† Μνήμη τῆς εὑρέσεως τῶν ἱερῶν λειψάνων τῶν ἁγίων Ἀποστόλων Ἀνδρονίκου καί Ἰουνίας.
Τά ἱερά λείψανα εὑρέθησαν ἐπί βασιλείας τοῦ Ἡρακλείου (610-641 μ.Χ.) καί Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Θωμᾶ Α΄ (607-610 μ.Χ.) κείμενα στή γῆ. Μετά δέ ἀπό ἀρκετό χρόνο ἀποκαλύφθηκε μέ θεία ἐπιφάνεια στόν κληρικό Νικόλαο, πού ἦταν καλλιγράφος, ὅτι τά ἱερά λείψανα ἀνῆκαν στούς Ἁγίους Ἀποστόλους Ἀνδρόνικο[1] καί Ἰουνία[2], τούς ὁποίους ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μνημονεύει στήν πρός Ρωμαίους ἐπιστολή του.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Τελεσφόρου, ἐπισκόπου Ρώμης.
Ὁ Ἅγιος Τελεσφόρος καταγόταν ἀπό τήν Ἑλλάδα καί ἦλθε στή Ρώμη κατά τίς ἀρχές τοῦ 2ου αἰῶνος μ.Χ. Ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Ρώμης τό 125 μ.Χ., διαδεχθείς τόν Ἐπίσκοπο Σίξτο Α΄. Ὡς Ἐπίσκοπος Ρώμης καταπολέμησε τίς ποικίλες αἱρέσεις τῶν Γνωστικῶν καί εἰσήγαγε πολλές λειτουργικές διατάξεις τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀνατολῆς στή Δύση.
Ὁ Ἅγιος Τελεσφόρος ἐμαρτύρησε τό ἔτος 136 μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῆς ἁγίας μάρτυρος Ἀνθούσας καί τῶν δώδεκα αὐτῆς οἰκετῶν.
Ἡ Ἁγία Μάρτυς Ἀνθοῦσα ἤ Ἄνθουσα μετά τῶν δώδεκα οἰκετῶν αὐτῆς ἐτελειώθησαν διά ξίφους.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Συνετοῦ.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Συνετός ἐτελειώθηκε διά ξίφους. Ἴσως νά πρόκειται περί τοῦ Ἁγίου Συνετοῦ, τοῦ ὁποίου ἡ μνήμη τιμᾶται στίς 12 Δεκεμβρίου.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου Ἀρίστωνος, ἐπισκόπου Ἀρσινόης τῆς Κύπρου, τοῦ θαυματουργοῦ.
Ὁ Ἅγιος Ἀρίστων ἔζησε στήν Κύπρο κατά τόν 4ο καί 5ο αἰώνα μ.Χ. Κατά τήν ἐποχή ἐκείνη στήν ἐπαρχία τῆς Πάφου ὑπῆρχαν δύο Ἐπίσκοποι. Ἕνας στήν περιοχή τῆς Πάφου μέ ἕδρα τή Νέα Πάφο καί ἄλλος στήν περιοχή Ἀρσινόης μέ ἕδρα τήν Ἀρσινόη, ἐκεῖ πού βρίσκεται σήμερα ἡ πόλη τῆς Χρυσοχοῦς. Σύμφωνα μέ τά ὅσα ἀναφέρει ὁ Ἅγιος Νεόφυτος ὁ Ἔγκλειστος († 24 Ἰανουαρίου), ὁ Ἅγιος Ἀρίστων εἶναι ὁ δεύτερος κατά σειράν Ἐπίσκοπος Ἀρσινόης. Πρῶτος ἀναφέ-ρεται κάποιος Νικόλαος. Ἀκολουθεῖ αὐτός καί ὕστερα οἱ Ἅγιοι Νίκων καί Ἀρκάδιος, Καί οἱ τρεῖς αὐτοί Ἅγιοι, Ἀρίστων, Νίκων καί Ἀρκά-διος, θεωροῦνται κατά τόν Ὅσιο Νεόφυτο ἰσάξιοι τῶν τριῶν μεγάλων Πατέρων καί Ἱεραρχῶν τῆς Ἐκκλησίας μας, τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καί Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου.
Ὁ Ἅγιος Ἀρίστων καταγόραν ἀπό εὐσεβεῖς γονεῖς οἱ ὁποῖοι ἐφρόντισαν γιά τήν κατά Θεόν παιδεία καί ἀνατροφή τοῦ υἱοῦ τους. Ἡ ἀρετή καί ἡ κατά Χριστόν πολιτεία ἦταν ὁ σκοπός τῆς ζωῆς τοῦ Ἁγίου Ἀρίστωνος. Ἡ ὁλοκληρωτική αὐτοπαράδοσή του στόν Κύριο τόν ἐβοήθησε νά ἀποκτήσει τήν ἀρετή τῆς πραότητος καί τή βασιλίδα τῶν ἀρετῶν, τήν ταπείνωση, καί ἀπό αὐτή τήν ἁγιότητα. Μέ ἔργα καί λόγια ἔγινε φλογερός διδάσκαλος τῆς εὐσέβειας καί τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, προστάτης τῶν ὀρφανῶν, παρήγορος ἄγγελος τῶν πτωχῶν καί ἀσθενούντων, πατέρας στοργικός γιά ὅλους. Ὁ λόγος τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, «ὅσῳ μέγας εἶ, τοσούτῳ ταπεινοῦ σεαυτόν, καί ἔναντι Κυρίου εὑρήσεις χάριν»[3], βρῆκε τήν ἐφαρμογή του στό πρόσωπο τοῦ Ἁγίου. Ὁ Ἅγιος Θεός τόν ἀξίωσε καί τοῦ χαρίσματος τῆς θαυμα-τουργίας. Ἡ γραφίδα τοῦ Ὁσίου Νεοφύτου γράφει γιά τόν Ἅγιο Ἀρίστωνα ὅτι ἦταν «κατά δαιμόνων ἄριστος ἀριστεύς».
Ὁ Ἅγιος Ἀρίστων ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων ἐννέα μαρτύρων τῆς Κολά, ἐν Γεωργίᾳ.
Τό μαρτύριο τῶν ἐννέα παιδομαρτύρων ἔγινε τόν 6ο αἰώνα μ.Χ. στή Γεωργία.
Σ’ ἕνα μεγάλο χωριό τῆς νοτιοδυτικῆς Γεωργίας, στήν πεδιάδα Κολά, ὅπου εὑρίσκονται οἱ πηγές τοῦ ποταμοῦ Κύρου, ἐζοῦσαν ἐλά-χιστοι Χριστιανοί. Οἱ περισσότεροι κάτοικοι ἦσαν ἀκόμη εἰδωλο-λάτρες. Τά παιδιά τῶν Χριστιανῶν ἔπαιζαν μέ τά παιδιά τῶν εἰδωλολατρῶν. Μόλις ὅμως ὁ ἱερεύς ἐκτυποῦσε τήν καμπάνα γιά τόν Ἑσπερινό, ἀφηναν τό παιχνίδι καί ἔτρεχαν στήν ἐκκλησία. Τά ἀκολουθοῦσαν πάντοτε ἐννέα ἀπό τά παιδιά τῶν εἰδωλολατρῶν: ὁ Γουαράμ, ὁ Μπακάρ, ὁ Βάτσε, ὁ Μπατζίμι, ὁ Τάτσι, ὁ Τζουανσέρι, ὁ Ραμάζι καί ὁ Παρσμάν. Μά σάν ἔφθαναν στήν πύλη τοῦ ναοῦ, οἱ Χριστιανοί δέν ἐπέτρεπαν σ’ αὐτά νά εἰσέλθουν στό ναό. Αὐτό ἔγινε ἀρκετές φορές. Τά παιδιά ἐπέμεναν καί ἀπεφάσισαν νά βαπτισθοῦν Χριστιανοί.
Ὁ Ἱερεύς τοῦ χωριοῦ, ἕνας σεβάσμιος καί ἅγιος λευῒτης, τά ἐκατήχησε καί τά ἐδίδααξε τίς εὐαγγελικές ἐντολές. Δέν ἐτολμοῦσε ὅμως νά τά βάπτίσει τήν ἡμέρα, διότι ἐφοβόταν τούς εἰδωλολάτρες. Ὅτιαν ἐνύχτωσε, λοιπόν, τά πῆρε μαζί του καί τά ὁδήγησε στόν ποταμό. Πολλοί Χριστιανοί τόν ἀκολούθησαν. Τήν ἐποχή ε’κείνη τό ποτάμι ἦταν παγωμένο. Μά μόλις τά παιδιά μπῆκαν μέσα, γιά νά βαπτισθοῦν, τό νερό, μέ τή δύναμη τοῦ Θεοῦ, ἔγινε ζεστό. Τό ἐξαίσιο αὐτό θαῦμα τό ἀκολούθησε ἕνα ἄλλο θαυμαστό γεγονός: Ἄγγελοι ἀπό τόν οὐρανό κατέβηκαν καί τά ἐνέδυσαν μέ λευκούς χιτῶνες.
Τήν ἑπόμενη ἡμέρα οἱ εἰδωλολάτρες γονεῖς ἀναζητοῦσαν τά παιδιά τους. Τά εὑρῆκαν στά σπίτα τῶν Χριστιανῶν καί ἐπλησοφορήθησαν τί εἶχε συμβεῖ. Ἔγιναν ἔξαλλοι καί ὀργίσθηκαν. Ἄρχισαν νά χτυποῦν τά παιδιά τους καί νά προσπαθοῦν νά τά μεταπείσουν νά ἀρνηθοῦν τόν Χριστό. Ἐκεῖνα ὁμολογοῦσαν μέ ἀθωότητα καί ἀνδρεία τήν πίστη τους στόν Κύριο.
Ἔτσι ἀπεφάσισαν νά τά φονεύσουν, πρός παραδειγμα-τισμό καί τῶν ὑπόλοιπων συγχωριανῶν τους. Μέ ἐπικεφαλῆς τόν ἡγεμόνα πῆγαν κοντά στόν ποταμό καί ἔσκαψαν ἕναν βαθύ λάκκο, ὅπου ἔρριψαν μέσα τούς μικρούς Ἁγίους. Ἠσαν ὅλοι ἀπό ἑπτά μέχρι ἐννέα χρόνων[4].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Βαραδάτου.
Ὁ Ὅσιος Βαραδάτος καταγόταν ἀπό τήν Ἀντιόχεια. Ἐπειδή ἀγάπησε τό μοναχικό βίο, ἐπέλεξε τήν ἐρημική ζωή γιά αὐστηρό-τερη ἄσκηση. Ἔτσι ἀνέβηκε στή ράχη ἑνός βουνοῦ κοντά στήν Ἀντιόχεια καί ἔκτισε ἐκεῖ μικρό κελλί καί τόσο στενό, ὥστε νά μή δύναται νά περιλάβει ὅλο τό σῶμα αὐτοῦ. Μέ τή συμβουλή τοῦ Πατριάρχου Ἀντιοχείας Θεοδώρητου († 797) κατῆλθε στήν Ἀντιόχεια, ὅπου διακονοῦσε στό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας χωρίς νά ἐγκαταλείψει τήν ἄσκηση καί τήν προσευχή.
Ὅ Ὅσιος Βαραδάτος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ὁσίων πατέρων ἡμῶν Θαλασσίου καί Λημναίου.
Οἱ Ὅσιοι ἀναφέρονται ἀπό τόν Θεοδώρητο Κύρου[5] καί στό Συναξάριον τῆς Κωνσταντινουπόλεως[6].
Ὁ Ὅσιος Θαλάσσιος ἔστησε τό ἀσκητήριό του ἐπάνω σέ κάποιο ὄρος καί διῆλθε τό βίο του μέ σκληραγωγία καί ἁπλότητα. Στόν Ὅσιο προσῆλθε ὁ Λιμναῖος, πού ἑλκύσθηκε ἀπό τή φήμη τῆς ὁσιακῆς πολι-τείας του, καί ἔλαβε ἀπό τόν θεῖο αὐτό διδάσκαλο τό ὑπόδειγμα τῆς γνήσιας καί ἀληθινῆς μοναχικῆς ζωῆς. Μετά τήν κοίμηση τοῦ Ὁσίου Θαλασσίου κατέφυγε στόν Ὅσιο Μάρωνα († 14 Φεβρουαρίου) τοῦ ὁποίου τό βίο ἐμιμήθηκε. Ἀνέβηκε στήν κορυφή τοῦ ὄρους πού ῆταν κοντά στήν πόλη Ταργάλα καί περιέφραξε μέ γελόλιθους ἕνα τόπο μέσα στόν ὁποῖο διέμενε ἀσκητικά, ἄστεγος, ἐπί τριάντα ὀκτώ ὁλόκλη-ρα χρόνια, ἐκτεθειμένος στό ψῦχος καί τόν καύσωνα. Ὁ Ἅγιος Θεός τόν ἀξίωσε τοῦ χαρίσματος τῆς θαυματουργίας.
Ὁμως ὁ Ὅσιος δέν ἔμεινε μόνο στό ἔργο τῆς ἀσκήσεως, ἀλλά ἐπιδόθηκε καί στό ἔργο τῆς φιλανθρωπίας. Περισυνέλεξε ὅλους τούς τυφλούς τῆς περιοχῆς καί ἔκτισε γιά τόν καθένα κελλί φροντίζοντας γιά τή διατροφή τους ἀπό τήν ἐλεημοσύνη τῶν Χριστιανῶν, οἱ ὁποῖοι τόν ἐπισκέπτονταν, γιά νά πάρουν τήν εὐχή καί εὐλογία του.
Ὁ Ὅσιος Λιμναῖος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Βλασίου.
Ὁ Ἅγιος Βλάσιος ἦταν Ἐπίσκοπος καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη. Μερικοί τόν θεωροῦν Ἐπίσκοπο Ρώμης, ἀλλά δέν ὑπάρχει σχετική ἀναφορά περί τῆς ἀρχιερατείας αὐτοῦ στή Ρώμη στούς ἐπισκοπικούς καταλόγους.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν καί ὁμολογητοῦ ᾿Αθανασίου, τοῦ ἐν τῷ Παυλοπετρίῳ.
Ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος, ὁ Ὁμολογητής, ἐγεννήθηκε στήν Κωνσταντινούπολη ἀπό πλούσιους καί εὐλαβεῖς γονεῖς. Σέ νεαρή ἡλικία προσῆλθε στή μονή Παυλοπετρίου, ἡ ὁποία βρίσκεται στόν κόλπο τῆς Νικομήδειας, μεταξύ τῶν χωρίων Παντειχίου καί Τούζλων, καί ἐκεῖ ἐκάρη μοναχός.
Ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος συνδέθηκε διά φιλίας μέ τόν Θεόδωρο τόν Στουδίτη καί τόν Ἰωάννη, ἡγούμενο τῆς μονῆς τῶν Καθαρῶν (†27 Ἀπριλίου), καί ἀγωνίσθηκε σκηρά ὑπέρ τῆς Ὀρθοδοξίας κατά τήν περίοδο τῆς εἰκονομαχίας. Ἐπί αὐτοκράτορος Λέοντος τοῦ Ἰσαύρου (813-820 μ.Χ.) καταδιώχθηκε καί αὐτός μαζί μέ ἄλλουςε Ὁμολογητές τῆς πίστεως ὑπέρ τῶν ἁγίων εἰκόνων καί ἐξορίσθηκε.
Ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος ἀναδείχθηκε πηγή τῆς Ὀρθοδοξίας καί λιμένας τῆς Ἐκκλησίας καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Γερμανοῦ, τοῦ ἐκ Ρωσίας.
Ὁ Ὅσιος Γερμανός τοῦ Στολομπένσκ ἐγεννήθηκε στή Ρωσία. Ἔγινε μοναχός καί ἀσκήτεψε στήν ἔρημο τοῦ Ἁγίου Νείλου στήν Στολόμπνα. Ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 1614.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῆς ἁγίας νεομάρτυρος Θεοκτίστης τοῦ Βορονέζ.
Ἡ Ὁσία Θεοκτίστη (Μιχαήλοβνα) καταγόταν ἀπό τή Ρωσία καί ἦταν διά Χριστόν σαλή. Ἐμαρτύρησε τό ἔτος 1936.
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν!