† Μνήμη τῶν ἁγίων ἀποστόλων Ἀρχίππου, Φιλήμονος καί Ἀπφίας.
Καί οἱ τρεῖς Ἅγιοι Ἀπόστολοι Ἀπφίας ἤ Ἀπφίων, Ἀρχιππος καί Φιλήμων συναριθμοῦνται μεταξύ τῶν Ἁγίων Ἑβδομήκοντα Ἀποστόλων, τῶν ὁποίων τή Σύναξη ἑορτάζει ἡ Ἐκκλησίας στίς 4 Ἰανουαρίου.
Περί τῆς Ἁγίας Ἀπφίας ἀναφέρει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στήν πρός Φιλήμονα ἐπιστολή: «καί ᾿Απφίᾳ τῇ ἀγαπητῇ»[1]. Συνεμαρτύ-ρησε μετά τῶν Ἀποστόλων Φιλήμονος, ᾿Αρχίππου καί ᾿Ονισήμου ἐπί αὐτοκράτορος Νέρωνος (54-68 μ.Χ.) καί φέρεται ὡς σύζυγος τοῦ Ἀποστόλου Φιλήμονος, († 19 Φεβρουαρίου, † 22 Νοεμβρίου).
Ὁ Ἀπόστολος Ἄρχιππος, ἦταν μαθητής τοῦ Ἀποστόλου Παύ-λου[2] εἰς Κολοσσάς. Ἐτελειώθηκε μαρτυρικά ἐπί Νέρωνος, († 19 Φε-βρουαρίου, † 22 Νοεμβρίου). Ὁ Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν τόν ἐκατήχησε καί τόν ἐβάπτισε Χριστιανό. Γρήγορα ὅμως, λόγῳ τῆς προθυμίας, τοῦ ζήλου καί τῆς εὐσέβειάς του, ἀποδείχθηκε σέ συστρατιώτη του Ἀποστόλου, ὁ ὁποῖος τόν ἀναφέρει στίς πρός Φιλήμονα καί Κολασσαεῖς ἐπιστολές του. Ἀργότερα συλλαμβάνεται μέ διαταγή του ἔπαρχου Ἀνδροκλέους καί πιέζεται νά ἀρνηθεῖ τήν πίστη του. O Ἄρχιππος ἀρνεῖται καί ὑποβάλλεται σέ βασανιστήρια, τά ὁποῖα ἀντί νά πτοοῦν ἐνδυναμώνουν τόν Ἄγιο. Τέλος ὁ διά λιθοβολισμοῦ θάνατος ἐχάρισε στόν Ἀπόστολο Ἄρχιππο τό στέφανο τῆς δόξας.
Ὁ Ἀπόστολος Φιλήμων, Ἐπίσκοπος Γάζης, ἦταν μαθητής τοῦ Ἀποστόλου Παύλου καί ἐτελειώθηκε μαρτυρικά στίς Κολοσσές ἐπί Νέ-ρωνος[3], ( † 19 Φεβρουαρίου, † 22 Νοεμβρίου). Κατά τόν Ψευδο-Δω-ρόθεο ἦταν ἕνας ἀπό τούς ἑβδομήκοντα Ἀποστόλους τοῦ Κυρίου καί ὁ παραλήπτης τῆς ἐπιστολῆς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου πρός Φιλήμονα. Κατά τίς Ἀποστολικές Διαταγές (ΙV, 46) ὁ μαθητής αὐτός τοῦ Κυρίου ἔγινε Ἐπίσκοπος ὄχι Γάζης, ἀλλά τῶν Κολοσ-σῶν[4].
῾Ο ἡγεμόνας Ἀνδροκλῆς ὑπέβαλε σέ διάφορα φρικτά βασανι-στήρια τούς Ἀποστόλους Φιλήμονα καί Ἀπφία. ῎Ετσι καί οἱ Ἅγιοι αὐτοί ᾿Απόστολοι ἐτελειώθησαν καί ἔλαβαν τούς στεφάνους τοῦ μαρ-τυρίου.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Γαβίνου.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Γαβίνος καταγόταν ἀπό τή Δαλματία. Ἦταν ἀδελφός τοῦ Ἁγίου Γαῒου, Ἐπισκόπου Ρώμης († 22 Ἀπριλίου), τόν ὁποῖο ἐβοηθοῦσε ὡς πρεσβύτερος, καί πατέρας τῆς Ἁγίας Μάρτυρος Σωσάννης († 11 Αὐγούστου). Κατά τούς διωγμούς τῶν Χριστιανῶν, ἐπί αὐτοκράτρος Διοκλητιανοῦ (284-305 μ.Χ.), διέτρεχε τά δάση καί εἰσερχόταν στά σπήλαια, ὅπου εἶχαν καταφύγει οἱ Χριστιανοί, τούς ἐνεθάρρυνε νά μένουν ἀκλόνητοι στήν πίστη του Χριστοῦ καί τούς προσέφερε τή Θεία Μετάληψη πρός ἐνίσχυσιν. Λόγῳ τῆς δράσεώς του περιέπεσε στή δυσμένεια τοῦ Γαλερίου καί συνελήφθη. Ἐμαρτύρησε τό ἔτος 296 μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων Μαξίμου, Θεοδότου, ῾Ησυχίου καί Ἀσκληπιοδότης.
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες τοῦ Χριστοῦ Μάξιμος, Θεόδοτος, ῾Ησύχιος καί Ἀσκληπιοδότη περιερχόμενοι σέ κάθε πόλη καί κάθε χώρα, ἐκήρυτταν μέ παρρησία τό Εὐαγγέλιο καί ὁμολογοῦσαν ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ Ἀληθινός Θεός καί Κύριος τοῦ παντός καί δημιουργός τοῦ κόσμου· ἐνῶ τά εἴδωλα ὅτι εἶναι ἔργα χειρῶν καί δημιουργήματα τῶν ἀνθρώπων, κατασκευασμένα μέ πέτρες καί ξύλα. Γι’ αὐτό συνελήφθησαν ἀπό τούς εἰδωλολάτρες καί παραδόθηκαν στόν Ἄρχοντα τῆς χώρας καί ἐβασανίσθηκαν, γιά νά ἀρνηθοῦν τόν Χριστό καί νά προσκυνήσουν τά εἴδωλα. Ἐπειδή ὅμως δέν ἐπείθοντο, ἐσύροντο σιδηροδέσμιοι ἀπό πόλη σέ πόλη καί ἐμάχοντο μέ τά θηρία. Τά θηρία ὅμως δέν ἐτόλμησαν νά πλησιάσουν τούς ῾Αγίους καί ἔτσι αὐτοί διεφυλάχθησαν σῶοι καί ἀβλαβεῖς. Ἔπειτα μέ σιδερένια νύχια τούς ἔγδαραν καί τέλος ἀφοῦ ἄναψαν μεγάλο καμίνι, τούς ἔρριψαν μέσα σέ αὐτό, ἐνῶ αὐτοί ἔψαλλαν χαίροντες. Καί εὐχαριστώντας τόν Ἅγιο Θεό παρέδωσαν τίς ἅγιες καί μακάριες ψυχές τους στόν Κύριο καί ἔλαβαν τό στέφανο τοῦ μαρτυρίου.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ὁσίων πατέρων ἡμῶν καί ὁμολογητῶν Εὐγενίου καί Μακαρίου.
Οἱ Ὅσιοι Πατέρες μας Εὐγένιος καί Μακάριος συνελήφθησαν ἐπί αὐτοκράτορος Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου (361-363 μ.Χ.), ἐνώπιον τοῦ ὁποίου διεκήρυξαν μέ πνευματική ἀνδρεία, ὅτι ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός εἶναι ὁ Ἀληθινός Θεός καί ἔλεγξαν τόν εἰδωλολάτρη αὐτοκράτορα γιά τίς δοξασίες του.
Ἀμέσως ὁ Ἰουλιανός ἔδωσε ἐντολή νά τούς βασανίσουν. Ἀφοῦ τούς ἐκρέμασαν, τούς ἔβαλαν ἐπάνω σέ πυρακτωμένη σχάρα. Ὅμως οἱ Ἅγιοι μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ διεφυλάχθησαν σῶοι καί ἀβλαβεῖς. Ὕστε-ρα ἀπό αὐτό ὁ Ἰουλιανός τούς ἐξόρισε στή Μαυριτανία.
Ἐκεῖ ἔφθασαν σέ ἕνα τόπο, ὅπου ἀσκήτευαν καί ζοῦσαν μέ προ-σευχή καί νηστεία. Οἱ κάτοικοι τῆς περιοχῆς τούς συνέστησαν νά φύ-γουν ἀπό ἐκεῖ, διότι στόν τόπο ἐκεῖνο ὑπῆρχε ἕνας δράκοντας. Οἱ Ὅσιοι δέν ἐφοβήθησαν, ἀλλά προσευχήθηκαν μέ θέρμη στόν Θεό καί ἀμέσως τό θαῦμα ἔγινε. Κεραυνός ἀπό τόν οὐρανό ἔπεσε καί κατέκαψε τό δράκοντα.
Μετά ἀπό αὐτό τό γεγονός καί ἀφοῦ οἱ Ὅσιοι ἔζησαν γιά λίγο καιρό, ἐκοιμήθησαν μέ εἰρήνη παραδίδοντες τίς ἅγιες ψυχές τους στόν Κύριο.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ραβουλᾶ.
Ὁ Ὅσιος Ραβουλᾶς ἐγεννήθηκε στά Σαμόσατα[5] τῆς Συρίας καί ἔζησε ἐπί τῶν αὐτοκρατόρων Ζήνωνος τοῦ Ἰσαύρου (474-475, 476-491 μ.Χ.), Ἀναστασίου Α΄ (491-518 μ.Χ.) καί Ἰουστινιανοῦ Α΄ (527-565 μ.Χ.). Ἐκπαιδεύθηκε ἀπό τό διδάσκαλο Βαρυψαβᾶ καί ἐκτός ἀπό τήν ἄλλη παιδεία καί μόρφωση ὁ Ὅσιος ἔμαθε καί τή συριακή γλῶσσα.
Στή συνέχεια ἔγινε μοναχός καί ἀπομονώθηκε στά ὄρη καί τά σπήλαια, γιά νά ἐπιδοθεῖ στήν προσευχή καί τήν ἄσκηση, καί ζοῦσε ὅπως ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής καί ὁ Προφήτης Ἠλίας. Ἀκολούθως ἦλθε στή Φοινίκη, ὅπου ἵδρυσε κοινόβιο καί ἀργότερα μέ τή συνδρομή τοῦ αὐτοκράτορος Ζήνωνος καί τοῦ Ἐπισκόπου Βηρυττοῦ Ἰωάννου ἔκτισε μονή, ἡ ὁποία ἀναδείχθχηκε ἱεραποστολικό κέντρο γιά τή διάδοση τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ στούς εἰδωλολάτρες.
Ὅταν ἀπέθανε ὁ αὐτοκράτορας Ζήνων, διάδοχός του ἔγινε ὁ Ἀναστάσιος ὁ Δίκορος. Ὁ Ὅσιος Ραβουλᾶς μέ τή βοήθεια τοῦ νέου βα-σιλέως ἔκτισε στήν Κωνσταντινούπολη νέα μονή πού προσαγορεύεται μονή τοῦ Ραβουλᾶ.
Ὅταν ὁ Ὅσιος Ραβουλᾶς ὑπερέβη τά ὀγδόντα του χρόνια ἐτε-λείωσε τό βίο του μέ εἰρήνη ψιθυρίζοντας τό λόγο τοῦ Κυρίου: «Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καί πεφορτισμένοι, κἀγώ ἀναπαύσω ὑμᾶς»[6].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Κόνωνος.
Ὁ Ὅσιος Κόνων ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Ἰουστινιανοῦ Α΄ (527-565 μ.Χ.) καί καταγόταν ἀπό τήν Κιλικία τῆς Μικρᾶς ᾿Ασίας. Σέ νεαρά ἡλικία ἔγινε μοναχός στή μονή τοῦ Πενθου-κλᾶ, ἡ ὁποία βρισκόταν κοντά στόν ᾿Ιορδάνη ποταμό. Ὅταν ὁ Πα-τριάρχης Ἱεροσολύμων Πέτρος (524-552 μ.Χ.) ἐπληροφορήθηκε τή θερμή εὐσέβεια καί τήν ἀρετή τοῦ Ὁσίου Κόνωνος, τοῦ ἀνέθεσε τή διακονία νά βαπτίζει στόν Ἰορδάνη ποταμό ὅσους ἔρχονταν νά δε-χθοῦν ἐκεῖ τό ἅγιο Βάπτισμα.
Ὁ Ὅσιος Κόνων ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη σέ βαθύ γῆρας.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Σωφρονίου.
Ὁ Ὅσιος Σωφρόνιος, σύμφωνα μέ μερικούς Συναξαριστές, ἦταν Ἐπίσκοπος καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου Ἰαροσλάβου τοῦ Σοφοῦ.
Ὁ Ἅγιος Γιαροσλάβος ἐγεννήθηκε τό ἔτος 978 μ.Χ. καί ἦταν μεγάλος πρίγκηπας τοῦ Κιέβου. Λαβών ὡς ἀφορμή τό φόνο κάποιου ἐπιφανοῦς Ρώσου ἐμπόρου στήν Κωνσταντινούπολη, ἀπέστειλε κατά τοῦ Βυζαντίου, κατά τίς ἀρχές τοῦ 1043, τόν υἱό του Βλαδίμηρο μέ 400 πλοῖα, ἐπί τῶν ὁποίων ἐπέβαιναν 100.000 ἀνδρες Ρῶσοι καί μισθοφόροι «ἀπό τῶν κατοικούντων ἐν ταῖς προσαρκτίοις τοῦ Ὠκεανοῦ νήσοις ἐθνῶν», ὅπως γράφει ὁ Γεώργιος Κεδρηνός.
Ὁ αὐτοκράτορας Κωνσταντίνος Θ΄ ὁ Μονομάχος (1042-1054), ἀφοῦ παρέταξε τό Βυζαντινό στόλο ἔξω ἀπό τό λιμένα τοῦ Φάρου[7], ἀπέστειλε πρέσβεις πρός τόν Βλαδίμηρο προτείνοντας συμβιβασμό, ἀλλά αὐτός ἀντιπρότεινε τέτοιους ὅρους, ὥστε ἡ συνεννόηση κατέστη ἀδύνατη. Ὁ αὐτοκράτορας Κωνσταντίνος διέταξε τότε τό ναύαρχο Βασίλειο Θεοδωροκᾶνο νέ εἰσέλθει μέ τρία πλοῖα στό λιμένα, γιά νά προκαλέσει αὐτούς. Οἱ Ρῶσοι ἐτράπησαν σέ φυγή καί τά περισσότερα πλοῖα τους καταποντίσθηκαν. Ὅσοι ἀπό ἐκείνους πού κατέφυγαν στήν ξηρά κατόρθωσαν νά γλυτώσουν τή σφαγή, ἐπροχώρησαν μέ τά πόδια διά τῆς Θράκης πρός τήν πατρίδα τους. Ἀλλά πρίν φθάσουν στόν ποταμό Δούναβη, τούς ἐπιτέθηκε, κοντά στή Βάρνα, ὁ στρατηγός Κεκαυμένος καί τούς ἐφόνευσε, πλήν 800 πού αἰχμαλωτίσθηκαν καί ἀπεστάλησαν δέσμιοι στήν Κωνσταντινούπολη.
Τρία χρόνια μετά τήν ἐπιδρομή ἐκείνη ὁ Ἰαροσλάβος συνομο-λόγησε εἰρήνη μετά τοῦ Βυζαντίου.
Κατά τό ἔτος 1017 συνέβη τρομακτικῶν διαστάσεων πυρκαϊά στό Κίεβο, ἡ ὁποία ἀποτέφρωσε τό μέγιστο τμῆμα τῆς πόλεως καί πολλούς ναούς. Μεταξύ τῶν καταστραφέντων ναῶν ἀπό τή φωτιά ὑπῆρξε προφανῶς καί ὁ ναός τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας, ὁ ὁποῖος πρέπει νά ἀνακατασκευάσθηκε ἀπό τόν Ἅγιο Ἰαροσλάβο ἀμέσως μετά τήν καταστροφή.
Κατά τόν ἐμφύλιο πόλεμο μεταξύ τῶν υἱῶν τοῦ Ἁγίου Βλαδι-μήρου († 15 Ἰουλίου) γιά τή διαδοχή στήν ἐξουσία τοῦ μεγάλου ἡγεμόνος τοῦ Κιέβου ὁ ἡττηθείς Σβιατοπόλκος ἐζήτησε τή βοήθεια τοῦ ἡγεμόνος τῆς Πολωνίας Βολεσλάβου. Ὁ Βολεσλάβος ἐνίκησε τόν Ἅγιο Ἰαροσλάβο καί διευκόλυνε τήν κατάληψη τοῦ Κιέβου ἀπό τόν Σβιατοπόλκο, ὁ ὁποῖος ὅμως τελικά ὑπεκίνησε ἐπανάσταση τῶν Κιεβινῶν γιά τή δυναμική ἐκδίωξη τῶν Πολωνῶν. Ἡ κατάληψη τοῦ Κιέβου ἀπό τούς Πολωνούς χρονολογεῖται κατά τό ἔτος 1018.
Ὁ Ἅγιος ἐθεμελίωσε τό ἔτος 1037 σέ ἄλλο τόπο τόν καί σήμερα σωζόμενο μεγαλοπρεπή ναό τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας, βυζαντινοῦ τύπου, ὁ ὁποῖος κατασκευάσθηκε ἀπό Βυζαντινούς ἔμπειρους μαῒστορες τῆς τέχνης διά τῆς βυζαντινῆς κατασκευαστι-κῆς μεθόδου τῆς λιθοδομῆς, ὡς καί τό ναό τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου.
Ἀπό τήν ἐποχή αὐτή θεμελιώνεται ἡ ἀδιάκοπη συνέχεια τῆς Βυζαντινῆς ἱεραποστολῆς στή Ρωσία καί ἡ κανονική ὀργανική ἔνταξη τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας στό διοικητικό σῶμα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου.
Μετά τήν κοίμηση τοῦ Μητροπολίτου Κιέβου Θεοπέμπτου, περί τό 1048, ἡ Μητρόπολις Κιέβου ἐχήρευσε γιά τρία χρόνια. Γι’ αὐτό ὁ Ἅγιος Ἰαροσλάβος συνεκάλεσε Σύνοδο τῶν Ἀρχιερέων τῆς Ρωσίας, ἡ ὁποία πιθανώτατα έξέλεξε Μητροπολίτη Κιέβου τό μοναχό τοῦ Μπερέστοβο Ἱλαρίωνα. Ὁ Μητροπολίτης Ἱλαρίων ἐζήτησε τήν ἐπικύρωση καί εὐλογία ἀπό τόν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως.
Ὁ Ἅγιος Ἰαροσλάβος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 1054 καί ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τή μνήμη του καί στίς 28 Φεβρουαρίου.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Νικήτα.
† 4 Ἀπριλίου.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῆς ὁσιομάρτυρος Φιλοθέης τῆς ᾿Αθηναίας.
Ἡ Ὁσία Φιλοθέη ἐγεννήθηκε τό ἔτος 1522 μ.Χ. στήν τουρκοκρατούμενη τότε Ἀθήνα. Οἱ εὐσεβεῖς γονεῖς της ὀνομάζονταν Ἄγγελος καί Συρίγη Μπενιζέλου, γυναίκα στείρα ἡ ὁποία ἀπέκτησε τήν Ἁγία μετά ἀπό θερμή καί συνεχῆ προσευχή. Καί βέβαια ὁ Κύριος, πού ἱκανοποιεῖ τό θέλημα ἐκείνων πού Τόν σέβονται καί Τόν ἀγαποῦν, ἄκουσε τή δέησή της. Καί πράγματι, μιά ἡμέρα ἡ Συρίγα μπῆκε, κατά τή συνήθειά της, στό ναό τῆς Θεοτόκου, γιά νά προσευχηθεῖ, καί ἀπό τόν κόπο τῆς ἔντονης καί ἐπίμονης προσευχῆς τήν ἐπῆρε γιά λίγο ὁ ὕπνος. Τότε ἀκριβῶς εἶδε ἕνα θαυμαστό ὅραμα. ῞Ενα φῶς ἰσχυρό καί λαμπρό βγῆκε ἀπό τήν εἰκόνα τῆς Θεομήτορος καί εἰσῆλθε στήν κοιλιά της. ῎Ετσι ἐξύπνησε ἀμέσως καί ἔκρινε ὅτι τό ὅραμα αὐτό σήμαινε τήν ἱκα-νοποίηση τοῦ αἰτήματός της. ῎Ετσι καί ἔγινε. Ὕστερα ἀπό λίγο καιρό ἡ Συρίγα ἔμεινε ἔγκυος καί ἔφερε στόν κόσμο τή μονάκριβη θυγατέρα της.
Μαζί μέ τή χριστιανική ἀνατροφή, ἔδωσαν στή μοναχοκόρη τους καί κάθε δυνατή, γιά τήν ἐποχή ἐκείνη, μόρφωση. Ἔτσι ἡ Ρηγούλα, αὐτό ἦταν τό ὄνομά της προτοῦ γίνη μοναχή, ὅσο ηὔξανε κατά τή σω-ματική ἡλικία, τόσο προέκοπτε καί κατά τήν ψυχή, ὅπως λέει τό συ-ναξάρι της.
Σέ ἡλικία 14 χρόνων, οἱ γονεῖς της τήν ἐπάντρεψαν μέ ἕναν ἀπό τούς ἄρχοντες τῆς Ἀθήνας. Ἀργότερα, ἀφοῦ ἀπέθαναν οἱ γονεῖς καί ὁ σύζυγός της, ἦρθε ἡ ὥρα νά πραγματοποιήσει ἕνα μεγάλο πόθο της. Ἀφιερώνεται ἐξ ὁλοκλήρου στόν Χριστό, γίνεται μοναχή καί παίρνει τό ὄνομα Φιλοθέη.
Κατ’ ἀρχήν, ὕστερα ἀπό ἐντολή τοῦ Ἁγίου ᾿Ανδρέου τοῦ Πρω-τοκλήτου, τόν ὁποῖο εἶδε σέ ὅραμα, οἰκοδόμησε ἕνα γυναικεῖο μονα-στήρι μέ ἀρκετά κελλιά, στό ὁποῖο καί ἔδωσε τό ὄνομά του, γιά νά τόν τιμήσει. Στό μοναστήρι προσέθεσε καί ἄλλα ἀναγκαία οἰκοδομήματα καί ἐκτάσεις καί τό ἐπροικοδότησε μέ μετόχια καί ὑποστατικά, πού ὑπερεπαρκοῦσαν γιά τή διατροφή καί συντήρηση τῶν μοναζουσῶν.
Τό μοναστήρι αὐτό τοῦ Ἁγίου ᾿Ανδρέου ἐσωζόταν στήν ᾿Αθήνα, μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ, ἐπί πολλά ἔτη καί ἦταν πλουτισμένο ὄχι μόνο μέ ὑποστατικά καί διάφορα μετόχια,ἀλλά καί μέ πολυειδῆ χρυσοΰφαντα ἱερατικά καί σκεύη, ἀπαραίτητα γιά τίς ἐτήσιες ἱερές τελετές καί ἀγρυπνίες. Προπαντός ὅμως τό μοναστήρι σεμνυνόταν καί ἐγκαλλωπι-ζόταν μέ τό θησαυρό τοῦ τιμίου καί ἁγίου λειψάνου τῆς ῾Αγίας, τό ὁποῖο ἦταν ἀποθησαυρισμένο καί ἀποτεθειμένο στό δεξιό μέρος τοῦ ῾Ιεροῦ Βήματος, ὅπου καί τό ἀσπάζονταν μέ εὐλάβεια ὅλοι οἱ Χριστιανοί. Τό τίμιο λείψανο τῆς Ἁγίας ἐσκορποῦσε εὐωδία, γεγονός πού ἀποτελοῦσε ἐμφανῆ μαρτυρία καί ἀπόδειξη τῆς ἁγιότητος αὐτῆς.
Τό παράδειγμά της ἀκολουθοῦν καί ἄλλες νέες. Σέ λίγο διάστη-μα, ἡ μονή ἔφθασε νά ἔχει διακόσιες ἀδελφές. Ἡ μονή τῆς Ὁσίας Φιλοθέης γίνεται πραγματικό λιμάνι. Ἐκεῖ βρίσκουν προστασία ὅλοι οἱ ταλαιπωρημένοι ἀπό τή σκλαβιά. Ἐκεῖ οἱ ἄρρωστοι βρίσκουν θεραπεία, οἱ πεινασμένοι τροφή, οἱ γέροντες στήριγμα καί τά ὀρφανά στοργή.
Ἡ Ὁσία, παρά τίς ἀντιδράσεις τῶν Τούρκων, οἰκοδομεῖ διάφορα φιλανθρωπικά ἱδρύματα, νοσηλευτήρια, ὀρφανοτροφεῖα, «σχολεῖα διά τούς παῖδας τῶν Ἀθηναίων, διά ν’ ἀνοίξῃ τούς ὀφθαλμούς αὐτῶν πρός τήν παράδοσιν καί τήν δόξαν τῶν προγόνων των». Πρωτοστατεῖ σέ ὅλα αὐτά τά ἔργα ἡ ἡγουμένη Φιλοθέη. Διδάσκει μέ τά λόγια καί μέ τή ζωή της. Στηρίζει τούς πονεμένους σκλάβους μέ τήν προσευχή της. Ἰδιαίτερες εἶναι οἱ φροντίδες της γιά νά σώσει ἀπό τόν ἐξισλαμισμό ἤ τήν ἁρπαγή τῶν Τούρκων τίς νέες Ἑλληνίδες.
Ἡ ὅλη δράση τῆς Ἁγίας Φιλοθέης ἐξαγρίωσε ἔτσι κάποτε τούς Τούρκους. Κάποια στιγμή τή συλλαμβάνουν καί ἐκείνη μέ πνευματική ἀνδρεία ὁμολογεῖ: «᾿Εγώ διψῶ νά ὑπομείνω διάφορα εἴδη βασανιστηρίων γιά τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, τόν ὁποῖο λατρεύω καί προσκυνῶ μέ ὅλη μου τήν ψυχή καί τήν καρδιά ὡς Θεό Ἀληθινό καί ἄνθρωπο τέλειο καί θά σᾶς χρωστάω μεγάλη εὐγνωμοσύνη, ἄν μπορεῖτε μιά ὥρα πρωτύτερα νά μέ στείλετε πρός Αὐτόν μέ τό στεφάνι τοῦ μαρτυρίου». ῞Υστερα ἀπό τήν ἡρωϊκή αὐτή ἀπάντηση πρός τούς κατακτητές, ὅλοι ἐπίστευαν ὅτι ἡ πανευτυχής καί φερώνυμη Φιλοθέη ἐντός ὀλίγου θά ἐτελειοῦτο διά τοῦ μαρτυρικοῦ θανάτου. ῞Ομως, κατά θεία βούληση, τήν τελευταία σχεδόν στιγμή πρόφθασαν κάποιοι Χριστιανοί καί καταπράϋναν τόν ἡγεμόνα μέ διάφορους τρόπους. ῎Ετσι ἐπέτυχαν νά ἐλευθερώσουν τήν ῾Αγία.
᾿Αφεθεῖσα πλέον ἐλεύθερη ἡ Ἁγία Φιλοθέη, ἐπέστρεψε ἀναίμακτη στό μοναστήρι της, ὅπως ἐπί Μεγάλου Κωνσταντίνου ὁ μυροβλύτης Νικόλαος καί πολλούς αἰῶνες ἀργότερα ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης Ἅηιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. Ἐφρόντιζε δέ ὄχι μόνο γιά τή σωτηρία τῆς ἰδικῆς της ψυχῆς, ἀλλά καί τῶν ἄλλων, ἀφοῦ τούς μέν ἐναρέτους τούς ἐστερέωνε στήν ἀρετή, τούς δέ ἁμαρτωλούς τούς βελτίωνε ἠθικά καί τούς ὁδηγοῦσε στή μετάνοια. Καί ἀποκλειστικά γιά τό σκοπό αὐτό διαπέρασε στή νῆσο Τζιά (Κέα), ὅπου πρό πολλοῦ εἶχε οἰκοδομήσει μετόχι, γιά νά ἀποστέλλει ἐκεῖ τίς μοναχές ἐκεῖνες πού ἐφοβοῦνταν, γιά διάφορους λόγους, νά διαμένουν στήν ᾿Αθήνα. Στή Τζιά ἔμεινε ἀρκετό χρόνο καί κατήχησε θεαρέστως τίς ἀσκούμενες ἀδελφές στήν ἀκριβῆ τήρηση τῶν κανόνων τῆς μοναστικῆς ζωῆς. Μόλις ἐτελείωσε τό ἔργο της ἐκεῖ, ἐπέστρεψε καί πάλι στήν ᾿Αθήνα.
῎Ετσι λοιπόν ἡ Ἀγία Φιλοθέη, ἀφοῦ ἔφθασε σέ τελειότητα, καί στήν πράξη καί στή θεωρία, ἀξιώθηκε ἀπό τόν Θεό νά ἐπιτελεῖ θαύμα-τα, ἀπό τά ὁποῖα, πρός ἀπόδειξη τοῦ θαυματουργικοῦ της χαρίσματος, θά μνημονεύσουμε ἕνα μόνο, τό ἀκόλουθο: Ζοῦσε στήν ἐποχή της ἕνας νέος, ποιμένας προβάτων, ὁ ὁποῖος ἀπό πολύ μικρός εἶχε συνηθίσει στίς κλεψιές καί στίς ραδιουργίες. ῾Ο νέος αὐτός, κατά παραχώρηση τοῦ Θεοῦ, ἐκυριεύθηκε ἀπό τό Σατανᾶ. ᾿Εξ αιτίας τούτου περιφερόταν στά βουνά καί στίς σπηλιές γυμνός καί τετραχηλισμένος, θέαμα ὄντως ἐλεεινό. Πολλές φορές, ὅταν συνερχόταν ἀπό τήν τρέλα, στήν ὁποία τόν εἶχε ὁδηγήσει ὁ Σατανᾶς, ἐσύχναζε στά γύρω μοναστήρια, γιά νά βρεῖ θεραπεία στήν ἀσθένειά του, ἀλλά δέν μπόρεσε νά πετύχει τίποτε. Κάποιοι, πού τόν εὐσπλαγχνίσθησαν, τόν ὁδήγησαν στήν Ἁγία Φιλο-θέη, ἡ ὁποία, ὕστερα ἀπό πολλή καί ἐκτενῆ προσευχή, τόν ἐλύτρωσε ἀπό ἐκείνη τή διαβολική μάστιγα. ῎Επειτα, ἀφοῦ τόν ἐνουθέτησε ἀρκετά, τόν εἰσήγαγε καί στήν τάξη τῶν μοναχῶν. Καί ἔτσι ὁ νέος ἐκεῖνος, ἀφοῦ ἐκάρη μοναχός, ἐπέρασε τό ὑπόλοιπο τῆς ζωῆς του μέ μετάνοια καί ἄσκηση, θαυμαζόμενος ἀπ᾿ ὅλους.
Μάταια οἱ Τοῦρκοι προσπαθοῦν νά ἀνακόψουν τή δράση της. Ὥσπου, μιά νύκτα, στίς 2 Ὀκτωβρίου τοῦ ἔτους 1588, πῆγαν στό μονύδριο πού εἶχε οἰκοδομήσει στά Πατήσια (ἔτυχε τότε νά ἑορτάζεται ἡ μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Διονύσιου τοῦ ᾿Αρεοπαγίτη καί ἡ ῾Αγία μαζί μέ τίς ἄλλες ἀδελφές βρίσκονταν στόν ἱερό ναό ἐπιτελώντας ὁλονύκτια ἀγρυπνία) καί πέντε ἀπό αὐτούς ἀνέβηκαν στόν ἐξωτερικό τοῖχο καί ἐπήδησαν μέσα στήν αὐλή. Στή συνέχεια εἰσέβαλαν στό ναό, ὅπου ἅρπαξαν τήν ῾Αγία καί τήν ἐμαστίγωσαν μέ μανία καί βαναυσότητα. Τό ἀσκητικό της σῶμα δέν ἄντεξε πολύ. Ἡ Δορκάς τῶν Ἀθηνῶν ὑπέκυψε.
Εἴκοσι ἡμέρες μετά ἀπό τήν κοίμηση τῆς ῾Αγίας, ὁ τάφος της εὐωδίαζε. ᾿Ακόμη, ὅταν μετά ἀπό ἕνα ἔτος ἔγινε ἡ ἀνακομιδή, τό τίμιο λείψανό της βρέθηκε σῶο καί ἀκέραιο. ᾿Επιπλέον ἦταν γεμᾶτο μέ εὐωδιαστό μύρο, τρανή καί λαμπρή ἀπόδειξη τῆς θεάρεστης καί ἐνάρετης πολιτείας της, πρός δόξα καί αἶνο τοῦ Θεοῦ καί καύχημα τῆς πίστεώς μας. Τό ἱερό λείψανό της βρίσκεται σήμερα στό Μητροπολιτικό Ναό τῶν Ἀθηνῶν.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῆς ὁσίας μητρός ἡμῶν Μαρίας τοῦ Ὄλονετς.
Ἡ Ὁσία Μαρία ἐγεννήθηκε κατά τό 19ο αἰώνα μ.Χ. στό χωριό Περεντίνο τῆς ἐπαρχίας Σταράγια τοῦ Νόβγκοροντ ἀπόι εὐσεβεῖς καί φιλόθεους γονεῖς. Ὁ πατέρας της ὀνομαζόταν Βασίλειος Σοφρόνωφ καί ἀξιώθηκε νά ἀποκτήσει ἀκόμη τέσσερα παιδιά, δύο υἱούς καί δύο θυγατέρες. Ἀπό μικρή ἡλικία ἡ Μαρία ἐδιδάχθηκε τό Ὡρολόγιο καί τό Ψαλτήρι. Τά βράδυα τοῦ χειμῶνος ἐκαθόταν καί ἐδιάβαζε τούς Βίους τῶν Ἁγίων, ἐνῶ τή νύχτα ἐσηκωνόταν κρυφά καί σχεδόν ἀθόρυβα πή-γαινε μπροστά στίς ἱερές εἰκόνες καί ἔκανε μετάνοιες.
Τά χρόνια ἐπερνοῦσαν, ἀλλά ἡ Μαρία δέν ἀποφάσισε νά κάνει τή δική της οἰκογένεια. Ἐπισκεπτόταν τακτικά τά μοναστήρια καί τούς ἀσκητές πού ζοῦσαν στά δάση πέρα ἀπό τόν ποταμό Λόβατ. Κάποιος ἀπό τούς ἅγιους ἐκείνους Γέροντες τή συμβούλεψε νά βαδίσει πρός τό βορααᾶ, στή λίμνη Βέϊζ, ὅπου ζοῦσε ὁ ἐρημίτης π. Ἡσαῒας, ὁ θεῖος της. Ἐκεῖνος θά τήν καθοδηγοῦσε στό δρόμο τῆς σωτηρίας. Ἔτσι ἡ Ὁσία Μαρία ἐξεκίνησε γιά τό Ὄλονετς, γιά νά πάρει τήν εὐλογία τοῦ πατρός Ησαῒου. Ἐκεῖ καί ἔμεινε, γιά νά ἀσκητέψει, μέσα σέ μιά καλύβα.
Μετά τρία χρόνια ἀσκήσεως καί προσευχῆς ἦλθαν νέοι πειρα-σμοί. Ἡ Ὁσία ἀναγκάσθηκε νά ἐγκαταλείψει τήν καλύβα της καί νά περιπλανιέται στά δάση καί στήν ἔρημο. Ἔτσι ἔφθασε, μετά ἀπό πολλές ταλαιπωρίες, γιά προσκύνημα στή Σταυρούπολη τοῦ Καυκάσου, ἀναζητώντας ἑνα ἡσυχαστικό καταφύγιο σέ μιά χαράδρα.
Μετά ἀπό πολύ ἄσκηση καί προσευχή ἔφθασε ὁ καιρός νά παραδώσει τήν ἁγία της ψυχή στόν Κύριο, πού τόσο ἀγάπησε. Ἡ ψυχή της ἐχωρίσθηκε ἀπό τό σῶμα τῆς Ἁγίας τό ἔτος 1860[8].
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν!