† Μνήμη τῶν ἁγίων καί θαυματουργῶν Ἀναργύρων Κύρου καί ᾿Ιωάννου· καί τῆς ἁγίας μάρτυρος Ἀθανασίας καί τῶν τριῶν αὐτῆς θυγατέρων καί παρθένων Θεοδότης, Θεοκτίστης καί Εὐδοξίας.
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Κύρος καί ᾿Ιωάννης ἄθλησαν κατά τήν ἐποχή τοῦ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284-305 μ.Χ.). ῾Ο Ἅγιος Κύρος καταγόταν ἀπό τήν Ἀλεξάνδρεια, ἐνῶ ὁ Ἅγιος ᾿Ιωάννης καταγόταν ἀπό τήν ῎Εδεσσα τῆς Μεσοποταμίας.
῞Οταν ἐξέσπασε ὁ διωγμός τοῦ Διοκλητιανοῦ ὁ Ἅγιος Κύρος πῆγε σέ ἕναν παραθαλάσσιο τόπο τῆς Ἀραβίας καί, ἀφοῦ περι-εβλήθηκε τό μοναχικό σχῆμα, ἐκατοίκησε στόν τόπο αὐτό.
῾Ο Ἅγιος ᾿Ιωάννης πῆγε στά ῾Ιεροσόλυμα καί ἐκεῖ ἄκουσε γιά τά θαύματα πού ἐπιτελοῦσε ὁ Ἅγιος Κύρος. Στή συνέχεια μετέβη στήν Ἀλεξάνδρεια. Ἀπό ἐκεῖ, ἀφοῦ ἀπό διάφορες φῆμες ἔμαθε ποῦ διέμενε ὁ Ἅγιος Κύρος, ἐπῆγε καί τόν βρῆκε καί ἔμεινε μαζί του. Τά θαύματα τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων συνέγραψε ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος, Πατριάρχης Ἱεροσολύμων (†11 Μαρτίου), διότι οἱ Ἅγιοι ἐθεράπευ-σαν τά μάτια του.
Κατά τήν περίοδο τοῦ διωγμοῦ συνελήφθη καί ἡ Ἁγία Ἀθα-νασία, πού ἦταν χήρα, καθώς ἐπίσης καί οἱ τρεῖς θυγατέρες της Θεο-δότη, Θεοκτίστη καί Εὐδοξία. Ἡ εἴδηση κατετάραξε τόν Κύρο καί τόν Ἰωάννη. Ἔτσι, οἱ Ἅγιοι, ἐπειδή ἐφοβήθησαν μήπως αὐτές δει-λιάσουν ἀπό τή σκληρότητα τῶν βασανιστηρίων, ἐξαιτίας τῆς ἀδυ-ναμίας τῆς φύσεως τῆς γυναίκας, ἔσπευσαν κοντά τους καί ἔδιναν σ’ αὐτές θάρρος, ἐνῶ παράλληλα προετοιμάζονταν καί οἱ ἴδιοι γιά τό μαρτύριο. Καί πράγματι, συνελήφθησαν καί αὐτοί καί ὁδηγήθηκαν στόν ἡγεμόνα. ᾿Εκεῖ διεκήρυξαν μέ παρρησία καί θάρρος τήν πίστη τους στόν Θεό. Μάταια ὁ ἡγεμόνας ἐζητοῦσε νά κάμψει τήν ἀνδρεία τῆς μητέρας, δείχνοντας σέ αὐτή τίς θυγατέρες της καί ἐπιρρίπτον-τάς της τήν ἐνοχή. Ἐκείνη, ἀφοῦ ἐστράφηκε πρός τίς θυγατέρες της, τίς ἐνίσχυε λέγουσα ὅτι ἡ σωματική ὡραιότητα εἶναι πρόσκαιρη, ἐνῶ στήν αἰωνιότητα διατηρεῖται ἡ ὀμορφιά τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώ-που ἀθάνατη. Αὐτές δέ ἔλεγαν πρός τή μητέρα τους ὅτι αἰσθάνον-ταν χαρά μεγάλη, ἐπειδή ἔμελλε νά φύγουν ἀπό τόν μάταιο αὐτό κόσμο μαζί της γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καί νά μή χωρισθοῦν ποτέ ἀπό κοντά της. ῾Ο ἡγεμόνας ἐξαγριώθηκε καί διέταξε νά τούς ὑποβάλουν σέ πολλά καί σκληρά βασανιστήρια. Μετά ἀπό τά βα-σανιστήρια ἀποκεφάλισαν διά ξίφους τόν Ἅγιο Κύρο καί τόν Ἅγιο Ἰωάννη, τό ἔτος 292 μ.Χ. Ἔτσι ἐμαρτύρησαν καί ἡ Ἁγία Ἀθανασία μέ τίς τρεῖς θυγατέρες της. Τό βίο καί τό μαρτύριο αὐτῶν ἔγραψε ὁ Σωφρόνιος ὁ Σοφιστής[1].
῾Η Σύναξη αὐτῶν ἐτελεῖτο στό Μαρτύριο πού εἶχε ἀνεγερθεῖ πρός τιμήν τους καί βρίσκεται στήν περιοχή Φωρακίου.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων Οὐϊκτωρίνου, Οὐῒκτωρος, Νικηφόρου, Κλαυδίου, Διοδώρου, Σαραπίνου καί Παπία τῶν ἐν Κορίνθῳ.
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες κατάγονταν ἀπό τήν Κόρινθο καί συνε-λήφθησαν κατά τήν περίοδο τῆς βασιλείας τοῦ Δεκίου (249-251 μ.Χ.), γιατί ὁμολόγησαν μέ παρρησία τήν πίστη τους στόν Χριστό. ῾Οδηγήθηκαν ἐνώπιον τοῦ ἀνθύπατου Τερτίου, ὁ ὁποῖος ἦταν διοι-κητής τῆς Ἑλλάδος. ῾Ο ἡγεμόνας ὑπέβαλε σέ φρικώδη βασανιστήρια τούς ἀθλητές αὐτούς τῆς πίστεως καί ὅλοι τους ἔλαβαν τό στεφάνι τοῦ μαρτυρίου. ῾Ο Ἅγιος Οὐϊκτωρίνος, ὁ Ἅγιος Οὐῒκτωρ καί ὁ Ἅγιος Νικηφόρος ἐρρίφθησαν κάτω ἀπό μεγάλη κυλινδρική πέτρα πού τούς συνέτριψε. Οἱ δήμιοι ἀπέκοψαν τά χέρια καί τά πόδια τοῦ Ἁγίου Κλαυδίου, τήν κεφαλή τοῦ Ἁγίου Σαραπίνου καί ἔρριψαν τόν Ἅγιο Διόδωρο σέ πυρακτωμένο καμίνι. Τόν Ἅγιο Παπία τόν ἔπνιξαν στή θάλασσα.
Στόν Συναξαριστή τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου ἡ μνήμη τους ἀνα-φέρεται καί στίς 5 Ἀπριλίου[2].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῆς ἁγίας μάρτυρος Τρυφαίνης.
Ἡ Ἁγία Μάρτυς Τρύφαινα καταγόταν ἀπό τήν Κύζικο τοῦ ῾Ελλησπόντου. Ὁ πατέρας της ὀνομαζόταν Ἀναστάσιος καί ἦταν συγκλητικός. ῾Η μητέρα της, Σωκρατία, ἦταν Χριστιανή.
Κατά τή διάρκεια κάποιας τελετῆς εἰς τιμήν τοῦ θεοῦ Διόνυ-σου ἐνέπαιξε τούς εἰδωλολάτρες γιά τά τελούμενα καί ἐδίδασκε τήν ἐπιστροφή ἀπό τήν πλάνη στήν ἀληθινή πίστη. Μόλις ἄκουσε αὐτά ὁ ἡγεμόνας Καισάριος, ἐξοργίσθηκε καί διέταξε νά συλλάβουν τήν Ἁγία. Ἡ διαταγή ἐκτελέσθηκε καί ἄρχισαν τά βασανιστήρια. Πρῶ-τα τήν ἔρριξαν σέ πυρακτωμένο καμίνι, ἡ Ἁγία ὅμως διασώθηκε κατά θαυμαστό τρόπο, καί στή συνέχεια τήν ἐκρέμασαν ψηλά καί τήν ἄφησαν νά πέσει ἐπάνω σέ σιδερένια καρφιά. Κατόπιν τήν ἔρ-ριξαν σέ πεινασμένα θηρία. Ἕνας ἄγριος ταῦρος ὅρμησε καί δια-μέλισε τό σῶμα αὐτῆς. ῎Ετσι ἡ Ἁγία ἔλαβε τόν ἔνδοξο στέφανο τοῦ μαρτυρίου.
Λένε ὅτι στόν τόπο πού ἐχύθηκε τό αἷμα της ἀνέβλυσε μιά πηγή μέ καθαρό νερό. Ἀπό τό νερό αὐτό ἔπαιρναν καί ἔπιναν οἱ γυναῖκες πού μετά τόν τοκετό τους δέν εἶχαν γάλα. ῎Ετσι, ἀμέσως, ὁ ὀργα-νισμός τους ἐδημιουργοῦσε τό γάλα πού χρειάζονταν νά θρέψουν τά νεογέννητα παιδιά τους.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων Ταρσιζίου, Ζωτικοῦ, Κυριακοῦ καί Σωκίου.
Οἱ Ἅγιοι Ταρσίζιος, Ζωτικός, Κυριακός καί Σώκιος ἐμαρτύ-ρησαν στήν Ἀλεξάνδρεια[3].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων Σατουρνίνου, Θύρ-σου καί Βίκτωρος.
Τό μαρτύριο τῶν Ἁγίων ἀναφέρεται στό Ρωμαϊκό Μαρτυ-ρολόγιο[4].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῆς ἁγίας μάρτυρος Μαρκέλλης.
Ἡ Ἁγία Μαρκέλλα ἐμαρτύρησε στή Ρώμη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἀγίου μάρτυρος Μετρανοῦ.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Μετρανός ἐμαρτύρησε ἐπί αὐτοκράτορος Δεκίου (249-251 μ.Χ.) στή Ἀλεξάνδρεια.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Γερμινιανοῦ τοῦ Θαυματουργοῦ.
Ὁ Ἅγιος Γερμινιανός ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 390 μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου Ἰουλίου τοῦ Πρεσβυτέρου, τοῦ ἐξ Αἰγίνης.
Ὅπως ἀναφέρεται στό Συναξάρι του, ὁ Ἅγιος Ἰούλιος ἐγεν-νήθηκε τό 330 μ.Χ. στήν Αἴγινα ἀπό εὔπορους καί εὐσεβεῖς γονεῖς πού τόν ἀνέθρεψαν μέ παιδεία καί νουθεσία Κυρίου. Ἔμαθε τά ἐγκύκλια γράμματα στήν Αἴγινα καί στή συνέχεια ἐσπούδασε στήν Ἀθήνα, μαζί μέ τούς Ἁγίους Βασίλειο καί Γρηγόριο. Ἀφοῦ ἐπανέ-καμψε στήν Αἴγινα, ἀπεφάσισε μαζί μέ τόν διάκονο Ἰουλιανό, νά μιμηθεῖ τόν Ἀπόστολο τῶν Ἐθνῶν Παῦλο καί νά κηρύξει τόν Χρι-στό. Ἔτσι οἱ δύο Ἅγιοι πῆραν ἀποστολικές ράβδους καί παρέδω-σαν τόν ἑαυτό τους στόν Κύριο. Ὁ Ἐπίσκοπος τῶν Ἀθηνῶν ἐχει-ροτόνησε τόν Ἰούλιο πρεσβύτερο. Κοσμημένος μέ τή χάρη τῆς ἱερω-σύνης ἐξῆλθε μαζί μέ τόν διάκονο Ἰουλιανό, γιά νά κηρύξει τό Εὐ-αγγέλιο καί νά βαπτίσει πολλούς Ἐθνικούς.
Στά τέλη τοῦ βίου τους ἀνεχώρησε στό Κούσιον τῆς λίμνης Ὄρτα, ὅπου μετά ἀπό ἄσκηση καί προσευχή ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 401 μ.Χ. σέ ἡλικία 71 ἐτῶν.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῆς ὁσίας μητρός ἡμῶν Ἔμμας.
Ἡ Ὁσία Ἔμμα ἐγεννήθηκε, τό 808 μ.Χ., στήν πόλη Ρέγκεν-σπουργκ τῆς Γερμανίας καί καταγόταν ἀπό εὐγενῆ καί ἀριστοκρα-τική οἰκογένεια. Ἦταν σύζυγος τοῦ βασιλέως Λουδοβίκου, ἀνδρός ταλαντούχου καί μορφωμένου. Ὁ βασιλέας ἀγαποῦσε πολύ τήν σύζυγό του Ἔμμα, λόγῳ τῆς μεγάλης καλωσύνης, τῶν ἀρετῶν, τῆς ἐλεήμονος καρδίας καί τῆς ὀμορφιᾶς της. Ἀπό τό γάμο της ἀπέκτησε ἑπτά τέκνα: Τόν Καρλμάνο, πού ἀργότερα ἔγινε βασιλέας, τόν Λουδοβίκο, τόν Κάρλο, τήν Χιλδεγάρδη, πού ἔγινε μοιναχή καί ἠγουμένη στό Μύνστερσβάραχ καί ἀργότερα στήν Ζυρίχη, τήν Ἰρ-μενγάρδη († 16 Ἰουλίου 886), μοναχή καί ἡγουμένη σέ μονή τοῦ Μπαχώ καί ἀργότερα στό Φραϊνσχάϊμσε, τήν Γκιζέλα καί τήν Μπέρτα. Μετά 49 χρόνια εὐτυχισμένου γάμου ὁ σύζυγός της ἀπέ-θανε καί ἡ Ἁγία ἀφιερώθηκε στόν Θεό καταφεύγοντας στό ἀγαπη-μένο της μοναστήρι στήν περιοχή τοῦ Ὀμπερμύνστερ στήν Βαυαρία. Ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Νικήτα, τοῦ ἐκ Κιέβου.
Ὁ Ὅσιος Νικήτας καταγόταν ἀπό τή Ρωσία καί ἦταν κατά σάρκα ἀδελφός τοῦ Ὁσίου Νίκωνος († 23 Μαρτίου), ἡγουμένου τῆς Λαύρας τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου. Ἐμόνασε στή μονή τῶν Σπη-λαίων τοῦ Κιέβου, ἀλλά τό ἀνυπάκουο τοῦ χαρακτῆρος του τόν ὁδήγησε στό νά ἐγκαταλείψει τήν κοινοβιακή ζωή καί τούς Πατέρες καί νά ζήσει, ὡς μοναχός, ἀπομωνομένος σέ ἕνα κελλί πού ἔφτιαξε γιά τόν ἑαυτό του. Ὁ Ὅσιος Νίκων, πού δέν ἔδωσε τήν εὐλογία του γιά τήν ἀπομάκρυνση τοῦ μοναχοῦ Νικήτα εἶδε μέ θλίωη τήν πράξη του καί ἐπερίμενε μέ φόβο τήν τιμωρία τῆς παρακοῆς του. Πράγμα-τι, ἡ δοκιμασία δέν ἄργησε νά ἔλθει. Μία ἡμέρα καί ἐνῶ ὁ Ὅσιος Νικήτας προσευχόταν, ὁ διάβολος μεταμορφωμένος σέ Ἄγγελο Κυ-ρίου ἐπαρουσιάσθηκε μπροστά του καί τοῦ εἶπε νά μή προσεύχεται πλέον, ἀλλά νά μελετᾶ τίς Ἅγιες Γραφές. Τό ἔργο τῆς προσευχῆς θά ἀνελάμβανε ἀντί τοῦ Ὁσίου ὁ ψευτοάγγελος. Ὁ Ὅσιος ὑπέκυψε στόν πειρασμό. Ἐνόμισε ὅτι κατά θεία παραχώρηση καί λόγῳ τῶν ἀσκητικῶν του ἀγώνων ὁ Θεός τοῦ ἐχάρισε αὐτή τή μεγάλη δωρεά. Ἔτσι ἐσταμάτησε τήν προσευχή καί ἄρχισε τή μελέτη. Μελέτη ὅμως τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ χωρίς προσευχή δέ γίνεται. Ἔτσι ἡ καρδιά του περιέπεσε σέ ἀκηδία καί πνευματικό λήθαργο, γι’ αὐτό δέν κατά-φερε νά τελειώσει οὔτε τή μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς.
Ὁ Ὅσιος ἄρχισε ξαφνικά νά προφητεύει μόνο τά μέλλοντα κακά: κλοπές, ἐγκλήματα, κακές ἐνέργειες καί πράξεις, ὅλα δηλαδή ἐκεῖνα πού κατεργάζεται ὁ διάβολος, ὁ πατέρας τοῦ ψεύδους καί τῆς κακίας. Ἡ φήμη του ἁπλώθηκε παντοῦ καί ὅλοι τόν ἐθαύμαζαν γιά τήν ἀκριβῆ ἐκπλήρωση τῶν προφητικῶν του λόγων. Οἱ Πατέρες τῆς μονῆς ἄρχισαν νά καταλαβαίνουν ὅτι ὁ Ὅσιος Νικήτας εἶχε πέσει σέ πλάνη καί εἶχε ὁδηγηθεῖ ἀπό τό σατανᾶ σέ ὁδό ἀπωλείας. Ἔτσι ἐξεκίνησαν θερμή προσευχή, γιά νά φωτισθεῖ ὁ νοῦς τοῦ Ὁσί-ου καί νά σωθεῖ. Χάρη στήν προσευχή τῶν συνασκητῶν του, τῶν Ἁγίων ἐκείνων Πατέρων, πού ἀπό ἀγάπη γιά τόν ἄνθρωπο προσεύ-χονταν καί γιά τόν ἀδελφό τους, ὁ νοῦς τοῦ Ὁσίου ἐφωτίσθηκε καί ἄρχισε καί πάλι νά προσεύχεται καί νά βιώνει τούς ἀληθινούς καρ-πούς τῆς μοναχικῆς πολιτείας, τῆς ἀρετῆς καί τῆς ἀσκήσεως. Ὁ Θεός ὄχι μόνο ἔκανε δεκτή τή μετάνοιά του, ἀλλά καί τόν ἀξίωσε τοῦ χαρίσματος τῆς θαυματουργίας.
Λόγῳ τῆς ὁσιακῆς ζωῆς του ὁ Ἅγιος Νικήτας, τό ἔτος 1096, ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Νόβγκοροντ. Ἀφοῦ ἐποίμανε ἀξίως καί θεοφι-λῶς τό ποίμνιό του, ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 1109 καί τό ἱερό λείψανό του ἐνταφιάσθηκε στόν ἱερό ναό τῶν Ἁγίων καί Δικαίων Θεοπατόρων Ἰωακείμ καί Ἄννης τοῦ Νόβγκοροντ[5].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου νέου ὁσιομάρτυρος Ἠλία τοῦ Ἀρδούνη.
Ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρτυς Ἠλίας ἐγεννήθηκε στήν Καλαμάτα ἀπό γονεῖς εὐσεβεῖς. Ἦταν στό ἐπάγγελμα κουρέας καί ἐτύγχανε μεγά-λης ὑπολήψεως ἀπό τούς προεστῶτες τῆς πόλεως. Κάποτε, ἀπευ-θυνόμενος πρός τούς πρόκριτους τῆς Καλαμάτας, τούς προέτρεψε νά ἐνεργήσουν μέ κάθε τρόπο, γιά νά ἐλαφρυνθοῦν οἱ Χριστιανοί ἀπό τήν ἐπιβαλλόμενη βαρειά φορολογία τῶν Τούρκων, ἐπειδή ὑπῆρχε ὁ κίνδυνος νά ἀρνηθοῦν τήν πατρογονική πίστη. Γενομένης λογομαχίας κατά τή συζήτηση αὐτή, ὁ Ἠλίας προσῆλθε στόν κριτή καί ἀπέπτυσε τήν χριστιανική πίστη. Ἦλθε ὅμως στόν ἑαυτό του καί μετανόησε γιά τό ἁμάρτημά του. Ἐλεγχόμενος ἀπό τή συνεί-δησή του ἀπῆλθε στό Ἅγιον Ὄρος, ὅπου καί ἐμόνασε ἐπί ὀκτώ χρόνια, ἀσκούμενος μέ ἀρετή καί προσευχή γιά τό μαρτύριο. Ἐπα-νῆλθε στήν Καλαμάτα καί ἐνώπιον τοῦ κριτοῦ ὁμολόγησε τήν πίστη του στόν Ἅγιο Θεό. Μετά τά φρικτά βασανιστήρια οἱ Τοῦρκοι τόν ἔκαψαν ζωντανό τό ἔτος 1686.
Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τῆ μνήμη του καί τήν Κυριακή τῶν Μυροφόρων.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρα, ἡ σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Κορωνιωτίσσης ἤ Δακρυροούσσης.

Ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Κωρωνιώτισσας ἤ Δακρυροούσ-σας φυλάσσεται στήν ὁμώνυμη μονή τοῦ Ληξουρίου τῆς νήσου Κε-φαλληνίας. Ἡ Παναγία κατά τήν ἡμέρα αὐτή διέσωσε τή μονή ἀπό τόν ἰσχυρό σεισμό τοῦ ἔτους 1867.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ἀρσενίου τοῦ ἐν Πάρῳ.
Ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος ἐγεννήθηκε στά Ἰωάννινα τό ἔτος 1800 καί ὀνομαζόταν Ἀθανάσιος. Ἀπό μικρή ἡλικία ἔμεινε ὀρφανός καί σέ ἡλικία 9 ἐτῶν μετέβη στίς Κυδωνίες τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, ὅπου ἐσπούδασε στήν ὀνομαστή σχολή τῆς πόλεως ἔχων ὡς σχολάρχη τόν περίφημο διδάσκαλο ἱερομόναχο Γρηγόριο Σαράφη. Κατά τά τελευ-ταῖα ἔτη τῆς φοιτήσεώς του συνδέθηκε μέ τόν πνευματικό Γέροντα Δανιήλ άπό τή Ζαγορά τοῦ Πηλίου, ἕναν ἀπό τούς ὀνομαστούς πνευματικούς τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, καί ἔγινε ὑποτακτικός του.
Τό ἔτος 1815 ὁ Ἅγιος ἀνεχώρησε γιά τό Ἅγιον Ὄρος μέ τόν γέροντα Δανιήλ καί ἐκεῖ ἐκάρη μοναχός. Ἀργότερα ἐχειροτονήθηκε διάκονος, παρά τίς ἀντιδράσεις του, γιατί δέν θεωροῦσε τόν ἑαυτό του ἄξιο, καί μετά ἑξαετῆ παραμονή στό Ἅγιον Ὄρος ἦλθε, καί πάλι μέ τό γέροντά του, στή μονή Πεντέλης, στή Ἀθήνα. Ὅμως καί ἀπό ἐδῶ ἀναγκάσθηκαν νά φύγουν, γιατί ἔρχισε ἡ ἐπανάσταση κατά τῶν Τούρκων. Στή συνέχεια μετέβησαν στίς Κυκλάδες, ὅπου ὁ Ὅσιος ἐχειροτονήθηκε τό 1817 πρεσβύτερος.
Ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος ἔδρασε κυρίως στήν Πάρο καί τήν Φολέ-γανδρο, ὅπου ἐδίδαξε ἀπό τό 1829 μέχρι τό 1840.
Μετά τήν κοίμησή τοῦ Γέροντός του Δανιήλ, ὁ Ὅσιος ἀσκήτε-ψε στή μονή Λογγοβάρδας τῆς Πάρου. Ἐκοιμόταν καί ἔτρωγε ἐλάχιστα καί συνεχῶς ἀγρυπνοῦσε, προσευχόμενος γιά τά πνευμα-τικά του τέκνα καί τή σωτηρία τοῦ κόσμου. Βασική του τροφή ἦταν ἡ ἀνάγνωση τῶν θείων Γραφῶν καί τῶν συγγραμμάτων τῶν Ἁγίων Πατέρων. Γι’ αὐτό καί ὁ Ὅσιος ἐθεωροῦσε τή μικρή του βιβλιοθήκη ὡς κῆπο τερπνότατο καί ὡραιότατο μέ ἀγλαόκαρπα δένδρα, πλήρη ἀπό εὔχυμους καρπούς.
Ὁ Ὅσιος ἀγαποῦσε τούς πάντες χωρίς διακρίσεις. Περισ-σότερο ὅμως τούς ἀσθενεῖς, τούς ὁποίους διακονοῦσε μέ μεγάλη προθυμία.
Ὅταν τό 1861, ἐκοιμήθηκε ὁ ἡγούμενος τῆς μονῆς εὐσεβής ἱε-ρομόναχος Ἠλίας, οἱ πατέρες ἐξέλεξαν ἡγούμενο καί προϊστάμενό τους τόν Ὅσιο Ἀρσένιο, ὁ ὁποῖος τούς ἐποίμανε μέ θεοφιλῆ καί θεάρεστο τρόπο. Λίγα χρόνια ἀργότερα παιραιτήθηκε, γιά νά ἀσχο-ληθεῖ ἀπερίσπαστα μέ τό ἔργο τῆς ἱερᾶς ἐξομολογήσεως.
Ὁ Ὅσιος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 1877. Ἡ ἀνακομιδή τῶν λειψάνων του ἑορτάζεται στός 18 Αὐγούστου καί ἔγινε τό ἔτος 1938. Τά ἱερά λείψανά του φυλάσσονται μέ εὐλάβεια στή μονή Με-ταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος Πάρου.
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν!