† Μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων Ἀγάπης, Εἰρήνης καί Χιονίας.
Οἱ Ἁγίες Ἀγάπη, Εἰρήνη καί Χιονία ἐμαρτύρησαν ἐπί αὐτο-κράτορος Διοκλητιανοῦ (284-305 μ.Χ.) στή Θεσσαλονίκη, τό ἔτος 304 μ.Χ. Στό Συναξάρι μαρτυρεῖται ὅτι οἱ τρεῖς ἀδελφές, πιθανῶς ἐνεργά μέλη μιᾶς ἀδελφότητος νέων Χριστιανῶν μέ πλούσια βιβλιοθήκη, ἔφυγαν ἀμέσως μετά τήν ἔναρξη τοῦ διωγμοῦ, σέ ὑψηλό ὄρος πλησίον τῆς Θεσσαλονίκης, πιθανῶς τό Χορτιάτη, ἀφοῦ ἔκρυψαν στό σπίτι τους τά βιβλία. Ἡ Ἀγάπη καί ἡ Χιονία, μετά ἀπό ἐντολή τοῦ διοικητοῦ Δουλκιτίου, ἐρρίφθησαν στήν πυρά. Ἡ Ἁγία Εἰρήνη ἐκλείσθηκε σέ πορνεῖο, ἀλλά κανένας δέν ἐτόλμησε νά τήν ἐνοχλήσει. Ὁδηγήθηκε καί αὐτή στόν διά πυρᾶς θάνατο.
Τά ἱερά λείψανα πού ἀπέμειναν ἀπό τήν πυρά συνελέγησαν ἀπό εὐλαβεῖς Χριστιανούς καί ἐνταφιάσθηκαν δυτικά τῆς πόλεως, σέ μικρή ἀπόσταση ἀπό τά τείχη, ὅπου ἀνεγέρθηκε ἕνας ναῒσκος στήν ἀρχή, ποὺ ἀργότερα ἔγινε μεγαλύτερος. Στίς Διηγήσεις τῶν θαυμάτων τοῦ Ἁγίου Δημητρίου ἀναφέρεται τό «σεβάσμιον τέμε-νος» τῶν τριῶν ἁγίων μαρτύρων Χιονίας, Εἰρήνης καί Ἀγάπης.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων Φήλικος ἐπισκόπου, Ἰανουαρίου πρεσβυτέρου, Σεπτεμίνου ἤ Σεπτιμίνου καί Φουρτουνάτου.
Οἱ Ἅγιοι Ἱερομάρτυρες Φῆλιξ ὁ Ἐπίσκοπος, Ἰανουάριος ὁ πρεσβύτερος καί οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Σεπτεμίνος καί Φουτουνάτος ἄθλησαν κατά τούς χρόνους τῶν αὐτοκρατόρων Διοκλητιανοῦ (284-305 μ.Χ.) καί Μαξιμιανοῦ (285-305 μ.Χ.).
Κατά τό ὄγδοο ἔτος τῆς βασιλείας αὐτῶν, τό ἔτος 294 μ.Χ., ἐκδόθηκε διάταγμα νά καοῦν ὅλα τά βιβλία τῶν Χριστιανῶν σέ ὅλη τήν ἐπικράτεια τῆς Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας.
Τότε λοιπόν ἀπεστάλη στήν πόλη τοῦ Τουβιουκᾶν τῆς Λυκαο-νίας τῆς Μικρᾶς ᾿Ασίας ὁ ἡγεμόνας Μαριανός ἤ Μαγνιανός, γιά νά καταστήσει γνωστή τήν ἀπόφαση καί διαταγή τῶν βασιλέων. Ὁ εἰδωλολάτρης ἡγεμόνας ἐζήτησε ἀπό τόν Ἐπίσκοπο Φήλικα καί τόν πρεσβύτερο Ἰανουάριο νά τοῦ παραδώσουν τά ἱερά βιβλία τῶν Χριστιανῶν καί ἀνέγνωσε σέ αὐτούς τό διάταγμα. Ὅμως ὁ Ἐπίσκο-πος Φῆλιξ ἀποκρίθηκε σέ αὐτόν: «Εἶναι γραμμένο, ἄρχοντα, στήν Ἁγία Γραφή· μή δίνετε τά ἅγια στά σκυλιά, οὔτε νά ρίχνετε μπροστά στούς χοίρους τά μαργαριτάρια». Καί ἀρνήθηκε νά παραδώσει τά ἱερά βιβλία.
Μετά τήν ἀπάντηση αὐτή ὁ ἄρχοντας ἔκλεισε στή φυλακή τόν Ἅγιο Φήλικα καί τόν ἄφησε χωρίς τροφή καί νερό ἐπί τρεῖς ἡμέρες. ῎Επειτα τόν ἔβγαλε ἀπό τή φυλακή καί προσπάθησε νά τόν πείσει νά ὑπακούσει στό βασιλικό πρόσταγμα. ῾Ο Ἅγιος ὅμως δέν ἐπείσθηκε. Τότε ὁ ἄρχοντας, ἀφοῦ ἔδεσε καί αὐτόν καί τούς ἄλλους τρεῖς Ἁγίους, δηλαδή τόν πρεσβύτερο ᾿Ιανουάριο, τόν Φουρτουνάτο καί τόν Σεπτεμίνο, τούς ἔστειλε στόν ἀνθύπατο, ὁ ὁποῖος τούς ἐφυλάκισε καί μετά ἀπό ἕνδεκα ἡμέρες τούς ἔστειλε στόν ἔπαρχο τοῦ πραιτωρίου. ᾿Εκεῖνος τούς ἔριξε σέ μιά ζοφερή φυλακή καί καί στή συνέχεια ἁλυσοδεμένους τούς ἔβαλε σέ πλοῖο μέ προορισμό τήν πόλη Ταυρομένιον. Μετά ἀπό περιπετειῶδες καί βασανιστικό ταξί-δι ἔφθασαν στήν πόλη τῶν Αἰλούρων. Ὁ ἔπαρχος τούς ἔλυσε ἀπό τά δεσμά καί τούς προέτρεψε νά παραδώσουν τά βιβλία τους καί νά θυσιάσουν στά εἴδωλα. Οἱ Ἅγιοι μέ πνευματική ἀνδρεία παρέμει-ναν ἀκλόνητοι στήν πίστη τους. Γιά τήν ἄρνησή τους αὐτή κατεδικάσθησαν στόν δι’ ἀποκεφαλισμοῦ θάνατο καί ἔλαβαν τόν ἀμαρά-ντινο στέφανο τῆς δόξας.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων Λεωνίδου, Βασιλίσσης, Γαλήνης (ἤ Γαληνῆς), Θεοδώρας, Καλλίδος, Νίκης, Νουνεχίας, Χαριέσσης (ἤ Χαρίσσης),.
Οἱ Ἅγιοι αὐτοί Μάρτυρες ἄθλησαν στήν Κόρινθο ἐπί αὐτοκράτορος Δεκίου (249-251 μ.Χ.) κατά τίς ἡμέρες τοῦ Πάσχα.
Ὁ Ἅγιος Λεωνίδης ἦταν «ἔξαρχος» πνευματικοῦ χοροῦ, δηλα-δή ἡγούμενος κύκλου μαθητῶν τοῦ Κυρίου, καί συνελήφθη στήν Τροιζηνία τῆς Πελοποννήσου[1] κατά τίς ἡμέρες τῆς Μεγάλης Ἑβδο-μάδος καί ὁδηγήθηκε στήν Κόρινθο. Ἡ Νουνεχία καί ἡ Βασίλισσα, ἡ μητέρα τῆς Νουνεχίας, ἡ Γαληνή, ἡ Θεοδώρα, ἡ Καλλίδα, ἡ Νίκη καί ἡ Χάρισσα ὁδηγήθηκαν καί αὐτές στήν Κόρινθο, στόν ἡγεμόνα Βενοῦστο.
Ἐκεῖ ὁ ἡγεμόνας ἐπεχείρησε μέ δελεάσματα στήν ἀρχή, ἀλλά καί μέ ἀπειλές στή συνέχεια, νά πείσει τόν Ἅγιο Λεωνίδη καί τίς ἑπτά γυναῖκες νά ἀρνηθοῦν τήν πίστη τους στόν Χριστό. Οἱ Μάρτυ-ρες ὅμως ἔμειναν ἀκλόνητοι. Ὁ Βενοῦστος, διαπιστώνοντας ὅτι ὁ Ἅγιος Λεωνίδης ἔμενε σταθερός στήν πίστη του στόν Χριστό, διέ-ταξε νά τόν κρεμάσουν ψηλά καί νά τοῦ καταξεσκίσουν τό σῶμα μέ αἰχμηρά ὄργανα. Στή συνέχεια ἔδωσε ἐντολή νά βυθίσουν τό νεκρό σῶμα τοῦ Μάρτυρος στήν παραλία τοῦ Κορινθιακοῦ μαζί μέ τίς Ἁγίες. Καί ἐνῶ οἱ Ἁγίες Μάρτυρες ὁδηγοῦνταν ἀπό τούς δημίους, γιά νά ριχτοῦν στό βυθό τῆς θάλασσας, λέγεται ὅτι ἡ Ἁγία Χάρισσα ἔψαλε, ὅπως ἄλλοτε ἡ προφήτιδα Μαριάμ μέ ἀφορμή τόν καταπο-ντισμό τῶν Αἰγυπτίων, λέγοντας: «Ἕνα μίλι ἔτρεξα, Κύριε, καί στράτευμα μέ καταδίωξε, καί δέν Σέ ἀρνήθηκα, Κύριε· σῶσε μου τό πνεῦμα»[2]. Ἀλλά καί ὅταν τούς ἐπιβίβασαν στό πλοῖο, συνέχισαν νά ψάλλουν τήν ὠδή, μέχρι πού ἀνοίχτηκαν μέσα στή θάλασσα. ᾿Εκεῖ τούς ἔδεσαν ὅλους μέ πέτρες καί τούς ἔριξαν στό βυθό τῆς θάλασ-σας. Οἱ Ἅγιοι εἰσῆλθαν στή ζωή τοῦ Παραδείσου τήν ἡμέρα τοῦ Μεγάλου Σαββάτου.
Τά ἱερά λείψανα αὐτῶν ἀνευρέθησαν τό ἔτος 1917, ὅταν σέ εὐσεβεῖς Ἐπιδαύριους ὑποδείχθηκε σέ ὅραμα ποῦ νά σκάψουν, γιά νά εὕρουν τόν ἱερό θησαυρό. Στό σημεῖο ἐκεῖνο ἀνευρέθηκε σαρκο-φάγος, ἐντός τῆς ὁποίας ἔκειντο τά ἑπτά ἱερά λείψανα τῶν Ἁγίων γυναικῶν, καί ἄλλη αρκοφάγος, ἐντός τῆς ὁποίας ἔκειτο τό ἱερό λείψανο τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Λεωνίδου. Ἀμέσως οἱ εὐσεβεῖς κάτοι-κοι ἀνήγειραν ἐπί τόπου ναό ἀφιερωμένο στόν Ἅγιο, ἐντός τοῦ ὁποίου ἔθεσαν τή σαρκοφάγο μέ τά ἱερά λείψανα.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῆς ἁγίας παρθενομάρτυρος Εἰρήνης.
Ἡ Ἁγία Μάρτυς Εἰρήνη ἐμαρτύρησε στήν Κόρινθο ἐπί αὐτοκράτορος Δεκίου (249-251 μ.Χ.) κατά τίς ἡμέρες τοῦ Πάσχα. Εὑρισκόταν στήν ῾Ελλάδα κατά τόν καιρό τοῦ Πάσχα, ὅταν ἐμαρ-τύρησε ὁ Ἅγιος Λεωνίδης μαζί μέ τίς Ἅγίες ἑπτά γυναῖκες. Αὐτή ἐδοξολογοῦσε τόν Θεό μαζί μέ ἄλλους Χριστιανούς σέ κάποιον εὐκτήριο οἶκο. Τήν συνέλαβαν καί τήν ἐφυλάκισαν. Ἔπειτα τήν ἔβγαλαν ἀπό τή φυλακή καί τήν ὑπέβαλαν σέ βασανιστήρια. Πρῶτα τῆς ἔκοψαν τή γλώσσα, ἔπειτα τῆς ἔβγαλαν τά δόντια καί, τελικά, τήν ἀποκεφάλισαν. ῎Ετσι ἡ Ἁγία Εἰρήνη ἔλαβε ἀπό τόν μισθαποδότη Κύριο τόν στέφανο τοῦ μαρτυρίου.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων ὁμολογητῶν Ἀγάθωνος, Εὐτυχίας, Κασίας καί Φιλίππας.
Οἱ Ἅγιοι Ὁμολογητές Ἀγάθων, Εὐτυχία, Κασία καί Φιλίππα ὁμολόγησαν τόν Χριστό ἐπί αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284-305 μ.Χ.), ὅταν συνελήφθησαν, τό 304 μ.Χ., στή Θεσσαλονίκη, ἐνώπιον τοῦ διοικητοῦ Δουλκιτίου καί τοῦ ἐπάρχου Κασσάνδρου. Οἱ Ἅγιοι, λόγῳ τοῦ νεαροῦ τῆς ἡλικίας τους, δέν καταδικάσθηκαν σέ θάνατο, ἀλλά σέ ἐγκλεισμό στό δεσμωτήριο.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου Ἰωάννου, τοῦ διά Χριστόν σαλοῦ.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τοῦ Βερχοτούρε ἔζησε στή Ρωσία κατά τόν 17ο καί 18ο αἰώνα μ.Χ. Ἀσκήτεψε θεοφιλῶς στή μονή τοῦ Ἁγίου Νικολάου στήν περιοχή τοῦ Βερχοτούρε καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου νεομάρτυρος Μιχαήλ τοῦ Βουρλιώτου, τοῦ ἐν Σμύρνῃ ἀθλήσαντος.
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Μιχαήλ ἐγεννήθηκε στήν κωμόπολη Βουρλᾶ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καί ἐργαζόταν στή Σμύρνη ὡς χαλκουρ-γός. Σέ ἡλικία δέκα ὀκτώ ἐτῶν ἀπατήθηκε ἀπό κάποιον Τοῦρκο καφεπώλη καί ἐξισλαμίσθηκε κατά τό Α΄ Σάββατον τῶν Νηστειῶν, κατά τή διάρκεια τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Κατά τή λαμπρο-φόρο ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως, ὅταν ἄκουσε τούς Χριστιανούς νά ψάλουν τό «Χριστός Ἀνέστη» μέ χαρά καί ἀγαλλίαση, ἦλθε στόν ἑαυτό του καί συναισθάνθηκε τό ἁμάρτημά του. Ἔτσι ἐγκατέλειψε τό καφενεῖο, ὅπου ἐργαζόταν, καί ἀκολούθησε τούς πιστούς συμψάλλοντας μέ αὐτούς τούς ὕμνους τῆς Ἀναστάσεως.
Τήν ἑπόμενη ἡμέρα, ἀφοῦ ἦλθε ἐνώπιον τοῦ κριτοῦ, εἶπε πρός αὐτόν: «Ἐάν κάποιος γελασθεῖ καί δώσει χρυσάφι καί πάρει μολύ-βι, δέν εἶναι νόμιμο νά δώσει πίσω τό μολύβι καί νά πάρει τό χρυ-σάφι πού ἔδωσε, ἀφοῦ ἡ ἀλλαγή δέν ἦταν δίκαιη καί δέν ἔγινε μέ γνώση, ἀλλά μέ ἀπάτη καί ἀγνωσία;». Ὁ κριτής ἀπάντησε καταφα-τικά. Τότε ὁ Ἅγιος συνέχισε λέγοντας: «Τότε, λοιπόν, πάρε ἐσύ πίσω τό μολύβι πού μοῦ ἔδωσες, ἀντί χρυσάφι, δηλαδή τή δική σου θρησκεία, καί ἐγώ παίρνω πίσω τό χρυσάφι πού σοῦ ἔδωσα, δηλαδή τήν πίστη τῶν πατέρων μου».
Οἱ Τοῦρκοι ἐθαύμασαν τήν παρρησία τοῦ Μάρτυρος καί προσπάθησαν μέ κολακεῖες καί μεγάλες ὑποσχέσεις νά μεταστρέ-ψουν τήν πίστη του. Προσέκρουσαν ὅμως στήν πνευματική ἀνδρεία καί εὐσέβεια τοῦ Μάρτυρος. Γι’ αὐτό τόν ἔκλεισαν στή φυλακή. Ἀφοῦ τόν ἔβγαλαν, τόν ὁδήγησαν καί πάλι ἐνώπιον τοῦ κριτοῦ γιά δεύτερη ἀνάκριση. Ὁ Ἅγιος καί πάλι ὁμολόγησε μέ θάρρος τό Ὄνομα τοῦ Κυρίου. Ἔτσι καταδικάσθηκε, τό ἔτος 1772, στόν δι’ ἀποκεφαλισμοῦ θάνατο καί ἐδέχθηκε μέ χαρά τόν στέφανο τοῦ μαρτυρίου.
Τό ἱερό λείψανο τοῦ Ἁγίου Νεομάρτυρος Μιχαήλ ἐρρίφθη στή θάλασσα, ἀλλά κάποιοι Χριστιανοί βαφεῖς τό περισυνέλεξαν καί τό ἐνταφίασαν μέ τιμές στό ναό τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ὁσιομάρτυρος Χριστοφόρου, τοῦ ἐξ Ἀδριανουπόλεως.
Ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρτυς Χριστοφόρος, κατά κόσμον Χριστόδουλος, καταγόταν ἀπό τήν Ἀνδριανούπολη. Σέ νεαρά ἡλικία παρασύρθηκε ἀπό κάποιον ἐξωμότη Ἀρμένιο καί δελεασθείς ἀπό τά χρήματα ἀσπάσθηκε τόν Ἰσλαμισμό. Ἀφοῦ ἦλθε σέ μετάνοια προσέτρεξε πρός τόν πνευματικό καί ἐξομολογούμενος ἀνεχώρησε γιά τό Ἅγιον Ὄρος, ὅπου ἀφίχθηκε σέ ἡλικία δέκα ἐννέα ἐτῶν στή μονή τοῦ Ἁγίου Διονυσίου. Ἐκεῖ ἐκάρη μοναχός καί ἔζησε γιά τέσσερα χρόνια μέ ὑπακοή, μετάνοια, ἄσκηση καί προσευχή. Μέ τήν εὐχή τοῦ ἡγουμένου τῆς μονῆς Στεφάνου ἀνεχώρησε καί ἐπέστρεψε στήν Ἀδριανούπολη, γιά νά μαρτυρήσει στόν τόπο πού ἀλλαξο-πίστησε. Ἔτσι, παρουσιάσθηκε στόν κριτή καί ἀφοῦ ὁμολόγησε μέ πίστη καί παρρησία τόν Χριστό ἀπέπτυσε τόν Μωαμεθανισμό. Καταδικάσθηκε ἀπό τούς Τούρκους στόν διά ξίφους θάνατο καί στήν πορεία του πρός τό μαρτύριο ἔψαλε μέ πνευματική χαρά τό «Χριστός Ἀνέστη». Ἦταν ἡμέρα Τρίτη τῆς Διακαινησίμου τοῦ ἔτους 1818. Ἔτσι ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Χριστοφόρος ἄθλησε καί ἔλαβε ἀπό τόν Κύριο τόν ἀμαράντινο στέφανο τῆς δόξας.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων νεομαρτύρων Χριστοδούλου καί Ἀναστασίας, τῶν ἐν Ἀχαῒᾳ ἀθλησάντων.
Οἱ Ἅγιοι Νεομάρτυρες Χριστόδουλος καί Ἀναστασία ἄθλησαν στήν Ἀχαῒα τό ἔτος 1821[3].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῆς ὁσίας μητρός ἡμῶν Θεοδώρας-Βάσσης, πριγκιπίσσης τοῦ Νόβγκοροντ.
Ἡ Ὁσία Θεοδώρα, κατά κόσμον Βάσσα ἤ Βασίλισσα, ἦταν πριγκίπισσα τοῦ Νίζνϊυ-Νόβγκοροντ, πού ἀνῆκε στήν περιοχή τοῦ πριγκηπάτου τῆς Σουζδαλίας. Ἀπό ἀγάπη πρός τόν Θεό ἔγινε μοναχή καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 1347.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Γεθσημανῆ, ἐν Ρωσίᾳ.
Ἡ ἱερά εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Ὁδηγητρίας ἀποτελεῖ ἀντίγραφο τῆς εἰκόνος τῆς Παναγίας τοῦ Τσέρνιγκωφ, ἡ ὁποία ἁγιογραφήθηκε τό ἔτος 1685 ἀπό τόν Γρηγόριο Ντουμπένσυ, πού ἀργότερα ἔγινε μοναχός μέ τό ὄνομα Γεννάδιος. Ἔγινε ὀνομα-στή τό ἔτος 1869, ὅταν εὑρισκόταν στή Σκήτη Γεθσημανῆ τῆς Λαύ-ρας τῆς Ἁγίας Τριάδος καί τοῦ Ἁγίου Σεργίου στή Μόσχα.
Ἕνα ἀπό τά θαύματα τῆς ἱερᾶς εἰκόνος εἶναι ἡ θεραπεία ἑνός παραλυτικοῦ ἀπό τήν περιοχή Τόλγκα, μετά ἀπό τήν ὁλόθερμη ἱκε-σία του πρός τήν Θεοτόκο.
Ἡ εἰκόνα ἑορτάζει καί τήν 1η Σεπτεμβρίου.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τοῦ Ταμπώφ, ἐν Ρωσίᾳ.
Ἡ θαυματουργή ἱερά εἰκόνα τῆς Θεοτόκου φυλάσσεται στόν κοιμητηριακό ναό τοῦ Ἁγίου Πρωτομάρτυρος Στεφάνου τοῦ Τα-μπώφ. Ἡ Παναγία ἐμφανίσθηκε τό ἔτος 1692 καί ἐθεράπευσε ἕναν ἀσθενῆ πού ἐπικαλέσθηκε τή χάρη της.
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν.
[1] Σύμφωνα μέ τίς περεχόμενες πληροφορίες τῶν περισσοτέρων Συναξαριστῶν, ὁ Μάρ-τυς Λεωνίδης καταγόταν ἀπό τήν Τροιζηνία, ἡ ὁποία, ὅπως διευκρινίζεται, κεῖται στόν αἰγιαλό τοῦ Σαρωνικοῦ καί τώρα λέγεται Φανάρι ἤ Πεδιάδα, καί ἦταν Ἐπισκοπή τῆς Κορίνθου. Ἡ διευκρίνηση αὐτή καθίσταται ἀναγκαία προκειμένου νά καθορισθεῖ ὅτι ὁ τόπος καταγωγῆς τοῦ Μάρτυρος ἦταν ἡ σημερινή Νέα Ἐπίδαυρός Ναυπλίας, ἡ ὁποία μέχρι καί τῆς Ἐπαναστάσεως ἐκαλεῖτο Πεδιάδα ἤ Πειάδα. Βέβαια ὑπάρχει καί ἡ ἄποψη ὅτι ὁ Ἅγιος Λεωνίδης καταγόταν ἀπό τήν πόλη τοῦ Καλλίου τῆς Εὐρυτανίας, ἐκεῖ ὅπου σήμερα εὑρίσκεται τό χωριό Κλαυσεῖον ἤ Κλαψί καί ὅπου σώζονται τά ἐρείπια μεγάλου ναοῦ ἀνακαινισμένου κατά τό τέλος τοῦ 5ου αἰῶνος μ.Χ. Ὁ ναός ἦταν ἀφιερωμένος στόν Ἅγιο Λεωνίδη, ὁ ὁποῖας ἦταν πολιοῦχος τοῦ Καλλίου.
[2] Ἔξοδ. 15, 20-21.
[3] Ἀνδρέου Ν. Παπαβασιλείου, Μητρῷον Ἁγιωνυμίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, σελ. 80.