Μητροπολίτου Φαναρίου Ἀγαθαγγέλου
Γενικοῦ Διευθυντοῦ Ἀποστολικῆς Διακονίας
τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
† Μνήμη τοῦ ἁγίου ἀποστόλου Ναθαναήλ.
Περί τοῦ Ἀποστόλου Ναθαναήλ γνωρίζουμε τόσα μόνο σαφῆ καί θετικά, ὅσα τό κατά Ἰωάννην Εὐαγγέλιο1 περιέσωσε μεταξύ τοῦ Φιλίππου καί αὐτοῦ διαμειφθέντα καί μεταξύ τοῦ Χριστοῦ καί τοῦ Ναθαναήλ, ὅταν δηλαδή ἄκουσε ἀπό τόν Ἀπόστολο Φίλιππο τήν ἔλευση τοῦ Μεσσίου, γιά τόν Ὁποῖο ἔγραψε ὁ Μωϋσῆς στό Νόμο καί οἱ Προφῆτες.
Στούς Συναξαριστές ὁ Ἀπόστολος Ναθαναήλ ταυτίζεται μέ τόν Ἀπόστολο Βαρθολομαῖο (υἱός τοῦ Θολομαίου), ἄλλοτε δέ μέ τόν ζηλωτή Σίμωνα, τόν Ἀπόστολο ἀπό τήν Κανᾶ τῆς Γαλιλαίας, ὅπου ἐτελέσθηκε ὁ γᾶμος στόν ὁποῖο παρεκάθησε καί ὁ Ἰησοῦς μέ τή μητέρα Του.
Οἱ λόγοι τῆς ταυτίσεως τοῦ Ἀποστόλου Βαρθολομαίου πρός τόν Ναθαναήλ εἶναι διότι: 1) Στούς καταλόγους τῶν Μαθητῶν στά Συνοπτικά Εὐαγγέλια2 καί στίς Πράξεις3 ὀνομάζεται μόνο ὡς Βαρθολομαῖος, ἐνῶ στό κατά Ἰωάννην Εὐαγγέλιο μόνο ὡς Ναθα-ναήλ. 2) Στούς καταλόγους αὐτούς συγκαταριθμεῖται πάντοτε μέ τόν Ἀπόστολο Φίλιππο.
Ἡ ἀποστολική δράση τοῦ Ἀποστόλου Ναθαναήλ ἐπεκτείνε-ται μέχρι τήν Ἀφρική, τή Μαυριτανία καί τή Βρεττανία, ὅπου καί ἐσταυρώθηκε ἀπό εἰδωλολάτρες.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Νεάρχου.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Νέαρχος ἐτελειώθηκε διά πυρός. Εἰκάζεται ὅτι ἦταν φίλος τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Πολυεύκτου. Ἐάν θεωρηθεῖ ὅτι αὐτό εἶναι ἀληθές, τότε ὁ Ἅγιος Νέαρχος πρέπει νά ἐμαρτύρησε κατά τούς χρόνους τῶν αὐτοκρατόρων Δεκίου (249-251 μ.Χ.) καί Οὐαλεριανοῦ (251-259 μ.Χ.).
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Γαῒου, ἐπισκόπου Ρώμης.
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Γάϊος4 καταγόταν ἀπό τή Δαλματία καί ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Ρώμης τό ἔτος 283 μ.Χ. Σύμφωνα μέ ὁρισμένους ἐρευνητές ἦταν συγγενής τοῦ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ καί ἀδελφός τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Γαβίνου († 19 Φεβρουαρίου). Ὑπέ-στη πολλούς διωγμούς καί κακώσεις, κατά τούς χρόνους τοῦ αὐτο-κράτορος Διοκλητιανοῦ, καί γιά κάποιο χρόνο ἀναγκάσθηκε νά καταφύγει σέ σπήλαιο μακρυά ἀπό τή Ρώμη. Ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 296 μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Θεοδώρου τοῦ Συκεώτου.
Ὁ Ὅσιος Θεόδωρος ἐγεννήθηκε στό χωριό Συκέα ἤ Συκεών τῆς Ἀναστασιοπόλεως5, πρώτης πόλεως τῆς ἐπαρχίας Ἀγκυρανῶν, καί ἦταν υἱός τῆς πόρνης Μαρίας καί τοῦ Κοσμᾶ, ἀποκρισάριου τοῦ βασιλέως Ἰουστινιανοῦ. Ἡ ἐκ πορνείας γέννηση τοῦ Ὁσίου δέν ἐμπόδισε τόν Θεό νά τόν ἀναδείξει Ἀρχιερέα τιμιώτατο καί νά τόν πλουτίσει μέ παράδοξες θεοσημεῖες καί θαυματουργίες. Στό σχολεῖο προέκοπτε στή διδασκαλία καί σέ ἡλικία δέκα ἐτῶν ἔδειξε κλίση στό μοναχικό βίο. Ὁταν ὁ Ἅγιος ἔγινε δωδεκαετής, μία νύκτα, ὁ Ἅγιος Μεγαλομάρτυς Γεώργιος ὁ Τροπαιοφόρος τόν ἐξύπνησε λέ-γοντας σέ αὐτόν: «Σήκω, Θεόδωρε, ἔφθασε ὁ ὄρθρος, πᾶμε νά προ-σευχηθοῦμε». Ὁ Ὅσιος εἶχε τόση εὐλάβεια πρός τόν Ἅγιο Γεώργιο, ὥστε κάθε μεσημέρι, ὅταν ἔφευγε ἀπό τό σχολεῖο, ἀνέβαινε στό γει-τονικό πετρῶδες ὄρος, ὅπου ἦταν τό προσκύνημα τοῦ Ἁγίου Γεωρ-γίου. Τόν ὁδηγοῦσε ὁ ἴδιος ὁ Ἅγιος μέ τή μορφή ἑνός παλληκαριοῦ.
Ὁ Ὅσιος ἀκολούθησε τή μοναχική πολιτεία σέ νεαρή ἡλικία μέ τήν εὐλογία τοῦ Ἐπισκόπου Ἀναστασιοπόλεως Θεοδοσίου. Λίγο ἀργότερα ἐχειροτονήθηκε διάκονος καί πρεσβύτερος. Ἀμέσως ἐπι- σκέφθηκε τούς Ἁγίους Τόπους καί ἔλαβε τό σχῆμα τοῦ μοναχοῦ στή μονή τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τοῦ Χουζιβᾶ.
Στή συνέχεια ἐπέστρεψε στήν ἰδιαίτερη πατρίδα του καί παρέμεινε μόνιμα στό παρεκκλήσιο τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Ἐκεῖ οἰκο- δομοῦσε τόν ἑαυτό του μέ νηστεῖες καί χαμοκοιτίες, μέ ἀγρυπνίες καί ψαλμωδίες, γι’ αὐτό καί ἀπελάμβανε ἀπό μέρους τοῦ Θεοῦ ποταμό ἀπό περισσότερα χαρίσματα ἐναντίον τῶν ἀκαθάρτων πνευμάτων καί τῶν κάθε εἴδους ἀσθενειῶν.
Ἡ μητέρα του, ἔχοντας φρόνημα σαρκικό, ἐγκατέλειψε τόν υἱό της καί ἀφοῦ πῆρε ὅσο μέρος τῆς περιουσίας τῆς ἀναλογοῦσε, ἐνυμφεύθηκε τόν Δαυῒδ, ἄνδρα τῆς αὐτοκρατορικῆς φρουρᾶς τῆς Ἄγκυρας.
Ἡ ἀδελφή τῆς μητέρας του, ἡ Δεσποινία, ἡ μητέρα της Ἐλπι-δία καί ἡ ἀδελφή τοῦ Ὁσίου, ἡ Βλάττα, δέν ἐδέχονταν νά ἀποχωρι-σθοῦν ἀπό αὐτόν. Ἀπεναντίας παρατηροῦσαν μέ προσοχή τήν ἐνάρετη ζωή του καί προσπαθοῦσαν νά τόν μιμηθοῦν ὅσο μποροῦ-σαν ἐξαγνίζοντας καί ἁγιάζοντας τόν ἑαυτό τους μέ σωφροσύνη καί καθαρότητα βίου, μέ ἐλεημοσύνες καί προσευχές.
Μετά τό θάνατο τοῦ Ἐπισκόπου τῆς Ἀναστασιοπόλεως Τιμο-θέου, οἱ κάτοικοι τῆς πόλεως, κληρικοί καί λαϊκοί, πῆγαν στήν Ἄγκυρα καί ἐζήτησαν ἀπό τόν Μητροπολίτη Ἀγκύρας Παῦλο νά ἀναδείξει Ἐπίσκοπο τῆς πόλεώς τους τόν Ὅσιο Θεόδωρο. Ὁ Ὅσιος δἐν ἐδεχόταν μέ κανένα τρόπο τήν πρόταση αὐτή. Ἔτσι οἱ Χριστια-νοί κατέφυγαν στή βία. Τόν ἔβγαλαν ἔξω καί ἀφοῦ τόν ἐτοποθέ-τησαν ἐπάνω σ’ ἕνα φορεῖο, τόν ἀπήγαγαν.
Κατά τή χειροτονία του εἰς Ἐπίσκοπον κάποιος εἶδε ἕνα τεράστιο ἀστέρι πού ἀκτινοβολοῦσε ἀπό τόν οὐρανό καί ἐστάθηκε ἐπάνω στήν ἐκκλησία ἀστράφτοντας καί φωτίζοντας τήν πόλη καί τήν γύρω περιοχή.
Ὁ Ὅσιος Θεόδωρος ἔφθασε στήν Ἀναστασιόπολη μαζί μέ τόν Ἐπίσκοπο τῆς πόλεως Κίννας Ἀμίαντο, ἀπό τόν ὁποῖο ἐνθρονί-σθηκε. Ἔκτοτε ἔλαμπε συνεχῶς ὡς ἥλιος μέ τά θεῖα χαρίσματα τῶν ἰαμάτων, μέ τήν αὐστηρότητα τοῦ βίου του, ὅλες τίς ἀρετές καί τίς ἀγαθοεργίες.
Ὁ Ὅσιος Θεόδωρος ἐπεθύμησε νά ἐπισκεφθεῖ γιά τρίτη φορά τά Ἱεροσόλυμα. Ἐκεῖ προσκύνησε τόν Τίμιο Σταυρό, τόν Τάφο τοῦ Κυρίου καί ὅλα τά ἁγιάσματα πού ὑπῆρχαν ἐκεῖ, ὡς καί τά μονα-στήρια. Τόν ἐνοχλοῦσε ὁ λογισμός καί τόν ἔπεισε νά μήν ἐπιστρέψει πίσω στήν πατρίδα του, ἀλλά νά ζήσει ἡσυχαστική ζωή σέ κάποιο ἀπό τά μοναστήρια πού ὑπῆρχαν ἐκεῖ, γιατί ἐνόμιζε πώς εἶχε πέσει ἔξω ἀπό τό μοναχικό μέτρο, ἐπειδή ἀνέλαβε τήν πνευματική εὐθύνη τῆς Ἐπισκοπῆς, καί διότι τόν ἐστενοχωροῦσαν οἱ ἐνοχλητικές κατα-στάσεις πού ὑπῆρχαν σ’ αὐτήν. Πῆγε, λοιπόν, στή Λαύρα τοῦ Ἁγίου Σάββα καί ἐζοῦσε ἐκεῖ σέ κελλί κάποιου ἀγωνιστοῦ μοναχοῦ, πού τόν ἔλεγαν Ἀνδρέα. Κάποια νύκτα ὅμως ἐπαρουσιάσθηκε στόν ὕπνο του ὁ Ἅγιος Γεώργιος, καί ἀφοῦ τοῦ ἔδωσε ἕνα ραβδί, τοῦ εἶπε: «Σήκω καί περπάτα, διότι πολλοί ἄνθρωποι λυποῦνται, γιατί ἀπουσιάζεις. Δέν εἶναι ἐπιτρεπτό νά ἐγκαταλείψεις τήν Ἐπισκοπή σου καί νά ζεῖς ἐδῶ». Ἔτσι ἀποχαιρέτησε τούς πατέρες τῆς μονῆς καί πῆρε τό δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς.
Ὅταν ἐφθασαν στά μέρη τῆς Γαλατίας, κοντά στό μοναστήρι τῶν Δρυῒνων, τούς παρήγγειλε νά μή μιλήσουν σέ κανένα γι’ αὐτό, γιατί αὐτοί πού εὑρίσκονταν ἐκεῖ δέν τόν ἐγνώριζαν. Ὡστόσο ἡ φήμη τοῦ Ὁσίου ἐκυκλόφόρησε παντοῦ. Ἔτσι ἔρχονταν πολλοί στό μοναστήρι, γιά νά λάβουν τήν εὐλογία του.
Ἀπό ἐκεῖ ὁ Ὅσιος ἐπέστρεψε στήν Ἀναστασιόπολη προξενώ-ντας ἔτσι χαρά σέ ὅλους μέ τήν ἐπιστροφή του. Ὅμως ὁ Ὅσιος εἶχε ἀποφασίσει νά παραιτηθεῖ, γιά νά ἀκολουθήσει τήν ἡσυχαστική ὁδό. Γιά τό λόγο αὐτό συνάντησε τόν Ἐπίσκοπο Ἀγκύρας Παῦλο καί τόν παρεκάλεσε νά ἀποδεχθεῖ τήν παραίτησή του. Ὁ Ἐπίσκο-πος Παῦλος δέν μποροῦσε νά δεχθεῖ τήν παραίτηση τοῦ Ὁσίου. Ἀφοῦ ἔγινε ἔντονη συζήτηση μεταξύ τους, στό τέλος ἀπεφάσισαν νά στείλουν μήνυμα στόν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Κυριακό, γιά νά τοῦ θέσουν τό θέμα αὐτό. Ὁ Πατριάρχης Κυριακός, μέ τήν προτροπή τοῦ βασιλέως, ἔδωσε ἐντολή στόν Μητροπολίτη Ἀγκύρας νά δεχθεῖ τό αἴτημα τοῦ Ὁσίου, νά τοῦ δώσει μάλιστα καί τό ὠμο-φόριο τῆς Ἐπισκοπῆς, γιά νά διατηρεῖ τό ἀξίωμά του, διότι εἶναι ἅγιος ἄνθρωπος καί διότι ἀποχωρεῖ ἀπό τήν Ἐπισκοπή χωρίς νά ἔχει διαπράξει παράπτωμα.
Ἔτσι ὁ Ὅσιος ἦλθε στήν περιοχή τῆς Ἡλιουπόλεως καί ἀπομονώθηκε στό ναό τοῦ Ἀρχαγγέλου στήν Ἄκρηνα, πολύ κοντά στό χωριό Πίδρος. Τήν ἴδια ἐποχή ὁ Ὅσιος ἔλαβε ἐπιστολές καί ἀπό τό βασιλέα Μαυρίκιο καί τόν Πατριάρχη Κυριακό, πού τόν πρέτρε-παν νά ἐπισκεφθεῖ τήν Κωνσταντινούπολη καί νά τούς εὐλογήσει. Ἔτσι λοιπόν πῆγε στή θεοφύλακτη πόλη, ὅπου ἐκήρυττε τό λόγο τοῦ Θεοῦ καί ἐθεράπευσε πολλούς.
Ὁ Ὅσιος ἐπέστρεψε στή Γαλατία, ἀλλά ἐπισκέφθηκε γιά δεύτερη φορά τήν Κωνσταντινούπολη, τό ἔτος 610 μ.Χ., ἐπί Πα-τριάρχου Θωμᾶ, στό θάνατο τοῦ ὁποίου εὑρέθηκε. Τιμηθείς δέ ἀπό τόν Πατριάρχη Σέργιο ἐπανῆλθε στό μοναστήρι του, ὅπου συνέχισε τό θεοφιλῆ βίο του.
Ὁ Ὅσιος Θεόδωρος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 613 μ.Χ..
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Πλάτωνος, ἐπισκόπου Μπάνια Λούκα τῆς Σερβίας.
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Πλάτων, κατά κόσμον Μιλιβόγιε Ἰωάν-νοβιτς, ἐγεννήθηκε στίς 29 Σεπτεμβρίου 1874 στό Βελιγράδι ἀπό τόν Ἠλία Ἰωάννοβιτς καί τήν Γιέλκα Σοκόλοβιτς. Μετά τήν ἐγκύκλια μόρφωσή του ἀκολούθησε τό μοναχικό βίο καί ἐκάρη μοναχός. Λίγο ἀργότερα ἐχειροτονήθηκε διάκονος καί πρεσβύτερος. Τό ἔτος 1896 ἀπεστάλη γιά σπουδές στή θεολογική ἀκαδημία τῆς Μόσχας. Ἐπι-στρέφοντας, τό ἔτος 1901, ἀπό τή Ρωσία, μετά τήν ὁλοκλήρωση τῶν σπουδῶν του, διορίσθηκε προϊστάμενος τῆς μονῆς Ρακοβίτσα καί καθηγητής. Κατά τόν Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο ὁ ἀρχιμανδρίτης Πλάτ-ων κατετάγη στό σῶμα τῶν στρατιωτικῶν ἱερέων καί μετά τό πέρας τοῦ πολέμου ἀφιέρωσε τή διακονία του στήν περίθλαψη τῶν ὀρφα-νῶν καί τῶν πληγέντων. Τό ἔτος 1936 ἐκλέγεται Ἐπίσκοπος καί τό ἔτος 1939 μετατίθεται στήν Ἐπισκοπή τῆς Μπάνια Λούκα.
Ἄρχισε ὅμως ὁ Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος. Ὁ Ἐπίσκοπος Πλάτων ἔπρεπε νά ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τήν Κροατία, γιατί ἦταν Σέρβος. Ἀρνήθηκε λέγοντας, ὅτι ἡ ἐκλογή του ἔγινε ἀπό τήν Ἐκκλησία μέ βάση τούς Κανόνες καί τόν πνευματικό νόμο. Ὤφειλε, λοιπόν, νά παραμείνει κοντά στό ποίμνιό του καί νά δώσει τήν ψυχή του γι’ αὐτό, ἐάν ἐχρειαζόταν. Ὡστόσο οἱ ἀρχές τόν ἀνάγκασαν νά ἐγκαταλείψει τήν επαρχία του. Ὁ Ἐπίσκοπος ἐζήτησε νέ μείνει γιά δύο-τρεῖς ἡμέρες προκειμένου νά προετοιμασθεῖ γιά τήν ἀναχώρησή του. Οἱ Οὐστάτσι τόν συνέλαβαν μαζί μέ τόν ἱερέα Δουσάν (Σούμποτιτς) καί τόν ἐξετέλεσαν. Τό ἱερό λείψανο τοῦ Ἱερομάρτυ-ρος Πλάτωνος ἐρρίφθη στόν ποταμό Βρμπάνια. Λίγες ἡμέρες ἀργό-τερα κάποιοι Χριστιανοί τοῦ χωριοῦ Κουμσάλε τό περισυνέλεξαν καί τό ἐνταφίασαν στό στρατιωτικό κοιμητήριο τῆς Μπάνια Λούκα. Τό ἔτος 1973 τά τίμια λείψανά του μετεκομίσθησαν στόν καθεδρικό ναό τῆς Μπάνια Λούκα.
Ἡ κανονική πράξη ἁγιοποιήσεως τοῦ Ἱερομάρτυρος Πλάτωνος ἔγινε ἀπό τήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Σερβίας, τό ἔτος 1998.
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν.
1 Ἰωάν. 1, 46-52.
2 Ματθ. 10, 3. Μάρκ. 3, 18. Λουκ. 6, 14.
3 Πράξ. 1, 13.
4 Ρωμαϊκό Μαρτυρολόγιο, σελ. 94.
5 Ἀρχαία Ρεγκενανία ἤ Λαγκανάια στήν ὁποία ὁ αὐτοκράτορας Ἀναστάσιος (491-518 μ.Χ.) ἔδωσε τό ὄνομά του.