τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
† Τῇ Κυριακῇ τετάρτῃ ἀπὸ τοῦ Πάσχα, τοῦ Παραλύτου μνείαν ποιούμεθα, καὶ ὡς εἰκὸς τὸ τοιοῦτον ἑορτάζομεν θαῦμα.Στά Ἱεροσόλυμα, στόν χῶρο τῆς προβατικῆς κολυμβήθρας, στήν επιλεγόμενη Βηθεσδά[1], ὅπως ἀναφέρει τό σημερινό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα, γίνεται τό θαῦμα τῆς θεραπείας τοῦ παραλυτικοῦ, πού ἐσήκωνε τόν σταυρό τῆς ἀσθένειάς του 38 ὁλόκληρα χρόνια. Στήν κατάσταση αὐτή, ὅπως συμπεραίνουμε ἀπό τό εὐαγγελικό κείκενο, τόν ὁδήγησε ἡ ἁμαρτία καί ἡ διακοπή τῆς σχέσεώς του μέ τόν Θεό. Καί ἐκεῖ πού τά ἀνθρώπινα σχήματα εἶχαν καλλιεργήσει μέσα του τήν ἀπελπισία καί τήν μοναξιά, ἐκεῖνος ἐπερίμενε ὑπομονετικά τήν θεραπεία του. Καί τό θαῦμα γίνεται. Ὁ Θεός δέν τόν ἀφήνει. Δέν τόν ἀπογοητεύει. Ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ εἶναι σωτήριος: «Νά, ἔχεις γίνει καλά· ἀπό ἐδῶ καί πέρα μήν ἁμαρτάνεις, γιά νά μήν πάθεις χειρότερα». Ἡ λυτρωτική παρουσία τοῦ Κυρίου θεραπεύει τό σῶμα καί τήν ψυχή τοῦ παραλύτου.
Ὁ Θεός γίνεται προσιτός μέ τήν ἄκτιστη χάρη Του καί τίς ἄκτιστες ἐνέργειές Του, πού εἶναι μέρος τῆς θείας ὑπάρξεώς Του. Ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ πραγματικά νά συναντήσει τό Θεό. Ἡ συνάντηση ὅμως αὐτή γίνεται μέ τρόπο ἡσυχαστικό, δηλαδή γίνεται στόν χῶρο τῆς καρδιᾶς, ὅπως ἔγινε ἡ συνάντηση τοῦ Χριστοῦ μέ τόν παρα-λυτικό. Ἡ ἀναζήτηση, λοιπόν, τοῦ Θεοῦ δέν γίνεται μόνο μέ τήν ἀνθρώπινη διάνοια, ἀποκομμένη ἀπό τήν ὑπόλοιπη ἀνθρώπινη ὕπαρξη, ἀλλά μέ τόν ὅλο ἀδιαίρετο ἄνθρωπο, καί κέντρο αὐτῆς τῆς προσπάθειας εἶναι ἡ ἀνθρώπινη καρδιά. Ἡ μόνη μας φροντίδα πρέπει νά εἶναι ἡ βίωση τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ, νά εἴμεθα μαθητές Του καί νά παύσουμε νά εἴμεθα δέσμιοι τῆς ἁμαρτίας. «Πᾶς ὁ ποιῶν τήν ἁμαρτίαν, δοῦλός ἐστι τῆς ἁμαρτίας. Ὁ δέ δοῦλος οὐ μένει ἐν τῇ οἰκίᾳ εἰς τόν αἰῶνα. Ο Υἱός μένει εἰς τόν αἰῶνα. Ἐάν οὖν ὁ υἱός ὑμᾶς ἐλευθερώσῃ ὄντως ἐλεύθεροι ἔσεσθε» (Ἰω. 8, 34-36). Αὐτή ἀκριβῶς τήν ἐλευθερία χαρίζει ὁ Κύριος στόν παραλυτικό, στόν καθένα μας, ὁ ὁποῖος ἀγωνίζεται νά γίνει υἱός τοῦ Θεοῦ καί νά κατοικήσει αἰώνια στήν οἰκία τοῦ Πατρός του.
Γράφει σχετικά μέ τό θαῦμα τοῦ παραλύτου ὁ ἱερός Χρυσό-στομος: «Εκεί, στα Ιεροσόλυμα, κοντά στην προβατική πύλη του τείχους της πόλεως υπάρχει κάποια λίμνη στην οποία κολυμπού-σαν, και η οποία στην εβραϊκή γλώσσα ονομαζόταν Βηθεσδά. Η κολυμ-βήθρα αυτή είχε τριγύρω της πέντε στοές, πέντε θολωτά υπόστεγα. Σε αυτά τα θολωτά υπόστεγα βρίσκονταν ξαπλωμένοι πάρα πολλοί άρρωστοι, τυφλοί, κουτσοί, άνθρωποι με κάποιο με-λος πιασμένο και αναίσθητο ή ατροφικό˙ και όλοι αυτοί περίμεναν να κινηθεί το νερό της κολυμβήθρας· διότι από καιρό σε καιρό ένας άγγελος κατέβαινε στην κολυμβήθρα και ανατάραζε τα νερά της. Και όποιος έμπαινε πρώτο σε αυτή μετά την ανατάραξη του νερού, γινόταν υγιής, οποιαδήποτε και αν ήταν η αρρώστια που είχε)». Ποιος τρόπος θεραπείας είναι αυτός; Ποιο μυστήριο υπαινίσσεται; Διότι αυτά δεν γράφτηκαν χωρίς αιτία και τυχαία, αλλά περιγρά-φει τα μέλλοντα σαν μια προτύπωση και αναπαράσταση, για να μην κλονίσει τη δύναμη της πίστεως των πολλών αυτό το πολύ παράδοξο και απροσδόκητο που συνέβαινε.
Τι είναι λοιπόν αυτό που προτυπώνεται εδώ; Επρόκειτο να δο-θεί στο μέλλον το Άγιο Βάπτισμα, το οποίο θα είχε πολλή δύναμη και θα ήταν μεγίστη δωρεά, βάπτισμα το οποίο θα καθάριζε όλες τις αμαρτίες και από πνευματικά νεκρούς θα τους έδινε ζωή. Αυτά περιγράφονται όπως σε μία απεικόνιση και για τη δεξαμενή της Βηθεσδά και για άλλα πολλά. Και κατά πρώτον έδωσε το νερό, το οποίο καθαρίζει τις κηλίδες των σωμάτων και τους μολυσμούς που στην ουσία δεν υφίσταντο, αλλά τους θεωρούσαν πραγματικούς οι Ιουδαίοι, όπως εκείνους που προέρχονται από την κηδεία, από τη λέπρα και από άλλα παρόμοια. Και θα μπορούσε να δει κανείς στην Παλαιά Διαθήκη ότι έχουν γίνει με νερό πολλές τέτοιες κα-θαρτικές ενέργειες, εξαιτίας της ιδέας ότι μολύνονταν από την επαφή με διάφορα απαγορευμένα πρόσωπα ή αντικείμενα.
Ας προχωρήσουμε όμως τώρα στο θέμα μας. Κατά πρώτον, λοιπόν, όπως προανέφερα, παραχωρεί να πραγματοποιούνται με το νερό καθαρισμοί σωματικών μολυσμών, και έπειτα να θεραπεύο-νται και διάφορες ασθένειες. Ο Θεός δηλαδή, επειδή ήθελε να μας φέρει πλησιέστερα προς τη δωρεά του βαπτίσματος, όχι μόνο μολυ-σμούς απλώς καθαρίζει πλέον, αλλά και ασθένειες θεραπεύει. Διότι οι εικόνες που προσεγγίζουν περισσότερο την αλήθεια, και αυτές που αναφέρονται στο Βάπτισμα και αυτές που σχετίζονται με το Πάθος και όσες ανάγονται σε άλλα γεγονότα, είναι πιο ευδιά-κριτες πλέον, εντονότερες και παραστατικότερες από τις παλαιότερες…. Κατέβαινε λοιπόν άγγελος και τάρασσε το νερό και του μετέδιδε θεραπευτική δύναμη, για να μάθουν οι Ιουδαίοι ότι πολύ περισσότερο δύναται να θεραπεύσει όλα τα νοσήματα της ψυχής ο Κύριος των αγγέλων. Αλλά όπως στην προκειμένη περίπτωση δεν θεράπευε απλώς η ίδια η φύση του νερού (διότι αυτό τότε θα συ-νέβαινε συνεχώς), αλλά αποκτούσε θεραπευτικές ιδιότητες μόνο μετά την παρέμβαση του αγγέλου που το ανατάραζε, έτσι και σε μας δεν επιτελεί τον καθαρισμό από μόνο του το νερό του βαπτί-σματος, αλλά τότε συγχωρεί όλα μας τα αμαρτήματα ανεξαιρέτως, όταν δεχθεί τη χάρη του Αγίου Πνεύματος.
Γύρω λοιπόν από αυτή τη δεξαμενή «βρισκόταν πολύ πλήθος από αρρώστους, τυφλοί, κουτσοί, άνθρωποι με ακίνητο και σαν ξερό, κάποιο μέλος του σώματός τους και οι οποίοι όλοι περίμεναν να κινηθεί το νερό της»….Τι έκανε ο ασθενής; «ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ ἀσθε-νῶν· Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω, ἵνα ὅταν ταραχθῇ τὸ ὕδωρ, βάλῃ με εἰς τὴν κολυμβήθραν· ἐν ᾧ δὲ ἔρχομαι ἐγώ, ἄλλος πρὸ ἐμοῦ κατά-βαίνει(:Αποκρίθηκε σε Αυτόν ο ασθενής και είπε: ‘’Κύριε, δεν έχω άνθρωπο να με ρίξει στην κολυμβήθρα αμέσως μόλις ανατα-ραχτούν τα νερά της· και ενώ προσπαθώ να πλησιάσω εγώ μόνος μου, προλαβαίνει άλλος και κατεβαίνει στο νερό πριν από μένα’’)».
Γι’ αυτό ο Χριστός τον ρώτησε: «Θέλεις ὑγιὴς γενέσθαι; (:Θέλεις να γίνεις υγιής;», για να μάθουμε αυτά. Και δεν του είπε «Θέλεις να σε θεραπεύσω;»(διότι ο ασθενής δεν είχε ακόμη καταλάβει ποι-ος ήταν ο Ιησούς και τι μπορούσε να του προσφέρει), αλλά «θέλεις να γίνεις υγιής;»[χωρίς δηλαδή, εξαρχής άμεση αναφορά στη δική Του θεραπευτική επενέργεια].
Ήταν εκπληκτική η υπομονή του παραλυτικού, επειδή ήταν πα-ράλυτος για τριανταοκτώ έτη και κάθε έτος είχε την ελπίδα ότι θα απαλλαγεί από την ασθένεια και επέμενε, χωρίς να παραιτείται από την προσπάθειά του….
Ας αισθανθούμε ντροπή, αγαπητοί μου, ας αισθανθούμε ντροπή και ας στενάξουμε για την πολλή μας ραθυμία. Για τριανταοκτώ έτη επέμενε εκείνος ο παραλυτικός, χωρίς να πετυχαίνει αυτό που ήθελε, όμως δεν εγκατέλειπε απογοητευμένος την προσπάθεια και δεν απομακρυνόταν από εκεί. Και δεν πετύχαινε τον σκοπό του, όχι από τη δική του αμέλεια, αλλά για το γεγονός ότι παρεμπο-διζόταν από τους άλλους και υφίστατο τη βία τους, χωρίς εν του-τοις να αδιαφορεί για μια μελλοντική του θεραπεία, έστω και κάτω από τις συνθήκες αυτές….
Άκουσε λοιπόν τι λέγει και σκέψου το μέγεθος της τραγωδίας του. Όταν δηλαδή τον ρώτησε ο Χριστός αν θέλει να γίνει υγιής, απάντησε: «Ναι, Κύριε, θέλω να γίνω υγιής· όμως δεν έχω άνθρωπο να με βάλει στη δεξαμενή, όταν ταραχθεί το νερό». Τι περισσότερο λυπηρό θα μπορούσε να ακούσει κανείς; Ποια μεγαλύτερη συμφορά από αυτήν; Είδες ψυχή που είχε συντριβεί από τη διαρκή και μα-κρόχρονη ασθένεια; Είδες που είχε κατασταλεί κάθε οργή μέσα του για την κατάστασή του; Διότι δεν είπε τίποτε το βλάσφη-μο, όπως ακούμε από πολλούς που βρίσκονται σε παρόμοιες δύ-σκολες περιστάσεις, ούτε καταράστηκε την ημέρα που γεννήθηκε, ούτε θύμωσε για την ερώτηση, ούτε είπε: «Ήλθες να με περιπαίξεις και να με διακωμωδήσεις και ρωτάς κάτι το αυτονόητο, δηλαδή αν θέλω να γίνω υγιής;». Αντιθέτως, με πραότητα και σεβασμό μεγάλο απαντά: «Ναι, Κύριε».
Και όμως ούτε ήξερε ποιος ήταν Αυτός που τον ρωτούσε, ούτε ότι επρόκειτο να τον θεραπεύσει. Διηγείται, ωστόσο, τα πάντα με ηρεμία και δε ζητεί τίποτε πλέον, σαν να απευθυνόταν σε κάποιο γιατρό στον οποίο ήθελε να εξηγήσει την αρρώστιά του και μόνο. Πιθανό να ήλπισε ότι ο Χριστός θα του φαινόταν χρήσιμος σε αυτό, να τον ρίξει δηλαδή στο νερό και να ήθελε με τα λόγια αυτά να τον συγκινήσει. Τι έκανε, λοιπόν, ο Χριστός; Αφού απέδειξε ότι με τον λόγο Του μπορεί να κάνει τα πάντα, του είπε: «ἔγειρε, ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει (:Σήκω επάνω, πάρε το κρεβάτι σου στον ώμο σου και περπάτα)» [Ιω.5,4].
Εσύ όμως πρόσεξε, σε παρακαλώ το μέγεθος της σοφίας του Θεού· διότι δεν τον θεραπεύει αμέσως τον παραλυτικό της Βηθεσ-δά, αλλά πρώτα του δημιουργεί ατμόσφαιρα εμπιστοσύνης με την ερώτηση που του υποβάλλει, για να τον προετοιμάσει για την μελλοντική πίστη· και δεν τον σηκώνει μόνο όρθιο, αλλά τον πα-ροτρύνει να σηκώσει και το κρεβάτι του, ώστε και το θαύμα που έγινε να διαπιστωθεί και να μην μπορέσει να υποψιαστεί κανείς ότι αυτό που είχε γίνει, ήταν μόνο αποκύημα φαντασίας και απάτη· διότι εάν τα μέλη του σώματος δεν είχαν αποκτήσει σταθε-ρότητα και δύναμη, ο παραλυτικός δε θα μπορούσε να σηκώσει το κρεβάτι.
Και αυτό το πράττει πολλές φορές ο Ιησούς, για να αποστομώσει εντελώς όσους θα ήθελαν να διατυπώσουν αναίσχυντες αμφιβολίες. Πραγματικά και στο θαύμα του πολλαπλασιασμού των άρτων, για να μην υποστηρίξει κανείς ότι απλώς χόρτασαν και ότι το περιστατικό αυτό ήταν φανταστικό, προνοεί να μείνουν πολλά περισσεύματα από τους άρτους αυτούς. Και στον λεπρό τον οποίο καθά-ρισε, είπε: «ὅρα μηδενὶ εἴπῃς, ἀλλὰ ὕπαγε σεαυτὸν δεῖξον τῷ ἱερεῖ καὶ προσένεγκε τὸ δῶρον ὃ προσέταξε Μωσῆς εἰς μαρτύριον αὐ-τοῖς (:Πρόσεξε να μην πεις σε κανένα το θαύμα της θεραπείας σου, αλλά πήγαινε και δείξε τον εαυτό σου στον ιερέα και πρόσφερε το δώρο που έχει καθορίσει ο Μωυσής. Για να χρησιμεύσει η εξέτασή σου από τον ιερέα και η προσφορά του δώρου σου ως μαρτυρία και απόδειξη στον ιερέα και στους Ιουδαίους ότι και εσύ θεραπεύ-τηκες τελείως και εγώ δεν ήλθα να καταργήσω τον νόμο)» [Ματθ.8,4], αφενός για να κάνει και την απόδειξη του καθαρισμού της λέπρας σταθερότατη και ακριβέστατη, και αφετέρου για να κλείσει τα αναίσχυντα στόματα εκείνων, που υποστήριζαν ότι έκανε έργα αντίθετα προς όσα έχουν δοθεί ως εντολές από τον Θεό…
Εσύ όμως και έτσι πρόσεξε την πίστη του παραλύτου. Διότι όταν άκουσε τον Ιησού να του λέει: «Πάρε το κρεβάτι σου στον ώμο σου και περπάτησε», δε γέλασε, ούτε είπε: «Τι σημαίνουν αυ-τά τα λόγια τέλος πάντων; Εδώ κατεβαίνει άγγελος και ταράσσει το νερό και έναν μονάχα θεραπεύει, και εσύ, ένας άνθρωπος κοι-νός, πιστεύεις ότι θα κατορθώσεις κάτι σπουδαιότερο από τον άγγελο με ένα απλό πρόσταγμά σου μονάχα; Αυτά είναι εγωισμός και αλαζονεία και αξιογέλαστα πράγματα εκ μέρους σου». Δεν είπε τίποτε από αυτά όμως, ούτε τα σκέφθηκε, αλλά μόλις τα άκουσε, σηκώθηκε όρθιος και υγιής. Και αφού θεραπεύτηκε, δεν παράκου-σε στον Ιησού που του έλεγε: «ἔγειρε, ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει (:Σήκω επάνω, πάρε το κρεβάτι σου στον ώμο σου και περπάτησε)». «Καὶ εὐθέως ἐγένετο ὑγιὴς ὁ ἄνθρωπος, καὶ ἦρε τὸν κράβαττον αὐτοῦ καὶ περιεπάτει (: και αμέσως αποκαταστάθηκε η υγεία του ανθρώπου αυτού και πήρε το κρεβάτι του στον ώμο του και άρχισε να περπατάει)» [Ιω.5,8-9].
Η υπακοή του αυτή είναι βέβαια θαυμαστή, αλλά τα όσα συνέ-βησαν στη συνέχεια είναι πολύ περισσότερο αξιοθαύμαστα. Μάλλον όμως η αρχική υπακοή του παραλύτου, όταν κανένας δεν τον εμπόδιζε να υπακούσει, δεν είναι τόσο αξιοθαύμαστη, όσο η στάση που τήρησε ύστερα από αυτά, όταν οι Ιουδαίοι είχαν κυριευτεί από μανία και τον απειλούσαν ποικιλοτρόπως εξαγριωμένοι και τον κατηγορούσαν και τον πολιορκούσαν και του έλεγαν: «σάββατόν ἐστιν· οὐκ ἔξεστί σοι ἆραι τὸν κράβαττον (: Σήμερα είναι Σάβ-βατο και δε σου επιτρέπεται να σηκώνεις το κρεβάτι σου)» [Ιω.5,10], το γεγονός ότι όχι μόνο αντιμετωπίζει με αδιαφορία τη μανία τους, αλλά και με μεγάλο θάρρος διακηρύσσει τον Ευεργέτη του ενώπιον όλων και αποστομώνει την αναίσχυντη γλώσσα τους, νομίζω εγώ τουλάχιστο ότι είναι απόδειξη μεγάλης γενναιότητας.
Πραγματικά, όταν τον περικύκλωσαν οι πρόκριτοι Ιουδαίοι και έλεγαν επιτιμητικά και με αυθάδεια στον πρώην παραλυτικό: «Σάββατόν ἐστιν· οὐκ ἔξεστί σοι ἆραι τὸν κράβαττον (:Σήμερα εί-ναι Σάββατο. Δεν επιτρέπεται να σηκώνεις και να μεταφέρεις το κρεβάτι σου)», άκουσε τι απαντά: «ὁ ποιήσας με ὑγιῆ, ἐκεῖνός μοι εἶπεν· ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει(: Εκείνος που με θαύμα αποκατέστησε την υγεία μου, μού είπε: Πάρε το κρεβάτι σου και περπάτησε)»[Ιω.5,11], σαν να τους έλεγε κατά κάποιο τρόπο, τα ακόλουθα: «Φλυαρείτε και παραφέρεστε, όταν με προτρέπετε να μη θεωρώ διδάσκαλο Εκείνον, που με θεράπευσε από μία τόσο μα-κρόχρονη και βαριά ασθένεια και να μην υπακούω απολύτως σε όλες τις εντολές Του»…
Και ο μεν παράλυτος έτσι συμπεριφέρθηκε, ενώ εκείνοι, πρόσεξε με πόση κακότητα ενεργούν. Διότι δεν του είπαν: «Ποιος είναι αυτός που σε θεράπευσε;», αλλά αυτό το αποσιώπησαν και προβάλ-λουν έντονα προς πάσα κατεύθυνση την, κατά τη γνώμη τους, παραβίαση της αργίας του Σαββάτου. « Ἠρώτησαν οὖν αὐτόν· τίς ἐστιν ὁ ἄνθρωπος ὁ εἰπών σοι, ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περι-πάτει; (:Ρώτησαν λοιπόν αυτόν: Ποιος είναι ο άνθρωπος αυτός που σου είπε να σηκώσεις το κρεβάτι σου και να αρχίσεις να περπα-τάς;)» [Ιω.5,12]. Ο παράλυτος όμως που είχε θεραπευθεί δεν ήξερε ποιος ήταν ο ευεργέτης του· διότι ο Ιησούς εν τω μεταξύ είχε από-μακρυνθεί, δεδομένου ότι υπήρχε πολύς κόσμος και ήταν εύκολο αυτό [«ὁ δὲ ἰαθεὶς οὐκ ᾔδει τίς ἐστιν· ὁ γὰρ Ἰησοῦς ἐξένευσεν ὄχλου ὄντος ἐν τῷ τόπῳ (:Ο θεραπευμένος όμως παράλυτος δεν ήξερε ποιός είναι˙ διότι ο Ιησούς είχε φύγει απαρατήρητος και είχε εξα-φανιστεί. Και ήταν εύκολο να εξαφανιστεί, διότι υπήρχε πολύς λαός στον τόπο που έγινε το θαύμα)»: Ιω.5,13].
Και γιατί απέκρυψε τον εαυτό Του ο Ιησούς; Κατά πρώτον, για να είναι η μαρτυρία του παραλύτου χωρίς υποψία, εφόσον ο Ιη-σούς θα ήταν απών· διότι αφού ο παραλυτικός αισθάνθηκε την αποκατάσταση της υγείας του, ήταν ο πλέον αξιόπιστος μάρτυρας της ευεργεσίας. Έπειτα για να μην ανάψει στις ψυχές των Ιουδαίων περισσότερο θυμό· διότι γνώριζε ότι και μόνο η παρουσία αυτού που προκαλεί το φθόνο, δεν ανάβει μικρή φωτιά σε όσους αισθά-νονται το φθόνο γι’ αυτόν. Γι’ αυτό έφυγε και άφησε το ίδιο το έργο Του να αγωνίζεται προς αυτούς, ώστε να μη λέγει τίποτε ο Ίδιος για τον εαυτό Του, αλλά να συζητούν γι’ Αυτόν όσοι θερα-πεύτηκαν και μαζί με αυτούς και οι κατήγοροί Του. Διότι πραγμα-τικά και αυτοί τότε μαρτυρούν το θαύμα. Δεν είπαν, δηλαδή: «Γιατί έδωσες εντολή να γίνουν αυτά το Σάββατο;», αλλά «Γιατί πράττεις αυτά το Σάββατο;».Όχι επειδή αισθάνονταν δυσφορία για την κατάλυση της αργίας του Σαββάτου, αλλά επειδή αισθάνονταν φθόνο για την αποκατάσταση της υγείας και τη σωτηρία του παρα-λύτου…
Στην προκειμένη λοιπόν περίπτωση, με άλλο τρόπο διατάσ-σει να καταλυθεί η αργία του Σαββάτου, ενώ άλλοτε το κάνει ο Ίδι-ος με άλλο τρόπο, αναμιγνύοντας πηλό και αλείφοντας με αυτόν τους οφθαλμούς του τυφλού που επρόκειτο να θεραπεύσει. Και ενεργεί με αυτόν τον τρόπο, όχι παραβιάζοντας τον μωσαϊκό νόμο, αλλά υπερβαίνοντας τον μωσαϊκό νόμο. Με το θέμα όμως αυτό θα ασχοληθούμε αργότερα· διότι δεν απολογείται με όμοιο τρόπο για την κατάλυση του Σαββάτου, κάθε φορά που κατηγορείται από τους Ιουδαίους. Και αυτό πρέπει να το εξετάσουμε με ακρίβεια, όχι όμως ακόμη τώρα.
«Μετὰ ταῦτα εὑρίσκει αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς ἐν τῷ ἱερῷ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἴδε ὑγιὴς γέγονας· μηκέτι ἁμάρτανε, ἵνα μὴ χεῖρόν σοί τι γένηται (:Ύστερα από αρκετό καιρό τον βρήκε ο Ιησούς στο ιερό και του είπε: Βλέπεις, τώρα έχεις γίνει υγιής. Πρόσεξε λοιπόν από δω και πέρα να μην αμαρτάνεις πια, για να μην πάθεις τίποτε χειρότερο από την ασθένεια που είχες, και η οποία σου συνέβη από τις αμαρτίες σου. Πρόσεξε μην πάθεις χειρότερη συμφορά στο σώμα σου, και χάσεις μαζί με την υγεία του σώματος σου και την ψυχή σου)» [Ιω.5,14]…
Αλλά γιατί τέλος πάντων αποκαλύπτει ο Χριστός τις αμαρτίες των παραλυτικών αυτών; Διότι και σε εκείνον, τον οποίο αναφέρει ο ευαγγελιστής Ματθαίος λέγει: «Έχε θάρρος, παιδί μου· σου έχουν συγχωρηθεί οι αμαρτίες σου» [Ματθ.9,2] και σε αυτόν της Βηθεσδά που αναφέρει ο ευαγγελιστής Ιωάννης: «Ιδού τώρα έχεις γίνει υγιής. Να μην αμαρτάνεις πλέον». Γνωρίζω βέβαια ότι μερικοί διαβάλλουν τον παραλυτικό αυτό, ισχυριζόμενοι ότι ο παραλυ-τικός αυτός έγινε κατήγορος του Χριστού και για τον λόγο αυτό άκουσε τον Χριστό να του λέγει αυτά τα λόγια. Τι θα πούμε όμως για εκείνον τον παράλυτο του Ματθαίου, ο οποίος άκουσε σχεδόν τα ίδια τα λόγια; Καθώς και σε εκείνον είπε: «Σου έχουν συγχωρη-θεί οι αμαρτίες σου».Συνεπώς είναι φανερό ότι ο παράλυτος της Βηθεσδά δεν άκου-σε αυτά περί αμαρτιών του εξαιτίας κάποιας κατηγορίας σε βάρος του Κυρίου. Και αυτό μάλιστα είναι δυνατό να το αντιληφθούμε καθαρότερα από τη συνέχεια· «Ύστερα από αυτά», λέγει ο ευαγγε-λιστής Ιωάννης, «τον βρήκε ο Ιησούς στον ναό», πράγμα που είναι απόδειξη μεγάλης ευλάβειας· διότι δεν πήγε ο παράλυτος σε αγορές και σε περιπάτους, ούτε παρέδωσε τον εαυτό του σε τρυφή και την απόλαυση, αλλά περνούσε τον καιρό του στο ναό, μολονότι επρό-κειτο να αντιμετωπίσει τόση μεγάλη επίθεση από τους Ιουδαίους και να εκδιώκεται από όλους από εκεί. Τίποτε όμως από αυ-τά δεν τον έπεισε να απομακρυνθεί από τον ναό. Όταν λοιπόν τον βρήκε εκεί ο Χριστός, αφού πλέον ο παράλυτος είχε συζητήσει με τους Ιουδαίους, δεν έκανε κανένα υπαινιγμό τέτοιου είδους. Διότι εάν δεν ήθελε να τον κατηγορήσει γι’ αυτό, θα έλεγε: «Πάλι τα ίδια επιχειρείς και ούτε με τη θεραπεία έγινες καλύτερος;». Όμως δεν του είπε τίποτε από αυτά, παρά μόνο τον ασφαλίζει για το μέλ-λον…
Επιπλέον, πρέπει να πούμε και αυτό, ότι δηλαδή επειδή διείδε μέσα στην ψυχή του παραλυτικού την καρτερικότητα και επειδή αντιλήφθηκε ότι ήταν σε θέση να δεχθεί το παράγγελμα, τον συμ-βουλεύει και τον συγκρατεί και με την ευεργεσία και με τον φόβο των μελλοντικών κακών για την υγεία του…
Και δεν έδωσε στον παράλυτο απόδειξη της θεότητάς Του μονάχα με τη θεραπεία και τη στερέωση του σώματός του, αλλά και με άλλον τρόπο· διότι με το να του πει: «Μην αμαρτάνεις πλέον», απέ-δειξε ότι γνώριζε όλα τα προηγούμενα σφάλματα, που είχε δια-πράξει. Επομένως, θα ήταν αξιόπιστος και για όσα του έλεγε ότι θα μπορούσαν να του συμβούν στο μέλλον εάν δεν διορθω-νόταν.
«Ἀπῆλθεν ὁ ἄνθρωπος καὶ ἀνήγγειλε τοῖς Ἰουδαίοις ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ ποιήσας αὐτὸν ὑγιῆ (:Έφυγε τότε ο άνθρωπος από το ιερό και, αφού συνάντησε τους Ιουδαίους, τους ανήγγειλε ότι ο Ιησούς ήταν αυτός που τον γιάτρεψε)» [Ιω.5,15]. Πρόσεξε ότι ο παρα-λυτικός εξακολουθεί να παραμένει στην ίδια εκδήλωση ευγνω-μοσύνης· διότι δεν είπε ότι ο Χριστός ήταν αυτός που του είπε να σηκώσει το κρεβάτι του· επειδή δηλαδή εκείνοι προέβαλλαν συνε-χώς το θεωρούμενο αμάρτημα της καταλύσεως της αργίας του Σαβ-βάτου, αυτός πάντοτε προβάλλει διαρκώς την απολογία και έτσι αποκαλύπτει τον Ιατρό και προσπαθεί να προσελκύσει και τους άλλους και να τους κάνει φιλικά προσκείμενους προς τον Ιησού· διότι δεν ήταν τόσο αναίσθητος, ώστε ύστερα από τόσο μεγάλη ευεργεσία και σπουδαία συμβουλή για την υπόλοιπη ζωή του, να προδώσει τον ευεργέτη του και να πει αυτά τα λόγια με κακοπρο-αίρετη διάθεση…
Εδώ λοιπόν ο Χριστός έκανε με τα λόγια το θαύμα Του την ημέρα του Σαββάτου και δεν πρόσθεσε πλέον τίποτε, αλλά από όσα έγιναν στο ναό και από τις πράξεις των Ιουδαίων αντικρούει την κατηγορία. Όπου όμως έδωσε εντολή να εκτελεστεί και κάποιο έργο κατά το Σάββατο, όπως για παράδειγμα να σηκώσει ο πρώην πα-ράλυτος άνθρωπος το κρεβάτι, το οποίο έργο δεν έπαιζε κανένα ρό-λο στην επιτέλεση του θαύματος, παρά σε ένα μόνο συντελούσε, στο να δείξει καθαρά την κατάλυση του Σαββάτου, σε αυτές τις περι-πτώσεις ανάγει τον λόγο στο σπουδαιότερο, επειδή θέλει να τους καταπλήξει με την αξία του Πατρός και να τους οδηγήσει σε ανώ-τερα επίπεδα.
Για τον λόγο αυτόν, όταν ομιλεί για το Σάββατο, δεν απολογεί-ται μόνο ως άνθρωπος, ούτε ως Θεός μόνο, αλλά άλλοτε ως άνθρω-πος και άλλοτε ως Θεός· διότι ήθελε και τα δύο να γίνουν πιστευ-τά, δηλαδή και η οικονομία και συγκατάβαση της σαρκώσεως του Θεού Λόγου και το αξίωμα της Θεότητος. Για τον λόγο αυτό και στην παρούσα περίπτωση απολογείται ως Θεός· διότι, εάν επρό-κειτο να ομιλεί προς αυτούς πάντοτε με βάση τα ανθρώπινα δεδομένα, θα παρέμεναν συνεχώς στην ίδια ταπεινή αντίληψη για τον Ιησού. Για να μη συμβεί λοιπόν αυτό, επικαλείται τον Πατέ-ρα»[2].
† Μνήμη τοῦ ἁγίου ἀποστόλου Σίμωνος τοῦ Ζηλωτοῦ, ἐκ τῶν δώδεκα μαθητῶν τοῦ Κυρίου.Ὁ Ἀπόστολος Σίμων, ἕνας ἀπό τούς δώδεκα Μαθητές τοῦ Κυρίου, ἀδελφός Ἰούδα τοῦ Λεββαίου, εἶχε τήν ἐπωνυμία Καναναῖος ἤ Κανανίτης. Ἡ ἐπωνυμία αὐτή δέν φανερώνει τήν καταγωγή τοῦ Ἀποστόλου Σίμωνος ἀπό τή Χαναάᾶν ἤ τήν Κανᾶ της Γαλιλαίας. Ἡ λέξη «Καναναῖος» εἶναι Χαλδαϊκή καί σημαίνει «Ζηλωτής». Πράγματι ὁ Εὐαγγελιστής Λουκᾶς τόν προσονομάζει ὡς «Ζηλωτή»[3].
Οἱ ζηλωτές ἀποτελοῦσαν μιά ξεχωριστή κοινωνική τάξη στήν Ἰουδαϊκή κοινωνία κατά τούς χρόνους του Χριστοῦ. Ἀποτελοῦνταν ἀπό λαϊκούς ἀγωνιστές, οἱ ὁποῖοι μάχονταν ἐναντίον των Ρωμαίων κατακτητῶν, συνεχίζοντας τήν παράδοση τῶν Μακκαβαίων ἐπαναστατῶν. Ὅμως συχνά, πολλοί ἀπό αὐτούς, ἐκμεταλλεύονταν τόν ἀπελευθερωτικό ἀγῶνα καί καταντοῦσαν τύραννοι τοῦ ἰδίου τοῦ λαοῦ τους. Προέβαιναν σέ παράνομες πράξεις βίας καί ληστειῶν γιά ἴδιο ὄφελος καί γι’ αὐτό τόν 1ο αἰῶνα μ. Χ. εἶχε ἀναπτυχθεῖ λαϊκή δυσαρέσκεια κατά τοῦ κινήματος τῶν ζηλωτῶν. Οἱ συσταυρούμενοι μέ τόν Κύριο ληστές ἦταν ζηλωτές.
Δέν γνωρίζουμε ἄν ὁ Σίμων ἀνῆκε στήν μερίδα των ζηλωτῶν ἤ προερχόταν ἀπό αὐτή. Τό πιό πιθανό εἶναι νά προερχόταν ἀπό τούς ζηλωτές. Σέ καμμιά περίπτωση δέν μπορεῖ νά ἀνῆκε ταυτόχρονα καί στούς ζηλωτές, διότι τό ζηλωτικό κίνημα ἦταν ἀντίθετο μέ τήν διδασκαλία τοῦ Κυρίου. Ὑπάρχει βέβαια καί μιά ἄλλη ὑπόθεση γιά τόν Ἀπόστολο Σίμωνα. Εἶναι πιθανό νά μήν εἶχε καμμία σχέση μέ τούς ζηλωτές καί τό προσωνύμιο «Ζηλωτής» νά ἐσήμαινε τόν ἔνθεο ζῆλο του.Κάποιοι ταυτίζουν τόν Ἀπόστολο Σίμωνα μέ τό νυμφίο τοῦ γάμου της Κανᾶ, ὅπου ὁ Κύριος ἔκανε τό πρῶτο θαῦμα Του, μεταβάλλοντάς τό νερό σέ κρασί[4]. Ὅμως ὁ ἰσχυρισμός αὐτός δέν ἔχει κανένα ἱστορικό ἔρεισμα καί πρόκειται γιά αὐθαίρετη ὑπόθεση.
Κατά τήν παράδοση, ὁ Ἀπόστολος Σίμων μετά τήν Πεντηκο-στή, μετέβη καί ἐκήρυξε τό θεῖο λόγο στήν Αἴγυπτο, Ἀφρική καί Λιβύη. Ἀργότερα, μεταβάς μετά τοῦ Ἰούδα τοῦ Θαδδαίου στή Μεσοποταμία καί Περσία, συνελήφθη καί ὑπέστη τόν διά τοῦ σταυροῦ μαρτυρικό θάνατο.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων Ἀλφειοῦ, Κυπρίνου καί Φιλαδέλφου, τῶν αὐταδέλφων.
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἀλφειός, Κυπρίνος καί Φιλάδελφος ἦσαν ἀδελφοί, υἱοί τοῦ ἄρχοντος τῶν Πρεφεκτῶν Βιταλίου, καί κατάγο-νταν ἀπό τή χώρα τῶν Βασκάνων τῆς νότιας Ἰταλίας. Ἀφοῦ ἐδι-δάχθησαν τήν ὀρθόδοξη πίστη καί ἐβαπτίσθηκαν ἀπό κάποιον ὅσιο ἄνδρα όνομαζόμενο Ὀνήσιμο, ἐκήρυτταν τόν Χριστό. Καταγγελθέ-ντες γιά τή θεοφιλή δράση τους, συνελήφθησαν, ἐπί αὐτοκράτρος Δεκίου (249-251 μ.Χ.), ἀπό τόν Ἀνηγγελίωνα καί ἀπεστάλησαν δέσμιοι στή Ρώμη. Ἀπό ἐκεῖ, μετά τήν πρώτη ἀνάκριση, μετεφέρθη-σαν στούς Ποτιόλους, πρός τόν ἡγεμόνα Διομήδη, αὐτός δέ τούς παρέπεμψε στόν ἄρχοντα τῆς Σικλείας Τέρτυλλο, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ δέν ἐμπόρεσε νά τούς μεταπείσει, τούς κατεδίκασε σέ θάνατο. Τόν μέν Ἀλφειό, ἀφοῦ τοῦ ἀπέκοψαν τή γλώσσα, τόν ἀποκεφάλισαν, τόν Φιλάδελφο κατέκαψαν ἐπάνω σέ πυρακτωμένη σχάρα, τόν δέ Κυπρίνο ἐτηγάνισαν μέσα σέ τεράστιο τηγάνι.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων Ἐράσμου καί Ὀνησίμου καί τῶν σύν αὐτῷ δέκα τεσσάρων.Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἔρασμος καί Ὀνήσιμος ἐμαρτύρησαν μαζί μέ ἄλλους δέκα τέσσερεις Μάρτυρες, ἐπί αὐτοκράτορος Δεκίου (249-251 μ.Χ.), μαζί μέ τούς Ἁγίους Μάρτυρες Ἀλφειό, Κυπρίνο καί Φιλάδελφο.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ἡσυχίου τοῦ Ὁμολογητοῦ.
(Βλ. † 6 Μαρτίου).
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ὁσίων πατέρων ἡμῶν Πασσαρίωνος πρεσβυτέρου, Ἀγαπίου καί Φιλήμονος, ἐν Παλαιστίνῃ ἀσκησάντων.
Ὁ Ὅσιος Πασσαρίων ἦταν ἀπό τούς πιό φημισμένους ἀσκη-τές τῆς Παλαιστίνης. Ἦταν σύγχρονος τοῦ Πατριάρχου Ἱεροσολύ-μων Ἰουβεναλίου (420-458 μ.Χ.) καί ἐχρημάτισε διδάσκαλος τοῦ Μεγάλου Εὐθυμίου. Ἔγινε ἱδρυτής γηροκομείου στά Ἱεροσόλυμα, στό ὁποῖο ὑπῆρχε καί εὐκτήριος οἶκος ἀφιερωμένος στό ὄνομά του καί στόν ὁποῖο κατά τίς 21 Νοεμβρίου ἐτελεῖτο ἡ μνήμη του.
Οἱ μετ’ αὐτοῦ φερόμενοι Ὅσιοι Ἀγάπιος καί Φιλήμων ἦσαν μαθητές τοῦ Ὁσίου Πασσαρίωνος καί συνασκητές.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ἰσιδώρου τοῦ «μωροῦ», τοῦ ἐν Ταβέννῃ τῆς Αἰγύπτου ἀσκήσαντος.
Ὁ Ὅσιος Ἰσίδωρος ἐγεννήθηκε τό ἔτος 319 μ.Χ. καί κατα-γόταν ἀπό τήν Ἀλεξάνδρεια. Ὑπῆρξε μαθητής τοῦ Ὁσίου Ἀντωνίου τοῦ Μεγάλου καί συνασκητής τοῦ Ὁσίου Μακαρίου. Μετέβη μετά τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου στήν Ρωμη καί ἀπό ἐκεῖ ἀνεχώρησε μέ τήν Ὁσία Μελανία γιά τήν ἔρημο τῆς Αἰγύπτου.
Ὁ Ὅσιος διακρινόταν γιά τήν πραότητά του καί, ἐκτός τοῦ δώρου τῶν δακρύων, γιά τήνεὐκολία μέ τήν ὁποία περιέπιπτε σέ ἔκσταση ἐνῶ ἔτρωγε. Μέ τούς Πατέρες τῆς ἐρήμου Μακάριο καί Παμβώ ἔπληγε τόν μή ἀσκτήμονα μοναχό: «Τό ἀργύριόν σου σύν σοί εἴη εἰς ἀπώλειαν»[5].
Ὑπέφερε πολλά ἀπό τόν Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας Θεόφιλο, ὁ ὁποῖος ἀρχικά ἤθελε νά τόν κάνει Ἐπίσκοπο καί κατόπιν τόν ἀπήλασε ὄχι μόνο ἀπό τήν Ἐκκλησία τῆς Ἀλεξανδρείας, ἀλλά καί ἀπό τήν ἔρημο πού ἀσκήτευε. Ὁ Ὅσιος, μέ τούς μοναχούς μαθητές του, ἐζήτησε τότε τήν προστασία τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου.
Ὁ Ὅσιος Ἰσίδωρος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη, τό ἔτος 404 μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Κομγαλλίου, τοῦ ἐξ Ἰρλανδίας.

Ὁ Ὅσιος Κομγάλλιος καταγόταν ἀπό τήν Ἰρλανδία καί ἐγεννήθηκε στήν πόλη Οὔλστερ, τό ἔτος 517 μ.Χ. Ἦταν υἱός στρατιώτου. Ἐσπούδασε στή σχολή τοῦ Ἁγίου Φινιανοῦ καί ἵδρυσε τήν περίφημη μονή τοῦ Μπένγκορ, ἡ ὁποία ὑπῆρξε ἡ πολυπληθέστερη καί ἐνδοξότερη τῆς Ἰρλανδίας. Λέγεται ὅτι ἐπί ἡμερῶν του ἐγκατα-βιοῦσαν στή μονή περί τούς τρεῖς χιλιάδες μοναχῶν. Ἐφήρμοσε τούς μοναχικούς κανόνες τοῦ Μεγάλου Βασιλείου καί εἶχε ὡς πρότυπο τόν Ἀνατολικό μοναχισμό.
Ὁ Ὅσιος Κομγάλλιος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 602 μ.Χ.[6]
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ἡ πάροδος τοῦ ἱεροῦ λειψάνου τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Νικολάου Μύρων τῆς Λυκίας τοῦ Θαυματουργοῦ ἐκ τῆς νήσου τῆς Ζακύνθου.Τό ἔτος 1087 μ.Χ., ἐπί αὐτοκράτορος Ἀλεξίου Κομνηνοῦ (1081-1118 μ.Χ.) καί Πατριάρχου Νικολάου Γ´ τοῦ Γραμματικοῦ (1084-1111 μ.Χ.), ἡ ἐπαρχία τῆς Λυκίας καί ἡ πόλη τῶν Μύρων δει-νοπαθοῦν ἀπό τούς Ἀγαρηνούς. Γι’ αὐτό καί οἱ μοναχοί, πού διακονοῦσαν στό προσκύνημα τοῦ Ἁγίου Νικολάου, φαίνεται να συναινοῦν στήν πρόταση «ἐμπόρων» ἀπό τό Μπάρι τῆς Ἰταλίας, πού στήν πραγματικότητα ἦσαν κληρικοί, νά πραγματοποιήσουν τήν ἀνακομιδή τῶν ἱερῶν λειψάνων καί τή μετακομιδή στό Μπάρι[7].

Κατά τή συναξαριστική παράδοση τό ἅγιο λείψανο ἀναχώρησε τήν 1η Ἀπριλίου τοῦ 1087 καί ἔφθασε στό Μπάρι στίς 20 Μαΐου. Κατά τή διάρκεια αὐτοῦ τοῦ ταξιδίου τοποθετεῖται χρονικά καί ἡ πάροδος τοῦ ἱεροῦ λειψάνου ἀπό τά Ἑπτάνησα. Ὑπάρχουν διάφορες ἀπόψεις γιά πιθανή στάση τοῦ πλοίου πρός ἀνεφοδιασμό εἴτε στή Ζάκυνθο, εἴτε ἀλλοῦ, πλήν ὅμως δέν ἀποδειχθεῖ τίποτε ἀκόμη μέ ἱστορικά στοιχεῖα. Τό βέβαιο εἶναι πάντως, ὅτι ἡ ἱστορική αὐτή πάροδος καταγράφηκε ἀνεξίτηλα στή συνείδηση τοῦ εὐσεβοῦς λαοῦ τῆς Ζακύνθου, ὁ ὁποῖος ἐκληροδότησε τό γεγονός αὐτό ὡς ἱερά παρακαταθήκη στούς ἀπογόνους του, ὥστε αὐτή ἡ εὐλογημένη πάροδος νά ἑορτάζεται πανηγυρικά στίς 10 Μαΐου ἀπό τότε μέχρι σή-μερα[8].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Σίμωνος, ἐπισκόπου Βλαδιμίρ καί Σουζδαλίας. O Ἅγιος Σίμων, ἐπίσκοπος Βλαδιμίρ καί Σουζδαλίας, ἦταν ὁ συγγραφέας τοῦ βιβλίου «Πατερικόν τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου» καί ἔγινε μοναχός στή μονή τῶν Σπηλαίων κατά τό δεύτερο ἥμισυ τοῦ 12ου αἰῶνος μ.Χ.
Tό ἔτος 1206, ἀνεδείχθη ἡγούμενος τῆς μονῆς Γεννήσεως τῆς Θεοτόκου Βλαδιμίρ καί τό ἔτος 1214, μέ ἐπιθυμία τοῦ πρίγκηπος Γεωργίου Βσεβολοντόβιτς († 1238), ἔγινε ὁ πρῶτος Ἐπίσκοπος Βλα-διμίρ καί Σουζδαλίας. Στό ἀρχιερατικό του κατάλυμμα ἀγωνιζό-ταν πνευματικά, ὅπως καί στό μοναστήρι. Κάποτε μάλιστα, τήν ὥρα πού προσευχόταν, ἀξιώθηκε νά δεῖ σέ ὅραμα τήν Ὑπεραγία Θεο-τόκο, ἡ ὁποία συνοδευόταν ἀπό πλῆθος ἀκτινοβόλων Ἁγίων, ἐνῶ στά δεξιά καί στ’ ἀριστερά της ἐστέκονταν οἱ Ὅσιοι Ἀντώνιος καί Θεοδόσιος.
Ὁ Ἅγιος Σίμων, τήν παραμονή τῆς κοιμήσεώς του, τό ἔτος 1226, ἔλαβε τό μέγα ἀγγελικό σχῆμα. Ἀρχικά ἐνταφιάσθηκε στήν πόλη τοῦ Βλαδιμίρ, ἀλλά ἀργότερα, σύμφωνα μέ τήν τελευταία ἐπιθυμία του, τό τίμιο λείψανό του μεταφέρθηκε στή Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Λαυρεντίου, τοῦ ἐν τῇ μονῇ τῆς Μεγίστης Λαύρας τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἀσκήσαντος.
Ὁ Ὅσιος Λαυρέντιος ἔζησε κατά τόν 14ο αἰώνα μ.Χ. Ἐκάρη μοναχός στή Μονή τῆς Μεγίστης Λαύρας τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ἐπειδή ὅμως στό Ἅγιον Ὄρος καί κυρίως στή Λαύρα, ἐπικράτησε ἡ αἵρεση τῶν Βαρλαάμ καί Ἀκινδύνου, ἀνεχώρησε ἀπό ἐκεῖ καί ἔφθασε στήν περιοχή τοῦ Βόλου, στό χωριό Ἅγιος Λαυρέντιος, ὅπου ἄρχισε νά κτίζει μοναστήρι. Τότε ἐβασίλευε ὁ εὐσεβής αὐτοκράτορας Ἀλέξιος Κομνηνός, ὁ ὁποῖος ἀπέστειλε στόν Ὅσιο χρυσόβουλο καθώς καί τόν ἀπαιτούμενο χρυσό καί τά ἱερά σκεύη γιά τήν οἰκοδομή του ναοῦ, ὁ ὁποῖος ἀποπερατώθηκε τό 1378. Στή συνέχεια ὁ Ὅσιος ἵδρυσε σκήτη ἐπ’ ὀνόματι τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος καί τοῦ Προφήτη Ἠλία, ἡ ὁποία γρήγορα ἀπέκτησε μεγάλη φήμη καί ἔγινε πόλος ἕλξεως πολλῶν νέων καί μορφωμένων μοναχῶν.
Ὁ Ὅσιος Λαυρέντιος διῆλθε τό βίο του μέ νηστεία καί προ-σευχή καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη σέ βαθύ γῆρας.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Εὐσταθίου, τοῦ ἐκ Κριμαίας.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Εὐστάθιος ἐγεννήθηκε τό ἔτος 1745. Σέ ἡλικία μόλις δέκα τεσσάρων ἐτῶν ὁμολόγησε θαρραλέα τήν πίστη του στόν Ἰησοῦ Χριστό ἐνώπιον ἑνός Τουρκικοῦ δικαστηρίου, ἐκακο-ποιήθηκε καί ἐκλείσθηκε στή φυλακή. Ἐπειδή ἀρνιόταν νά ἀποκη-ρύξει τήν πίστη του στήν πατρώα εὐσέβεια, ἀποκεφαλίσθηκε στή Θεοδοσία, τό ἔτος 1759. Ἐνταφιάσθηκε, πιθανόν, στόν καθεδρικό ναό τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, πού εὑρισκόταν στό μοναστήρι τῆς Βατσισαράϋ, πλησίον τοῦ ὁποίου διέμενε ὁ Μητροπολίτης τῆς Κάφφα Γεδεών.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ ἀνακομιδή τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Βασιλείου, ἐπισκόπου Μανγκαζίας τῆς Σιβηρίας, τοῦ Θαυματουργοῦ.
(Βλ. † 22 Μαρτίου).
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου «τῶν Ἀδελφῶν τοῦ Κιέβου», ἐν Ρωσίᾳ.Ἡ ἱερά εἰκόνα τῆς Θεομήτορος ὀνομάζεται ἔτσι ἀπό τήν πόλη τοῦ Κιέβου καί τή μονή στήν ὁποία ἐφυλασσόταν. Ἀρχικά εὑρισκό-ταν στό Βίσγκο-Ρόντ καί ἀργότερα μετακομίσθηκε στό Κίεβο.
Τό ἔτος 1662, ὅταν οἱ Τάταροι εἰσέβαλαν στήν πόλη τοῦ Βίσγκο-Ρόντ, κατέστρεψαν τό ναό στόν ὁποῖο ἐτιμᾶτο ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας καί ἔριξαν στό ποτάμι τήν εἰκόνα. Αὐτή, ἐπιπλέοντας ἐπάνω στό νερό, ἔφθασε μέχρι τό μοναστήρι Μπράτσκϊυ (=τῶν Ἀδελφῶν). Οἱ Πατέρες τῆς μονῆς μέ πνευματική χαρά εὑρῆκαν τήν εἰκόνα καί μέ εὐλάβεια τή μετέφεραν στό μοναστήρι τους.
Ἡ εἰκόνα τῆς Θεοτόκου ἑορτάζει, ἐπίσης, στίς 2 Ἰουνίου καί 6 Σεπτεμβρίου.
† Τῇ Δ΄ Κυριακῇ ἀπό τοῦ Πάσχα, τοῦ Παραλύτου, ἡ σύναξις πάντων τῶν ἐν Εὐβοίᾳ διαλαμψάντων Ἁγίων[9].Οἱ Ἅγιοι, πού διέλαμψαν στήν νῆσο Εὔβοια, εἶναι οἱ:
- Ἀπόστολος Παῦλος,
- Ὅσιος Νίκων ὁ Μετανοεῖτε,
- Ὅσιος Γεράσιμος ὁ Σιναῒτης
- Ὅσιοι Δανιήλ καί Εὐθύμιος,
- Ὅσιος Δαυῒδ ὁ Γέρων,
- Ὅσιος Νικόλαος ὁ Σικελιώτης,
- Ὅσιος Γρηγόριος ὁ ἐν Στρογγυλῇ τῶν Λιχάδων,
- Ὅσιος Ἰωσήφ ὁ Εὐβοεύς,
- Ὅσιος Σάββας ὁ Νέος ὁ ἐν τῶ Ἄθῳ,
- Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Ρῶσσος,
- Ὅσιος Συμεών ὁ ἀνυπόδητος καί μονοχίτων,
- Ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης,
- Ὅσιος Χριστόδουλος ὁ ἐν Πάτμῳ,
- Ὅσιος Ἱερόθεος ὁ Ἰβηρίτης,
- Ὅσιος Νήφων,
- Ὅσιος Νεόφυτος,
- Ὅσιος Ἰάκωβος ὁ Νέος,
- Ὅσιος Πορφύριος ὁ Καυσοκαλυβίτης,
- Ὁσιομάρτυς Γεράσιμος ὁ Μεγαλοχωρίτης,
- Ὁσιομάρτυς Θεοφάνης,
- Ἱερομάρτυς Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός,
- Ἅγιος Τιμόθεος, Ἐπίσκοπος Εὐρίπου,
- Ἅγιος Νεκτάριος, Ἐπίσκοπος Πενταπόλεως,
- Ἅγιος Ρηγῖνος, Ἐπίσκοπος Σκοπέλου, ὁ Λεβαδεύς,
- Ἅγιος Θεοφύλακτος, Ἀρχιεπίσκοπος Βουλγαρίας, ὁ Χαλκιδεύς,
- Ἅγιος Μιχαήλ ὁ Χωνιάτης, Μητροπολίτης Ἀθηνῶν,
- Ἅγιος Ἄνθιμος, Ἐπίσκοπος Ἀθηνῶν καί Εὐρίπου καί Πρόεδρος Κρήτης,
- Ἅγιος Μεθόδιος, Ἐπίσκοπος Ὀλύμπου.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ σύναξις πάντων τῶν ἐν Καστορίᾳ διαλαμψάντων Ἁγίων.Οἱ Ἅγιοι πού μνημονεύονται κατά τήν ἡμέρα αὐτή εἶναι οἱ:
- Μεγαλομάρτυς Μηνᾶς,
- Ἅγιος Νήφων, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως,
- Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς,
- Ἅγιος Θεοδόσιος, Μητροπολίτης Τραπεζοῦντος,
- Ὅσιος Διονύσιος ὁ Ἀθωνίτης,
- Ὅσιος Ναούμ ὁ Φωτιστής,
- Ὁσιομάρτυς Ἰάκωβος μετά τῶν μαθητῶν αὐτοῦ Ὁσιομαρτύρων Ἰακώβου καί Διονυσίου,
- Ὅσιος Νεκτάριος ὁ Καρεώτης,
- Ὅσιος Νικάνωρ ὁ Θαυματουργός,
- Ὁσία Σοφία τῆς Κλεισούρας,
- Νεομάρτυς Μᾶρκος Πέτρος Μαρκούλης ἐκ Κλεισούρας,
- Νεομάρτυς Ἰωάννης Νοῦλτζος ἐκ Καστορίας καί οἱ σύν αὐτῷ ἀθλή-σαντες,
- Νεομάρτυς Γεώργιος ἐκ Καστορίας,
- Ἱερομάρτυς Βασίλειος, ἐκ Χιλοδενδρίου Καστορίας,
- Ἱερομάρτυς Πλάτων (Ἀϊβαζίδης).
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Γρηγορίου, τοῦ ἐν Στρογγυλῇ τῶν Λιχάδων ἀσκήσαντος.
Ὁ Ὁσιος Γρηγόριος ἦταν μέχρι πρίν κάποια χρόνια ἄγνωστος στήν ἁγιολογία, ἔγινε δέ γνωστός ἀπό δημοσίευση μέρους τοῦ ἁγιολογικοῦ Κώδικος 552 τῆς ΙΣΤ΄ ἑκατονταετηρίδος, πού εὑρισκό-ταν στήν μονή Παντελεήμονος τοῦ Ἁγίου Ὄρους, τόν ὁποῖο ἐδημο-σίευσε ὁ Π. Β. Πάσχος στήν «Ἐπετηρίδα Ἑταιρείας Στερεοελλαδι-κῶν Μελετῶν» ὑπό τόν τίτλο: «Ἄγνωστοι ἅγιοι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκ-κλησίας». Οἱ μοναδικές πληροφορίες γιά τόν Ὅσιο Γρηγόριο ἀνα-φέρονται στίς σελίδες τοῦ χειρογράφου ὅπου περιγράφεται ὁ «Βίος και πολιτεία τοῦ ὁσίου και θεοφόρου πατρός ἡμῶν Νικήτα, και ἑτέρων τινῶν ὁσίων τῶν ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις διαλαμψάντων». Εἰδικώτερα στόν Βίο ἐξιστοροῦνται: 1) ὁ βίος και τά θαύματα τοῦ Ὁσίου Νικήτα πού καταγόταν ἀπό τήν Θήβα τῆς Βοιωτίας, 2) τό θέαμα τοῦ εὐλαβικοῦ ἱερέα Θεοδώρου, ὁ ὁποῖος εἶδε «ἀπόρρητόν τι φῶς και ἀνέκφραστον» νά περιβάλει τόν Ὅσιο Νικήτα, 3) ὁ βίος καί τά θαύματα τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου στό νησί Στρογγυλή στίς Λι-χάδες τῆς Εὐβοίας στόν βόρειο Εὐβοϊκό κόλπο, 4) ἡ ἐπίσκεψη στόν Ὅσιο Νικήτα τοῦ Ὁσίου καί φιλόστοργου Δανιήλ ἀπό τό Κάστρο τῶν Πατρῶν, 5) ἡ ἀπάντηση τοῦ Ὁσίου Νικήτα στό ἐρώτημα γιά τήν νηστεία τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, 6) ἡ ἀπάντηση τοῦ ἴδιου γιά τό ἐρώτημα περί ἀποκαταστάσεως τῶν ψυχῶν, καί 7) τό μακάριο τέλος τοῦ Ὁσίου Νικήτα, πού συνέβη τήν 23η Ἰουνίου τοῦ ἔτους 1079, στά χρόνια τοῦ αὐτοκράτορα τοῦ Βυζαντίου Νικηφόρου τοῦ Βοτανειάτου (1078-1081). Δεδομένου ὅτι ὁ Ὅσιος Νικήτας ὁ Θηβαῖ-ος ἔζησε κατά τήν ΙΑ΄ ἑκατονταετηρίδα, ἀπό αὐτό γίνεται γνωστή καί ἡ ἑκατονταετηρίδα στήν ὁποία ἔζησε καί ὁ Ὅσιος Γρηγόριος, πού ἄσκησε στήν νῆσο Στρογγυλή τοῦ βόρειου Εὐβοϊκοῦ κόλπου «βίον ἀγγελικόν ἐν γῇ ἐνδειξάμενος». Τό συμπέρασμα αὐτό ἐξάγε-ται ἀπό τό γεγονός ὅτι ὁ βιογράφος τοῦ Ὁσίου Νικήτα, σύγχρονός του, ἐπιγράφει τήν βιογραφία του, ὅπως προαναφέρθηκε: «Βίος καί πολιτεία τοῦ ὁσίου καί θεοφόρου πατρός ἡμῶν Νικήτα καί ἑτέρων τινῶν ὁσίων τῶν ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις διαλαμψάντων», κατά-τάσσοντας σέ αὐτούς καί τόν ἅγιο Γρηγόριο.
Ὁ Ὅσιος Γρηγόριος, σύμφωνα μέ τόν Βίο του, ἐγεννήθηκε στόν Μυστρᾶ: «Μιζηθριώτης ἦν τό γένος, γονέων οὐκ ἀσήμων, ἀλλά τῶν εὐγενῶν καί ταῖς ἐντολαῖς τοῦ Θεοῦ προσκειμένων». Ἐδι-δάχθηκε τά ἱερά γράμματα καί ἡ ἀνάγνωση τῶν θείων Γραφῶν ἦταν γι’ αὐτόν «περισπούδαστος λίαν καί ποθεινή». Σέ ἡλικία δεκαέξι ἐτῶν ἤθέλησε νά ἀκολουθήσει τόν «ἀγγελομίμητον βίον», νά γίνει δηλαδή μοναχός, ἀλλά οἱ γονεῖς του, παρά τίς πολλές πα-ρακλήσεις του, τόν ἐμπόδιζαν νά ἀρνηθεῖ «τόν πλάνο κόσμο». Ὅταν ὅμως πληροφορήθηκε ὅτι διάφοροι μοναχοί, περνώντας ἀπό τόν τόπο διαμονῆς τοῦ Γρηγορίου θά μετέβαιναν γιά προσκύνηση στούς Ἅγιους Τόπους, κατόπιν συγκινητικῆς προσευχῆς, προσκολ-λήθηκε σέ αὐτούς. Κατά τήν πορεία τους πρός τά ἱερά προσκυνή-ματα τῶν Ἁγίων Τόπων, ἐξ αἰτίας ἀπρόβλεπτων περιστάσεων, ἔφθασαν στήν Ρώμη. Σέ ἕνα μοναστήρι τῆς πόλεως αὐτῆς ὁ Γρη-γόριος ἐκάρη μοναχός, πρίν βεβαίως τοῦ Σχίσματος (1054) καί τῶν συνεπειῶν πρίν ἀπό αὐτό. Μετά ἀπό λίγο χρονικό διάστημα, ἀφοῦ προσκύνησε τά ἱερά λείψανα τῶν μοναστηριῶν, ἀφοῦ ἀναχώρησε ἀπό τήν Ρώμη ἐπισκέφθηκε τούς Ἁγίους Τόπους, καί μάλιστα τόν Κρανίου Τόπον, τά Ἅγια τῶν Ἁγίων, τήν Βηθλεέμ, τό Ὄρος τῶν ἐλαιῶν καί ὅλους γενικά τούς Ἁγίους Τόπους, καί ἀφοῦ ἔλαβε τίς εὐχές ὅλων τῶν «ὁσίων και θεοφόρων ἀνδρῶν» πού κατοικοῦσαν σέ αὐτούς, ἀναχώρησε ἀπό ἐκεῖ καί μετέβη στήν Νίκαια. Στήν συνέ-χεια πέρασε ἀπό τήν Μικρά Ἀσία στήν Θράκη, καί ἀπό ἐκεῖ ἦλθε στήν Μακεδονία, τήν Θεσσαλία, τήν Ἑλλάδα καί ἔφθασε μέχρι τό νησί τῆς Εὔβοιας.
Στήν Εὔβοια, ἀφοῦ ἦλθε ὁ Ὁσιος Γρηγόριος, κατ’ ἀρχάς παρέ-μεινε «ἐπί τινας χρόνους ἔν τινι νήσῳ Ὠρεῷ», κατά τόν βιογράφο, ἡ ὁποία δέν πρέπει νά εἶναι οὔτε ἡ Ἀργυρόνησος, οὔτε ἡ Νησιώτισσα, μικρά νησάκια ἀπέναντι στόν Ὠρεό, πού εὑρίσκεται στήν βόρεια Εὔβοια. Πρόκειται ὄχι γιά τό νησί Ὠρεό, ἀλλά ἁπλά γιά τόν σημε-ρινό Ὠρεό, ἄλλοτε ἀξιόλογη παραλιακή κωμόπολη, πού ἐτιμήθηκε καί μέ ἕδρα Ἐπισκόπου ἐνωρίτερα στήν Δ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο στήν Χαλκηδόνα (451 μ.Χ.), στήν ὁποία παραβρέθηκε ὁ Ὠρεοῦ Θεόφιλος, ὁ τελευταῖος γνωστός Ἐπίσκοπος Ὠρεοῦ ἀναφερόμενος τό ἔτος 1820. Στήν μικρή λοιπόν πόλη τοῦ βυζαντινοῦ Ὠρεοῦ, πού λανθασμένα ἀναφέρεται στόν Βίο ὡς νησί, παραχωρήθηκε ἀπό τούς κατοίκους του ναός, στόν ὁποῖο παρέμεινε ὁ Ὅσιος «ἐπί τίνας χρό-νους», ὅπως προαναφέρθηκε, καί ἐκήρυττε τά πλήθη τοῦ λαοῦ πού συνέρρεαν καί ἔλεγε: «Πατέρες καί ἀδελφοί, πρέπει νά ἀγωνιζώμε-θα καί μέ κάθε δύναμιν νά φροντίζωμεν, διά νά πραγματοποιῶμεν τάς ἁγίας ἐντολάς τοῦ Θεοῦ, ἕως ὅτου ἔχωμεν καιρόν, πρό τοῦ νά ἔλθῃ τό τέλος τοῦ βίου ἡμῶν, καί νά εἴμεθα πρόθυμοι νά εὐαρε-στῶμεν εἰς αὐτόν ὅσον τό δυνατόν περισσότερον μέ τήν ἐγκράτειαν ὄχι μόνον φαγητῶν καί ποτῶν, ἀλλά καί μέ τήν ἐγκρά-τειαν τῶν πονηρῶν λογισμῶν καί τῶν καταστρεπτικῶν παθῶν, καθ’ ὅσον περί αὐτῶν διδάσκει ἡμᾶς ὁ μακάριος Παῦλος, ὅταν λέγῃ “ἄς καθα-ρίσωμεν τούς ἑαυτούς μας ἀπό κάθε τι τό ὁποῖον μολύνει τό σῶμα καί τό πνεῦμα ἡμῶν καί ἄς τελειοποιούμεθα εἰς τήν ἁγιωσύνην μέ τόν φόβον τοῦ Θεοῦ”. “Ἐπειδή οὐδέν ἐρασμιώτερον Θεοῦ, οὐδέ ἐπι-θυμητότερον, οὐδέ ποθεινότερον, οὗ ἔργον πάντα τά ὡραῖα τῆς γῆς”.Πρέπει λοιπόν, ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἀγωνίζεται νά ζῇ κατά τό θέ-λημα τοῦ Θεοῦ νά ἔχῃ πάντοτε εἰς τόν ἑαυτόν του αὐτά τά τέσσα-ρα, ταπείνωσιν, καί ἀπόλυτον προσοχήν, ἀντίρρησιν, καί προσευ-χήν. Ταπείνωσιν μέν, διά τούς ὑπερηφάνους δαίμονας, προσοχήν δέ, διά νά φυλάττῃ τήν καρδίαν ὥστε νά μή δέχεται πονηρόν λογι-σμόν, ἀντίρρησιν δέ, ἵνα ὅταν ἕνας τοιοῦτος πονηρός λογισμός ἐμφανισθῇ νά ἀντιλέγῃ μέ ὀργήν εἰς τόν δαίμονα ὁ ὁποῖος τόν ὑπε-κίνησε, προσευχήν δέ, ἵνα μετά τήν ἀντίρρησιν ταχέως ἐκ βάθους καρδίας φωνάζῃ μέ ἀλάλητον στεναγμόν πρός τόν Κύριον ὅστις δύναται νά σώζῃ καί ἀμέσως θά ἴδῃ νά διαλύεται ὡς καπνός καί νά διώκεται ὁ ἐχθρός τῆς ψυχῆς. Διότι κατά τόν Ἀπόστολον “πρέπει νά ὑποστῶμεν πολλάς θλίψεις διά νά εἰσέλθωμεν εἰς τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν”».
Ἐπειδή ὅμως τόν ἐνοχλοῦσε τό πλῆθος τῶν ἀνθρώπων οἱ ὁποῖοι τόν ἐπισκέπτονταν καί ἤθελε νά ἀποφύγει τίς τιμές πρός αὐ-τόν καί ἦταν ἀνέκαθεν ἄνθρωπος τῆς ἡσυχίας, ἔφυγε ἀπό τόν Ὠρεό καί μετέβη ὄχι πολύ μακριά ἀπό αὐτόν στό μικρό νησί Στρογγυλή, τό πιό νότιο νησί ἀπό τά Λιχαδονήσια στόν βόρειο Εὐβοϊκό κόλπο, ὅπως προαναφέρθηκε, τό ὁποῖο ἦταν παντελῶς ἔρημο καί ἀκατοί-κητο. Στό νησί αὐτό, κατά τόν βιογράφο του, «τά ἆθλα τῆς κατά Θεόν πολιτείας διήνυσε». Ἀλλά καί πάλι ἡ φήμη τῆς ἀρετῆς τοῦ Ὁσίου μεταδόθηκε παντοῦ καί προσέτρεχαν στό νησί ἀπό τά κον-τινά καί τά μακρινά μέρη πλούσιοι καί φτωχοί, ἱερεῖς καί ἀρχιερεῖς καί μοναχοί καί διδάσκονταν ἀπό αὐτόν τήν ὁδό τῆς μετανοίας. Τήν «ἀοίκητον ἐκείνην νῆσον ὡς οἰκουμένην ἐποίησεν», ὅπως πα-ρατηρεῖ ὁ βιογράφος του. Καί ὅμως, παρά αὐτή τήν ἀτέλειωτη προ-σέλευση τῶν ἀνθρώπων, ὁ Ὅσιος Γρηγόριος τίποτε δέν παρέλειπε ἀπό τά καθήκοντα τῆς ὑπερανθρώπου ἀσκήσεως «ἀγρύπνοις στα-σεσι νύκτωρ τε καί μεθ’ ἡμέραν τον Θεόν λιτανεύων». Δέν ἔτρωγε τυρί, ψάρι καί λάδι, δέν ἔπινε κρασί, ἀρκοῦταν μόνο νά τρώει ὠμά λάχανα καί βρεγμένα ὄσπρια χωρίς ἁλάτι, καί μόνο ὅταν τόν ἐπισκεπτόταν κάποιος ἄνθρωπος ἔτρωγε λίγο, «τοσοῦτον ὅσον λεπύρῳ ὠοῦ ἐν σκεύει μικρῷ». Ἀφοῦ διέπρεψε στά περισσότερα εἴδη τῆς ἀρετῆς καί ἔγινε πλήρης ἡμερῶν, ἐκάλεσε στό τέλος τοῦ βί-ου του τούς μοναχούς καί, ἀφοῦ τούς ἀσπάσθηκε ἐν Κυρίῳ καί εὐ-χήθηκε σέ αὐτούς, «μετέστη πρός Κύριον, ἐλλάμψεως θείας ἀξιω-θείς».
Ἕνας δικός του μοναχός, πάσχοντας ἀπό ἀδυναμία ὅρασης, ἄνοιξε μέ ἄλλον τόν τάφο τοῦ Ὁσίου κατά τά μεσάνυχτα. Ἀμέσως ξεπήδησε τότε λαμπρότητα ἀπό τό σῶμα τοῦ Ὁσίου καί ἐθεράπευσε τήν πάθηση τοῦ μοναχοῦ, ἐγέμισε δέ ὁ ναός ὅπου ἦταν ὁ τάφος τοῦ Ἁγίου ἀπό εὐωδία μύρου, εὐωδία γιά τήν ὁποία ὁ σύγχρονος πρός τά γεγονότα βιογράφος προσθέτει «ὡς καί εἰσέτι τήν τοιαύτην εὐω-δίαν τοῖς πιστῶς προσερχομένοις διαδιδόσθαι». Μικρό λείψανο τῆς χειρός τοῦ Ὁσίου, πού ἀποσπάσθηκε τότε, ἐτέθη μέσα σέ κιβώτιο καί τοποθετήθηκε μέσα στό θυσιαστήριο τοῦ ναοῦ. Κατά τήν παρα-πάνω ἀφήγηση, ὁ τάφος τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου στήν Στρογγύλη τῶν Λιχαδονήσων, φανερώνει ὅτι εἶναι ἐκεῖ μέσα στόν ναό, στό θυσια-στήριο τοῦ ὁποίου ἔχει ἐναποτεθεῖ μικρό λείψανο τοῦ χεριοῦ του. Στήν Εὔβοια ἡ μνήμη του τελεῖται στίς 23 Ἰουνίου.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ἰωσήφ τοῦ Εὐβοέως.
Ὁ Ὅσιος Ἰωσήφ ἔγινε γνωστός, ὅπως καί ὁ Εὐβοεύς Ὅσιος Γεράσιμος ὁ Σιναΐτης, ἀπό τόν «Βίον καί τήν πολιτείαν τοῦ ὁσίου καί θεοφόρου πατρός ἡμῶν Γρηγορίου τοῦ Σιναΐτου», τόν ὁποῖο συνέγραψε ὁ μαθητής του Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Κάλ-λιστος Α΄[10],
Στόν Βίο αὐτό, μετά τόν πρῶτο μαθητή του Ὁσιο Γεράσιμο τόν Εὐβοέα, «δεύτερος» μαθητής τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου τοῦ Σιναΐ-του ἀναγράφεται ὁ Ἰωσήφ καί παρέχονται γι’ αὐτόν ἐλάχιστες πληροφορίες σύμφωνα μέ τήν μετάφραση τοῦ Βίου ἀπό τόν Ὅσιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη: «Δεύτερος μαθητής τοῦ ὁσίου ἦτον ὁ Ἰω-σήφ, ὁ συμπατριώτης καί σύντροφος τοῦ Γερασίμου, ὁ ὁποῖος το-σους ἀγῶνας ὑπέφερε μεγαλοψύχως διά τήν ὀρθοδοξίαν, ἐναντι-ούμενος πολλά εἰς τους Λατίνους καί τόσους πολλούς ἔβγαλεν ἀπό τήν κακοδοξίαν τῶν Λατίνων, καί τους ἔφερεν εἰς τήν ὀρθοδοξίαν, μέ τήν χάριν τοῦ Χριστοῦ, ὥστε ὁποῦ οὐδείς ἀπό τους ὀνομαστούς, καί προκομένους εἰς τήν ἔξω σοφίαν, δεν ἠδυνήθη να συμβάλῃ το-σον εἰς τήν ὀρθοδοξίαν, ὡς τον Ἰωσήφ. Διότι ἀγκαλά καί ἦτον ἰδι-ώτης κατά τήν ἔξω σοφίαν, ὅμως εἶχε τήν ἔσω καί ἀληθινήν σο-φίαν, τήν χάριν λέγω τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μέ τήν ὁποίαν καί οἱ ψαράδες ἐκεῖνοι, οἱ θεῖοι Ἀπόστολοι, ἐδοξάσθησαν καί κατῄσχυ-ναν τους ἔξω σοφούς. Τοιουτοτρόπως καί ὁ θαυμάσιος Ἰωσήφ ἐδο-ξάσθη παρά Θεοῦ, καί κατῄσχυνε τους Λατίνους. Τάς δέ λοιπάς ἀρετάς ἐκείνου, καί τήν περίφημον καί σεμνοτάτην πολιτείαν του, ποῖος δύναται να τά διηγηθεῖ, καθώς πρέπει; Διά τοῦτο τά σιωπῶ».
Σύμφωνα μέ τίς ἐλάχιστες αὐτές πληροφορίες, ὁ Ἰωσήφ ἦταν «συμπατριώτης καί σύντροφος τοῦ Γερασίμου», καταγόταν δηλαδή ἀπό τήν Εὔβοια, ὅπως ὁ Ὅσιος Γεράσιμος καί ἦταν «σύντροφος» ἐκείνου, δηλαδή συνασκητής καί πιθανόν Σιναΐτης, ἀφοῦ Σιναΐτης ἦταν ὁ Ὅσιος Γεράσιμος.
Τό κύριο ἔργο τοῦ Ὁσίου Ἰωσήφ ὑπῆρξε ἀγώνας συνεχής καί ἐπιτυχής κατά τῶν κακοδοξιῶν τῶν Λατίνων, ὅπως ἀναγράφεται στόν Βίο του, καί ἄν καί ἦταν «ἰδιώτης κατά τήν ἔξω σοφίαν», δη-λαδή δεν εἶχε γνώσεις φιλοσοφικές καί ἐπιστημονικές, ὅμως μέ τήν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κατατρόπωνε τούς κατά κόσμον σο-φούς ἀντιπάλους του καί κατόρθωνε να φέρει στήν ὀρθόδοξη πίστη ὅσους Χριστιανούς εἶχαν παρασυρθεῖ ἀπό τούς Λατίνους, πρός δόξαν Θεοῦ, ἀπό τόν Ὁποῖο ἐδοξάσθηκε, καί πρός ντροπιασμόν τῶν Λατίνων. Οἱ ἀρετές του ὑπῆρξαν ἀναρίθμητες.
Οἱ ἀναφερόμενοι στόν Βίο Λατίνοι δέν φαίνεται πιθανό νά εἶναι οἱ παπικοί τῆς χρονικῆς περιόδου τῆς φραγκοκρατίας στήν Εὔβοια (1205-1470), ὁπότε ἡ δράση τοῦ Εὐβοέως Ὁσίου Ἰωσήφ πρέπει νά πραγματοποιήθηκε στήν Εὔβοια, ἤ ἐκτός αὐτῆς, ἐντός τῆς φραγκοκρατούμενης περιοχῆς. Ὑπό τήν ἐπήρεια τῶν Λατίνων νο-οῦνται οἱ ἀντιφρονοῦντες πρός τόν ἡσυχασμό, κατά τήν ΙΔ΄ ἑκατο-νταετηρίδα, στόν ὁποῖο «ἀνεμίχθησαν ἄνδρες φιλοσοφικῶς μεμορ-φωμένοι καί προὐκλήθησαν θεολογικαί ἔριδες», ἐξ οὗ καί ἡ ἀνα-γραφή στόν Βίο ὅτι ὁ ἰδιώτης κατά τήν ἔξω σοφίαν Ὅσιος Ἰωσήφ ἀπεστόμωνε «τούς ὀνομαστούς καί προκομένους εἰς τήν ἔξω σοφί-αν». Εἶναι ἄλλωστε γνωστό ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐτάχθηκε μέ Συνόδους στήν Κωνσταντινούπολη ὑπέρ τοῦ ἡσυχασμοῦ καί κατά τῶν ἀντιπάλων τῶν ἡσυχαστῶν, διότι «οἱ ἡσυχασταί καί οἱ ὑπο-στηρικταί αὐτῶν ὑπεστήριζον τήν βάσιν τοῦ μυστικισμοῦ, ὑπεστή-ριζον τήν ἑλληνικήν θεολογίαν κατά τῆς ἐπιδράσεως τῆς λατινικῆς θεολογίας. Ὁ ἀγών αὐτῶν ἦτο ἄμυνα τοῦ πνεύματος τῆς ἀνατο-λικῆς Ἐκκλησίας κατά τῆς εἰσχωρήσεως τοῦ πνεύματος τῆς δυτι-κῆς». Ὁ Ἰωσήφ ἔζησε κατά τήν ΙΔ΄ ἑκατονταετηρίδα, ἡ δέ μνήμη του εἶναι ἄγνωστη στην Ἐκκλησία, δεδομένου ὅτι δέν ἀναγράφεται τό ὄνομά του στο Ἁγιολόγιο.
Στήν Εὔβοια ἡ μνήμη του τιμᾶται στίς 24 Ἰουλίου.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Εὐθυμίου, τοῦ ἐν Εὐβοίᾳ.
Ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος, «ὁ ὁσιώτατος μοναχός καί ἀσκητής ὁ λάμψας ἐν πόλει Εὐβοίας», καί ὁ Ὅσιος Δανιήλ «ὁ ὁσιώτατος μο-ναχός καί ἀσκητής ὁ στυλίτης ὁ ἐν Εὐβοίᾳ πόλει μονῆς Καλυβίτου ἀσκήσας», ἔγιναν γνωστοί ἀπό τήν δημοσίευση τοῦ ἔτους 1937, ἀπό Κώδικες τῆς μονῆς Ἁγίας Λαύρας στό Ἅγιον Ὄρος τοῦ Ἁγίου Ἀθα-νασίου καί τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Χάλκης, ἀπό τόν πρώην Λεοντο-πόλεως Σωφρόνιο Εὐστρατιάδη, τοῦ «Συνοδικοῦ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος», ἤ ἀκριβέστερα «Συνοδικοῦ» ἄγνωστης ἐπισκοπῆς πού ἀνήκει στήν Μητρόπολη τῶν Ἀθηνῶν, συντάχθηκε κατά τήν ΙΒ΄ ἑκατονταετηρίδα. «Συνοδικόν» ἦταν ἡ γραπτή ἐπίσημη Πράξη τοπικῆς Ἐκκλησίας, στήν ὁποία «κατεδικάζοντο αἱρέσεις καί ἐμακαρίζοντο ἅγιοι, ἐν οἷς ἐμνημονεύοντο καί τά ὀνόματα τῶν ἐν μακαρίᾳ τῇ λήξει γενομένων ἐπισκόπων τοῦ τόπου καί πάντων τῶν ἐν ὁσιότητι βίου διαλαμψάντων ὁσίων ἀνδρῶν ἐν τῇ ἐπισκοπικῇ περιφερείᾳ». Κατ’ ἀπομίμηση τοῦ γνωστοῦ «Συνοδικοῦ» πού συ-ντάχθηκε μέ τήν λήξη τῆς Εἰκονομαχίας (11 Μαρτίου 843 μ.Χ.), συντάσσονται ἀπό τότε τά «Συνοδικά» τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν ἀναγιγνώσκονταν, ὅπως τό πρότυπό τους, κατά τήν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ἡ ἀναγραφή καί ὁ μακαρισμός τοῦ Ὁσίου Εὐθυμίου στό πα-ραπάνω «Συνοδικόν» ἔχει ὡς ἑξῆς: «Εὐθυμίου τοῦ ὁσιωτάτου μο-ναχοῦ καί ἀσκητοῦ τοῦ λάμψαντος ἐν πόλει Εὐβοίας, αἰωνία ἡ μνή-μη». Πρίν ἀπό αὐτό ἀναγράφεται τό ὄνομα καί ὁ μακαρισμός «Πέ-τρου τοῦ πανοσιωτάτου καί ἀρχιερέως Ἄργους, αἰωνία ἡ μνήμη», καί μετά τό ὄνομα τοῦ Ὁσίου Εὐθυμίου ἀναγράφεται τό ὄνομα καί ὁ μακαρισμός «Κλήμεντος τοῦ ὁσιωτάτου μοναχοῦ καί στυλίτου τοῦ Σαγματίου ὄρους καί θαυματουργοῦ, αἰωνία ἡ μνήμη». Μεταξύ ὅσων διακρίθηκαν για τήν ὁσιότητα καί τήν ἁγιότητα τοῦ βίου τους ἀναγράφονται στό «Συνοδικό» αὐτό καί τά ὀνόματα Ἁγίων γειτο-νικῶν περιοχῶν τῆς ἄγνωστης ἐπισκοπῆς πού ἀνῆκε στήν Μητρόπο-λη τῶν Ἀθηνῶν, καί μάλιστα τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Καλοκτένους, Μητροπολίτου Θηβῶν (ΙΒ΄ ἑκατονταετηρίς), τοῦ Ὁσίου Λουκᾶ τοῦ Στειριώτου (896-953 μ.Χ.), τοῦ Ὁσίου Μελετίου τῆς Μυουπόλεως, ἱδρυτοῦ τῆς ὁμωνύμου μονῆς στά ὅρια Ἀττικῆς καί Βοιωτίας (1035-1105), καί τά προαναφερθέντα ὀνόματα τοῦ Ἁγίου Πέτρου, Ἐπι-σκόπου Ἄργους (850-925 μ.Χ.) καί τοῦ στυλίτου Κλήμεντος, πού ἄσκησε στό Σαγμάτιο ὄρος τῆς Βοιωτίας († 953 μ.Χ.).
Ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος, πού διακρίθηκε στήν Εὔβοια, εἶναι ἄγνω-στος στούς Συναξαριστές καί τά Μηναῖα καί γενικότερα στήν λει-τουργική πράξη τῆς Ἐκκλησίας. Ἄγνωστα ἐπίσης εἶναι καί τά ἔτη γεννήσεως καί κοιμήσεως τοῦ Ὁσίου, ἤ τουλάχιστον ἡ ἑκατοντα-ετηρίδα κατά τήν ὁποία ἔζησε αὐτός. Τό μόνο βέβαιο συμπέρασμα, τό ὁποῖο ἐξάγεται ἀπό τήν χρονολογία συντάξεως τοῦ παραπάνω Συνοδικοῦ (ΙΒ΄ ἑκατονταετηρίδα), εἶναι ὅτι ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος που ἀναγράφεται καί μακαρίζεται σε αὐτό ἔζησε τό ἀργότερο κατά τήν ἑκατονταετηρίδα αὐτή, ἤ μεταξύ αὐτῆς καί τήν πρίν ἀπό αὐτή ΙΑ΄ ἑκατονταετηρίδα. Φαίνεται ὅτι κατά τήν διάρκεια τῶν ἴδιων ἑκα-τονταετηρίδων θά ἔζησε στήν μονή τοῦ Καλυβίτου στήν Εὔβοια κοντά στά Ψαχνά καί ὁ Δανιήλ, ὁ ὁσιώτατος μοναχός καί ἀσκητής ὁ στυλίτης πού ἀναγράφεται στό «Συνοδικόν», λίγο πιό κάτω ἀπό τόν Ὅσιο Εὐθύμιο.
Τρίτος Ὅσιος πού ἄσκησε στήν Εὔβοια, μνημονευόμενος στό τέλος τοῦ «Συνοδικοῦ», εἶναι ὁ «Νικόλαος ὁ ὁσιώτατος μοναχός καί ἡγούμενος τοῦ Νέτακος» ἤ «Ἔτακος», ὁ Σικελιώτης, ὁ ὁποῖος ἔζησε μεταξύ τῶν Θ΄ καί ΙΑ΄ ἑκατονταετηρίδων.
Ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος, τοῦ ὁποίου εἶναι ἄγνωστη ἡ γενέτειρα, ἔλαμψε, κατά τό «Συνοδικόν», μέ τήν ὁσιακή ἄσκηση τοῦ «ἐν πόλει Εὐβοίας». Κατά τήν ἀρχαιότητα, ἡ πόλη Εὔβοια στό νησί Εὔβοια, ἐτοποθετεῖτο κοντά στα νησιά Λιχάδες, βορειοδυτικά τῆς Εὔβοιας. Λεγόταν δέ ὅτι ἡ πόλη αὐτή καταποντίσθηκε ἀπό σεισμό, ὅσο «ἅπασα μέν ἡ Εὔβοια εὔσειστος, μάλιστα δ’ ἡ περί τόν πορθμόν» κατά τόν Στράβωνα[11]. Ἀναφέρεται δέ ἡ πόλη αὐτή τῆς Εὔβοιας ἀπό τόν Αἰσχύλο στόν «Πόντιο Γλαῦκο». Δέν πρόκειται ὅμως γιά τήν πόλη τῆς ἀρχαιότητας, τῆς ὁποίας μάλιστα ἀμφισβητεῖται αὐτή καθ’ ἑαυτή ἡ ὕπαρξη, ὅσο ὑποστηρίζεται ὅτι ἐπί τοῦ προκει-μένου χρησιμοποιεῖται στά προαναφερθέντα χωρία τοῦ Στράβωνος καί τοῦ Αἰσχύλου, τό ὄνομα τῆς νήσου Εὔβοιας ὡς πόλεως κατά τήν ἔκφραση τοῦ Εὐριπίδου[12] «Εὔβοι’ Ἀθήναις ἔστι τις γείτων πόλις». Ἑπομένως ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος ἔλαμψε στήν ἀσκητική του ἄθληση στήν νῆσο Εὔβοια, ἀφοῦ ἐκλήφθηκε ἡ λέξη «πόλει» τοῦ «Συνοδι-κοῦ» ὡς ἡ λέξη «νήσῳ».
Στήν Εὔβοια ἡ μνήμη του τιμᾶται στίς 11 Δεκεμβρίου.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου νεομάρτυρος Θεοδώρου τοῦ Βυζαντίου καί ἀνάμνησις τοῦ θαύματος τῆς σωτηρίας τῆς πόλεως τῆς Μυτιλήνης ἀπό τῆς πανώλους.Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν!