† ῾Η προσκύνησις τῆς τιμίας ἁλύσεως τοῦ ἁγίου καί ἐνδόξου ἀποστόλου Πέτρου.
Τήν ἡμέρα αὐτή τελοῦμε τήν προσκύνηση τῆς τίμιας ἁλυσίδας τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Πέτρου, μέ τήν ὁποία τόν ἔδεσε καί τόν ἔρριξε στή φυλακή ὁ τετράρχης ῾Ηρώδης, σύμφωνα μέ τήν ἐξιστό-ρηση τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ στίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων[1].
Ὁ Ἡρώδης ἔβαλε τούς Ἰουδαίους καί συνέλαβαν τόν Ἀπό-στολο Πέτρο κατά τίς ἡμέρες τῆς ἑορτῆς τῶν ἀζύμων. Καί ὅταν τόν ἔπιασε, τόν ἔβαλε στή φυλακή. Τή νύκτα, πρίν τήν ἡμέρα κατά τήν ὁποία ἡ Ἡρώδης ἔμελλε νά τόν παρουσιάσει στό λαό, ὁ Ἀπόστολος Πέτρος ἐκοιμόταν μεταξύ δύο στρατιωτῶν καί φρουροί ἐφύλαγαν μπροστά στό κελλί του. Ξαφνικά ἦλθε Ἄγγελος Κυρίου καί ἔλαμψε φῶς στό κελλί. Ἀφοῦ ἐκτύπησε τήν πλευρά τοῦ Πέτρου, τόν ἐξύ-πνησε καί τοῦ εἶπε: “Σήκω γρήγορα”. Καί ἔπεσαν οἱ ἁλυσίδες ἀπό τά χέρια του.
Κάποιοι Χριστιανοί εὐσεβεῖς διεφύλαξαν αὐτή τήν ἁλυσίδα διαδοχικά ἀπό γενεά σέ γενεά, μέχρι πού τή μετέφεραν στήν Κων-σταντινούπολη καί τήν ἐναπέθεσαν στό ναό τοῦ Ἁγίου Πέτρου, πού βρίσκεται μέσα στή μεγάλη ᾿Εκκλησία, ὅπου ἐτελεῖτο καί ἡ Σύναξη τοῦ Ἀποστόλου.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων καί αὐταδέλφων, Πευσίππου, ᾿Ελασίππου καί Μεσίππου καί Νεονίλλης τῆς μάμμης αὐτῶν.
Οἱ Ἅγιος Μάρτυρες Πεύσιππος, ᾿Ελάσιππος καί Μέσιππος ἦταν τρίδυμοι ἀδελφοί καί κατάγονταν ἀπό τήν Καππαδοκία τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Εἶχαν ἀσκηθεῖ νά ἡμερώνουν τούς μικρούς καί ἀτί-θασους ἵππους. Πατροπαράδοτη θρησκεία εἶχαν τήν εἰδωλολα-τρική, ἀλλά ἦταν Χριστιανή ἡ γιαγιά τους Νεονίλλη, ἡ ὁποία ἔφερε καί τούς τρεῖς ἐγγονούς της στήν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ ἀλλά γή τῆς πίστεώς τους δέν ἄργησε νά γίνει γνωστή. Τούς συνέλαβαν καί τούς προκάλεσαν νά ἀρνηθοῦν τόν Χριστό. Ἐκεῖνοι ὅμως ὁμολόγησαν μέ γενναιότητα τήν πίστη τους στόν Κύριο καί κατέθεσαν τή μαρτυρία τῆς συνειδήσεώς τους. Οἱ εἰδωλάτρες ἐξορ-γισμένοι τούς ἔρριξαν στή φωτιά. ῎Ετσι καί οἱ τρεῖς εὐλογημένοι αὐ-τοί νέοι ἔλαβαν τό στέφανο τοῦ μαρτυρίου.
Ἡ γιαγιά τους, Νεονίλλη, ἔμαθε τό μαρτύριο τῶν τριῶν ἐγγο-νῶν της. Καί εὐχήθηκε ὁ Ἅγιος Θεός νά τήν ἀξιώσει νά τελειώσει θεαρέστως καί τή δική της πρόσκαιρη ζωή. Ἐμαρτύρησε καί αὐτή, γιά νά συναντήσει τούς Μάρτυρες ἐγγονούς της στά ἀθάνατα σκη-νώματα τῆς θείας μακαριότητος.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Δάνακτος, ἀναγνώ-στου.
῾Ο Ἅγιος Μάρτυς Δάναξ καταγόταν ἀπό τήν πόλη Αὐλῶνα[2] τοῦ Ἰλλυρικοῦ καί ἦταν ἀναγνώστης τῆς Ἐκκλησίας ἐκείνης.
Ὅταν κάποτε ὅρμησαν μέσα στήν ἐκκλησία οἱ εἰδωλολάτρες, ὁ Ἅγιος πῆρε τά ἱερά ἐκκλησιαστικά σκεύη καί κειμήλια , γιά νά τά διασώσει καί νά μήν πέσουν στά χέρια τῶν ἀπίστων καί τά βεβη-λώσουν, καί τά διεφύλαξε σέ τόπο ὀχυρό πέντε μίλια ἀπό τήν πόλη πρός τή θάλασσα. Οἱ ἄπιστοι ὅμως τόν συνέλαβαν καί τόν ἐπίεζαν μέ κάθε τρόπο νά θυσιάσει στό θεό Διόνυσο. ῾Ο Ἅγιος ὅμως δέν ὑποχωροῦσε στίς πιέσεις, ἀλλά ἔμενε σταθερός καί ἀκλόνητος στήν πίστη τοῦ Χριστοῦ. Τότε οἱ εἰδωλολάτρες ἀπέκοψαν τήν τιμία αὐ-τοῦ κεφαλή, τό δέ τίμιο λείψανο αὐτοῦ ἔρριψαν στή θάλασσα.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων Ἐλπιδίου καί Ἑλέ-νης[3].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Μαρκέλλου, ἐπισκόπου Ρώμης.
Ὁ Ἅγιος Μάρκελλος Α΄, Ἐπίσκοπος Ρώμης (308-309 μ.Χ.), καταγόταν ἀπό τήν Ρώμη καί διαδέχθηκε τόν Ἅγιο Ἱερομάρτυρα Μαρκελλῖνο († 7 Ἰουνίου). Ἐξορίσθηκε ἀπό τόν αὐτοκράτορα Μα-ξέντιο καί ἐκοιμήθηκε μακρυά ἀπό τήν ἕδρα του. Ἐνταφιάσθηκε στό κοιμητήριο τῆς Ἁγίας Πρισκίλλης.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ρωμύλου καί τῶν σύν αὐτῷ Νέστορος, Μαρτίνου, Δανιήλ, Σισώη, Ζωσιμᾶ καί Γρη-γορίου[4].
Ὁ Ὅσιος Ρωμύλος έγεννήθηκε στήν πόλη Βιντίν. Ἀσκήτεψε στό Ἅγιος Ὄρος καί ἦταν μαθητής τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Σιναῒτου († 6 Ἀπριλίου). Ἔζησε κατά τόν 14ο αἰώνα μ.Χ. καί ἐκοιμήθηκε ὁσίως μέ εἰρήνη στή μονή Ραβάνιτσα τῆς Σερβίας..
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ὀνωράτου, ἀρχιεπισκόπου Ἀρελάτης.
Ὁ Ὅσιος Ὀνωρᾶτος ἐγεννήθηκε στή Λωραίνη καί οἱ ὁμοε-θνεῖς του τόν ὀνόμαζαν Ληρώνη ἤ Πλανασία. Οἱ γονεῖς του ἦσαν ἐθνικοί. Σέ νεαρά ἡλικία ἀσπάσθηκε τήν ὀρθόδοξη πίστη καί ἦλθε στήν Ἀνατολή, γιά νά διδαχθεῖ τά πράγματα τῆς μοναχικῆς πολιτεί-ας. Ἀργότερα ἦλθε στά νησιά τῶν Λερίνων τῆς Γαλλίας[5], ὅπου ἔκτισε, τό 375 μ.Χ., τή μονή τῶν Λερίνων, τό ὁποῖο συνέβαλε τά μέ-γιστα στόν ἐκχριστιανισμό τῆς Προβηγγίας καί ἄλλων τμημάτων τῆς Γαλατίας. Ἐχειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Ἄρλ (Ἀρελά-της ἤ Ἀρελάτου)[6], πού εἶναι κοντά στή Μασσαλία τῆς Γαλλίας, πού ἦταν ἐπισκοπική ἕδρα ἀπό τά μέσα τοῦ τρίτου αἰῶνος, ἀρχιεπι-σκοπή δέ ἀπό τό 400 μέχρι τό 1801.
Ὁ Ὅσιος Ὀνωρᾶτος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 429 μ.Χ., τή χρονιά πού ὁ Ἀέτιος ἀπέκρουσε στήν πόλη τῆς Ἀρελάτης τούς Βησι-γότθους.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου Μαξίμου τῆς Τότμα, τοῦ διά Χριστόν σαλοῦ καί θαυματουργοῦ.
Ὁ Ἅγιος Μάξιμος ἐγεννήθηκε τό ἔτος 1565. Ἀσκήτεψε στήν Τότμα, στήν περιοχή Βολογκντά τῆς Ρωσίας, καί ἦταν διά Χριστόν σαλός. Ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό 1650.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Δαμασκηνοῦ.
Ὁ Ἅγιος Δαμασκηνός καταγόταν ἀπό τό χωριό Γάμπροβο τῆς ἐπαρχίας Τυρνόβου τῆς Βουλγαρίας. Ἦλθε στό Ἅγιον Ὄρος, ἐμόνα-σε στό μοναστηρι τοῦ Χιλανδαρίου καί ἐχειροτονήθηκε πρεσβύ-τερος. Ἀπό τούς πατέρες τῆς μονῆς ἀπεστάλη στήν πόλη Σφιστόβι τῆς Βουλγαρίας, ὅπου ὑπῆρχε μετόχι τῆς μονῆς. Προτιθέμενος νά ἐπιστρέψει στή μονή τῆς μετανοίας του, μετά τό πέρας τῆς ἀποστο-λῆς του, ἐζήτησε ἀπό κάποιο Τοῦρκο νά ἐπισπεύσει τήν ἀπόδοση τῶν ὀφειλῶν του πρός τό μετόχι τῆς μονῆς. Ὁ κακόπιστος Τοῦρκος ἐσυκοφάντησε τόν Ἅγιο ὅτι εἶχε σχέσεις μέ μωαμεθανίδα γυναίκα, ἅρπαξε τήν περιουσία του μετοχίου καί ὁδήγησε μέ βία αὐτόν στόν κριτή. Παρά τίς ἀντιρρήσεις τοῦ κριτοῦ, οἱ ψευδομάρτυρες ἐπέτυχ-αν τήν δι’ ἀγχόνης θανατική καταδίκη τοῦ Ἁγίου. Παρά τίς ἐπίμο-νες προτάσεις τῶν Τούρκων νά ἀσπασθεῖ τόν Ἰσλαμισμό, γιά νά κερδίσει τή ζωή του, ὁ Μάρτυς περέμεινε σταθερός στήν ὀρθόδοξη πίστη. Ἀφοῦ προσευχήθηκε, λίγο πρίν τό μαρτύριό του, ἐδέχθηκε τόν δι’ ἀγχόνης θάνατο τό ἔτος 1771.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου νεομάρτυρος Νικολάου τοῦ ἐν Μυτιλήνῃ.
Ὁ Ἅγιος Νεομάρυς Νικόλαος καταγόταν ἀπό τή Μυτιλήνη. Ἐμαρτύρησε, ἀπό τούς Τούρκους, τήν ἴδια ἡμέρα μέ τόν Ἅγιο Ἱε-ρομάρτυρα Δαμασκηνό[7].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Γερασίμου τοῦ Παλλαδᾶ, πατριάρχου Ἀλεξανδρείας, τοῦ ἐκ Κρήτης.
Ὁ Ἅγιος Γεράσιμος ἐγεννήθηκε στήν Κρήτη κατά τό πρῶτο ἥμισυ τοῦ 17ου αἰῶνος μ.Χ. Διετέλεσε Μητροπολίτης Καστορίας καί ἐξελέγη Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας τό ἔτος 1688, διαδεχθείς τόν ἀποθανόντα στό σεισμό τῆς Σμύρνης Πατριάρχη Παρθένιο (1678-1688) τόν ἀπό Βηθλεέμ. Στόν πατριαρχικό θρόνο ἔμεινε μέχρι τό 1710, καί παραιτήθηκε ὑπέρ τοῦ Ἐπισκόπου Χίου Σαμουήλ (1710-1712, 1714-1723).
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν.