† Μνήμη τοῦ ἁγίου καί δικαίου Συμεών τοῦ θεοδόχου καί ῎Αννης τῆς προφήτιδος.
Ὁ Συμεών ἦταν ἄνθρωπος δίκαιος καί εὐλαβής, «προσδεχόμε-νος παράκλησιν τοῦ Ἰσραήλ»[1]. Ἦταν ἄνθρωπος κατά τή φύση, ἀλλά στήν ἀρετή ἄγγελος, ἄνθρωπος συναναστρεφόμενος μέ ἀν-θρώπους, ἀλλά συμπολιτευόμενος μέ ἀγγέλους[2]. Τό Ἅγιο Πνεῦμα τοῦ εἶχε ἀποκαλύψει ὅτι δέν θά πεθάνει προτοῦ ἀξιωθεῖ νά δεῖ τόν Χριστό καί νά Τόν κρατήσει στήν ἀγκαλιά του[3].
Ἡ Θεοτόκος, κατά τόν Ἅγιο Ἀθανάσιο, τοῦ εἶπε: «Δέξαι γεραρώτατε ἄνθρωπε, τόν πρός σέ μᾶλλον ἤ πρός ἐμέ τήν τεκοῦσαν νῦν ἐπειγόμενον· δέξαι τόν σέ ποθοῦντα μᾶλλον ἤ Ἰωσήφ· δέξαι τόν δευτέραν τῆς σῆς φιλίας τήν πρός ἐμέ τήν μητέραν στοργήν, ὥς ἔοικε λογιζόμενον· δέξαι, καί, ὡς βούλει, τοῦ ποθουμένου καταπό-λαυε»[4]. Καί ἀμέσως μετά ἐπέθεσε στά χέρια τοῦ Πρεσβύτου Συμεών τόν Κύριο.
Ὁ Συμεών «σκιρτᾷ καί ἀγγαλιᾷ, καί λαμπρᾷ καί διαπρυσίῳ φωνῇ περί αὐτοῦ ἀνακέκραγε λέγων· οὗτός ἐστιν ὁ ὤν καί προών καί ἀεί τῷ Πατρί συμπαρών, ὁμοούσιος, ὁμόθρονος, ὁμόδοξος, ὁμοδύναμος, ἰσοδύναμος, παντοδύναμος, ἄναρχος, ἄκτιστος, ἀναλλοίωτος, ἀπερίγραπτος, ἀόρατος, ἄῤῥητος, ἀκατάληπτος, ἀψηλάφητος, ἀκατανόητος, ἀτέκμαρτος. Οὖτός ἐστι τῆς πατρικῆς δόξης τό ἀπαύγασμα, οὗτος ἐστιν ὁ χαρακτήρ τῆς πάντων συστά-σως, τοῦτο τό φῶς τῶν φώτων, ἐκ πατρικῶν ἀνατέλλον κόλπων»[5].
«Εἶδε δέ ὁ Συμεών καί τόν Δεσπότην ἐπέγνω καί τήν ἑυατοῦ ἀπόλυσιν. Τί λέγων; Νῦν ἀπολύεις τόν δοῦλόν σου δέσποτα κατά τό ῥῆμά σου ἐν εἰρήνῃ, ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τό σωτήριόν σου, ἐπειδή προώρισε πρό τῶν αἰώνων ὁ νῦν γαλακτοτροφούμενος, ὁ ὑπό τῶν χειρῶν μου βασταζόμενος τοῦ μή ἰδεῖν με θάνατον πρίν ἴδω τόν Χριστόν Κυρίου»[6].
Ὁ Συμεών προεῖπε στήν Θεοτόκο ὅσες ἔμελλε νά ὑποστεῖ πικρίες καί ὅτι ὁ Κύριος θά ἦταν «εἰς σημεῖον ἀντιλεγόμενον». Στό σημεῖο αὐτό γράφει ὁ Ἅγιος Ἀμφιλόχιος, Ἐπίσκοπος Ἰκονίου: «Τοῦ Συμεῶνος εἰρηκότος περί τοῦ Κυρίου εἰς ἐξάκουστον τῶν παρθενι-κῶν ἀκοῶν τό· ἰδού οὗτος κεῖται εἰς πτῶσιν καί ἀνάστασιν πολλῶν ἐν τῷ Ἰσραήλ καί, ἠγανάκτησεν εἰκός ἡ μήτηρ τοῦ Κυρίου κατά τοῦ Συμεῶνος λέγουσα πρός αὐτόν· Οὐκ οἶδας τί διαγορεύεις, ἄνθρωπε. Ἐπί τόν Χριστόν σκυθρωπά καταγγέλλεις; Οὐκ οἶδας τήν σύλληψιν τοῦ παιδίου καί ὡς περί κοινοῦ τόκου σημεῖον ἀντιλογίας μηνύεις. Οὐδεμία πτῶσις ἐν αὐτῷ, ὕψωσις δέ πολλή καί συγκατάβασις τοῖς εὐεργετουμένοις. Τί οὖν οὐκ εὐλογεῖς φάσκων· ἰδού οὗτος κεῖται οὐκ εἰς πτῶσιν, ἀλλ’ εἰς ἀνάστασιν πολλῶν ἐν τῷ Ἰσραήλ· διά τί δέ καί λέγεις σημεῖον ἀντιλεγόμενον; Ὁ δέ Συμεών πρός τήν παρθένον· ἀρκεῖ σοι, παρθένε, τό μητέρα σε κληθῆναι· ἱκανόν σοι τό τροφόν εὑρεθῆναι τοῦ τρέφοντος τόν κόσμον· μέγα σοι τό σαρκί βαστάσαι τόν τά πάντα βαστάζοντα. Ὁ ἐν σοί νῦν Χριστός κατοικήσας καί ἐν ἐμοί νῦν ὁ αὐτός τά περί αὐτοῦ λαληθῆναι παρεσκεύασεν ὅτι οὗτος κεῖται εἰς πτῶσιν καί ἀνάστασιν πολλῶν ἐν τῷ Ἰσραήλ· εἰς πτῶσιν τῶν ἀπίστων Ἰουδαίων, είς ἀνάστασιν δέ τῶν πιστευόντων ἐθνῶν… σημεῖον ἀντιλεγόμενον τόν σταυρόν προσαγορεύσας»[7].

Ἡ Προφήτιδα Ἄννα ἦταν θυγατέρα τοῦ Φανουήλ, ὁ ὁποῖος καταγόταν ἀπό τή φυλή τοῦ Ἀσήρ[8]. Ἀφοῦ ἔζησε μέ τό σύζυγό της μόνο ἑπτά χρόνια, γιατί ἐκεῖνος ἀπεβίωσε, πῆγε καί ἐγκαταστάθηκε στό ναό καί προσέφερε τίς ὑπηρεσίες της. Ἔτσι ἐλάτρευε τόν Θεό νύχτα καί ἡμέρα, μέ προσευχή καί νηστεία. Γι’ αὐτό καί ἀξιώθηκε νά δεῖ καί αὐτή τόν Κύριο, τόν ὁποῖο προσήγαγε στό ναό ἡ Παναγία καί ὁ δίκαιος Ἰωσήφ.
Ὁ Συμεών ὁ Θεοδόχος καί ἡ Προφήτιδα Ἄννα ἐκοιμήθησαν εἰ- ρηνικά. Ἡ σύναξη αὐτῶν ἐτελεῖτο στό Ἀποστολεῖον Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου, πού ἦταν παρεκκλήσιο τοῦ ναοῦ τῆς Θεοτόκου Εὐουρα-νιωτίσσης[9].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου προφήτου ᾿Αζαρίου.
Ὁ Προφήτης Ἀζαρίας ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ βασιλέως Ἀσά (910-870 π.Χ.)[10], υἱοῦ καί διαδόχου τοῦ Ἀβιά, καί ἦταν υἱός τοῦ Ἀδάμ ἤ Ὠδήδ[11]. Καταγόταν ἀπό τή γῆ Σεμβαθᾶ καί ἐκήρυττε στό λαό τήν εὐσέβεια. Ἐστηλίτευε τούς ἄπιστους καί τούς ἁμαρτωλούς λέγοντας: «Ἀκούσατέ μου Ἀσά, καί ὅλοι οἱ Ἰουδαῖοι καί οἱ Βενιαμῖτες. Ὁ Κύριος εἶναι μαζί σας, διότι καί ἐσεῖς εἶσθε μαζί του. Ἐάν συνεχίσετε νά λατρεύεται αὐτόν καί αὐτός θά εἶναι στό μέλλον μαζί σας. Ἐάν ὅμως ἐγκαταλείψετε αὐτόν καί αὐτός θά σᾶς ἐγκαταλείψει».
Ὁ Προφήτης Ἀζαρίας ἐκοιμήθηκε ὁσίως μέ εἰρήνη καί ἐντα-φιάσθηκε στόν ἀγρό αὐτοῦ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων ᾿Αδριανοῦ καί Εὐβούλου.
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες ᾿Αδριανός καί Εὔβουλος κατάγονταν ἀπό τή Βανέα[12]. ῎Εχοντες τόν πόθο νά δοῦν τούς ῾Ομολογητές τοῦ Χριστοῦ, πῆγαν στήν Καισάρεια, διότι ἐκεῖ καταδιωκόταν περισσό-τερο τό Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ καί τό μαρτύριο τῶν Χριστιανῶν ἦταν μεγαλύτερο. ᾿Εκεῖ, μέ τήν παρρησία πού τούς διέκρινε, ὁμολό-γησαν τήν πίστη τους στόν Χριστό. ῞Υστερα ἀπό τήν ὁμολογία τους αὐτή, οἱ εἰδωλολάτρες τούς συνέλαβαν καί τούς ὁδήγησαν στόν ἄρχοντα Φιρμιλιανό, ὁ ὁποῖος καί ἔδωσε ἐντολή νά τούς ὑποβάλουν σέ βασανιστήρια.
Ἀμέσως, λοιπόν, τούς ἐμαστίγωσαν καί τούς προκάλεσαν με-γάλες πληγές στό σῶμα. Στή συνέχεια τούς ὑπέβαλαν καί σέ ἄλλα φρικωδέστερα βασανιστήρια. ᾿Επειδή ὅμως, καί ὕστερα ἀπό τά βασανιστήρια αὐτά, ἔμειναν σταθεροί καί ἀκλόνητοι στήν ὁμολο-γία τοῦ Χριστοῦ, ὁ ἄρχοντας τούς ἔρριξε γιά τροφή σέ ἄγρια θηρία. Τό Συναξάρι ἀναφέρει ὅτι ὁ Ἅγιος Ἀδριανός ἐπάλεψε μέ ἕνα λιον-τάρι καί, μέ τή βοήθεια τοῦ Χριστοῦ, διαφυλάχθηκε ἀβλαβής. Κατό-πιν ὅμως τόν ἀποκεφάλισαν διά ξίφους. Ὁ Ἅγιος Εὔβουλος, ἀφοῦ ἔπαθε τά ἴσα, ἐπισφράγισε τό μαρτύριο μέ τό μαρτυρικό του θάνατο. Ἔτσι οἱ Ἅγιοι αὐτοί Μάρτυρες εἰσῆλθαν στή χαρά τοῦ Κυρίου τους.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Βλασίου τοῦ Βουκόλου.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Βλάσιος καταγόταν ἀπό τήν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας καί ἐγεννήθηκε ἀπό πλούσιους καί φιλάνθρωπους γονεῖς. Οἱ ἐπαγγελματικές ἀνάγκες τῆς οἰκογένειάς του τόν ἀνά-γκασαν νά ἀπομακρυνθεῖ γιά λίγο ἀπό τήν Καισάρεια.῞Οταν ἔγινε διωγμός ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν, οἱ εἰδωλολάτρες τόν κατά-ζητοῦσαν ὡς Χριστιανό, ἀλλά δέν τόν εὕρισκαν. Ἡ μητέρα του, πού ἐποθοῦσε τή σωτηρία του, τοῦ συνέστησε νά ἀκολουθήσει τό δρόμο τῆς φυγῆς. Ἀλλά ὁ Ἅγιος ἀρνήθηκε. Τόσοι ἄλλοι ἐμαρτυροῦσαν. Γιατί, λοιπόν, νά δραπετεύσει αὐτός; Ἔτσι, προσῆλθε μέ προθυμία καί παραδόθηκε στούς διῶκτες του, τούς ὁποίους καί ἐφιλοξένησε καί περιποιήθηκε σάν νά ἦταν εὐεργέτες του.
Τόν συνέλαβαν καί ἀφοῦ τόν ἐμαστίγωσαν τόν ἔρριψαν μέσα σέ κοχλαζόμενο λέβητα, ὅπου διέμεινε πέντε ἡμέρες χωρίς νά πάθει τίποτε. Ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ διεφύλαξε τόν Ἅγιο σῶο καί ἀβλαβῆ. Ἔστι, πολλοί στρατιῶτες, πού εἶδαν τό θαῦμα, ἐπίστεψαν στόν Χριστό καί ἐβαπτίσθηκαν ἀπό τόν Ἅγιο μέ τό νερό τοῦ λέβητος.
Μόλις ἐπληροφορήθηκε ὁ ἡγεμόνας τό γεγονός αὐτό, ἔστειλε ἐκεῖ ἄλλους στρατιῶτες νά βγάλουν τόν Ἅγιο Βλάσιο ἀπό τό λέβητα. ῞Οταν ὅμως καί αὐτοί ἔφθασαν ἐκεῖ καί εἶδαν τό θαῦμα, ἐπίστεψαν στόν Χριστό. ῎Επειτα πῆγε ἐκεῖ καί ὁ ἴδιος ὁ ἡγεμόνας, γιά νά δεῖ τόν ῞Αγιο μέσα στό λέβητα μέ τό βρασμένο νερό. ᾿Επειδή δέ ἐνόμισε πώς τό νερό εἶχε κρυώσει, ἐζήτησε νά ἀντλήσουν ἀπό αὐτό, γιά νά νίψει τά μάτια του. Μόλις ὅμως ἔκανε αὐτή τήν ἐνέργεια, ἀμέσως ἐτυφλώθηκε καί συγχρόνως ἐξεψύχησε.
Ἔτσι, ὁ Ἅγιος ἀφέθηκε ἐλεύθερος. Ἀμέσως ἐπισκέφθηκε τήν οἰκογένειά του καί στή συνέχεια παρέδωσε τήν ψυχή του στόν Θεό. ᾿Εκεῖνοι δέ πού κατά τύχη παρευρίσκονταν ἐκεῖ, κατά τήν τελείωσή του, εἶδαν τή μακαρία του ψυχή, πού βγῆκε ἀπό τό στόμα του, σάν περιστερά λευκή καί ἀπαστράπτουσα, καί ἐπέταξε στόν οὐρανό.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν μαρτύρων Παύλου καί Σίμωνος.
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Παῦλος καί Σίμων ἐτελειώθησαν διά ξίφους.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Κελερίνου.
Ὁ Ἅγιος Κελερῖνος καταγόταν ἀπό τήν Ἀφρική. Κατά τό διωγμό τῶν Χριστιανῶν ἐπί αὐτοκράτορος Δεκίου (249-251 μ.Χ.) βρισκόταν στή Ρώμη, ὅπου συνελήφθη καί ἐρρίφθη σέ σκοτεινή φυλακή, ἀπό τήν ὁποία ἀπολύθηκε καί ἐπανῆλθε στήν Καρχηδόνα. Ἐκεῖ ὁ Ἅγιος Κυπριανός τόν ἐχειροτόνησε διάκονο. Ὁ Πάπας Ρώμης Κορνήλιος (251-253 μ.Χ.) καί ὁ ἱερός Αὐγουστίνος ἐγκωμιά-ζουν τόν Ἅγιο Κελερίνο, ὁ ὁποῖος εἶναι ἄγνωστο πότε ἐκοιμήθηκε καί τιμᾶται ὡς Μάρτυς γιά τίς κακουχίες του στή Ρώμη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῆς ἁγίας μάρτυρος Κελερίνης.
Ἡ Ἁγία Μάρτυς Κελερίνη, ἡ μνήμη τῆς ὁποίας ἀναφέρεται στό Ρωμαϊκό Μαρτυρολόγιο, ἐμαρτύρησε στήν Ἀφρική.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Κλαυδίου.
Ὁ Ὅσιος Κλαύδιος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου Λαυρεντίου, ἀρχιεπισκόπου Καντουαρίας.
Ὁ Ἅγιος Λαυρέντιος ἦταν Ἀγγλοσάξονας καί ἔζησε περί τά μέσα τοῦ 6ου καί τίς ἀρχές τοῦ 7ου αἰῶνος μ.Χ. Συνόδευσε τόν Ἅγιο Αὐγουστῖνο († 26 Μαῒου) καί ἐργάσθηκε γιά τή διάδοση τῆς ὀρθοδόξου πίστεως στή νότια Ἀγγλία. Ὁ Ἅγιος διαδέχθηκε στή θέση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Καντουαρίας τόν Ἅγιο Αὐγουστῖνο καί παρέμεινε στό θρόνο μέχρι τῆς κοιμήσεώς του, τό ἔτος 619 μ.Χ.[13]
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου Ἀνσερίου, ἀποστόλου τῆς Δανίας καί τῆς Σκανδιναβίας.
Ὁ Ἅγιος Ἀνσέριος ἐγεννήθηκε στήν Πικαρδία[14] στίς ἀρχές τοῦ 9ου αἰῶνος μ.Χ. Ἔμεινε ὀρφανός καί ἀνατράφηκε στό μονα-στήρι τῆς Κορβίας, ὅπου καί ἔγινε μοναχός καί ἔλαβε τήν ἐντολή νά ἐργασθεῖ ἱεραποστολικά στούς λαούς πού δέν εἶχαν γνωρίσει τόν Χριστό. Ὁ Ἅγιος ἐκήρυξε τό λόγο τοῦ Θεοῦ στίς χῶρες τῆς Βαλ-τικῆς. Λίγο ἀργότερα ἐκλέγεται Ἁρχιεπίσκοπος τῶν νέων χωρῶν, στίς ὁποῖες ἐργάζεται ἱεραποστολικά, μέ ἕδρα τό Ἀμβοῦργο. Τό ἱεραποστολικό ἔργο συνεχίζεται μέσα ἀπό τήν ἄσκηση, τήν προσευχή, τήν ποιμαντική δράση καί τή φιλανθρωπία.
Ὅταν, τό ἔτος 845 μ.Χ., τό Ἀμβοῦργο καταλαμβάνεται ἀπό τούς Νορμανδούς, ὁ Ἅγιος Ἀνσέριος ἀναγκάζεται νά ἐγκαταλείψει τήν ἕδρα του προσωρινά καί νά περιοδεύσει στίς χῶρες τοῦ Βορρᾶ. Μετά δυό χρόνια επέστρεψε στήν ἕδρα του, πού τώρα εἶχε συνε-νωθεῖ μέ τήν πόλη τῆς Βρέμης, μετά ἀπό ἀπόφαση τῆς Συνόδου τῆς Μαγεντίας. Ὁ Ἅγιος συνεχίζει τήν ἱεραποστολική δραστηριότητά του καί βαπτίζει Χριστιανό τό βασιλέα τῆς Δανίας Χόριχ καί τό διάδοχό του πού ἦταν εἰδωλολάτρης καί εἶχε κινήσει διωγμό ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν[15].
Ὁ Ὅσιος Ἀνσέριος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 865 μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου Ρωμανοῦ τοῦ πρίγκηπος.

Ὁ Ἅγιος Ρωμανός τοῦ Οὔγκλιχ ἦταν υἱός τοῦ ἡγεμόνος Βλαντιμίρ Κωνσταντίνοβιτς καί ἐγεννήθηκε τό 1235 στή Ρωσία. Ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 1285 μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου Ἰακώβου, ἀρχιεπισκόπου Σερβίας.
Ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος ἔζησε στή Σερβία καί ἐξελέγη Ἀρχιε-πίσκοπος αὐτῆς κατά τόν 13ο αἰώνα μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου Συμεών, τοῦ ἐκ Ρωσίας.
Ὁ Ἅγιος Συμεών ἔζησε τόν 13ο αἰώνα μ.Χ. καί ἐξελέγη ’Επίσκοπος τῆς πόλεως Τβέρ τῆς Ρωσίας. Ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 1289.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου Σβιοτοσλάβου τοῦ πρίγκηπος καί τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ Δημητρίου.
Ὁ Ἅγιος Σβιατοσλάβος ἦταν υἱός τοῦ ἡγεμόνος Βσέβολοντ ΙΙΙ Γεωργίεβιτς καί ἐγεννήθηκε στίς 27 Μαρτίου 1169. Ἔγινε πρίγκη-πας τοῦ Νόβγκοροντ καί τοῦ Βλαντιμίρ καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 1253. Ὁ υἱός του Δημήτριος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 1269.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Σάββα τοῦ Πνευματικοῦ.
Εἶναι ἄγνωστος ὁ τόπος καταγωγῆς τοῦ Ὁσίου Σάββα. Ἀσκή-τεψε στήν ἱερά μονή τοῦ Προδρόμου τῆς Νήσου τῶν Ἰωαννίνων περί τά μέσα τοῦ 15ου αἰῶνος μ.Χ. καί ὑπῆρξε πνευματικός καθοδηγητής τῶν Ὁσίων Νεκταρίου καί Θεοφάνους τῶν Ἀψαρά-δων († 17 Μαῒου). Ἦταν γόνος ἀρχοντικῆς οἰκογένειας καί ἀπό μικρή ἡλικία ἀγάπησε τήν πτωχεία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί ἔζησε μέχρι τήν τελευταία του πνοή ὡς ἕνας ταπεινός καί πτωχός ἐρημίτης. Ποτέ δέν εἶδαν τόν Ὅσιο νά θυμώσει, νά κατακρίνει καί νά μνησικακεῖ, ἐνῶ ἡ καρδιά του ἐπλημμύριζε ἀπό ταπείνωση, γιά τήν ὁποία ὁ ἴδιος ἔλεγε: «Ἡ ταπεινοφροσύνη εἶναι ἡ πέτρα ἡ στερεά καί ἄρρηκτη ἐπί τῆς ὁποίας οἰκοδομεῖται ἡ πνευματική ζωή».
Ὁ ἀσκητικός του βίος ἦταν πολύ αὐστηρός. Κάθε βράδυ προσευχόταν μέχρι τό πρωῒ. Ἡ τροφή του ἦταν ἐλάχιστη καί λιτή. Κρέας, ψάρι καί τυρί δέν δέχθηκε ποτέ στό τραπέζι του, ὲνῶ ποτέ δέν ἔρριψε στό φαγητό του σταγόνα ἀπό λάδι.
Ὁ Ὅσιος Σάββας ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη στίς 9 Ἀπριλίου τοῦ ἔτους 1505. Ὅταν παρέδωσε τήν ψυχή του στόν Κύριο, ἄρρητη εὐψδία ἀνέβλυζε ἀπό τό τίμιο σκήνωμά του. Ὁ Ὅσιος ἐνταφιά-σθηκε στή μονή τοῦ Τιμίου Προδρόμου τῆς Νήσου τῶν Ἰωαννίνων. Στή μονή Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος Ρουσάνου Μετεώρων φυλάσσεται μέ εὐλάβεια ἱερό λείψανο τοῦ Ὁσίου.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, τῶν ἁγίων αὐταδέλφων νεομαρτύρων Σταματίου καί ᾿Ιωάννου, καί τοῦ συνοδίτου αὐτῶν Νικολάου.
Οἱ Ἅγιοι Νεομάρτυρες Σταμάτιος, Ἰωάννης καί Νικόλαος ἐμαρ-τύρησαν ὑπέρ τοῦ Ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ στή Χίο τό ἔτος 1822 μ.Χ. καί κατάγονταν ἀπό τίς Σπέτσες. Ἀπό αὐτούς οἱ δύο πρῶτοι, ὁ Σταμάτιος καί ὁ Ἰωάννης, ἦσαν ἀδελφοί. Ὁ πατέρας τους ὀνομαζόταν Θεόδωρος Γκίνης καί ἡ μητέρα τους Ἀνέζω.
Κατά τό ἔτος 1822 μ.Χ. οἱ Ἅγιοι ἐξεκίνησαν μέ ἄλλους πέντε ναυτικούς, πού ἀσχολοῦνταν μέ τό ἐμπόριο, μεταξύ τῶν ὁποίων ἦταν καί ὁ συναθλητής αὐτῶν Νικόλαος. Ἡ σφοδρή θαλασσοτα-ραχή τούς ἀνάγκασε νά προσαράξουν ἀπέναντι ἀπό τή Χίο, σέ παραλία τῆς Μικρασιατικῆς γῆς πού ὀνομαζόταν Τσεσμέ. Ἀφοῦ ἐξῆλθαν στήν ξηρά, φοβούμενοι τούς Τούρκους, ἐμπιστεύθηκαν τή ζωή τους σέ κάποιο Χριστιανό, τόν ὁποῖο παρεκάλεσαν νά μερι-μνήσει, δίδοντάς του ἀμοιβή, γιά τήν ἐξεύρεση ὑλικῶν προκειμένου νά ἐπισκευάσουν τό χαλασμένο πλοιάριό τους. Ὅμως αὐτός τούς ἐπρόδωσε στόν ἀγᾶ καί ὁδήγησε ἐναντίον τους τούς Τούρκους στρατιῶτες, οἱ ὁποῖοι τούς κατεδίωξαν. Ἀπό τούς ἑπτά οἱ δύο ἐφονεύθησαν, ἄλλοι δέ δύο διέφυγαν διά θαλάσσης. Οἱ Ὀθωμανοί, ἐξαγριωμένοι, συνέλαβαν τούς δύο ἀδελφούς, Σταμάτιο καί Ἰωάν-νη, καί τό γέροντα πλοίαρχο Νικόλαο. Ὁ πασᾶς, ἀφοῦ τούς ἀνέκρινε, ἔδωσε ἐντολή νά φυλακίσουν τούς δύο ἀδελφούς καί νά ἀποκεφαλίσουν τόν Νικόλαο στήν ἐκτός τοῦ Κάστρου πεδιάδα.
Οἱ Τοῦρκοι προέτρεπαν τόν Νικόλαο νά ἀλλαξοπιστήσει, γιά νά γλυτώσει τό θάνατο καί νά κερδίσει τή ζωή, ἐκεῖνος ὅμως ἀπάντησε μέ θάρρος ὅτι δέν ἀρνεῖται τήν πίστη του. Ἔτσι, ὁμολογώντας τόν Χριστό ἐδέχθηκε τό στεφάνι τοῦ μαρτυρίου, ἀφοῦ ἀπέκοψαν τήν τιμία κεφαλή αὐτοῦ.
Οἱ Τοῦρκοι προσπάθησαν νά ἐξισλαμίσουν καί τούς δύο ἀδελφούς. Παρά τίς μεθοδικές καί ἐπίμονες προσπάθειες αὐτῶν, ἐπί ἑπτά συνεχεῖς ἡμέρες, δέν κατάφεραν τίποτε. Οἱ Μάρτυρες βρῆκαν τήν εὐκαιρία καί ἀπέστειλαν κρυφά ἔγγραφη τήν ἐξομολόγησή τους πρός τό Μητροπολίτη Χίου, ὁ ὁποῖος τούς ἔδωσε τήν εὐλογία του, γιά νά προχωρήσουν πρός τό δρόμο τοῦ μαρτυρίου μέ πνευματική ἀνδρεία. Κοινωνήσαντες δέ τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, τῶν ὁποίων τήν ἀποστολή οἰκονόμησε ὁ Ἐπίσκοπος διά γυναικός, ἦσαν ἕτοιμοι γιά τή μεγάλη θυσία. Προσαχθέντες ἐνώπιον τοῦ πασᾶ, διεκήρυξαν καί πάλι τήν ἀκλόνητη πίστη τους στόν Χριστό καί πορευόμενοι πρός τό μαρτύριο ἐφώναζαν πρός τό πλῆθος: «Χριστιανοί εἴμεθα, γιά τόν Χριστό πηγαίνουμε στό θάνατο». Ἔτσι ἐδέχθησαν τούς στεφάνους τοῦ μαρτυρίου, ἀποκεφαλισθέν-τες, ὁ μέν Νεομάρτυς Σταμάτιος σέ ἡλικία 18 ἐτῶν, ὁ δέ Νεομάρτυς Ἰωάννης σέ ἡλικία 22 ἐτῶν.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Παύλου, τοῦ ἐκ Ρω-σίας.
Ὁ Ὅσιος Παῦλος, μαθητής τοῦ Ἁγίου Παϊσίου (Βελιτσ-κόφσκυ) ἀσκήτεψε στή μονή Σιμονώφ τῆς Ρωσίας καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 1825.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου Νικολάου τοῦ ἰσαποστόλου.

File size :982.5KB(1006037Bytes)
Shoot date :2002/09/15 21:13:22
Picture size :2048 x 1536
Resolution :72 x 72 dpi
Number of bits :8bit/channel
Protection attribute :Off
Hide Attribute :Off
Camera ID :N/A
Model name :E995
Quality mode :FINE
Metering mode :Multi-pattern
Exposure mode :Programmed auto
Flash :Yes
Focal length :29.7 mm
Shutter speed :1/126.5second
Aperture :F4.9
Exposure compensation :0 EV
Fixed white balance :Auto
Lens :Built-in
Flash sync mode :Front curtain
Exposure difference :N/A
Flexible program :N/A
Sensitivity :Auto
Sharpening :Auto
Curve mode :N/A
Color mode :COLOR
Tone compensation :AUTO
Latitude(GPS) :N/A
Longitude(GPS) :N/A
Altitude(GPS) :N/A
Ὁ Ἅγιος Νικόλαος, κατά κόσμον Ἰωάννης Ντιμιτρέβιτς Κα-σάτκιν, ἐγεννήθηκε τήν 1η Αὐγούστου 1836 στό χωριό Μπερ-γιοζόβσκυ τοῦ Mπέλσκ, κοντά στήν περιοχή τοῦ Σμολένσκ. Οἱ γονεῖς του ὀνομάζονταν Δημήτριος καί Ξένη καί ἦσαν εὐσεβεῖς καί φιλόθεοι καί ὁ Ἅγιος ἀγαποῦσε τόν ἐκκλησιαστικό βίο ἀπό τήν παιδική του ἡλικία. Ὁ Ἅγιος ἔκανε τά πρῶτα βήματά του μέσα στόν ἐκκλησιαστικό βίο μέ τή βοήθεια τοῦ πατέρα του, ὁ ὁποῖος ἦταν ἱερεύς.
Ὅταν ὁ Ἰωάννης ἐμεγάλωσε, πῆγε στό τοπικό δημοτικό σχολεῖο καί μετά στό ἐκκλησιαστικό σεμινάριο τοῦ Μελίνσκι. Ἀφοῦ ἀποφοίτησε μεταξύ τῶν πρώτων, συνέχισε τίς σπουδές του στή θεολογική ἀκαδημία τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως, ἀπό τήν ὁποία ἐτελείωσε τό ἔτος 1861.
Στήν Ἰαπωνία, λίγο μετά τήν ἄφιξη τῶν Πορτογάλων Ἰησουϊ-τῶν στό νότιο ἄκρο, οἱ Ὀλλανδοί ἔμποροι εἶχαν πείσει τήν κυβέρνηση πώς πρέπει ἡ χώρα νά προφυλαχθεῖ ἀπό τήν ὀλέθρια ἐπιρροή τῶν ξένων. Τό ἀποτέλεσμα ἦταν νά κλείσουν τά λιμάνα γιά ὅλους ἐκτός ἀπό τούς ἔμπορους αὐτούς. Γιά διακόσια χρόνια ἐκράτησε ἡ πολιτική τοῦ ἀπομονωτισμοῦ, πού ἄρχισε σιγά-σιγά νά ὑποχωρεῖ. Ἔτσι δόθηκε στόν Ἅγιο Νικόλαο ἡ εὐκαιρία νά κηρύξει τό Εὐαγγέλιο στήν Ἄπω Ἀνατολή.
Στό Χακοντάτε, λιμάνι τῆς βόρειας Ἰαπωνίας, ἐγκαταστάθηκε Ρωσική Πρεσβεία καί τό προσωπικό της ἐχρειαζόταν ἐφημέριο. Ὁ Ἰωάννης, πού τελειώνοντας τήν ἀκαδημία εἶχε καρεῖ μοναχός, εἶχε μετονομασθεῖ σέ Νικόλαο καί εἶχε χειροτονηθεῖ πρεσβύτερος τό 1860 ἀπό τόν Μητροπολίτη Νόβγκοροντ καί Ἁγίας Πετρουπόλεως Γρηγόριο. Ἦταν ἐκεῖνος πού μέ χαρά δέχθηκε νά ἐργασθεῖ ἱεραποστολικά στἠν Ἰαπωνία. Καί ἔτσι τό 1861, σέ ἡλικία 26 ἐτῶν, ὁ νεαρός ἱερομόναχος ἐξεκίνησε χωρίς συνοδεία καί ἐταξίδεψε στή Σιβηρία. Ἔτσι ἔφθασε στό Χακοντάτε ὡς ἐφημέριος τοῦ διπλωματι-κοῦ σώματος. Ἀπό ἐκεῖ ἔστειλε γράμμα στό Μητροπολίτη τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως περιγράφοντας τόν πολιτισμό, τήν εὐγένεια καί τό λεπτό χαρακτήρα τῶν Ἰαπώνων. Τούς ἐθαύμαζε γι’ αὐτά, καί ὅμως συγχρόνως τούς λυπόταν, ἐπειδή τούς ἔλειπε τό κυριώτερο: ἡ ὀρθόδοξη πίστη.
Στό Χακοντάτε δέν τόν εἶχαν ὑποδεσθεῖ θερμά οὔτε οἱ Ρῶσοι οὔτε οἱ Ἰάπωνες. Εἰδικά οἱ τελευταῖοι, ἐξ αἰτίας τοῦ χρόνιου ἀπομο-νωτισμοῦ τους, δέν εἶχαν τή διάθεση νά ἀκούσουν τό κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου. Αὐτό ἀποθάρρυνε κάπως τόν Νικόαλο. Στίς 9 Σεπτεμ-βρίου τοῦ 1861, ὅμως, δέχθηκε τήν ἐπίσκεψη τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἰν-νοκεντίου, ἱεραποστόλου τῆς Ἀμερικῆς. Ἐκεῖνος τόν ἐπετίμησε γιά τό φθίνοντα ἐνθουσιαμό του καί τόν συμβούλεψε νά μάθει τήν ἰαπωνική γλώσσα. Ἔτσι καί ἔγινε. Ὁ Ἅγιος Νικόλαος ἔμαθε τή γλώσσα καί ἄρχισε νά κηρύττει. Κάποια βραδυά, λοιπόν, καθώς ἐμελετοῦσε στό κελλί του, βλέπει ἕνα σαμουράϊ νά ὁρμᾶ στό δωμά-τιο μέ τό σπαθί στό χέρι. Θά τόν ἔσφαζε, τοῦ εἶπε, ἐάν δέν σταμα-τοῦσε νά «διαφθείρει» μέ τά κηρύγματά τους τούς ντόπιους. Ταπεινά ὁ Ἅγιος Νικόλαος δέχθηκε νά ἀποθάνει, ἀφοῦ πρῶτα ὁ ἐπίδοξος δολοφόνος του θά μάθαινε τί μελετοῦσε τήν ὥρα ἐκείνη. Ὁ σαμουράϊ ἄφησε τό σπαθί του, γιά νά ἀκούσει τί εἶχε νά τοῦ πεῖ ὁ Ἅγιος. Καί ἔτσι αὐτός ἄρχισε νά τοῦ ἐξηγεῖ τή δημιουργία τοῦ σύμπαντος ἀπό τόν Θεό, τό σχέδιο τῆς Θείας Οἰκονομίας καί πῶς ὁ Χριστός ἦλθε στόν κόσμο γιά νά σώσει τόν ἄνθρωπο. Τό ἀποτέ-λεσμα ἦταν ὁ παρά λίγο δήμιός του νά κατηχηθεῖ καί νά βαπτισθεῖ. Λίγα χρόνια ἀργότερα ὁ σαμουράϊ Τακούμα Σαβάμπε ἔγινε ὁ πατήρ Παῦλος, ὁ πρῶτος Ὀρθόδοξος Ἰάπωνας ἱερέας. Ἀκολού-θησαν χρόνια ἱεραποστολικῆς δράσεως, μεταφράσεως λειτουρ-γικῶν βιβλίων καί τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἔντονης κατηχητικῆς διακο-νίας.
Τό ἔτος 1880, μετά ἀπό πολλά χρόνια ἱεραποστολικῆς δρά-σεως, ἐξελέγη καί ἐχειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος τῆς Ὀρθόδοξης Ἰαπω-νικῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσικῆς Διασπορᾶς. Τό ἱεραποστολικό του ἔργο ἦταν πολύ μεγάλο. Ἐκατήχησε καί ἐβάπτισε χιλιάδες ἀνθρώ-πους. Ἐφρόντισε γιά τήν ἀνέγερση ναῶν, τήν πνευματική καλλιέρ-γεια καί τή λειτουργική ἀγωγή τοῦ ἐφημεριακοῦ κλήρου. Ὁ ἴδιος ἔλεγε χαρακτηριστικά: «ὁ ὀρθόδοξος ἱεραπόστολος ὀφείλει νά ἔχει ἀνοιχτές τίς πόρτες τοῦ σπιτιοῦ του γι’ αὐτούς πού ἐπιθυμοῦν μιά προσωπική ἐπικοινωνία καί νά μεταβαίνει πρόθυμα, ὅπου ὑπάρχει δυνατότητα μεταδόσεως τοῦ Εὐαγγελίου».
Ὁ Ἅγιος Νικόλαος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 1912.
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν!