† Μνήμη τοῦ ἁγίου ἐνδόξου ἀποστόλου καί εὐαγγελιστοῦ Μάρκου.
O Ἅγιος Ἀπόστολος καί Εὐαγγελιστής Μάρκος, ὁ ὁποῖος ὀνο-μαζόταν καί Ἰωάννης, ἦταν Ἰουδαῖος Ἑλληνιστής καί ἡ μητέρα του ὀνομαζόταν Μαρία. Καταγόταν ἀπό εὔπορη οἰκογένεια καί κατά τή συνήθεια τῆς ἐποχῆς νά παίρνουν οἱ Ἰουδαῖοι καί ἕνα δεύτερο ὄνομα ἑλληνικό ἤ ρωμαϊκό ὀνομαζόταν καί Μάρκος. Ἡ οἰκογένεια τοῦ Μάρκου διέθετε τό προφανῶς εὐρύχωρο σπίτι της στήν Ἱερου-σαλήμ γιά τίς συνάξεις τῶν Χριστιανῶν. Ὁρισμένοι παλαιότεροι ἐρευνητές δέχονται ὅτι στό σπίτι αὐτό ἔλαβε χώρα τό τελευταῖο δεῖπνο τοῦ Ἰησοῦ μέ τούς Μαθητές Του καί ὅτι ὁ ἄνθρωπος, «ὁ κε-ράμιον ὕδατος βαστάζων»[1], ὁ ὁποῖος θά ἔδειχνε στούς δυό Μαθη-τές πού ἔστειλε ὁ Ἰησοῦς γιά τήν προετοιμασία τοῦ δείπνου τό «ἀνώγαιον μέγα ἐστρωμένον ἕτοιμον»[2], ἦταν ὁ Ἰωάννης Μάρκος.
Ἡ καταγωγή τοῦ Ἀποστόλου Μάρκου ἦταν μᾶλλον ἀπό τήν Κύπρο. Ἀπό νεαρή ἡλικία ὁ Μάρκος ἄρχισε τή διακονία τῆς κηρύ-ξεως τοῦ Εὐαγγελίου συνοδεύοντας τό θεῖο του Ἀπόστολο Βαρνά-βα καί τόν Ἀπόστολο Παῦλο στίς διάφορες περιοδεῖες τους.
Στήν πρώτη περιοδεία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου διακόπτει τή συνεργασία, ὅταν ὁ Παῦλος καί οἱ συνεργάτες του ἔφθασαν ἀπό τήν Κύπρο στήν Πέργη τῆς Παμφιλίας καί ἀπό ἐκεῖ ἐπιστρέφει στά Ἱεροσόλυμα[3]. Στήν ἀρχή τῆς δεύτερης περιοδείας, μετά τήν Ἀπο-στολική Σύνοδο[4], κατά τόν «παροξυσμό»[5] πού παρατηρήθηκε μετα-ξύ Παύλου καί Βαρνάβα, ὁ τελευταῖος μέ τόν Μάρκο ἀπέπλευσαν στήν Κύπρο καί ὁ Παῦλος μέ τόν Σίλα ξεκίνησαν γιά τή νοτιο-δυτική Μικρά Ἀσία[6]. Ἀργότερα ὁ Μάρκος εὑρίσκεται πάλι κοντά στόν Παῦλο κατά τό χρόνο πού γράφει ὁ Ἀπόστολος τίς Ἐπιστολές τῆς αἰχμαλωσίας[7], καί τέλος μνημονεύεται στήν Α΄ Ἐπιστολή τοῦ Πέτρου[8], ὡς συνεργάτης αὐτοῦ, καί στήν Β΄ πρός Τιμόθεον Ἐπι-στολή[9].
Διάφορες παραδόσεις γιά τόν Ἀπόστολο Μάρκο ἀπηχοῦνται σέ ἐκκλησιαστικούς συγγραφεῖς ἤ σέ ἀρχαῖα λατινικά χειρόγραφα τοῦ Εὐαγγελίου του. Ὁ Ἱππόλυτος τόν ὀνομάζει «κολοβοδάκτυ-λον»[10], εἴτε γιατί εἶχε δυσανάλογα μικρά δάκτυλα σέ σχέση πρός τό σῶμα του, εἴτε γιατί ἀπέκοψε ὁ ἴδιος ἕνα ἀπό τά δάκτυλα, ὅταν ἔγινε Χριστιανός, γιά νά μήν θεωρεῖται ἄρτιος καί ἱκανός νά τελεῖ τά καθήκοντά του ὡς λευῒτης πού ἦταν, εἴτε τέλος σύμφωνα μέ ἄλλη, ἀλληγορική αὐτή τή φορά ἑρμηνεία, γιατί τό Εὐαγγέλιό του στερεῖται εἰσαγωγῆς καί ἐπιλόγου[11]. Ὁ Ἐπιφάνιος διασώζει τήν πληροφορία ὅτι ὑπῆρξε ἕνας ἀπό τούς Ἑβδομήκοντα Μαθητές τοῦ Κυρίου καί ὅτι ἀνήκει σ’ ἐκείνους πού ἐσκανδαλίσθηκαν ἀπό τά λόγια πού εἶπε ὁ Ἰησοῦς στό κατά Ἰωάννην Εὐαγγέλιο γιά τή βρώση τῆς Σάρκας Του[12] καί τόν ἐγκατέλειψαν[13]. Ἄλλοι ὑποστηρί-ζουν ὅτι ὁ Εὐαγγελιστής Μᾶρκος ἵδρυσε καί τήν Ἐκκλησία τῆς Ἀκηλυΐας τῆς Ἰταλίας καί ἐργάσθηκε ἀποστολικά στή Δύση[14], στή Ρώμη καί στά Μεδιόλανα. Τέλος, ἡ ἐκκλησιαστική παράδοση γενι-κότερα θεωρεῖ τόν Ἀπόστολο Μάρκο ἱδρυτή καί πρῶτο Ἐπίσκοπο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀλεξανδρείας[15].
Ὁ Ἀπόστολος Μᾶρκος μετέβη στήν Αἴγυπτο περί τά τέλη τοῦ ἔτους 62 μ.Χ. ἤ στήν ἀρχή τοῦ ἔτους 63 μ.Χ. Στίς 3 Ἀπριλίου τοῦ ἔτους 63 μ.Χ., ἡμέρα τοῦ Πάσχα, οἱ Ἐθνικοί τόν συνέλαβαν, τόν ὑπέβαλαν σέ φρικτά μαρτύρια καί τόν ἔριξαν στή φυλακή. Τήν ἑπομένη, δευτέρα ἡμέρα τῆς Κυριακῆς τοῦ Πάσχα, τόν ἔσυραν ἀνά τίς ὁδούς τῆς Ἀλεξάνδρειας καί ἐμαρτύρησε, εὐχαριστῶν τόν Θεό, διότι ἀξιώθηκε νά μαρτυρήσει ὑπέρ τοῦ ἁγίου Ὀνόματος Αὐτοῦ. Οἱ εἰδωλολάτρες θέλησαν νά κάψουν τό ἅγιο αὐτοῦ λείψανο σέ τόπο πού ὀνομαζόταν «εἰς τούς Ἀγγέλους», ὅπου ἀργότερα ἱδρύθηκε ναός, τό «Ἀγγέλιον»[16], ἀλλά λόγῳ τῆς θύελλας πού ἐξέσπασε μέ βροχή καί χαλάζι, ἐγκατέλειψαν τό ἱερό λείψανο καί ἔφυγαν. Οἱ Χριστιανοί ἀφοῦ παρέλαβαν τό τίμιο σκήνωμα τοῦ Ἁγίου κατέ-θηκαν σέ μνημεῖο αὐτό, ἐπί τοῦ ὁποίου οἰκοδομήθηκε ναός εἰς τιμήν αὐτοῦ.
Τό ἱερό λείψανο τοῦ Ἀποστόλου καί Εὐαγγελιστοῦ Μάρκου ἀργότερα μετακομίσθηκε στή Βενετία ἀπό Βενετούς ναυτικούς. Ἡ πράξη δικαιολογήθηκε πολύ ἀργότερα, μέ αναφορά σέ κάποια προ-φητεία τήν ὁποία Ἄγγελος Κυρίου ἔδωσε στόν Ἀπόστολο Μάρκο, σύμφωνα μέ τήν ὁποία τό σκήνωμά του θά ἀναπαυόταν κάποτε στή Βενετία. Ἡ γενικῶς ἀποδεκτή ἄποψη τῆς ἱστορίας αὐτῆς ἀπό τούς Βενετούς ἀπεικονίσθηκε σέ ψηφιδωτά μέσα στή βασιλική τοῦ Ἁγίου Μάρκου, ὅπου ἱστορεῖται τό ἐπιχείρημα δύο Βενετῶν ἐμπόρων οἱ ὁποῖοι, μέ τή βοήθεια δύο Ἑλλήνων μοναχῶν, ἀφαίρεσαν τό ἱερό λείψανο ἀπό τό προσκύνημά του στήν Ἀλεξάνδρεια, δωροδοκώ-ντας τήν φρουρά καί ἀντικαθιστώντας τό ἱερό λείψανο μέ τό σκή-νωμα ἑνός ἀγνώστου Ἁγίου. Ὅταν ἀνέβασαν τό ἱερό λείψανο ἐπά-νω στό πλοῖο ἐφρόντισαν νά τό προστατεύσουν ἀπό τά ἐρευνητικά βλέμματα τῶν Ἀράβων λιμενικῶν, ἀλλά καί ἀπό τήν εὐωδία ἁγιότη-τος πού ἀνέδυε, κρύβοντάς το κάτω ἀπό τεμαχισμένα χοιρινά κρέα-τα. Οἱ Ἄραβες, ὡς εὐλαβεῖς Μουσουλμάνοι, ἔνοιωσαν φρίκη στή θέα καί στή δυσωδία τῶν χοίρων. Ἔτσι τό πλοῖο μέ τόν πολύτιμο θησαυρό ἀνεχώρησε ἄμεσα. Στό ἐκπληκτικά ταχύ ταξίδι ἐπιστρο-φῆς στή Βενετία παραλίγο νά συντριβεῖ ὁλοσχερῶς τό πλοῖο, ὅμως ὁ Ἅγιος ἦταν ἐκεῖ, γιά νά ξυπνήσει τόν κυβερνήτη καί νά ἀποφευχθεῖ ἡ συμφορά[17].
Τό γεγονός αὐτό εἶναι σίγουρα ἐμπλουτισμένο μέ πλασμα-τικές λεπτομέρειες. Ὅμως, ἡ κλοπή εἶναι ἀδιαμφισβήτητη. Τά ἐλατ-τήρια τῆς κλοπῆς ἦσαν τόσο πολιτικά ὅσο καί θρησκευτικά. Στήν ἀρχή τό ἱερό λείψανο τοποθετήθηκε καί φυλάχθηκε σέ μία κρυφή αἴθουσα δίπλα στό παλάτι τοῦ δόγη. Στήν διαθήκη του, ὁ δόγης Ἰουστινιάνος ὥρισε, ὅπως ἡ σύζυγός του οἰκοδομήσει ναό πρός τι-μήν τοῦ Ἁγίου Μάρκου ἀνάμεσα στό παλάτι καί τό παρεκκλήσιο τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου. Ἡ ἀνέγερση τοῦ κτίσματος ἄρχισε τό ἔτος 832 μ.Χ. καί ἐτελείωσε μετά 34 ἔτη[18].
Στό κατά Μάρκον Εὐαγγέλιον εὑρίσκουμε μόνο μερικά χαρα-κτηριστικά ἐπεισόδια ἀπό τό βίο καί τή διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, σταχυολογημένα ἀπό τήν πλούσια παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ ἀποσπασματικές αὐτές πληροφορίες ἔχουν ἕνα βαθύτερο θεολο-γικό σύνδεσμο μεταξύ τους καί ἀποσκοποῦν στό νά δείξουν ὅτι στό Πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐπραγματοποιήθηκαν οἱ ἐπαγγελίες τοῦ Θεοῦ γιά τή σωτηρία τῆς ἀνθρωπότητος. Οἱ θαυματουργικές πράξεις τοῦ Κυρίου στό Εὐαγγέλιο τοῦ Μάρκου μαρτυροῦν γιά τή μεσσιανική ἐξουσία τοῦ Κυρίου, μέ τήν ὁποία ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ κατανικᾶ τίς διαμονικές δυνάμεις καί ἐλευθερώνει τούς ἀνθρώπους ἀπό τήν κυριαρχία τους. Τά πραχθέντα ἀποκορυφώνονται στόν Σταυρό τοῦ Ἰησοῦ, ὅπου θραμβεύει μέ τήν Ἀνάσταση ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἔναντι τῶν δαιμονικῶν δυνάμεων. Γιά τό γεγονός τοῦ Σταυ-ροῦ προετοιμάζει ὁ ἱερός Εὐαγγελιστής τόν ἀναγνώστη ἤδη ἀπό τίς ἀρχές τοῦ Εὐαγγελίου του. Ἡ θεολογική σκέψη τοῦ Ἀποστόλου Μάρκου κινεῖται μεταξύ τωρινῶν παθημάτων τῶν πιστῶν καί μέλ-λουσας δόξας μέ ἀποκορύφωμα τή μέλλουσα δόξα.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου Ἀννιανοῦ, Ἐπισκόπου Ἀλεξανδρείας.
Ὁ Ἅγιος Ἀννιανός, μαθητής τοῦ Ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐαγγελιστοῦ, Ἐπίσκοπος καί διάδοχός του στόν ἐπισκοπικό θρόνο τῆς Ἀλεξάνδρειας, ὑπῆρξε, κατά τόν ἱστορικό Εὐσέβιο Καισαρείας, «ἀνήρ θεοφιλής καί τά πάντα θαυμάσιος». Σύμφωνα μέ τίς ἁγιο-λογικές εἰδήσεις ἐξασκοῦσε ὡς εἰδωλολάτρης τό ἐπάγγελμα τοῦ ὑποδηματοποιοῦ στήν Ἀλεξάνδρεια. Ὅταν ὁ Ἅγιος Μάρκος ἀποβι-βάσθηκε ἀπό τό πλοῖο στήν πόλη αὐτή ἀπευθύνθηκε στόν Ἀννιανό, γιά νά τοῦ ἐπισκευάσει τά χαλασμένα ὑποδήματα. Ὁ τελευταῖος ἐπι-σκευάζοντα τα ἐτραυμάτισε μέ τό ἐργαλεῖο τό ἀριστερό του χέρι. Μετά ἀπό αὐτό τό συμβάν ὁ Ἀπόστολος Μάρκος τοῦ ἐζήτησε νά πιστέψει στόν Θεό, γιά νά θεραπευθεῖ. Καί ἀμέσως ἔκανε πηλό ἀπό τό πτύσμα του καί μέ αὐτόν ἐπάλειψε τό χέρι τοῦ Ἀννιανοῦ, ἐπικαλούμενος τό ὄνομα τοῦ Κυρίου, ὁπότε ἔγινε καλά τό χέρι τοῦ ὑποδηματοποποιοῦ. Ὁ Ἀννιανός, μετά τό θαῦμα, ἐβαπτίσθηκε ἀπό τόν Ἀπόστολο Μάρκο, τόν ὁποῖο καί διαδέχθηκε στόν ἀλεξανδρινό θρόνο. Ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 82 μ.Χ. Κατ’ ἄλλη μαρτυρία[19] ἐτελεύτησε κατά τήν ἐποχή τοῦ αὐτοκράτορος Δομετιανοῦ, δηλαδή τό ἔτος 85 μ.Χ. Ἄλλη ὅμως παράδοση Ἀνατολικῆς προελεύσεως[20] ἀναφέρει ὅτι ἐποίμανε τήν Ἐκκλησία τῆς Ἀλεξάνδρειας ἐπί δέκα ὀκτώ ἔτη καί ἐκοιμήθηκε τό ἔτος 86 μ.Χ.
Τό τίμιο λείψανό του μετεκομίσθη στή Βενετία, στή μονή τοῦ Ἁγίου Κλήμεντος[21], ἐνῶ ἀλλοῦ μνημονεύεται, ὅτι μετεκομίσθησαν, τό ἔτος 1128 μ.Χ., στό ναό τῆς Santa Maria Vergine della Carità. Σήμερα εὑρίσκονται στό ναό τοῦ S. Tomà(=Ἁγίου Θωμᾶ) τῆς Βενε-τίας. Ὡς ἡμερομηνία μετακομιδῆς στό βενετσιάνικο ἑορτολόγιο θεω-ρεῖται ἡ 2 Δεκεμβρίου, ἐνῶ στήν πραγματικότητα εἶναι ἡ 25 Ἀπριλίου[22].
Ὁ Ἅγιος Ἀννιανός θεωρεῖται ὁ προστάτης τῶν ὑποδηματο-ποιῶν καί τῆς σχολῆς αὐτῶν ( Scuola dei calegheri) στή Βενετία. Στήν πόλη δέ πού φυλάσσονται τά λείψανά του ἀπαντοῦν καί τά περισσότερα εἰκονογραφικά παραδείγματα, τά ὁποῖα χρονολογοῦ-νται μετά τό 10 αἰώνα καί ἡ ἱστόρησή τους σχετίζεται μέ καλλι-τεχνικά μνημεῖα πού ἔγιναν πρός τιμήν τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Μάρκου. Ἀναφέρουμε χαρακτηριστικά τήν ἀνάγλυφη ἀπεικόνιση τοῦ Palliotto, στή βασιλική τοῦ Ἁγίου Μάρκου, τόν ψηφιδωτό διάκοσμο τοῦ παρεκκλησίου τοῦ S. Zeno τοῦ Ἁγίου Μάρκου, καί τήν ἐσμαλ-τωμένη εἰκόνα τῆς κατώτερης ζώνης τῆς περίφημης Pala d’ Oro.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῆς ἁγίας μάρτυρος Νίκης.
Ἡ Ἁγία Μάρτυς Νίκη ἐπίστεψε στόν Χριστό διά τῶν θαυμά-των τῶν γενομένων κατά τό μαρτύριο τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου τοῦ Τροπαιφόρου, ἐπί Διοκλητιανοῦ (284-305 μ.Χ.), καί ὑπέστη τόν διά ξίφους μαρτυρικό θάνατο, τό ἔτος 303 μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Μαουγαλδίου, ἐπισκόπου τῆς Νήσου τοῦ Ἀνθρώπου.
Ὁ Ἅγιος Μαουγάλδιος καταγόταν ἀπό τήν Ἰρλανδία καί ἦταν στόν πρότερό του βίο ληστής, τόν ὁποῖο ὁ Ἅγιος Πατρίκιος ὁδήγησε στήν ὀρθόδοξη πίστη. Διά τοῦ βαπτίσματος ἔγινε νέος ἄνθρωπος ἐν Χριστῷ καί γιά νά ἀποφύγει τούς κινδύνους ἀπό τίς κακές συναναστροφές καί τούς πειρασμούς, ἐγκατέλειψε τέά ἐγκόσμια καί ἐγκαταστάθηκε στή Νῆσο τοῦ Ἀνθρώπου. Στό νησί αὐτό ὁ Ἅγιος Πατρίκιος εἶχε ἀποστείλει τόν Ἅγιο Γερμανό, ἀφοῦ τόν ἐχειροτόνησε Ἐπίσκοπο. Ὁ Ἅγιος Μαουγάλδιος ἐφθασε στό νησί μετά τήν κοίμηση τοῦ Ἁγίου Γερμανοῦ. Τό ἔτος 498 μ.Χ. ἐξελέγη ἀπό τούς Χριστιανούς Ἐπίσκοπος τῆς Τοπικῆς Ἐκκλησίας καί ἀνάλωσε τόν ἑαυτό του στό ἱεραποστολικό ἔργο τῆς διαδόσεως τῆς πίστεως.
Ὁ Ἅγιος Μαγουάλδιος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Μακεδονίου Β΄, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως.
Ὁ Ἅγιος Μακεδόνιος ὑπηρέτησε προηγουμένως ὡς πρεσβύτερος τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως καί σκευοφύλακας τῆς Ἁγίας Σοφίας. Ἡ ἀνατροφή του ἔγινε μέ τήν ἐπιμέλεια τοῦ θείου του Πατριάρχου Γενναδίου τοῦ Α΄ (458-471 μ.Χ.), τόν ὁποῖο ὁ χρο-νογράφος Ἐφραίμιος ἀποκάλεσε τύπο εὐσεβείας καί κάθε καλοῦ.
Ὁ Μακεδόνιος ὁ Β΄ διαδέχθηκε τόν Πατριάρχη Εὐφήμιο (489-496 μ.Χ.), πού καθαιρέθηκε στά μέσα τοῦ 496 μ.Χ. ἀπό τή Σύνοδο, ἡ ὁποία συγλκήθηκε μέ πρωτοβουλία τοῦ αὐτοκράτορος Ἀναστασί-ου. Μολονότι ὁ Εὐφήμιος, ἄνδρας πού ἀγωνίσθηκε σθεναρά ὑπέρ τῆς Ὀρθοδοξίας, εἶχε ἐπισύρει ἐναντίον ἄγρια καί χωρίς ἔλεος τή δυσμένεια τοῦ αἱρετικοῦ αὐτοκράτορος, ἐχθροῦ τῆς Δ΄ Οἰκουμενι-κῆς Συνόδου στή Χαλκηδόνα, ὁ Μακεδόνιος ὁ Β΄ δέν ἐδίστασε νά προσέλθει στόν αὐτοκράτορα καί νά ζητήσει ἀπό αὐτόν τήν ἀσφά-λεια τῆς ζωῆς τοῦ Πατριάρχου Εὐφημίου, κατά τήν ἐξορία του μετά τήν καθαίρεση στά Εὐχάϊτα. Ὁ Ἀναστάσιος ὁ Δίκορος (491-518 μ.Χ.) ἄκουσε μέ δυσαρέσκεια τήν παράκληση τοῦ Μακεδονίου. Ἔκρινε ὅμως καλό νά τήν δεχθεῖ. Καί ὁ Μακεδόνιος, τοῦ ὁποίου ἡ ἀγαθή ψυχή συμμεριζόταν τή θλίψη τοῦ ἀδικημένου προκατόχου του, ἔσπευσε ἀμέσως πρός αὐτόν, τόν ἀγκάλιασε ἀδελφικά, τόν ἐφοδίασε δέ καί μέ χρήματα. Συμπεριφορά τόσο περισσότερο ἀξιέπαινη, διότι ὁ Μακεδόνιος ἦταν πτωχός καί τά χρήματα ἐκεῖνα τά εἶχε δανεισθεῖ.
Ἡ ἀνάρρηση τοῦ Ἁγίου Μακεδονίου τοῦ Β΄ στό πατριαρχικό ἀξίωμα ἔγινε τό 496 μ.Χ. Διακρίθηκε γιά τήν ἀνεπίληπτη σωφρο-σύνη καί τήν ἄμεμπτη καθαρότητα τοῦ ἰδιωτικοῦ του βίου, ἀφοῦ ἔζησε κατά τέτοιο τρόπο ὥστε νά εἶναι γενική ἡ ἀναγνώριση τῆς ἐγκράτειας καί τῆς ἁγιότητός του. Ἀλλά καί ὡς πρός τό δογματικό μέρος ἐπετέλεσε τό καθῆκον του, μολονότι ὁ αὐτοκράτορας Ἀναστάσιος πολλαπλῶς τόν ἐπίεσε νά φανεῖ εὐνοϊκός πρός τούς ἐχθρούς τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἀνώτερος ὁ Μακεδόνιος ἀπό κάθε κοσμική ἐπιρροή, ἐδήλωσε μέ παρρησία ὅτι καί ἐσεβόταν καί ἀποδεχόταν τό ἔργο τῆς Συνόδου τῆς Χαλκηδόνος, ἐξέφρασε δέ τή λύπη του γιά ἐκείνους τούς Ἐπισκόπους, οἱ ὁποῖοι χαριζόμενοι στόν αὐτοκράτορα ἀποκήρυτταν τή Σύνοδο.
Ὁ αὐτοκράτορας Ἀναστάσιος ἔφερε βαρύτατα τήν ἀνεξάρτη-τη καί ἱεροπρεπή αὐτή διαγωγή τοῦ Μακεδονίου τοῦ Β΄, γιά τόν ὁποῖο εἶχε ἐλπίσει ὅτι θά ἦταν ὑποχείριό του, ἔχοντας ὑπ’ ὄψιν του τήν καθαίρεση καί τήν ἐξορία τοῦ Εὐφημίου. Δέν ἐφανέρωνε τή δυσαρέσκεια καί τήν ὀργή του, ἐφ’ ὅσον ἦταν ἀναγκασμένος νά μεριμνᾶ γιά τήν ἐξασφάλιση τοῦ ἑαυτοῦ του καί τῆς δυναστείας του ἀπό ἐπίμονες στάσεις καί συχνούς κινδύνους. Ἡ ἀνάγκη αὐτή ἐξέ-λιπε ἀπό τό ἔτος 507 μ.Χ. καί τότε ὁ αὐτοκράτορας, ἀφοῦ ἀπέρριψε κάθε ἐπιφύλαξη, διατύπωσε ἔντονα καί πολύ ἀπαιτητικά τίς ἀξιώ-σεις του πρός τόν Πατριάρχη πού ἐμπνέονταν ἀπό τήν αἵρεση. Ὁ Πατριάρχης ἀντέδρασε. Ἀπό τότε τά ἀνάκτορα κατέστησαν συστη-ματικό χαλκεῖο τῶν πλέον εὐτελῶν ἀντιδράσεων κατά τοῦ Μακεδο-νίου τοῦ Β΄. Ἕνας αὐτοκράτορας εὑρίσκει πάντοτε ὄργανα τῶν σκοπῶν του και τῶν ὀρέξεών του, καί τέτοιοι ἀσεβεῖς καί ἀνόσιοι ὑπηρέτες παρεῖχαν καθημερινές ἐνοχλήσεις στόν Ἅγιο Μακεδόνιο. Πληρωμένοι ἄνθρωποι ἐπείραζαν τόν Πατριάρχη καθ’ ὁδόν. Ἕνας δέ ἐπιτέθηκε ἐναντίον του μέ μαχαίρι.
Ἀκόμη καί κατά τοῦ ἁγνοῦ και ἀκηλίδωτου βίου τοῦ Πατρι-άρχου ἐζήτησε ὁ αὐτοκράτορας νά κινήσει ὑποψίες. Διάφοροι συ-κοφάντες περιδιάβαιναν, πλάθοντας τίς πλέον ψευδεῖς κατηγορίες ἐναντίον τοῦ Ἁγίου ἐκείνου ἀνδρός.
Καί ἄλλο ἐπεισόδιο ἄναψε σφοδρότερη τή φλόγα μεταξύ τοῦ Πατριάρχου καί τοῦ αὐτοκράτορος. Εἶχε ἔλθει στήν Κωνσταντινού-πολη κάποιος Ξεναΐας, πού παρουσιάσθηκε ὡς Ἐπίσκοπος τῆς Ἱεραπόλεως, καί ἦλθε μέ πρόσκληση αὐτοκρατορική. Ὁ Ξεναΐας αὐτός, Πέρσης στήν καταγωγή ἀλλά καί στό θρήσκευμα, εἶχε οἰκειοποιηθεῖ σχῆμα Χριστιανοῦ ἱερέως καί ἔτσι περιδιάβαινε τίς Ἐκκλησίες τῆς Ἀντιόχειας, διαδίδοντας αἱρετικά φρονήματα καί κηρύττοντας ὅτι καμμία εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ καί τῶν Ἀγγέλων δέν ἔπρεπε νά ἔχουν στούς ἱερούς ναούς. Ὁ Πατριάρχης Ἀντιοχείας Καλανδίων ἔδιωξε τόν Ξεναΐα ἔξω ἀπό τά ὅρια τῆς δικαιοδοσίας του. Ὁ Πέτρος ὅμως ὁ Κναφεύς ἐχειροτόνησε τόν ἀβάπτιστο Πέρση Ἐπίσκοπο Ἱεραπόλεως καί τόν μετονόμασε Φιλόξενο. Ἔμαθε κατό-πιν ὅτι ἦταν ἀβάπτιστος ὁ Ἐπίσκοπός του, ἠθέλησε ὅμως νά τό δικαιολογήσει διά τῆς θεωρίας ὅτι ἡ χειροτονία ἀναπληρώνει τό βάπτισμα. Ὁ Φιλόξενος αὐτός, ἀφοῦ ἦλθε στην Κωνσταντινούπολη, ὑπῆρξε ἕνα ἀπό τά κυριότερα ὄργανα τῆς ἐνέργειας ἐναντίον τοῦ Ἁγίου Μακεδονίου και τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ὁ Πατριάρ-χης, γνωρίζοντας τή φαυλότητα τοῦ ἀνθρώπου, ἀρνήθηκε νά τόν δεχθεῖ σέ ἐκκλησιαστική σχέση. Τό αἴσθημα αὐτό καί τή διαγωγή τοῦ Πατριάρχου συμμερίζονταν καί οἱ μοναχοί, ὁ κλῆρος καί ὁ λαός. Παραλίγο δέ νά ἐκραγεῖ στάση. Ὁ Ἀναστάσιος ἀντιλήφθηκε τόν κίνδυνο καί ἀναγκάσθηκε νά ἀπομακρύνει τόν Φιλόξενο ἀπό τήν πρωτεύουσα.
Ἀλλά τά πράγματα δέν ἡσύχασαν. Ἡ ἐπιμονή τοῦ αὐτοκράτο-ρος και ἡ τυφλότητα τῶν συμβούλων του ἄναβαν καθημερινά καί κορύφωναν τή διάσταση μεταξύ τοῦ Πατριαρχείου και τῶν Ἀνα-κτόρων. Ἰδίως κατά τό ἔτος 510 μ.Χ. ἡ ἀγανάκτηση τοῦ λαοῦ καί τῶν μοναχῶν κατά τοῦ βασιλέως ἐκδηλώθηκε ἀποφασιστική καί ἀσυγκράτητη. Πλήθη ἄπειρα ἀνδρῶν, γυναικῶν καί παιδιῶν, ὑπό τίς ὁδηγίες τολμηρότατων μοναχῶν, προέβησαν σέ σφοδρή διαδή-λωση ὑπέρ τοῦ Πατριάρχου. Περιερχόμενοι μέ ἔξαψη καί ἀποφασι-στικότητα τήν πόλη ἐφώναζαν: «εἶναι ἡ ὥρα, Χριστιανοί, γιά μαρτύριο. Κανείς ἄς μήν ἐγκαταλείψει τόν Πατέρα». Καί προχωρώ-ντας παρακάτω κατήγγειλαν τούς ἐχθρούς τοῦ Πατριάρχου, ὀνομά-ζοντάς τους αἱρετικούς καί ἀνάξιους νά κυβερνοῦν. Οἱ προσωπικές σχέσεις τοῦ αὐτοκράτορος καί τοῦ Πατριάρχου ἀπό πολύ καιρό εὑρίσκονταν στή μεγαλύτερή τους ἔνταση. Οὔτε κἄν βλέπονταν. Καί ὁ αὐτοκράτορας ὁρκιζόταν ὅτι δέν θά ἀνεχόταν νά τόν δεῖ πλέον στό πρόσωπο. Ἀλλά πρίν τή λαοπλημμύρα ἐκείνη καί τήν τόσο ἀπειλητική ἐξέγερση προσῆλθε σέ συνεννόηση μέ τόν Πατριάρχη. Μάταια ὅμως!
Ὄργανα τῆς αὐλῆς τοῦ αὐτοκράτορος πῆραν πρωτοβουλία καί ἔπεισαν δύο φαύλους νά κινήσουν ἐναντίον τοῦ Πατριάρχου αἰσ-χρές κατηγορίες. Μάταια ὁ Μακεδόνιος διαμαρτυρήθηκε καί ἐζή-τησε νά δικασθεῖ. Ὁ Ἀναστάσιος τόν ἔδιωξε ἀπό τά Πατριαρχεῖα νύκτα, μέ στρατιωτική βία, καί τόν ἐξόρισε, κατά τό ἔτος 511 μ.Χ., στή Χαλκηδόνα καί ἀπό ἐκεῖ στά Εὐχάϊτα, ὅπου καί τόν προκά-τοχό του Εὐφήμιο. Ἀλλά ἡ ἐξορία δέν ἦταν ἀρκετή, ἡ δέ ἐκδίωξη τοῦ Μακεδονίου ἀπό τό θρόνο χωρίς καθαίρεση ἀποτελοῦσε σκάν-δαλο ἐκκλησιαστικό, τό ὁποῖο ἔπρεπε νά οἰκονομηθεῖ. Γι’ αὐτό ὁ αὐτοκράτορας σέ σύμπραξη μέ τόν Τιμόθεο Α΄ (511-518 μ.Χ.), τόν ἐπονομαζόμενο Κήλωνα, πού ἦταν διάδοχος τοῦ Ἁγίου Μακεδο-νίου, συγκάλεσαν Σύνοδο Ἐπισκόπων πού εἶχαν τήν ἴδια ἄποψη μέ αὐτούς, ἡ ὁποία δυστυχῶς καί καθαίρεσε τόν Ἅγιο Μακεδόνιο.
Στά Εὐχάϊτα ὁ Ἅγιος Μακεδόνιος ἔμεινε μέχρι τό ἔτος 515 μ.Χ. Τότε οἱ Οὖννοι ἔκαναν ἐπιδρομές στή Γαλατία, τόν Πόντο καί τήν Καππαδοκία. Ὁ Μακεδόνιος ἀναγκάσθηκε γι’ αὐτό νά μεταβεῖ ἀπό τά Εὐχάϊτα στή Γάγγρα, ὅπου καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 516 μ.Χ.
Σύμφωνα μέ κάποια παράδοση, μετά τό θάνατο τοῦ Πατριάρ-χου ἕνας ἀπό τούς ὑπηρέτες του τόν εἶδε σέ ὄνειρό του. Ἡ ἐμφάνιση ἐθορύβησε τόν ὑπηρέτη, ὅταν στά αὐτιά του ἀντήχησαν οἱ ἑξῆς λόγοι ἐκ μέρους τοῦ Ἁγίου: «Πήγαινε στήν Κωνσταντινούπολη καί πές στόν αὐτοκράτορα ὅτι ἐγώ πηγαίνω πρός τούς Πατέρες μου, τῶν ὁποίων τήν πίστη φύλαξα. Θά περιμένω δέ νά ἔλθει ἐνώπιον τοῦ Δεσπότου μου καί νά δικαστοῦμε ἀπό αὐτόν».
Στά χρόνια τῆς πατριαρχείας τοῦ Ἁγίου Μακεδονίου ἄρχισε στήν Κωνσταντινούπολη καί ἡ μεγαλοπρεπέστερη τέλεση τῆς ἑορ-τῆς τῶν κορυφαίων Ἀποστόλων Πέτρου και Παύλου.
Μέ αὐτό τόν τρόπο ὁ Ἅγιος Μακεδόνιος ἀναδείχθηκε ἀληθι-νός Ἐπίσκοπος, ὑπέρμαχος τῆς Ὀρθοδοξίας καί τῆς ἐκκλησιαστι-κῆς ἐλευθερίας ἐνάντια στίς αὐτοκρατορικές αὐθαιρεσίες.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων ὀκτώ ὁσιομαρτύρων καί ἀναχωρητῶν.
Οἱ Ἅγιοι αὐτοί ὀκτώ Ὁσιομάρτυρες ἦσαν μοναχοί καί ἐτε-λειώθησαν διά ξίφους.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἀνάμνησις τῶν ἐγκαινίων τοῦ Ἀποστολείου τοῦ πανευφήμου ἀποστόλου Πέτρου.
Ὁ ναός αὐτός τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου ἔκειτο πλησίον τοῦ ναοῦ τῆς Ἁγίας Σοφίας στήν Κωνσταντινούπολη.
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Σιλβέστρου, τοῦ ἐκ Ρωσίας.
Ὁ Ὅσιος Σίλβεστρος τῆς Ὀμπνόρα ἐγεννήθηκε τόν 15ο αἰώνα μ.Χ. στή Ρωσία. Ἀπό νεαρή ἡλικία εἶχε ἐσωτερικά τόν πόθο νά μονάσει. Ἔτσι ἐγκατέλειψε τόν κόσμο καί κατέφυγε στή μονή τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὅπου ἦταν δόκιμος καί ὑποτακτικός τοῦ Ἁγίου Σεργίου τοῦ Ραντονέζ († 5 Ἰουλίου). Ἔχοντας προκόψει στήν ὑπα-κοή στή μοναστήρι τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὁ Ὅσιος Σίλβεστρος ἔλαβε τήν εὐλογία, γιά νά μείνει μόνος στήν ἔρημο καί νά συνεχίσει ἐκεῖ τόν ἀσκητικό του ἀγώνα.
Μέσα στό πυκνό δάσος, δίπλα στόν ποταμό Ὀμπνόρα, ὁ ὁποῖος συνεχίζει τή ροή του στόν ποταμό Κοστρόμα, ἔστησε ἕνα σταυρό στό σημεῖο ὅπου διάλεξε καί ἐξεκίνησε τόν πνευματικό του ἀγώνα. Γιά ἕνα μεγάλο χρονικό διάστημα κανείς δέν ἤξερε τίποτα γιά τόν Ἅγιο ἐρημίτη. Τό κελλί του ἀποκαλύφθηκε τυχαῖα ἀπό ἕναν χωρικό, ὁ ὁποῖος εἶχε χάσει τό δρόμο του. Αὐτός εἶπε στόν ἐνοχλη-μένο ἐρημίτη, ὅτι οἱ ἄνθρωποι εἶχαν δεῖ λαμπρές ἀκτίνες καί ἕνα στρῶμα νεφέλης ἐπάνω ἀπό τήν κατοικία του. Ὁ μοναχός ἐξέσπασε σέ δάκρυα πικρίας, ἐπειδή τό μέρος τῆς ἀπομονώσεώς του εἶχε ἀνα-καλυφθεῖ. Ὁ προσκυνητής παρεκάλεσε ἐπίμονα τόν Ὅσιο νά τοῦ μιλήσει γιά τόν ἑαυτό του.
Ὁ Ὅσιος Σίλβεστρος εἶπε ὅτι ἐκεῖ ἔμενε γιέ ἕνα μεγάλο χρονι-κό διάστημα τρώγοντας φλοιούς δέντρων καί ρίζες. Στήν ἀρχὴ ἦταν ἀδύναμος χωρίς ψωμί καί ἔπεσε στό ἔδαφος ἀπό τήν ἀδυναμία του. Τότε, ἕνας Ἄγγελος ἐμφανίσθηκε μπροστά του μέ τή μορφή ἑνός θαυμασίου ἄνδρα καί ἄγγιξε τό χέρι του. Ἀπό ἐκείνη τή στιγμή ὁ Ὅσιος δέν ἔνοιωσε ξανά ἀδυναμία.
Ἄλλη μιά φορά ὁ χωρικός πῆγε πάλι στόν Ὅσιο καί τοῦ ἔφερε ψωμί καί ἀλεύρι, γιά νά ἔχει προμήθειες.
Αὐτή ἡ μοναδική συνάντηση ἦταν ἀρκετή, ὥστε νά μαθευτοῦν τά πνευματικά κατορθώματα τοῦ Ὁσίου σέ πολλούς. Σύντομα, χωρικοί ἐξεκίνησαν νά ἔρχονται σ’ αὐτόν ἀπό τούς γύρω οἰκισμούς. Ὁ Ὅσιος Σίλβεστρος τούς ἐπέτρεψε νά κτίσουν κελλιά κοντά στό δικό του κελλί.
Ὅταν πλέον εἶχαν συγκεντρωθεῖ ἀρκετοί ἀδελφοί στή Σκήτη, ὁ Ὅσιος Σίλβεστρος πῆγε στή Μόσχα καί ἐζήτησε τήν εὐλογία τοῦ Ἁγίου Ἀλεξίου († 12 Φεβρουαρίου), γιά νά κατασκευάσει ἕνα ναό ἀφιερωμένο στήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Ἅγιος Ἱεράρχης ἔδωσε στόν Ὅσιο Σίλβεστρο ἕνα ἀντιμήνσιο γιά τήν τέλεση τῆς Θείας Λει-τουργίας καί τόν ἔκανε ἡγούμενο τῆς μονῆς.
Μέ τήν κατασκευή τῆς ἐκκλησίας ὁ ἀριθμός τῶν ἀδελφῶν αὐξήθηκε γρήγορα καί ὁ Ὅσιος πολύ συχνά ἀποσυρόταν στό κο-ντινό δάσος, ὥστε νά ἀπομονώνεται καί νά προσεύχεται. Αὐτός ὁ τόπος ἔλαβε τό ὄνομα «ἀπαγορευμένο ἄλσος», ἐπειδή ὁ Ὅσιος Σίλβεστρος διέταξε νά μήν κοπεῖ ἀπό ἐκεί κανένα δένδρο.
Σέ αὐτό τό ἄλσος ὁ Ὅσιος ἔσκαψε τρία πηγάδια καί ἕνα τέταρτο πηγάδι στήν πλευρά ἐνός λόφου στόν ποταμό Ὀμπνόρα. Ὅταν ὁ Ὅσιος ἐπέστρεφε ἀπό τήν ἀπομόνωσή του, τόν ἐπερίμεναν πολλοό ἄνθρωποι στό μοναστήρι καί ὁ καθένας ἤθελε νά λάβει τήν εὐλογία του καί νά ἀκούσει τίς συμβουλές του.
Ὁ Ὅσιος ἀρρώστησε ἀπό μία ἀνίατη ἀσθένεια καί οἱ ἀδελφοί τῆς μονῆς, πού στεναχωροῦνταν, ὅταν ἔφευγε ἀπό τό μοναστήρι γιά ἀπομόνωση, τώρα ἦταν ἀκόμα πιό θλιμμένοι μέ τόν ἐπικείμενο θάνατό του. «Μή στενοχωρεῖσθε μέ αὐτό, ἀδελφοί,», ἔλεγε ὁ Ὅσι-ος, γιά νά τούς παρηγορήσει, «γιατί τά πάντα εἶναι σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἀκολουθεῖστε τίς ἐντολές τοῦ Κυρίου καί μή φοβηθεῖτε νά ὑποφέρετε ἀπό δοκιμασίες σέ αὐτή τή ζωή. Ἔτσι θά λάβετε ἀνταμοιβή στόν Οὐρανό. Ἐάν εὕρω παρρησία ἐνώπιον τοῦ Κυρίου καί ἄν ἡ ζωή μου Τόν εὐχαρίστησε, τότε αὐτός ὁ ἅγιος τόπος δέν θά διαλυθεῖ μετά ἀπό τήν ἀναχώρησή μου. Προσευ-χηθεῖτε στόν Φιλάνθρωπο Θεό καί στήν Πάναγνη Μητέρα Του, ὥστε νά ἐλευθερωθεῖτε ἀπό τόν πειρασμό».
Ὁ Ὅσιος Σίλβεστρος ἐκοιμήθηκε τό ἔτος 1479 καί ἐντα-φιάσθηκε στή δεξιά πλευρά τοῦ ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως.
† Τῇ αὐτῆ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Βασιλείου τοῦ Ἡσυχαστοῦ, τοῦ ἐκ Ρουμανίας.
Ὁ Ὅσιος Βασίλειος, ὁ Ἡσυχαστής, ἐγεννήθηκε τό ἔτος 1692 στή Ρουμανία. Ἀσκήτεψε θεοφιλῶς στό Ἅγιον Ὄρος καί στήν περιοχή Ποϊάνα Μαρουλούϊ τῆς Ρουμανίας. Ὑπῆρξε διδάσκαλος τοῦ Ὁσίου Παϊσίου (Βελιτσκόφσκϊυ) καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 1767.
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν!
[1] Μάρκ. 14, 13.
[2] Μάρκ. 14, 15.
[3] Πράξ. 12, 15. 13, 13.
[4] Ἡ Ἀποστολική Σύνοδος συγκλήθηκε τό 48 ἤ 49 μ.Χ. στά Ἱεροσόλυμα.
[5] Πράξ. 15, 39. Ὁ ὅρος αὐτός σημαίνει ἐρεθισμό, φιλονικία.
[6] Πράξ. 15, 37.
[7] Κολ. 4, 10. Φιλήμ. 24.
[8] Α΄ Πέτρ. 5, 17.
[9] Β΄ Τιμ. 4, 11.
[10] Κατά πασῶν τῶν αἱρέσεων ἔλεγχος 7, 30, Β.Ε.Π. 5, 331.
[11] Πρβλ. J. L. North, Markos o kolobodaktylos: Hippolythus, Elenchus VII. 30, Journal of Theological Studies 28 (1977), σελ. 498-507, ὅπου παρέχεται καί ἄλλη ἄποψη, κατά τήν ὁποία τό «κολοβοδάκτυλος» εἶναι ἡ ἑλληνική ἀπόδοση τοῦ λατινικοῦ marcus, χαρακτηρισμός πού ἔδιδαν οἱ Γαλάτες στρατιῶτες στούς Ἰταλούς, οἱ ὁποῖοι, γιά νά ἀποφύγουν τή στρατιωτική θητεία, ἔκοβαν τά δάκτυλά τους.
[12] Ἰωάν. 6, 66.
[13] Ἐπιφανίου, Κατά αἱρέσεων 20, 4, 51, P.G. 41, 280-900.
[14] Πρβλ. Γρηγορίου Ναζιανζηνοῦ, Λόγος 33ος, Πρός Ἀρειανούς καί εἰς ἑαυτόν, P.G., 36. Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀλεξανδρείας, Ἀθῆναι 1985, σελ. 58.
[15] Εὐσεβίου, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία Β΄16, 24, Β.Ε.Π. 19, 237, 247.
[16] P.G., 86, 60. R. A. Lipsius, Die apocryphen Apostelgeschichten und Apostellegenden, ΙΙΙ, Brannsweig, 1890, σελ. 336. Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀλεξανδρείας, σελ. 64. Ἀγαθαγγέλου Ξηρουχάκη, Ἡ ἐξ Ἀλεξανδρείας καί Κωνστα-ντινουπόλεως εἰς Βενετίαν μετακομιδή τῶν ἱερῶν λειψάνων Μάρκου τοῦ Εὐαγγε-λιστοῦ, Ἀθανασίου τοῦ Μεγάλου, Σάβα τοῦ Ἡγιασμένου, Πεντηκονταετηρίς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Σταυροῦ, σελ. 397.
[17] Γρηγορίου Παπαμιχαήλ, Ἀλεξάνδρεια καί Βενετία, “Πάνταινος”, τόμος 1ος, ἐν Ἀλεξανδρείᾳ, 1908-1909, σελ. 818-819.
[18] Η. Kretschmayr, Geschichte von Venedig, Ι, Gotha, 1905, σελ. 64-67. Ρ. Cessi, Docu-menti relativi alla storia di Venezia anteriore al mille, Ι (no 53), Padua, 1942, σελ. 93-99.
[19] Patrologia Orientalis, Ι (1947), History of the Patriarchs of the Coptic Church of Alexandria, I Saint Mark to Theonas (300).
[20] AA.SS., Aprilis III, De S. Anniano, episcopo Alexandrino, σελ. 358 § 2.
[21] Acta Sanctorum, Aprilis III, De S. Anniano, episcopo Alexandrino, σελ. 358 §3.
[22] S. Tramontin, A. Niero, G. Musolino, C. Candiani, Culto dei santi a Venezia, Venezia 1965, σελ. 322.