† Μνήμη τοῦ ἁγίου Ἰερεμίου, τοῦ Προφήτου.
Βλ. ἀφιέρωμα στό POIMIN.GR (πατήστε εδώ)
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Βατᾶ τοῦ Πέρσου.
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Βατᾶς καταγόταν ἀπό τήν Περσία καί ἐγεννήθηκε ἀπό γονεῖς Χριστιανούς κατά τόν 4ο αἰώνα μ.Χ. Σέ ἡλικία τριάντα ἐτῶν, ἀφοῦ ἄφησε τούς γονεῖς, τά τέκνα καί τή γυναίκα του, ἀπῆλθε σέ μοναστήρι καί ἔγινε μοναχός ποθώντας τή ζωή τῶν Μαρτύρων. Ἔτσι, ὅταν ἔγινε διωγμός κατά τῶν Χριστια-νῶν στήν Περσία, οἱ μέν ἄλλοι συμμοναστές του ἔφυγαν ἐγκατα-λείποντας τό μοναστήρι, αὐτός δέ, ἀφοῦ ἔμεινε, συνελήφθη ἀπό τούς Πέρσες καί παραδόθηκε στόν ἄρχοντα Νισίβεως Ἰασδήχ, ἀδελφό τοῦ Βαρζαβανᾶ, ὁ ὁποῖος τόν διέταξε νά προσκυνήσει τόν ἥλιο. Ὁ Ἅγιος ἀρνήθηκε καί ὁμολόγησε σέ πνευματική ἀνδρεία τό Ὄνομα τοῦ Κυρίου. Τότε ὑπέστη φοβερό μαρτύριο. Τοῦ ἔδεσαν τά χέρια καί τά ἐτέντωσαν τόσο πολύ, ὥστε ἐξαρθρώθηκαν οἱ ὦμοι του. Στή συνέχεια τόν ἔδεσαν καί τόν ἔσυραν, τόν κατέκοψαν μέ μάχαιρα καί τέλος ἀπέκοψαν τήν τιμία κεφαλή αὐτοῦ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Φιλοσόφου, ἐν Ἀλεξανδρείᾳ ἀσκήσαντος.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Φιλόσοφος ἔζησε κατά τόν 4ο αἰώνα μ.Χ. καί καταγόταν ἀπό τήν Ἀλεξάνδρεια. Τά σχετικά μέ τό Βίο του ἀφηγήθηκε ὁ Μέγας Ἀντώνιος.
Ὁ Ἅγιος ἦταν κήρυκας τῆς ἀληθείας τοῦ Χριστοῦ, τήν ὁποία διέδιδε μέ πολλή εὐγλωττία καί θερμότητα, ὑποστηρίζοντας καί ἀναπτύσσοντας αὐτήν πειστικά καί ἀκαταμάχητα ἐνώπιον εἰδωλο-λατρῶν καί Ἰουδαίων. Καί ἀκολουθώντας τά διδάγματα τοῦ Εὐαγγελίου ἐζοῦσε μέ τρόπο σεμνό καί ἄμεμπτο, ἐντελῶς ξένο πρός τά πάθη, μέ νεκρή τή σάρκα του.
Οἱ ἐχθροί τοῦ Σταυροῦ, ἐπειδή δέν μποροῦσαν νά τόν νική-σουν διά λόγου, πολλές φορές ἀποπειράθηκαν νά τόν παγιδεύσουν μέ δολερά δίκτυα. Τοῦ προσέφεραν πολλά χρήματα, ἀλλά αὐτός τά περιφρόνησε. Τοῦ ὑποσχέθηκαν ἀξιώματα, ἀλλά αὐτός ἐπέδειξε τό Εὐαγγέλιο. Τόν ἐκάλεσαν σέ πολυτελή συμπόσια, ἀλλά ὁ Φιλόσο-φος ἤ δέν προσῆλθε ἤ περιορίσθηκε στό μέτρο τῆς ἐγκράτειας. Τότε ὁ ἄρχοντας τῆς Ἀλεξάνδρειας καί οἱ ἐχθροί του, θέλοντας νά καταισχύνουν καί νά σπιλώσουν τό σώφρονα βίο τοῦ Μάρτυρος, ἐμηχανεύθησαν τό ἑξῆς: τόν συνέλαβαν καί ἀντί ἄλλης τιμωρίας τόν προσέδεσαν ἐπάνω σέ ἕνα κρεββάτι. Στή συνέχεια ἀπέστειλαν πρός αὐτόν γυναίκα ἐλαφρῶν ἠθῶν, ἡ ὁποία μέ κάθε τρόπο τόν ἐδελέαζε καί τόν παρακινοῦσε πρός μῖξιν ἀκόλαστη. Ὁ Μάρτυρας, μή δυνά-μενος νά κινηθεῖ, ἔκλεισε τά μάτια του καί ἀψηφώντας τή δριμύτη-τα τοῦ πόνου ἐδάγκασε τή γλώσσα του μέχρις αἵματος καί ἀποκο-πῆς της. Τό αἷμα πού ἔτρεξε κατέβρεξε τή μοιρφή καί τά ἐνδύματα τῆς πόρνης, ἡ ὁποία παρέλυσε καί ἐταράχθηκε ἀπό τόν φόβο. Οἱ ἐχθροί τοῦ Μάρτυρος Φιλοσόφου κατεπλάγησαν, ἀλλά δέν μετανό-ησαν. Ἀφοῦ ἀπέτυχαν νά τόν παρασύρουν στήν ἀκολασία, ἀπεφά-σισαν νά τόν φονεύσουν. Ἔτσι τόν ἀποκεφάλισαν καί ὁ Μάρτυρας ἔλαβε τόν ἀμαράντινο στέφανο τῆς δόξας.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Σάββα.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Σάββας ἐτελειώθηκε, ἀφοῦ τόν ἐκρέμασαν ἐπάνω σέ ἕνα δένδρο.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Ἀκακίου ἤ Ἀσίου.
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ἀκάκιος ἤ Ἄσιος ἦταν διάκονος καί ἐμαρτύρησε στή Γαλλία, τό ἔτος 303 μ.Χ., ἐπί αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284-305 μ.Χ.).
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Ἀκέλου.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἄκελος ἦταν ὑποδιάκονος καί ἐμαρτύρησε στή Γαλλία, τό ἔτος 303 μ.Χ., ἐπί αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284-305 μ.Χ.), μαζί μέ τόν Ἅγιο Ἱερομάρτυρα Ἀκάκιο ἤ Ἄσιο.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῆς ὁσίας μητρός Ἰσιδώρας, τῆς διά Χριστόν σαλῆς.Ἀναφέρεται στά Γεροντικά ὅτι ὁ Ὅσιος Πιτυροῦν († 29 Νοεμβρίου) ἐπληροφορήθηκε ὑπό τοῦ Κυρίου γιά τήν ἀρετή τῆς Ὁσίας Ἰσιδώρας καί ἐπισκεφθείς τή μονή αὐτῆς ἐζήτησε νά συγκεν-τρωθοῦν ὅλες οἱ μοναχές. Ὅταν ἦλθαν αὐτές, ὁ Ὅσιος Πιτυροῦν δέν διέκρινε σέ καμμία φωτοστέφανο, ὡς εἶχε παρά Θεοῦ βεβαιωθεῖ ὅτι θά ἔχει ἡ Ὁσία Ἰσιδώρα. Τότε ἐζήτησε νά πληροφορηθῆ ἐάν ὑπῆρχε ἄλλη μοναχή στή μονή. Τότε ἀνεφέρθηκε στόν Ἅγιο ὅτι ὑπῆρχε μία σαλή. Ὁ Ὅσιος Πιτυροῦν παρεκάλεσε νά κληθεῖ καί ἡ σαλή. Κατά τήν εἴσοδο τῆς Ὁσίας Ἰσιδώρας ὁ Ὅσιος Πιτυροῦν διέκρινε τό φωτοστέφανο ἐπί τῆς κεφαλῆς αὐτῆς καί ἔτσι ἀποκα-λύφθηκε ὅτι ἡ Ὁσία Ἰσιδώρα ὑποκρινόταν τή σαλή καί τοῦτο γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ Ὁσία Ἰσιδώρα, ἀφοῦ ἀσκήτεψε θεοφιλῶς σέ μονή τῆς Αἰγύπτου, ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 365 μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Μιχαήλ, τοῦ Θαυματουργοῦ.
Ὁ Ὅσιος Μιχαήλ εἶναι ἄγνωστος στούς Συναξαριστές καί στά Μηναῖα. Εἰς αὐτόν ὑπάρχει Ἀκολουθία, κατά τήν 1η Μαῒου, πού εὑρίσκεται στόν Παρισινό Κώδικα[1], στήν ὁποία ἐξυμνοῦνται οἱ ἀσκητικές του ἀρετές καί ἡ ἐκ τοῦ τάφου αὐτοῦ ἐκβλύζουσα θαυμα-τουργική χάρη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Ἀγαπητοῦ, ἐπισκόπου Ὡξέρρης.
Ὁ Ἅγιος Ἀγαπητός καταγόταν ἀπό τή Γαλλία καί ἔζησε τόν 4ο καί 5ο αἰώνα μ.Χ. Μετά ἀπό ἐπιμονή τῶν γονέων του ἐνυμφεύ-θηκε τήν Μάρθα, ἀλλά μετά τό γάμο τους συμφώνησαν νά ζήσουν μέ ἁγνότητα καί παρθενία. Ἡ Μάρθα ἔγινε μοναχή καί ὁ Ἅγιος Ἀγαπητός μοναχός. Τό ἔτος 388 μ.Χ. ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Ὡξέρρης καί ἐποίμανε τήν ἐπισκοπή του θεοφιλῶς. Γιά τήν ἁγιότητα τοῦ βίου του ὁ Θεός τόν ἐπροίκισε μέ τό χάρισμα τῆς θαυματουργίας.
Ὁ Ἅγιος Ἀγαπητός ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 418 μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Ἀσαφίου, ἐπισκόπου Οὐαλίας.
Ὁ Ἅγιος Ἀσάφιος ἔζησε κατά τό δεύτερο ἥμισυ τοῦ 6ου αἰῶ- νος μ.Χ. καί ἦταν Ἐπίσκοπος Οὐαλίας. Ἀσκήτεψε σέ μονή πού εὑρισκόταν κοντά στίς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Ἔλγουϊ τῆς βόρειας Οὐα λίας καί εἶχε ἱδρυθεῖ ἀπό τόν Ἅγιο Κεντιγκέρνο, Ἐπίσκοπο Γλα-σκώβης († 13 Ἰανουαρίου). Ὁ Θεός τόν ἀξίωσε τοῦ χαρίσματος τῆς θαυματουργίας. Ὁ Ἅγιος συνέγραψε μοναχικούς κανόνες, τυπι- κές διατάξεις γιά τήν Ἐκκλησία του καί ἄλλα ἔργα καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἐγκαινίων τῆς Νέας Ἐκκλησίας.
Τό ναό αὐτό, ἀφιερωμένο στόν Σωτήρα Χριστό, τόν Ἀρχάγ-γελο Μιχαήλ καί τόν Προφήτη Ἠλία, ἔκτισε στά ἀνάκτορα τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὁ αὐτοκράτορας Βασίλειος ὁ Β΄ κατά τό ἔννατο ἔτος τῆς βασιλείας αὐτοῦ (876 μ.Χ.), ἀφοῦ περισυνέλεξε μάρμαρα, κίονες καί ψηφίδες ἀπό ἐρειπωμένους ναούς. Τά ἐγκαίνια τῆς Νέας Ἐκκλησίας ἔγιναν τήν 1η Μαῒου τοῦ ἔτους 881 μ.Χ. ἀπό τόν Πατριάρχη Φώτιο.
Κατά τήν ἑορτή τοῦ ναοῦ ἐγινόταν κατά τόν 10 αἰώνα μ.Χ, αὐτοκρατορική προσέλευση, ὁ δέ Πατριάρχης ἀνερχόταν στό παλά-τι καί ἀπό ἐκεῖ κατερχόταν στή Νέα Ἐκκλησία, γιά νά λειτουργήσει.
† Τῆ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Συμεών τοῦ Πενταγλώσσου, τοῦ Σιναῒτου.
Ὁ Ὅσιος Συμεών ὁ Πεντάγλωσσος ἦταν Ἕλληνας ἀπό τή Σικελία. Ἐσπούδασε στήν Κωνσταντινούπολη κατά τίς ἀρχές τοῦ 11ου αἰῶνος μ.Χ. καί στή συνέχεια μετέβη στήν Παλαιστίνη, ὅπου ἐμόνασε σέ διάφορα μοναστήρια. Κατόπιν ἦλθε στή μονή τοῦ Σινᾶ καί ἀσκήτεψε ἐκεῖ. Ἦταν ἐκεῖνος πού μετέφερε περί τό ἔτος 1026 λείψανα τῆς Ἁγίας Μεγαλομάρτυρος Αἰκατερίνης στίς πόλεις Τρέβς καί Ρουένη τῆς Γαλλίας[2], στήν ὁποία ἵδρυσε καί μονή ἀφιερωμένη στήν Ἁγία Αἰκατερίνη. Ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 1035.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ ἀνάμνησις τοῦ φοβεροῦ καί μετά φιλανθρωπίας γενομένου σεισμοῦ ἐν τῇ ἱερᾷ μονῇ Σινᾷ.
Τό γεγονός τοῦ σεισμοῦ αὐτοῦ ἀπαντᾶ σέ Σιναϊτικούς Κώδικες[3] καί συνέβη τό ἔτος 1201 στή μονή Σινᾶ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῆς ἁγίας Ταμάρας τῆς βασιλίσσης, τῆς ἐκ Γεωργίας.
Ἡ Ἁγία Ταμάρα ἡ Μεγάλη, βασίλισσα τῆς Γεωργίας, ἐγεννή-θηκε περί τό ἔτος 1165 καί καταγόταν ἀπό τήν ἀρχαία Γεωργιανή δυναστεία τῶν Μπαγκραντίντ. Τό ἔτος 1178 συνεβασίλευσε μέ τόν πατέρα της Γεώργιο τόν Γ΄. Ἡ βασιλεία τῆς Ταμάρας ἔμεινε γνωστή στή Γεωργιανή Ἱστορία ὡς Χρυσή Ἐποχή. Ἡ Ἁγία διακρινόταν γιά τή μεγάλη εὐλάβειά της καί τό ἱεραποστολικό της ἔργο. Συνεχίζο-ντας τό ἔργο τοῦ παπποῦ της, Ἁγίου Δαυῒδ († 26 Ἰανουαρίου), διέδωσε τόν Χριστιανισμό σέ ὅλη τή Γεωργία, καί ἀνήγειρε ναούς καί μονές. Τό ἔτος 1204, ὁ κυβερνήτης τοῦ σουλτανάτου Ρούμα, ὁ Ρούκν-ἐν-Ντίν, ἔστειλε μία διαταγή στή βασίλισσα Ταμάρα, σύμφωνα μέ τήν ὁποία ἡ Γεωργία ἔπρεπε νά ἀρνηθεῖ τήν πίστη στόν Χριστό καί νά ἀσπασθεῖ τόν Μουσουλμανισμό.
Ἡ Ἁγία Ταμάρα ἀρνήθηκε καί σέ μία ἱστορική μάχη, κοντά στή Βασιανή, ὁ Γεωργιανὸς στρατός ἐνίκησε τούς Μουσουλμάνους.
Ἡ σοφή καί δίκαιη βασιλεία τῆς Ἁγίας Ταμάρας τῆς ἐχάρισε τήν ἀγάπη τοῦ λαοῦ της. Ἡ Ἁγία διῆλθε τά τελευταῖα χρόνια τοῦ βίου της στό μοναστήρι τῶν Σπηλαίων τῆς Μπάρζια. Τό κελλί της συνδεόταν μέ τήν ἐκκλησία μέ ἕνα παράθυρο, διά μέσου τοῦ ὁποίου μποροῦσε νά προσεύχεται στόν Θεό κατά τή διάρκεια τῶν ἱερῶν Ἀκολουθιῶν. Ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 1213 καί συγκαταριθ-μήθηκε στή χορεία τῶν Ἁγίων.
Ἡ μνήμη τῆς Ἁγίας Ταμάρας τιμᾶται, ἐπίσης, καί τήν Κυρια-κή τῶν Μυροφόρων.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Παφνουτίου, τοῦ ἐκ Ρωσίας, τοῦ Θαυματουργοῦ.
Ὁ Ὅσιος Παφνούτιος τοῦ Μπορόβσκ, κατά κόσμον Παρθέ-νιος, ἔζησε κατά τόν 13ο καί 14ο αἰώνα μ.Χ. Ὁ πατέρας του ὀνομα-ζόταν Ἰωάννης. Σέ ἡλικία εἴκοσι ἐτῶν ὁ Παρθένιος ἔφυγε κρυφά ἀπό τήν πατρική οἰκία καί κατέφυγε σέ μοναστήρι. Τό ἔτος 1414 κείρεται μοναχός στή μονή Ποκρόβσκι Βισότσκι τῆς πόλεως Μπο-ρόβκ καί ὀνομάζεται Παφνούτιος. Ὅταν ἀπέθανε ὁ ἡγούμενος τῆς μονῆς, ὁ Ὅσιος ἐξελέγη στή θέση του. Τό ἔτος 1426 χειροτονεῖται πρεσβύτερος ἀπό τόν Μητροπολίτη Κιέβου Φώτιο. Σέ ἡλικία πενή-ντα ἑνός ἐτῶν ὁ Ὅσιος Παφνούτιος ἀσθένησε βαρειά καί ἀποσύρ-θηκε ἀπό τήν ἡγουμενεία, ἀφοῦ ἔλαβε τό μέγα ἀγγελικό σχῆμα.
Μετά τήν ἀνάρρωσή του, τήν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου τοῦ Τροπαιοφόρου, στίς 23 Ἀπριλίου τοῦ 1444, ἐγκαταλείπει τό μοναστήρι καί καταφεύγει γιά ἄσκηση καί ἡσυχία στίς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Πρότβα. Σέ λίγο τόν ἀκολου-θοῦν καί ἄλλοι μοναχοί καί ἔτσι δημιουργεῖται μιά νέα μονή. Πρώ-τιστο μέλημα τοῦ Ὁσίου ἦταν ἡ ἀνοικοδόμηση ἑνός νέου πέτρινου ναοῦ ἀφιερωμένου στό Γενέσιον τῆς Θεοτόκου.
Ὁ Ὅσιος ἀποτελοῦσε παράδειγμα ἁπλότητος καί ἐγκράτειας. Εἶχε τό πιό πτωχὸ κελλί καί ἡ τροφή του ἦταν πολύ ἁπλή καί ἐλά-χιστη. Ἀπό τά διακονήματα τῆς μονῆς ὁ Ὅσιος διάλεγε τά πιό βα-ρειά: ἔκοβε καί μετέφερε ξύλα, ἔσκαβε καί ἐπότιζε τὸν κῆπο. Αὐτό ὅμως πού τόν διέκρινε ἦταν ἡ ἀγάπη του πρός τό λειτουργικό βίο τῆς Ἐκκλησίας καί τίς Ἀκολουθίες.
Ὁ Ὅσιος Παφνούτιος προέβλεψε τό θάνατό του. Προσευχή-θηκε γιά τελευταῖα φορά, εὐλόγησε τούς ἀδελφούς του καί ἐκοιμή-θηκε μέ εἰρήνη, τό ἔτος 1477.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη ὁσίου πατρός ἡμῶν Νικήτα, τοῦ ἐκ Ρωσίας.
Ὁ Ὅσιος Νικήτας τοῦ Μπορόβσκ ἔζησε κατά τόν 14ο καί 15ο αἰώνα μ.Χ. στή Ρωσία, ὅπου ἀσκήτεψε θεοφιλῶς καί συνδέθηκε πνευματικά μέ τόν Ἅγιο Σέργιο τοῦ Ραντονέζ. Οἱ μελετητές τῆς ἁγι- ογραφίας καί τῆς ἱστορίας τῶν Ρωσικῶν μοναστηριών ὑπέθεσαν διάφορα γιά τό βίο τοῦ Ὁσίου Νικήτα, τά ὁποῖα, μποροῦν νἀ ὁμα- δοποιηθοῦν σέ τρεῖς κατηγορίες:
1) Ὁ Ὅσιος Νικήτας ἦταν ὁ διάδοχος τοῦ Ἀθανασίου Β΄ τοῦ Νέου, στήν πνευματική καθοδήγηση τῆς μονῆς τοῦ Βυσόσκϊυ στό Σεπρούχωβ, πού εἶχε ἱδρυθεῖ ἀπό τό μαθητή τοῦ Ἁγίου Σεργίου τόν Ἀθανάσιο τόν Πρεσβύτερο κατά τά ἔτη 1373-1374. Ὁ Ὅσιος θά πρέπει νά διατέλεσε ἡγούμενος ἀπό τό 1395 μέχρι τό 1444.
2) Μερικοί ἱστορικοί ταυτίζουν τόν Ὅσιο Νικήτα μέ τόν Νικηφόρο, ἡγούμενο καί ἱδρυτή, σύμφωνα μέ τή παράδοση, τῆς μονῆς τῆς Προστασίας τῆς Θεοτόκου στό Μπορόβσκ. Ὁ Ὅσιος Νι-κήτας πρέπει νά ἐγκαταβίωσε σέ αὐτό τόν τόπο ἤδη ηλικιωμένος, ἀφοῦ εἶχε πρίν διατελέσει Ἡγούμενος στό Σεπρούχωβ.
3) Μία τελευταία ὑπόθεση ταυτίζει τόν Ὅσιο Νικήτα τοῦ Μπορόβσκ μέ τόν Ὅσιο Νικήτα τῆς Κοστρόμα.
Ὁ Ὅσιος Νικήτας ἐκοιμήθηκε ὁσίως μέ εἰρήνη. Ἡ μνήμη του ἀναφέρεται, ἐπίσης, κατά τήν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τῶν μαθητῶν τοῦ Ἁγίου Σεργίου τοῦ Ραντονέζ († 6 Ἰουλίου).
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Μακαρίου, μητροπολίτου Κιέβου.
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Μακάριος, Μητροπολίτης Κιέβου, ἦταν ἡγούμενος τῆς μονῆς τῆς Ἁγίας Τριάδος Βιλένκ. Τό ἔτος 1495, μετά τό θάνατο τοῦ Μητροπολίτου Κιέβου Ἰωνᾶ (1488-1494), ὁ Ἅγιος Μακάριος ἐξελέγη Μητροπολίτης Κιέβου. Ἐμαρτύρησε τό ἔτος 1497, στό χωριό Στριγκόλοβο, στόν ποταμὸ Βζχιζά, ὅταν οἱ Τάτα-ροι μπῆκαν στή Ρωσία.
Τά ἄφθαρτα ἱερά λείψανα τοῦ Ἁγίου Μακαρίου φυλάσσο-νται στόν καθεδρικό ναό τοῦ Ἁγίου Βλαδιμήρου τοῦ Κιέβου.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Ζωσιμᾶ, τοῦ ἐκ Γεωργίας.
Ὁ Ἅγιος Ζωσιμᾶς ἔζησε κατά τόν 14ο καί 15ο αἰώνα μ.Χ. στή Γεωργία καί ἦταν Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Κουμοῦρντο. Ἐκοιμήθηκε ὁσίως μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Γερασίμου, τοῦ ἐκ Ρωσίας.
Ὁ Ὅσιος Γεράσιμος τοῦ Μπολτίνσκ, κατά κόσμον Γρηγόριος, ἐγεννήθηκε τό ἔτος 1490 στό Πέρεσλαβ-Ζάλεσκ τῆς Ρωσίας. Ἀπό μικρή ἡλικία διακρινόταν γιά τό φιλακόλουθο τοῦ χαρακτῆρος του καί τήν εὐσέβειά του. Εἶχε ὡς πρότυπό του τόν Ὅσιο Δανιήλ τοῦ Περεγιασλάβλ († 7 Ἀπριλίου) καί γι’ αὐτό ἀκολούθησε ἐνωρίς τό μοναχικό βίο. Μετά ἀπό ἕνα σύντομο χρονικό διάστημα δοκιμα-σίας, ἐκάρη μοναχός καί ἔλαβε τό ὄνομα Γεράσιμος.
Ὁ νέος μοναχός μέ μεγάλο ζῆλο ἐκπλήρωσε τίς ἀρετές τῆς νηστείας καὶ τῆς προσευχῆς καί σύντομα ἔγινε γνωστὸς στή Μόσχα γιά τήν πνευματικότητα καί τό αὐστηρό τοῦ βίου του. Αὐτός ἦταν ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο ἐκλήθηκε στή Μόσχα, ὅπου ἐγνώρισε τόν τσάρο.
Ἡ μεγάλη φήμη του στή χώρα ἦταν ἕνα βάρος γιά τόν Ὅσιο, ὁ ὁποῖος ἐπιθυμοῦσε τήν ἡσυχία καί τήν ἄσκηση. Ἔτσι, μετά ἀπό εἴκοσι ἕξι χρόνια κάτω ἀπό τήν πνευματική καθοδήγηση τοῦ Ἁγίου Δανιήλ, ὁ Ὅσιος Γεράσιμος ἔλαβε τήν εὐλογία τοῦ Γέροντός του γιά τόν ἡσυχαστικό βίο. Ἐγκαταστάθηκε κοντά στλην πόλη Ντορογκο-μπούζα, στή χώρα τῶν Σμόλενκ, σέ ἕνα ἄγριο δάσος, στό ὁποῖο κατοικοῦσαν μόνι φίδια καί ἄγρια ζῶα. Συχνά ὁ Ὅσιος ἐδεχόταν ἐπιθέσεις ληστῶν, ἀλλά τίς ὑπέμενε μέ ἠρεμία καί ἡσυχία προσευχό-μενος γιά ἐκείνους πού εὑρίσκονταν μακρυά ἀπό τό δρόνο τοῦ Θεοῦ. Ἐξ αἰτίας ἑνός συγκεκριμένου ὁράματος, πῆγε στό βουνό Μπολντίνα, ὅπου σέ μία πηγή εὑρισκόταν μία τεράστια βελανιδιά. Οἱ γηγενεῖς τόν ἐκτύπησαν μέ ρόπαλα καί ἤθελαν νά τόν πνίξουν, ἀλλά ἐπειδή ἐφοβήθηκαν, τόν παρέδωσαν στόν κυβερνήτη τῆς Ντορογκομπούζα, ὁ ὁποῖος τόν ἔριξε στή φυλακή, ἐπειδή ἦταν ἄστεγος. Ὁ Ὅσιος Γεράσιμος μέ ὑπομονή ἄντεξε τόν ἐξευτελισμό, ἔμεινε σιωπηλὸς καί προσευχόταν.
Κατά τή διάρκεια αὐτῆς τῆς περιόδου, ἕνας αὐτοκρατορικός ἀντιπρόσωπος ἦλθε ἀπό τή Μόσχα στόν κυβερνήτη. Βλέποντας τόν Ὅσιο Γεράσιμο, ὑποκλίθηκε σέ αὐτόν καί ἐζήτησε τήν εὐλογία του. Παλαιότερα εἶχε δεῖ τόν Ὅσιο Γεράσιμο μαζί μέ τόν Ἅγιο Δανιήλ ἐνώπιον τοῦ τσάρου. Ὁ κυβερνήτης ἐτρομοκρατήθηκε καί ἀμέσως ἱκέτευσε γιά τή συγχώρηση τοῦ Ὁσίου καί ὑποσχέθηκε νά κτίσει ἕνα οἴκημα γιά νά τόν προστατεύει ἀπό τούς ληστές. Ἀπό αὐτήν τήν περίοδο, ὁ Ὅσιος Γεράσιμος ἄρχισε νὰ δέχεται αὐτοὺς πού διακατέχονταν ἀπό τόν πόθο γιά τό μοναχικό βίο καί ἐζήτησε ἄδεια ἀπό τή Μόσχα, γιά νά κτίσει ἕνα μοναστήρι. Τό ἔτος 1530 ἔκτισε μία ἐκκλησία ἀφιερωμένη στήν Ἁγία Τριάδα καί οἱκοδόμησε κελλιά γιά τούς μοναχούς.
Ἐκτός ἀπό τό μοναστήρι στή Μπολντίνα, ὁ Ὅσιος Γεράσιμος ἵδρυσε ἀκόμα ἕνα μοναστήρι πρός τιμήν τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου στήν πόλη τῆς Βιάζμα καί ἀργότερα στό δάσος τοῦ Βράϊανκ, στόν ποταμὸ Ζίζντρα, ἕνα μοναστήρι ἀφιερωμένο στά Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου. Ὁ Πέτρος Κοροστέλεβ, ἕνας μαθητὴς τοῦ Ὁσίου Γερασίμου, ἔγινε ἡγούμενος σέ αὐτό τό μοναστήρι.
Ἀρκετοί ἀσκητὲς ἦταν ὑπό τήν πνευματική καθοδήγηση τοῦ Ὁσίου Γερασίμου: ὁ ἡγούμενος Ἀντώνιος, ὁ ὁποῖος ἀργότερα ἔγινε Ἐπίσκοπος Βολόγκντα († 26 Ὀκτωβρίου) καί ὁ Ἀρκάδιος, ὁ ὁποῖος ἀσκήτεψε ὡς ἐρημίτης καί ἐνταφιάσθηκε στό μοναστήρι τῆς Μπολντίνα.
Πρίν ἀπό τό θάνατό του, ὁ Ὅσιος Γεράσιμος ἐκάλεσε ὅλους τούς ἡγουμένους καί τούς μοναχούς ἀπό τά μοναστήρια πού εἶχε ἱδρύσει, τούς εἶπε γιά τό βίο του καί τούς ἔδωσε τίς τελευταῖες πνευ-ματικές ὑποθῆκες, πού κατεγράφησαν στό βιβλίο «Ζωή»,. τό ὁποῖο ἔγραψε ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος κατ’ ἀπαίτηση τῶν γερόντων.
Ὁ Ἅγιος Γεράσιμος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 1554.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Παναρέτου, ἐπισκόπου Πάφου.
Ὁ Ἅγιος Πανάρετος ἐγεννήθηκε στήν Κύπρο καί συγκεκριμένα στήν Περιστερωνοπηγή Ἀμμοχώστου, περί τό ἔτος 1710. Ἡ ἐποχή ἐκείνη ἦταν δύσκολη. Τό πολύσκλαβο μαρτυρικό νησί ἦταν κάτω ἀπό τή κλαβιά τῶν Τούρκων. Οἱ γονεῖς του ἦσαν ἄνθρωποι εὐλαβεῖς καί εὔποροι. Ὁ Ἅγιος ἔμαθε τα πρῶτα γράμματα ἀπό τούς γονεῖς του καί μετά συνέχισε τίς σπουδές του στὸ Ἑλληνικό σχολεῖο στή Λευκωσία. Μετά τό πέρας τῶν σπουδῶν του ἐπέστρεψε καί ἐγκαταβίωσε στό ἐρειπωμένο μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Ἀναστασίου, πού εὑρισκόταν στό χωριό του.
Ἀργότερα ἐχειροτονήθηκε ἱερέας καί διετέλεσε ἡγούμενος γιά πολλά χρόνια στό μοναστήρι τῆς Θεοτόκου στήν Παλλουριώτισσα Λευκωσίας. Ἡ περίοδος τῆς ἡγουμενίας του στό μοναστήρι ὑπῆρξε μία περίοδος ἐθνικῶν δοκιμασιῶν καί διωγμῶν τοῦ Ἑλληνικοῦ στοιχείου. Ἕνας Τοῦρκος ἐπαναστάτης, ὀνόματι Χαλήλης, μέ δύο χιλιάδες περίπου ὁμοεθνεῖς του, ἠθέλησε νά καταλάβει τή Λευκω-σία. Ἡ κατάσταση ἦταν μαρτυρική. Μέ κίνδυνο τῆς ἴδιας τῆς ζωῆς του ὁ Ἅγιος Πανάρετος, στίς δύσκολες ἐκεῖνες στιγμές, ἔγινε ὁ παρήγορος ἄγγελος τῶν πονεμένων καί ὁ ὑπερασπιστής καί προ-στάτης τῶν καταδιωγμένων. Ἡ ζωντανή καί οὐσιαστική συμπαρά-στασή του στόν πόνο τοῦ λαοῦ ἐκτιμήθηκε τόσο, ὥστε κλῆρος καί λαός συνῆλθε καί τόν ἐξέλεξε Μητροπολίτη Πάφου, τό ἔτος 1767.
Ἀπό τή θέση αὐτή τοῦ ἐδόθηκε ἡ εὐκαιρία νά ἀναπτύξει ὅλα τά κρυμμένα χαρίσματά του καί ἔγινε τά σκοτεινά ἐκεῖνα χρόνια γιά τούς σκλαβωμένους βακτηρία καί στήριγμα καί φάρος φωτεινός. Ἐποίμαινε τό ποίμνιό του θυσιαστικά. Μέ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι παραδέχονταν μέ εἰλικρίνεια τά λάθη τους καί ἀγωνίζονταν νά διορθωθοῦν, ἦταν ἐπιεικής. Τούς πονηρούς καί ἀδιόρθωτους τούς ἀντιμετώπιζε μέ τήν ἁρμόζουσα σέ κάθε περίπτωση αὐστηρότητα, προκειμένου νά ἀφυπνήσει συνειδήσεις καί νά προκαλέσει τή μετά-νοια καί τή διόρθωση.
Κάποιος ἀπό τούς ἱερεῖς τῆς ἐπαρχίας τοῦ Ἁγίου καταλήφθη-κε ἀπό τό πάθος τῆς αἰσχροκέρδειας, μέ ἀποτέλεσμα οἱ ἐνορίτες του νά ὑποφέρουν καί νά ἀναγκασθοῦν νά τόν καταγγείλουν στόν Ἐπίσκοπο. Αὐτός ἐκάλεσε τόν ἱερέα, τοῦ ἔκανε τίς σχετικές παρα-τηρήσεις, τόν συνεβούλευσε κατάλληλα καί ἐκεῖνος ὑποσχέθη-κε ὅτι θά προσπαθήσει νά διορθωθεῖ. Στήν πραγματικότητα ὅμως δέν ἔκανε καμμιά προσπάθεια, ἀντίθετα μάλιστα τά πράγματα ἐχει-ροτέρεψαν καί οἱ ἐνορίτες ἐζήτησαν τήν ἀπομάκρυνσή του. Ὁ Ἐπίσκοπος τόν συμβούλεψε καί γιά δεύτερη καί τρίτη φορά. Ὅταν ὅμως ἐβεβαιώθηκε γιά τήν ἀμετανοησία του καί γιά τήν προσπάθειά του νά παραπλανήσει τόν Ἐπίσκοπο μέ ψεύτικους ὅρκους, τόν ἐτιμώρησε μέ ἕναν πρωτότυπο καί ἀσυνήθιστο τρόπο. Τήν ὥρα πού ὁμιλοῦσε μέ θράσος καί ἔλεγε ψέματα τοῦ εἶπε μέ αὐστηρότητα: «νά κλείσεις τό στόμα σου καί νά μήν ὁμιλεῖς, ἀφοῦ καταδέχεσαι νά ψεύδεσαι καί νά ὁρκίζεσαι χωρίς φόβο». Καί ἀπό ἐκείνη τή στιγμή ἔμεινε ἄλαλος καί δέν μποροῦσε νά ὁμιλήσει. Μετά ἀπό ἀρκετό χρονικό διάστημα καί ἀφοῦ ὁ ἱερέας ἀρρώστησε βαρειά, ἐζήτησε νά δεῖ τόν Ἅγιο καί μέ νεύματα νά ἐξομολογηθεῖ. Ἐκεῖνος ἔτρεξε κοντά του καί, ὅταν διέγνωσε τήν ἀληθινή του μετάνοια, τόν συγχώρησε, τόν εὐλόγησε καί τότε ἐλύθηκε ἡ γλώσσα του. Ἐξομο-λογήθηκε, ἐκοινώνησε καί ἀπῆλθε τοῦ κόσμου τούτου μέ μετάνοια.
Τόν Ἅγιο Πανάρετο ἀπασχολοῦσε ἔντονα τό θέμα τῆς σωτη-ρίας του. Σέ ὅλη του τή ζωή προετοιμαζόταν γιά τήν ὥρα τῆς ἐξόδου του. Εἶχε τό χάρισμα τῆς μνήμης τοῦ θανάτου καί ἐπιθυ-μοῦσε τά τέλη τῆς ζωῆς του νά εἶναι χριστιανά, ἀνεπαίσχυντα καί εἰρηνικά. Ἀξιώθηκε δέ νά προγνωρίσει τήν ὥρα τῆς κοιμήσεώς του καί ἐφρόντισε νὰ εἶναι πανέτοιμος. Λίγο πρίν τήν κοίμησή του εἶπε στόν πρωτοσύγκελλό του, ὅτι θά ἔλθει ὁ φίλος του Ἐπίσκοπος πρώην Καρπάθου Παρθένιος, γιά νά τόν ἐξομολογήσει. Μάλιστα τοῦ εἶπε νά πάει στήν προκυμαία νά τόν ὑποδεχθεῖ καί νά τόν φέρει στό Ἐπισκοπεῖο. Ὁ πρωτοσύγκελλος ἐνόμισε ὅτι ὁ Ἅγιος παραμι-λοῦσε λόγῳ τῆς ἀρρώστιας του καί παράκουσε. Στή συνέχεια ὅμως, μετά τήν ἐπιμονή τοῦ Ἁγίου, ὑπάκουσε καί πραγματικά εὑρῆκε στήν προκυμαία ἕνα πλοῖο, τό ὁποῖο λόγῳ τῶν ἰσχυρῶν ἀνέμων πού ἔπνεαν, προσάραξε στήν Πάφο. Μέσα σέ αὐτό εὑρισκόταν ὁ Ἐπίσκοπος Παρθένιος, ὁ ὁποῖος ἔσπευσε, γεμάτος συγκίνηση καί θαυμασμό, νά συναντήσει τόν Ἅγιο. Ἀφοῦ τόν ἐξομολόγησε, τήν ἑπόμενη ἡμέρα ἐλειτούργησε καί τόν ἐκοινώνησε. Ὁ Ἅγιος Πανά-ρετος τόν παρεκάλεσε νά παραμείνει ἄλλη μία ἡμέρα, γιά νά τελέσει καί τήν ἐξόδιο Ἀκολουθία του. Ἐκεῖνος παρέμεινε καί ἐκήδευσε τό ἱερό λείψανο τοῦ Ἁγίου, τό ὁποῖο εὐωδίαζε καί μάλιστα ἐθερά-πευσε καί πολλούς ἀσθενεῖς, οἱ ὁποῖοι ἐπικαλέσθηκαν τίς πρεσβεῖες του.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων ὁσιομαρτύρων Εὐθυμίου τοῦ ἐκ Δημητσάνης καί Ἰγνατίου τοῦ Νέου.
Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τή μνήμη τοῦ Ὁσιομάρτυρος Εὐθυμίου († 22 Μαρτίου) καί τοῦ Ὁσιομάρτυρος Ἰγνατίου τοῦ Νέου († 8 Ὀκτωβρίου), συναθλητῶν τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου, καί τήν 1η Μαῒου.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ὁσιομάρτυρος Ἀκακίου.
Ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρτυς Ἀκάκιος, κατά κόσμον Ἀθανάσιος, καταγόταν ἀπό τό Νεοχώρι, σημερινό ᾿Ασβεστοχώρι Θεσσαλο-νίκης, καί ἐγεννήθηκε τό ἔτος 1792. Οἱ γονεῖς του εἶχαν ἀναγκασθεῖ γιά βιοποριστικοὺς λόγους νά μετακομίσουν, τό ἔτος 1805, στίς Σέρρες, ὅπου παρέδωσαν τόν ἐννεάχρονο Ἀθανάσιο σέ κάποιον ὑποδηματοποιό γιά νά τοῦ διδάξει τήν τέχνη του. Ὅμως ἡ σκληρή συμπεριφορά του καί ἡ κακομεταχείριση ἐξώθησαν τόν Ἀθανάσιο στήν ἐξόμωση γιά νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό τά βάσανα. Στήν πράξη του αὐτή τόν προέτρεψαν καὶ δύο Ὀθωμανές, οἱ ὁποῖες παρακολου-θοῦσαν τήν ἀπάνθρωπη συμπεριφορὰ τοῦ ἀφεντικοῦ του, καί ὑποσχόμενες μιά καλύτερη ζωή στό μικρό Ἀθανάσιο τόν ἔπεισαν τήν ἡμέρα τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς νά ἀλλαξοπιστήσει. Μωαμεθα-νός πλέον ὁ Ἀθανάσιος, υἱοθετήθηκε ἀπό τόν Τοῦρκο ἡγεμόνα τῆς περιοχῆς ᾿Ισοὺφ Μπέη, στό σπίτι τοῦ ὁποίου παρέμεινε ἐπί ἐννέα χρόνια. Σὲ ἡλικία δέκα ὀκτώ ἐτῶν ὁ Ἀθανάσιος ἐδέχθηκε τήν πονη-ρή ἐπίθεση τῆς μητριᾶς του, ἡ ὁποία καθώς ἔβλεπε τόν Ἀθανάσιο νά μεγαλώνει καί νά ἀνδρώνεται τόν ἐρωτεύθηκε, ὅπως στήν Παλαιά Διαθήκη, ἐρωτεύθηκε τόν Ἰωσήφ ἡ γυναίκα τοῦ Πετεφρῆ. ᾿Επειδὴ ὅμως αὐτός δέν ὑποχώρησε καί δέν ὑπέκυψε στό πάθος τῆς μητριᾶς του ἐσυκοφαντήθηκε ἀπ᾿ αὐτήν στό θετό πατέρα του, μέ ἀποτέλε-σμα νά ἐκδιωχθεῖ ἀπό αὐτόν. ᾿Εκμεταλλευόμενος αὐτή τήν εὐκαιρία κατέφυγε στή Θεσσαλονίκη κοντά στούς γονεῖς του, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἐγκαταλείψει τίς Σέρρες μόλις ἐπληροφορήθησαν τήν ἐξόμωσή του.
Στή συνέχεια, ἀκολουθώντας τίς συμβουλές τῶν γονέων του, μετέβη στό Ἅγιον Ὄρος, ὅπου, ἀφοῦ περιπλανήθηκε σέ ἀρκετές μονές, κατέληξε τελικά στή σκήτη τοῦ Τιμίου Προδρόμου, στή συνο-δεία τοῦ γέροντος Νικηφόρου, ὁ ὁποῖος τόν παρέδωσε ὡς ὑποτακτι-κό στό γέροντα Ἀκάκιο γιά νά τόν προετοιμάσει γιά τό μαρτύριο, ὅπως εἶχε κάνει καί προηγουμένως μέ τούς Ὁσιομάρτυρες Εὐθύμιο καὶ ᾿Ιγνάτιο.
Μετά ἀπό ἕνα διάστημα συνεχοῦς ἀσκήσεως καί ἀδιάλειπτης προσευχῆς, ὁ Ἀθανάσιος, ὁ ὁποῖος ἐκάρη μοναχός καί μετονομά-σθηκε Ἀκάκιος, ἔχοντας τίς εὐλογίες τῶν λοιπῶν γερόντων ἐξεκί-νησε συνοδευόμενος ἀπό τό μοναχό Γρηγόριο, ὁ ὁποῖος εἶχε συνο-δεύσει ἐνωρίτερα καὶ τούς δύο παραπάνω Ὁσιομάρτυρες, γιά τήν Κωνσταντινούπολη στίς 10 ᾿Απριλίου. Ὁ Ἅγιος ἐβάδιζε μέ χαρά πρός τό μαρτύριο.
Λίγο πρίν τήν ἀναχώρησή του, πλήρης Πνεύματος Ἁγίου, ἔγραψε τήν ἀκόλουθη ἐπιστολή πρός τόν γέροντα καί τούς ἀδελ-φούς του μοναχούς:
Πανοσιώτατέ μοι καί πνευματικέ μου πάτερ δουλικῶς σοῦ προσκυνῶ καί τήν ἁγίαν δεξιάν σου ἀσπάζομαι.
Τό παρόν μου ταπεινόν γράμμα δέν εἶν᾿ εἰς ἄλλο τι εἰ μή εἰς τό νά ζητήσω τήν εὐχήν σας καί διά νά μάθετε καί τό καλό μας κατευ-ώδιο μέ τήν χάριν τοῦ ἁγίου Θεοῦ καί μέ τίς ἐδικές σας ἁγίες εὐχές. Κατευωδωθήκαμεν εἰς τήν βασιλεύουσαν τῇ 24ῃ τοῦ ᾿Απριλίου μη-νός [καί ἐμπήκαμεν μαζί μέ τόν γέροντά μου εἰς τά ἐργαστήρια τά χαβιαρτζίδικα, ὅπου καί ἄλλην φοράν ἐμπῆκεν ὁ γέροντάς μου], καί ἐλπίζω μέ τήν χάριν τοῦ ἁγίου Θεοῦ καί τῆς Κυρίας μου βασί-λισσας καί μέ τίς ἐδικές σου θερμές δεήσεις πρός τόν Κύριον καί τῶν συναδέλφων μου νά λάβῃ τέλος κι ἡ ὑπόθεσίς μας.
Τούς συναδέλφους μου πολύ τούς παρακαλῶ καί τούς χαιρε-τῶ, νά μή μέ λησμονήσουν καί ἀκούγοντας τό μακάριόν μου τέλος νά εὐχαριστήσετε τόν Κύριον ἡμῶν ᾿Ιησοῦν Χριστόν καί τήν Κυ-ρίαν μου Βασίλισσαν καί νά δοξολογήσετε καί νά καταλύσετε ὅλη τήν ἑβδομάδα ἐν χαρᾷ καί ἀγαλλιάσει ψυχῆς. Διά τούς κόπους πού ἐδοκιμάσατε δι᾿ ἐμέ μέχρι σήμερα ἐγώ δέν εἶμαι ἱκανός νά σᾶς εὐχαριστήσω, μόνον ὁ ἐπουράνιος βασιλεύς μου νά σᾶς ἀντιβρα-βεύσῃ ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν καί νά μᾶς ἀξιώσῃ ὁ Κύριος νά συγκατοικήσουμε ὁμοῦ. Καί ὅσοι ἀκόμη συνέδραμαν καί βοήθησαν εἰς αὐτό τό ἔργο ἄς λάβουν τό μισθό τους ἀπό τόν ἐπουράνιον βασι-λέα μου.
Ἀκόμη ὅλους τούς ἁγίους πατέρας τῆς ἱερᾶς σκήτεώς μας εὐλα-βῶς τούς προσκυνῶ, τόν διδάσκαλό μου, τόν γέροντα ᾿Ονούφριον τόν ἀσπάζομαι, καί τούς συναδέλφους μου γέροντες, Ἀκάκιον, ᾿Ιάκωβον καί Καλλίνικον. Χαιρετίσματα καί εἰς τόν διδάσκαλον Γαβριήλ. Προσκυνήματα καί εἰς τόν παπᾶ ᾿Αγαθάγγελον, ἀσπάζο-μαι τήν δεξιάν του. Τόν παπᾶ Δοσίθεον μετά τοῦ γέροντός του καί τῆς συνοδίας του προσκυνῶ, ὡς καί τόν γείτονά μας τόν Νεόφυτον μέ τήν συνοδείαν του. Ἀσπάζομαι ὁμοίως καί τόν γέροντα Μιχαήλ μέ τήν συνοδίαν του. Ταῦτα γράφω ἐν συντομίᾳ γέροντά μου καί πνευματικέ μου. Αὔριο λοιπὸν Παρασκευή 28 ᾿Απριλίου μέλλω νά κινήσω εἰς τόν δρόμον τῆς ἀθλήσεως καί εἴθε οἱ ἅγιες εὐχές σας νά μέ βοηθήσουν. ᾿Αμήν».
Ὁ πλοίαρχος, ἄνθρωπος εὐλαβής, ὅταν ἔμαθε τό σκοπό τοῦ ταξιδίου τοῦ ᾿Ακακίου ὑποσχέθηκε στό Γρηγόριο νά μεριμνήσει γιά τήν ἐξαγορά τοῦ λειψάνου του μετά τό μαρτυρικό του τέλος καί νά τό ἐπανακομίσει ὁ ἴδιος στό Ἅγιον Ὄρος. ῞Υστερα ἀπό δεκατρεῖς ἡμέρες ἔφθασαν στήν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ἐφιλοξενήθησαν ἀπό κάποιον παντοπώλη, γνώριμο τοῦ Γρηγορίου. Τό Σάββατο 29 ᾿Απριλίου, ὁ Ἅγιος Ἀκάκιος, ἀφοῦ προετοιμάσθηκε κατάλληλα λαμβάνοντας τά Ἄχραντα Μυστήρια, ἐνδύθηκε μέ ροῦχα τουρκικά καί μέ τήν καθοδήγηση τοῦ ἀδελφοῦ τοῦ καπετάνιου ἔφθασε στό κριτήριο, ὅπου ὁμολόγησε ἐνώπιον ὅλων τῶν παρισταμένων τήν ἐπάνοδό του στήν πατρώα πίστη. ᾿Εξ αἰτίας αὐτῆς του τῆς ὁμολογίας ἐκλείσθηκε στή φυλακή. Καθ᾿ ὅλη δέ τή διάρκεια τῆς φυλακίσεώς του προσπάθησαν ἐπανειλημμένα εἴτε μέ κολακεῖες καί ὑποσχέσεις, εἴτε μέ βασανιστήρια καί ἐκφοβισμούς νά τόν μεταπείσουν. ῞Ολα αὐτά ὅμως δέν κατάφεραν νά τόν κλονίσουν. Ἰδιαίτερα μάλιστα ἐνισχύθηκε καί προετοιμάσθηκε, γιά νά ἀντιμετωπίσει τό μαρτύριο, ὅταν ἔλαβε τή Θεία Κοινωνία πού τοῦ μετέφερε κρυφά στή φυλακή ὁ ἀδελφός τοῦ καπετάνιου μέ τήν εὐλογία τοῦ μοναχοῦ Γρηγορίου ἀπό τό ναό τῆς Παναγίας τῆς Καταφιανῆς. Οἱ Τοῦρκοι προύχοντες, βλέποντας τό σταθερό φρόνημα τοῦ Ἀκακίου, κατάλαβαν πώς μά-ταια κοπιάζουν, γι᾿ αὐτό καί ἀπεφάσισαν τή θανάτωσή του.
῎Ετσι, «εἰς τόπον καλούμενον Δακτυλόπορταν», ὁ Ἅγιος Νεομάρτυρας Ἀκάκιος παρέδωσε, τό ἔτος 1816, διά τοῦ ξίφους, τό πνεῦμα του. Τήν τρίτη ἡμέρα, σύμφωνα μέ τήν ἐπικρατοῦσα συνή-θεια, ὁ μοναχός Γρηγόριος ἐξαγόρασε τό λείψανο τοῦ Μάρτυρος μέ χρήματα πού συγκέντρωσε ἀπό τούς παντοπῶλες τοῦ Γαλατᾶ καί τό μετέφερε στή νῆσο Πρίγκηπο, ὅπου ἐπιβιβάσθηκαν στό πλοῖο μέ τό ὁποῖο εἶχαν ἔλθει στήν Κωνσταντινούπολη, μέ προορισμό τό Ἅγιον Ὄρος. Στίς 9 Μαΐου ἀποβιβάσθηκαν στό λιμενίσκο τῆς μονῆς ᾿Ιβήρων καί ἀπό ἐκεῖ μετέφεραν τό τίμιο λείψανο στήν Καλύβη τοῦ Ἁγίου Νικολάου, ὅπου τό ἐνταφίασαν στό παρεκκλήσιο τῶν ὁσιομαρτύρων Εὐθυμίου καί ᾿Ιγνατίου μπροστά στήν εἰκόνα τῆς Πανα-γίας, σύμφωνα μέ τήν ἐπιθυμία τοῦ Ὁσιομάρτυρος.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Νικηφόρου, τοῦ ἐκ Χίου.
Ὁ Ὅσιος Νικηφόρος ἐγεννήθηκε στά Καρδάμυλα τῆς Χίου, τό ἔτος 1750, ἀπό εὐσεβεῖς γονεῖς καί τό κοσμικό του ὄνομα ἦταν Γεώργιος. Σέ νεαρή ἡλικία οἱ γονεῖς του τόν ἀφιέρωσαν στήν Ἐκκλησία, γιά νά τόν σώσουν ἀπό τήν ἀρρώστια του λοιμοῦ. Στή συνέχεια εἰσῆλθε στή Νέα Μονή, ὅπου ἐκάρη μοναχός καί ἔλαβε τό ὄνομα Νικηφόρος. Διακρίθηκε γιά τούς μοναχικούς τους ἀγῶνες, ἀλλά καί γιά τήν εὐφυΐα καί τή φιλομάθειά του. Γιά τό λόγο αὐτό, οἱ πατέρες της Μονῆς τόν ἔστειλαν στή Χώρα, γιά νά συνεχίσει τίς σπουδές του, ὑπό τήν ἐπίβλεψη καί χειραγωγία τοῦ περίφημου διδασκάλου Νεοφύτου τοῦ Καυσοκαλυβίτου. Μετά τήν ὀλοκλήρωση τῶν σπουδῶν του ἐδίδαξε ὡς δάσκαλος στή σχολή ἐπί σχολαρχίας Ἀθανασίου τοῦ Πάριου. Ἐκεῖ ἐδίδαξε μέχρι τό 1802, ὁπότε ἀνέλαβε τήν ἡγουμενία τῆς μονῆς καί συνέγραψε τήν ἱστορία της. Λόγῳ τῆς ἀκαταστασίας στή μονή καί τῶν ποικίλλων ἀντιδράσεων ὁρι-σμένων πατέρων, ἀπομακρύνθηκε ἀπό αὐτή καί κατέφυγε στό Μεστά, στό μονύδριο τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, ὅπου ἐμόναζε καί ὁ Ἰωσήφ ἀπό τά Ἄγραφα.
Ὁ Ὅσιος Νικηφόρος ἐκοιμήθηκε εἰρηνικά τό ἔτος 1821.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῆς Ἁγίας Κόρης.
Ἡ Ἁγία Κόρη, σύμφωνα μέ τήν παράδοση τῶν Χριστιανῶν τῆς περιοχῆς Βροντοῦ Πιερίας, καταγόταν ἀπό ἕνα χωριό τῶν Ἰωαννίνων. Τό ὄνομά της εἶναι ἄγνωστο, γι’ αὐτό οἱ πιστοί τήν ὀνόμασαν Ἁγία Κόρη.
Ἡ Ἁγία ἔζησε τήν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας καί μάλιστα τήν ἐποχή τοῦ τυράννου τῆς Ἠπείρου Ἀλῆ Πασᾶ (1788-1822). Ἡ σωματική της ὡραιότητα συνεβάδιζε μέ τήν ὀμορφιά τῆς ψυχῆς της, ἀφοῦ ἦταν κοσμημένη μέ τίς ἀρετές τῆς σεμνότητος, τῆς εὐσέβειας καί τῆς ἐγκράτειας. Κατά τήν παράδσοη, κάποιος ἄνθρωπος τοῦ Ἀλῆ Πασᾶ ἔμεινε ἔκπληκτος ἀπό τήν ὡραιότητά της καί τήν ἐπρό-δωσε σ’ αὐτόν. Ὁ Πασᾶς διέταξε ἀμέσως νά τήν συλλάβουν καί νά τήν ὁδηγήσουν σ’ ἐκεῖνον. Ὅμως, κάποιος ἀπό τούς στρατιῶτες, πού ἦταν Ἕλληνας, εἰδοποίησε τήν Ἁγία, ἡ ὁποία πῆρε μαζί της τήν εἰκόνα τοῦ Κυρίου καί τῆς Θεοτόκου καί ἔφυγε. Ἡ Ἁγία βρῆκε καταφύγιο στόν Ὄλυμπο, στήν περιοχή τῆς παλαιᾶς Βροντοῦ, πού εὑρισκόταν στούς πρόποδες τοῦ Ὀλύμπου καί κοντά στό ἐξωκ-κλῆσι τῆς Ἁγίας Τριάδος. Πληροφορηθείας ὁ Ἀλῆ Πασᾶς ὅτι ἡ Ἁγία Κόρη ἦταν κρυμμένη στή Βροντοῦ, ἔστειλε Τούρκους νά τή συλλά-βουν. Τότε αὐτή κυνηγημένη ἔφυγε στό τελευταῖο καταφύγιο, σέ βαθειά χαράδρα, ὅπου καί ἀπέθανε ἀπό τίς κακουχίες καί τίς στε-ρήσεις. Οἱ Χριστιανοί τήν ἐνταφίασαν μέ εὐλάβεια καί σεβασμό στόν τόπο ὅπου σήμερα εἶναι τό παρεκκλήσιο καί τό ἁγίασμά της. Ἀπό τότε ἄρχισαν νά ἐπισκέπτονται τό προσκυνητάριό της καί νά ἀνάβουν κεριά. Μέ τόν καιρό αὐτό ἔγινε προσκύνημα καί ἡ Ἁγία καθιερώθηκε ὡς Ἁγία στή συνείδηση τῶν Χριστιανῶν. Τό νερό, πού ἀναβλύζει κάτω ἀπό τό ἁγίαμά της, ἔγινε ἁγίασμα θεραπευτικό γιά τούς ἀσθενεῖς καί στήν Ἁγία ἀποδίδεται πλῆθος θαυμάτων[4].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῆς ἁγίας νεομάρτυρος Μαρίας.
Ἡ καλλιπάρθενος Νεομάρτυς τῆς πίστεως Μαρία, ἡ ἐπονο-μαζόμενη Μεθυμοπούλα, ἐγεννήθηκε στήν Κάτω Φουρνῆ Μεραμβέλ-λου Κρήτης ἀπό γονεῖς εὐσεβεῖς καί φιλοθεους. Τήν Ἁγία ἀγάπησε ἕνας Τουρκαλβανός χωροφύλακας, ὁ ὁποῖος κατέβαλε κάθε προ-σπάθεια νά τήν προσελκύσει στό μιαρό ἔρωτά του. Ὅσο ὅμως αὐ-τός προσπαθοῦσε, τόσο ἡ μακαρία Μαρία τόν ἀποστρεφόταν. Ἔτσι ὁ δυσσεβής αὐτός ἄνδρας ἀπεφάσισε νά φονεύσει τήν Ἁγία. Ἀφοῦ τήν εὑρῆκε μία ἡμέρα νά συλλέγει φύλλα γιά τή διατροφή τῶν μεταξοσκωλήκων, ἔβαλε κατ’ αὐτῆς καί τήν ἔπληξε θανάσιμα στήν καρδιά της. Ἔτσι ἔλαβε ἡ πάγκαλος νύμφη τοῦ Κυρίου τόν στέφα-νο τῆς ἀθλήσεως.
Ἡ Ἁγία Νεομάρτυς Μαρία φέρεται ἀθλήσασα κατά τό ἔτος 1826[5].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τοῦ Ἀνδρονίκου, ἐν Ρωσίᾳ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Ἀπροσδοκήτου Χαρᾶς, ἐν Ρωσίᾳ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ἐν Τσαρεβοκοκσάϊσκ τῆς Ρωσίας.
Ἡ ἱερά εἰκόνα τῆς Θεοτόκου τοῦ Τσαρεβοκοκσάϊσκ, ἡ Μυρο-βλύζουσα, ἐμφανίσθηκε στόν χωρικό Ἀνδρέα Ἰβάνοφ, τήν 1η Μαΐ-ου τοῦ ἔτους 1647 κοντά στή Μπολσάγια Κουζνέτσα, δέκα πέντε χιλιόμετρα ἀπό τήν πόλη Τσαρεβοκοκσάϊσκ στήν περιοχή τοῦ Κα-ζάν. Δουλεύοντας στό χωράφι, ὁ Ἀνδρέας εὑρῆκε μία εἰκόνα πεσμέ-νη στό ἔδαφος καί προσπάθησε νά τή σηκώσει. Ἡ εἰκόνα ἐξαφανί-σθηκε. Ὁ ἔκπληκτος χωρικός, κοιτάζοντας γύρω του, παρετήρησε ἡ εἰκόνα μέ μιά ἀόρατη δύναμη εἶχε τοποθετηθεῖ ἐπάνω σέ ἕνα δέντρο. Προσευχήθηκε καί πῆρε τήν εἰκόνα στό σπίτι του, ὅπου ἐδοξάσθηκε μέ θαύματα.
Προσκυνητές ἐμαζεύθηκαν στό σπίτι ἀπό τά γύρω χωριά. Μετέφεραν ἀντίγραφο τῆς εἰκόνας στήν πόλη Τσαρεβοκοκσάϊσκ καί ἀργότερα στή Μόσχα. Ἕνα μοναστήρι ἐκτίσθηκε στό μέρος ὅπου εἶχε εὑρεθεῖ ἐκεῖ. Τό ὄνομα «Μυροβλύζουσα» ἐδόθηκε, ἐπειδή ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ ἀπεικονίζεται στήν ἁγιογραφία μέ τίς Μυρο-φόρες Γυναῖκες.
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν!