἡγούμενος αὐτοῦ.
Ὁ Ὅσιος Νεκτάριος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 1492.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου νεομάρτυρος Παύλου τοῦ Ρώ-σου τοῦ Ἀπελευθέρου, τοῦ ἐν Κωνσταντινουπόλει ἀθλήσαντος.
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Παῦλος καταγόταν ἀπό τή Ρωσία. Αἰχμαλωτίσθηκε σέ παιδική ἡλικία ἀπό τούς Τάταρους, ἀπό τούς ὁποίους τόν ἀγόρασε κάποιος Χριστιανός τῆς Κωνσταντινουπό-λεως πού τόν ἄφησε ἐλεύθερο. Στή Βασιλεύουσα ὁ Ἅγιος ἐνυμφεύ-θηκε Ρωσίδα γυναίκα, πού ἦταν πρῶτα αἰχμάλωτη, μετά τῆς ὁποίας ἐζοῦσε βίο εὐσεβῆ καί φιλόθεο.
Ὅμως ὁ Ἅγιος, πού ἔπασχε ἀπό τή νόσο τῆς ἐπιληψίας, κάποια στιγμή σέ ὥρα κρίσεως καί ἐνῶ οἱ γείτονές του τόν ὁδηγοῦ-σαν στό ναό τῆς Θεομήτορος, τῆς ἐπιλεγομένης τοῦ Μογλουνίου, ὅταν συνάντησε στό δρόμο κάποιους Τούρκους, ἄρχισε νά ζητᾶ βοήθεια ἀπό αὐτούς καί νά φωνάζει «Εἶμαι Ἀγαρηνός».
Οἱ Τοῦρκοι ἀνέφεραν τά συμβάντα στό βεζύρη, ὁ ὁποῖος διέταξε τήν σύλληψη καί τῶν ἱερέων τοῦ ναοῦ καί τοῦ Ἁγίου Παύλου. Ὅταν ὁ Ἅγιος συνῆλθε ἀπό τήν κρίση τῆς ἀσθένειάς του, ὁδηγήθηκε ἐνώπιον τοῦ ἄρχοντος, ὁ ὁποῖος τοῦ ἐζήτησε νά ὁμολο-γήσει ἐπίσημα τό Μουσουλμανισμό ὑποσχόμενος πλοῦτο καί τιμές καί ἀπειλώντας μέ βασανιστήρια καί θάνατο. Ὁ Παῦλος, ἐνδυνα-μούμενος καί ἀπό τή σύζυγό του, ὁμολόγησε μέ παρρησία τό Ὄνο-μα τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι τόν ἔρριψαν στή φυλακή καί τόν ἐβασά-νισαν. Ἀφοῦ ἐκήρυξε καί πάλι τήν πίστη του στόν Χριστό μπροστά στό βεζύρη, τήν Μεγάλη Παρασκευή τοῦ ἔτος 1683, ὁδηγήθηκε δέσμιος στό ἱπποδρόμιο Ἄτ-μεϊντάν, ὅπου τοῦ ἀπέκοψαν τήν τιμία κεφαλή αὐτοῦ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Σεραφείμ, τοῦ ἐκ Ρωσίας (τῆς Βυρίτσα).
Ὁ Ὅσιος Σεραφείμ, κατά κόσμον Βασίλειος Νικολάεβιτς Μυράμπλεφ, ἐγεννήθηκε τό ἔτος 1865 στήν περιοχή τοῦ Γιαρο-σλάβλ. Οἱ γονεῖς ἦταν ἀγρότες καί πτωχοί ἄνθρωποι. Μετά τήν κοίμηση τοῦ πατέρα του ὁ δεκάχρονος Βασίλειος ἔμεινε μέ τήν ἄρρωστη μητέρα του, τήν ὁποία καί ἐβοηθοῦσε. Ὁ ἐσωτερικός του πόθος ἦταν νά γίνει μοναχός.
Μιά φορά ἐπισκέφθηκε τή μονή τῆς Λαύρας τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου Νέφσκυ καί ἔπεσε στά γόνατα τοῦ γέροντος τῆς μονῆς παρακαλώντας τον νά τόν κρατήσει στή μονή. Ἡ ἀπάντηση τοῦ διορατικοῦ γέροντος ἦταν νά παραμείνει στόν κόσμο, νά δημιουρ-γήσει μιά εὐλογημένη οἰκογένεια, νά δώσει καλή ἀνατροφή στά παιδιά του καί στή συνέχεια, μαζί μέ τή σύζυγό του, νά ἀφιερώσουν τή ζωή τους στό μοναχισμό. Ὁ Βασίλειος ἐθεώρησε τούς λόγους τοῦ γέροντος ὡς εὐχή τοῦ Θεοῦ. Σέ ἡλικία εἴκοσι τεσσάρων ἐτῶν ὁ Βασίλειος νυμφεύεται τήν Ὄλγα Ἰβάνοβνα Ναϊντένοβα, πού ἀγαποῦσε, ἐπίσης τό μοναχικό βίο. Ἡ ἀπόφασή της νά νυμφευθεῖ ἐπηρεάσθηκε ἀπό ἕνα περιστατικό κατά τήν ἐπίσκεψή της σέ γυναικεία μονή, στήν ὁποία ἡ γερόντισσα Πελαγία τήν εὐλόγησε καί τήν προέτρεψε νά νυμφευθεῖ καί νά γίνει μοναχή μετά α’πό ἀμοιβαία συμφωνία μέ τό σύζυγό της.
Μετά τό γάμο ὁ Βασίλειος ἀσχολήθηκε μέ τήν παραγωγή γουναρικῶν. Οἱ δουλειές του ἐπήγαιναν πολύ καλά καί γρήγορα ἔγινε πλούσιος. Κανένας ποτέ δέν τόν εἶδε ἐκνευρισμένο ἤ σαστι-σμένο, ἀλλά ἦταν πάντοτε ἤρεμος, ἥσυχος, διακριτικός καί ὑπομο-νετικός. Ἡ οἰκογένεια του εἶχε μιά εὐλογημένη συνήθεια: στίς ἐκκλησιαστικές ἑορτές ἔστρωναν τό τραπέζι τοῦ σπιτιοῦ τους καί προσκαλοῦσαν σέ αὐτό ὅλους τούς πτωχούς. Μετά τήν ἀνάγνωση τοῦ «Πάτερ ἡμῶν» ὁ Βασίλειος τούς ὁμιλοῦσε γιά τή σημασία τῆς ἑορτῆς καί τό βίο τοῦ Ἁγίου πού ἑόρταζαν. Ὅταν τό γεῦμα ἐτελεί-ωνε, ἐκεῖνος προσέφερε στούς πτωχούς προσκεκλημένους του δῶρα καί χρήματα. Πολλές φορές ἡ φιλανθρωπία καί ἡ γενναιοδωρία τοῦ Βασιλείου ἐξάφνιαζε τή σύζυγό του, ἡ ὁποία βλέποντας τό σύζυγό της νά προσφέρει τόσα χρήματα ἐνόμιζε ὅτι ὁ Βασίλειος προσπα-θοῦσε συνειδητά νά χρεοκωπήσει. Ὅμως ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ τόν ἐσκέπαζε πάντοτε καί ὅλα ἐπήγαιναν καλά.
Σέ ἡλικία τριάντα ἐτῶν ὁ Βασίλειος ἐδώρισε τό μεγαλύτερο μέρος τῆς περιουσίας του σέ μονές, ἐκκλησίες, πτωχούς καί συνεργάτες του καί μετά τό θάνατου τοῦ δεύτερου παιδιοῦ τους οἱ δύο σύζυγοι, μέ τήν εὐλογία τοῦ πνευματικοῦ τους πατέρα Βαρνά-βα, ἀπεφάσισαν νά ζοῦν ὡς ἀδελφοί. Ἕνα ἐπεισόδιο ἀπό αὐτή τήν περίοδο τῆς ζωῆς τους διηγήθηκε ὁ ἴδος ὁ Ὅσιος. Κάποιο βράδυ μπηκέ στό σπίτι τους ἕνας κλέπτης, ὁ ὁποῖος ἐμάζεψε ὅλα τά πολύτιμα πράγματα καί ἑτοιμαζόταν νά φύγει, ὅταν ὁ κόμπος τοῦ μπόγου ἐλύθηκε καί τά πράγματα πού εἶχε κλέψει διεσκορπίσθησαν κάτω. Ἐκείνη τή στιγμή ἐπέστρεφε στό σπίτι του ὁ ἰδιοκτήτης. Ὁ κλέπτης ἐτρόμαξε, ἀλλά ὁ Βασίλειος τόν ἐπλησίασε, τόν ἐβοήθησε νά μαζέψει τά πράγματα καί νά τά σηκώσει στήν πλάτη του. Ὁ Βασίλειος, κατόπιν μοναχός Σεραφείμ, ἔλεγε πολύ συχνά: «Ἔχασες κάτι. Μή στενοχωρεῖσαι. Γιά ὅλα εὐχαρίστησε τόν Θεό». Κάποιο χρονικό διάστημα ὁ Βασίλειος ἐπισκέφθηκε τόν Ἄθωνα,. Μετά ἀπό νηστεία σαράντα ἡμερῶν τοῦ ἐφανερώθηκε σέ ἐνύπνιο ἡ Θεοτόκος, ἡ ὁποία τοῦ εἶπε νά πάει στή Ρωσία.
Ἐν τῷ μεταξύ ὁ υἱός τοῦ Βασιλείου, Νικόλαος, ἐμεγάλωσε καί ἔγινε ἀξιωματικός. Ξατά τήν περίοδο δέ τοῦ Α΄ Παγκοσμίου Πολέ-μου ὑπηρέτησε στή Ρωσική Στρατιωτική Ἀεροπορία ὠς πιλότος.
Τόν Αὔγουστο τοῦ ἔτος 1920 ὁ Βασίλειος παραχωρεῖ στή μονή τῆς Λαύρας ὁλόκληρη τήν περιουσία του, 25.000 ρούβλια σέ χρυσά νοπμίσματα, καί γίνεται δόκιμος μοναχός. Ἡ σύζυγός του Ὄλγα γίνεται, ἐπίσης, δεκτή, δόκιμη μοναχή σέ μοναστήρι. Τό ἔτος 1927 ὁ Βασίλειος χειροτονεῖται καί λαμβάνει τό ὄνομα Σεραφείμ πρός τιμήν τοῦ Ὁσίου Σεραφείφ τοῦ Σαρώφ. Διορίζεται ὡς πνευματικός στή Λαύρα τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου Νέφσκυ. Ἐκεῖ τόν ἐπισκέπτεται πολύς κόσμος. Τό ἴδιο ἔτος τόν ἐπισκέπτεται καί ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Άλέξιος (Σιμάνσκι), γιά νά τόν συμβουλευθεῖ. Κάποιοι πρέτειναν στόν Ἀρχιεπίσκοπο Ἀλέξιο νά φύγει στό ἐξωτερικό, γιά νά γλυτώσει τή σύλληψη καί τήν ἐκτέλεση. Πρίν νά ἀκούσει τήν ἐρώτηση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου, ὁ Ὅσιος Σεραφείμ εἶπε: «Πολλοί θά ἤθελαν τώρα νά φύγουν ἀπό τή χώρα. Ὅμως σέ ποιόν θά ἀφήσουν τή Ρωσία; Μή φοβᾶσθε τίποτε. Ἡ Ρωσία σᾶς χρειάζεται. Θά εἶσθε ὁ Πατριάρχης καί θά διοικήσετε τή Ρωσία γιά εἴκοσε πέντε χρόνια. Μετά τόν Πατριάρχη Τύχωνα δέν θά ἔχουμε Πατριάρχη γιά ἀρκετό χρονικό διάστημα. Θά ἔλθει, ὅμως, ἄγριος πόλεμος καί αὐτός θά γυρίσει τό λαό τῆς Ρωσίας πίσω στόν Θεό. Καί ἐδῶ στόν τόπο μας οἱ κυβερνῆτες θά ἀνοίξουν τούς ναούς, πού κλείνουν τώρα».
Ἐν τῷ μεταξύ τά σύννεφα ἐπύκνωναν ἐπάνω ἀπό τή μονή τῆς Λαύρας. Καί ἦλθε ἡ συμφορά. Σέ μιά νύκτα ὅλοι οὁ μοναχοί συνελήφθησαν καί στή συνέχεια ἐκτοπίσθηκαν ἤ εὑρέθηκαν στά στρατόπεδα. Πολλοί ἀπό αὐτούς εὑρῆκαν μαρτυρικό θάνατο. Μεγάλος αριθμός μοναχῶν εὑρέθηκε στό στρατόπεδο Σολόβκι. Μαζί μέ ἄλλους μοναχούς τῆς Λαύρας ἦταν καί ὁ Ὅσιος πατέρας Σεραφείμ. Στά στρατόπεδα καί στίς φυλακές, ὅπου καί ἄν τόν εὕρισκε ἡ μαρτυρική του πορεία, συνέχιζε τό λειτούργημα τοῦ πνευματικοῦ καί τοῦ γέροντος. Ἐβοηθούσε τούς ἀδύναμους, τούς ἐνεθάρρυνε καί τοίς ἐνέπνεε τήν πίστη καί τήν ἐλπίδα. Τό 1933 ὁ Ὅσιος ἐπέστρεψε ἀπό τήν κράτηση καί ἐγκαταστάθηκε στό Βίριτς κοντά στήν Ἁγία Πετρούπολη.
Μόλις ἔνοιωσε καλύτερα, ἀκόμα αδύναμος, ἄρχισε νά δέχεται ὅλους ἐκείνους πού εἶχαν ἀνάγκη τήν πνευματική βοήθεια, τή θεραπεία καή τήν παρηγοριά. Πολύς κόσμος ἐρχόταν στόν πατέρα Σεραφείμ ζητώντας πνευματική βοήθεια καί αὐτό δέν μποροῦσε νά μείνει ἀπαρατήρητο ἀπό τίς αρχές. Σέ μία τακτική ἔρευνα, πού ἔκαναν στό σπίτι του, ὁ ἀσθενής Ὅσιος Σεραφείμ, ξαπλωμένος στό κρεββάτι, ἐφώναξε ἕναν ἀπό τούς αστυνομικούς. Προσευχήθηκε ἀπό καρδίας γι’ αὐτόν καί κοιτάζοντάς τον μέ καλωσύνη, πῆρε τόν ἀστυνομικό ἀπό τό χέρι καί τό ἐχάϊδεψε. Στή συνέχεια ὁ Ὅσιος ἀκούμπησε τό δεξί του χέρι στό κεφάλι τοῦ ἀστυνομικού καί εἶπε: «Νά συγχωρεθοῦν οἱ ἁμαρτίες σου, δοῦλε του Θεοῦ», καί εἶπε τό ὄνομά του. Καί ἡ δύναμη τῆς ἀγάπης ἐνίκησε! Τό πρόσωπο τοῦ τρομεροῦ ἐπισκέπτου ἐγαλήνεψε. Ἡ ἑπόμενη συζήτησή τους συνεχίσθηκε ὡς νά ἦταν φίλοι ἀπό παλιά. Ἐμαλάκωσαν καί οἱ ὑπόλοιποι ἀστυνομικοί, πού ἐπραγματοποιοῦσαν τήν ἔρευνα.
Τελείως ἀνήμπορος, σχεδόν ὅλα τά τελευταῖα του χρόνια ξαπλωμένος στό κρεβάτι, ὁ Ὅσιος Σεραφείμ νύκτες ὁλόκληρες προσευχόταν, καί τήν ἡμέρα χιλιάδες κόσμος τοῦ μετέφερε τά παράπονά του, τίς ασθένειές του καί τίς λύπες του.
Στίς ἡμέρες του πολέμου, οἱ Γερμανοί, πού ἔμαθαν γιά τόν Ὅσιο καί τίς διορατικές του δυνατότητες, τόν ἐπισκέπτονταν καί τόν ἐρωτοῦσαν γιά τό πῶς θά τελειώσει ὁ πόλεμος καί ἄν θά νικήσει ὁ Χίτλερ. Ὁ Ὅσιος Σεραφείμ ἀπαντοῦσε μέ ειλικρίνεια, ὅτι ὁ Χίτλερ δέν θά νικήσει τή Ρωσία: «Τήν Ἁγία Πετρούπολη δέν θά τήν πάρετε ποτέ. Εἴμαστε ὀρθόδοξο κράτος. Ἡ πίστη τώρα καταδιώκεται, ἀλλά σέ λίγο πάλι θά ξαναγεννηθεῖ».
Ὁ Ὅσιος προσευχόταν στήν Παναγία καί τόν Ὅσιο Σερα-φείμ καί οἱ προσευχές αὐτές ἦσαν ἀποτελεσματικές. Τό χειμώνα τοῦ ἔτους 1942 μία μοναχή, ἡ μητέρα Σεραφείμα εἶδε ἕνα όνειρο: ὁ Γέροντας Σεραφείμ μέ τσόχινες μπότες καί λευκό ἔνδυμα ἐκυνηγοῦ-σε στό χιονισμένο ἀγρό πλῆθος ὁπλισμένων Γερμανῶν στρατιωτῶν, οἱ ὁποῖοι ἔφευγαν ἀπ’ αὐτόν τρομαγμένοι. Τό πρωῒ, ὅταν ἡ μητέρα Σεραφείμα ἐπλησίασε τόν Γέροντα, αὐτός τῆς εἶπε: «Εἶδες; Πήγαινε τώρα καί στέγνωσε τίς μπότες καί τό ἔνδυμα». Πράγματι, τή νύκτα βγήκε ἔξω στόν κῆπο καί προσευχόταν ἐπάνω σέ μία πέτρα. Ἐφοροῦσε τίς τσόχινες μπότες καί ἕνα λευκό ἔνδυμα, πού ἔριξε ἐπάνω του, γιά νά καλυφθεῖ ἀπό τούς γείτονες. Τό ἔνδυμα καί οἱ μπότες, ὅπως ἐθυμόταν ἡ μητέρα Σεραφείμα, ἦταν βρεγμένες.
Ἦλθε ἡ ἄνοιξη τοῦ ἔτους 1949. Ὁ Ὅσιος ἦταν πολύ ἄρρω-στος. Οἱ μοναχοί προσεύχονταν γιά τή θεραπεία του, τήν ὑγεία τοῦ πνευματικοῦ τους πατέρα, καί ἔλεγαν ὅτι εἶναι πολύ λυπηρό νά τόν ἀποχωρισθούν. Ὁ Ὅσιος Σεραφείμ τούς ἀπαντοῦσε: «Μήπως νομίζετε ὅτι ὁ Κύριος δέν θά ἀκούσει; Ἄν Τοῦ ἁπλώσω τό χέρι μου, θά μέ γιατρέψει. Ὅμως δέν θά γίνει ὅπως θέλω ἐγώ, Πάτερ, ἡ βούληση εἶναι ἰδική Σου καί ὄχι ἰδική μου! Ἄς ἔλθουν οἱ ὁποιεσδή-ποτε ἀσθένειες, ἄς γίνει τό θέλημά Σου!».
Ὁ Ὅσιος Γέροντας ἦταν πολύ ἀδύναμος καί δέν σηκωνόταν ἀπό τό κρεββάτι, ἀλλά ἀπαιτοῦσε νά ἀφήσουν νά περάσουν ὅλοι οἱ ἐπισκέπτες. Ἐκεῖνοι πού τόν ἐφρόντιζαν, τόν ἐλυπόντουσαν καί δέν ἐπέτρεπαν τίς ἐπισκέψεις. Ὅμως αὐτός αἰσθανόταν τό ποιός καί γιατί ἦλθε καί ἐζητούσε νά τούς γυρίσουν πίσω.
Λίγο πρίν τό τέλος, ὁ Ὅσιος Σεραφείμ ἐκοιμόταν στή συνέ-χεια δώδεκα 24ωρα. Ὁ ἰατρός κάθε ἡμέρα ἀκροαζόταν τἠν καρδιά του καί ὅλες αὐτές τίς ἡμέρες ὁ σφυγμός του ἦταν πάρα πολύ ἀδύναμος, σχεδόν δέν ὑπήρχε. Ὅταν ἐξύπνησε εἶπε στή μοναχή Σεραφείμα: «Ἐπισκέφθηκα πολλές χώρες. Καλύτερη ἀπό τή δική μου χώρα δέν εὑρῆκα καί καλύτερη ἀπό τήν ἰδική μας πίστη δέν εἶδα. Νά τό πεῖς σέ ὅλους, γιά νά μήν ἀποστατήσει κανείς ἀπό τήν Ὀρθοδοξία».
Ὁ Ὅσιος Σεραφείμ ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 1949 στό σπίτι τῆς ὁδοῦ Μοζάϊσκι. Μετά τό θάνατό του στή Βίριτσα ὁλό-κληρη ἑβδομάδα εὐωδίαζε ὁ τόπος.
Ἀπό τίς συμβουλές καί τίς προφητεῖες τοῦ Ὁσίου Σεραφείμ:
«Ἔστω καί μία φορά στή ζωή μας πρέπει νά ανάψουμε κερί γι’ αὐτούς πού ἀδικήσαμε, γι’ αὐτούς πού ἀπατήσαμε μέ λάθος λογαριασμό, γι’ αὐτούς πού κλέψαμε, γι’ αὐτούς πού δέν ἐπιστρέ-ψαμε τό χρέος μας».
«Θά ἔλθει καιρός, ὅταν ὄχι οἱ καταδιώξεις, ἀλλά τά χρήματα καί οἱ πειρασμοί αὐτοῦ τοῦ κόσμου θά ἀποτρέψουν τούς ἀνθρώ-πους ἀπό τόν Θεό καί θά χαθοῦν πολύ περισσότερες ψυχές σέ σχέση μέ τήν περίοδο τοῦ ἀνοικτοῦ πολέμου ἐναντίον τῆς πίστεως. Ἀπό τή μία πλευρά θά ὑψώνουν τούς σταυρούς καί θά χρυσώνουν τούς τρούλους καά ἀπό τήν ἄλλη θά ἔλθει τό βασίλειο τοῦ ψεύδους καί τῆς κακίας. Θά εἶναι φοβερό νά τό ζήσει κανείς».
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τοῦ Ἀμαράντου Ρόδου.
Ἡ ἱερά εἰκόνα τῆς Παναγίας τοῦ Ἀμαράντου Ρόδου τιμᾶται στή Μόσχα, στό Βορονέζ καί σέ ἄλλες πόλεις τῆς Ρωσίας, ὅπου φυλάσσονται ἀντίγραφα αὐτῆς. Στήν εἰκόνα ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος κρατᾶ τό Θεῖο Βρέφος στό δεξί της χέρι καί στό ἀριστερό της χέρι ὑπάρχει ἕνα μπουκέτο ἀπό ἄσπρους κρίνους. Αὐτό τό μπουκέτο συμβολικά δηλώνει τό ἀμάραντο ἄνθος τῆς παρθενίας τῆς Ἀειπαρ-θένου.
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν!
[1] Ι 70.