Μητροπολίτου Φαναρίου Ἀγαθαγγέλου
Γενικοῦ Διευθυντοῦ Ἀποστολικῆς Διακονίας
τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
(Ἀτενίζοντας τόν Σωτήρα στό Σταυρό, προσευχή Ἀρχιμ. Lev Gillet).
Ἀναφορά στόν ἀκάνθινο στέφανο γίνεται στά Συνοπτικά Εὐαγγέ-λια καί εἰδικότερα στόν Ματθαῖο[1], τόν Μάρκο[2] καί τόν Ἰωάννη[3]. Ὁμοίως καί Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ὁ Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, ὁ Ὠριγένης, γράφουν περί τοῦ ἀκανθί-νου στεφάνου.

Τί ἀπέγινε ὅμως μετά τόν θάνατο τοῦ Ἰησοῦ ὁ ἀκάνθινος στέφα-νος[9]; Παραλήφθηκε ἀπό τούς Ἀποστόλους, ἀπό τόν Νικόδημο, ἀπό τόν Ἰωσήφ τῆς Ἀριμαθείας, ἤ ἀπό κάποιον ἄλλον εὐσεβή μαθητή Του; Καμ-μία ἀρχαία μαρτυρία δέν ἀπαντᾶ στό ἐρώτημα, μέ ἐξαίρεση ἕνα ἀρμενικό χειρόγραφο, τό ὁποῖο χρονολογεῖται τό 1227, ὅπου ἀναφέρεται ὅτι δύο κομμάτια τοῦ ἀκανθίνου στεφάνου μεταφέρθηκαν ἀπό τόν Εὐαγγελιστή Μάρκο ἀρχικά στήν Ἱσπανία καί ἀκολούθως στή Βενετία. Ὁ Ἀπόστολος Θαδδαῖος τά ἐναπέθεσε ἀργότερα στήν Ἀρμενία, στήν περιοχή Zarevante. Ὁ στέφανος παρέμεινε στή συνέχεια στόν «βράχο» ἐπί τοῦ ὁποίου μαρτύ-ρησε ὁ Ἀπόστολος. Τό ἐν λόγῳ ὅμως χειρόγραφο τοῦ ΙΓ΄ αἰώνα στηρίζεται σέ ἀξιόπιστες ἱστορικές πηγές[10];
Οἱ μεταγενέστερες παραδόσεις πού ἀναφέρουν δωρεά τῆς Ἁγίας Ἑλένης, τό 327 μ.Χ., δύο ἀκανθῶν τοῦ στεφάνου στό ναό τοῦ Τιμίου Σταυροῦ στή Ρώμη καί ἑνός κλάδου ἀκανθῶν στήν Τρέβη εἶναι ἀνεπιβεβαίωτες. Ἀναφορικά μέ τόν Τίμιο Σταυρό ὅμως, ἕνα ἔργο ὑπό τόν τίτλο «Περιγραφή τῶν ἀξιοθεάτων τῆς Ρώμης» (Mirabilia) τοῦ 1375 ἀναφέρει τήν ὕπαρξη στόν ἐν λόγῳ ναό ἕνδεκα ἀκανθῶν (οἱ ὁποῖες ὑπῆρχαν μέχρι τόν ΙΖ΄ αἰώνα. Οἱ δύο μεμονωμένες ἄκανθες, πού ἑνώθη-καν μέ τίς ἄλλες ἕνδεκα ἔκαναν τήν ἐμφάνισή τους μόλις τό 1375.

Ὁ Ἀκάνθινος Στέφανος στήν Κωνσταντινούπολη.
Ὁ βυζαντινός αὐτοκράτορας Ἰωάννης Τσιμισκῆς σέ ἐπιστολή του, τό 975, ἀναφέρει τά ἱερά λείψανα πού ἀνακάλυψε στούς Ἁγίους Τόπους καί πῆρε μαζί του στή Βασιλεύουσα. Ἐντούτοις, δέν κάνει καμμία ἀναφορά στόν ἀκάνθινο στέφανο. Ὁ Mély, ἐπί τῇ βάσει αὐτῆς τῆς μαρτυρίας, συ-μπέρανε ὅτι ἡ μεταφορά του ἀπό τήν Ἱερουσαλήμ στήν Κωνσταντινού-πολη ἔλαβε χώρα μεταξύ τοῦ 975 καί τοῦ 1098[24]. Ὅπως γράφει καί ὁ Riant: «Ἡ Λόγχη, ἴσως καί ὁ ἀκάνθινος στέφανος καί ἄλλα σημαντικά ἱερά λεί-ψανα, μεταφέρθησαν κατά τά ἀραιά μεσοδιαστήματα κατά τά ὁποῖα οἱ Ἅγιοι Τόποι ὑπήχθησαν, ἄν ὄχι ὑπό τήν ἑλληνική κατοχή, τουλάχιστον ὑπό τήν πολιτική διοίκηση τῶν Ἑλλήνων, ὅπως γιά παράδειγμα τό 975 ἐπί Ἰωάννου Τσιμισκῆ, ἤ πάλι κατά τήν ἀνοικοδόμηση τοῦ Παναγίου Τάφου ὑπό τοῦ Κων-σταντίνου Θ΄ τό 1048 καί, κυρίως, μετά τήν ἐξαγορά τῆς πόλεως ἀπό τόν Κωνσταντῖνο Ι΄ Δούκα τό 1063»[25]. Ὁ Mély θεωρεῖ ἐλάχιστα πιθανό τό ἔτος 975.

Ἡ χρονολογία πού ταιριάζει καλύτερα γιά τή μεταφορά τοῦ ἀκαν-θίνου στεφάνου εἶναι τό 1063, καθώς μετά ἀπό αὐτό τό ἔτος δέν ἀναφέρε-ται ἀπό τούς προσκυνητές τῶν Ἁγίων Τόπων, ὅπως γιά παράδειγμα ἀπό τόν ρῶσο ἡγούμενο Δανιήλ, πού εἶχε ἐπισκεφθεῖ τήν Ἱερουσαλήμ τό 1106. Ἡ εὑρισκόμενη ὅμως σήμερα στό Limbourg sur la Lahn τῆς Γερμανίας Σταυροθήκη χρονολογεῖται περί τό 970 καί εἶναι ἔργο πού κατασκευάσθη-κε στήν Κωνσταντινούπολη[26]. Μεταφέρθηκε στή Γερμανία ἀπό τόν ἱππό-τη Heinrich von Ulmen[27] μετά τήν Δ΄ Σταυροφορία[28]. Περιέχει ἕνα μέρος τῶν ἀκανθῶν, γεγονός πού μᾶς κάνει νά ὑποθέσουμε ὅτι ὁ ἀκάνθινος στέφανος ἔφθασε τότε στήν Κωνσταντινούπολη. Ἀλλά καί τό Χρονικόν τοῦ Νέστορος, ἄν δέν ἔχει παραποιηθεῖ, μᾶς ὑποχρεώνει νά ἀναγάγουμε τήν ἡμερομηνία μεταφορᾶς τοῦ ἀκανθίνου στεφάνου ἀπό τήν Ἱερου-σαλήμ στήν Κωνσταντινούπολη τουλάχιστον τό ἔτος 912.
Συνεπῶς, ὁ ἀκάνθινος στέφανος μεταφέρθηκε στήν Κωνσταντινού-πολη ἀπό τήν Ἱερουσαλήμ πιθανῶς μεταξύ τῶν ἐτῶν 870 καί 912. Τί πρέ-πει νά ὑποθέσουμε, λοιπόν, γιά τίς ἄκανθες πού ἀναφέρονται προγενέ-στερα ἀπό αὐτήν τήν χρονολογία καί ὑποτίθεται ὅτι προέρχονταν ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη; Μπορεῖ νά ὑπῆρχαν ὁρισμένες ἄκανθες στή Βα-σιλεύουσα καί πρίν ἀπό αὐτήν τήν χρονολογία; Φαίνεται ὅμως ὅτι στήν πλειονότητα τῶν περιπτώσεων τά ἱερά λείψανα, πού ὑποτίθεται ὅτι προ-έρχονταν ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη, στήν πραγματικότητα προέρχον-ταν ἀπό τά Ἱεροσόλυμα.
Ὁ Νικόλαος Μεσαρίτης, πού ἦταν σκευοφύλακας τοῦ ναοῦ, ἀναφέρει τόν ἀκάνθινο στέφανο στήν ἐκκλησία τῆς Θεοτόκου τοῦ Φάρου[29], πλησίον τοῦ Παλατιοῦ τοῦ Βουκολέοντος. Σύμφωνα μέ τήν μαρτυρία του: «Ὁ ἀκάνθινος στέφανος…εἶναι πράσινος, ἀνθισμένος, σχεδόν ἀνέπαφος. Δέν εἶναι τραχύς, ἀλλά λεῖος καί πολύ ἁπαλός. Οἱ βλαστοί του δέν ἦταν ὅπως τῶν βάτων, στά ὁποῖα πιάνονται τά ἐνδύματα καί σχίζονται ἀπό τά ἀγκάθια τους. Ὁμοιάζουν περισσότερο μέ τά ἀντίστοιχα φυτά τοῦ Λιβάνου, μέ τούς κίτρινους εὐλύγιστους βλαστούς τῆς λυγαριᾶς»[30].
Τό 1239, ὁ Βαλδουΐνος ὁ Β΄ τοῦ Courtenay, λατίνος αὐτοκράτορας τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὑπό τήν ἀντιβασιλεία τοῦ πεθεροῦ του, Ἰωάννου Βρυεννίου, πῆγε στή Δύση γιά νά παρακαλέσει τόν Πάπα Γρηγόριο Θ΄ καί τούς ρωμαιοκαθολικούς ἡγεμόνες (μεταξύ τῶν ὁποίων καί ὁ Λουδοβίκος ὁ Θ΄) γιά βοήθεια σέ ἀνθρώπους καί χρήματα, καθώς ἡ κατάσταση στήν Κωνσταντινούπολη ἦταν κρίσιμη. Κατά τήν ἀπουσία του ἀπέθανε ὁ Ἰωάν-νης Βρυέννιος (23 Μαρτίου 1237) καί οἱ ἀριστοκράτες τῆς Πόλης, οἱ ὁποῖοι ἐκτελοῦσαν χρέη ἀντιβασιλέων τῆς αὐτοκρατορίας, λόγῳ τῆς ἀνάγκης τους νά δανεισθοῦν χρήματα, ἔβαλαν ὡς ἐνέχυρο τόν ἀκάνθινο στέφανο ἔναντι 13.134 χρυσῶν νομισμάτων[31], μέ τήν ἀκόλουθη κατανομή δανείου: ὁ ἐπικεφαλῆς τῆς κοινότητας τῶν Βενετῶν τῆς Κωνσταντινουπόλεως Al-bertino Morosini 4.175, ἡ ἡγουμένη τῆς μονῆς τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς ἤ τῆς μονῆς Περιβλέπτου τῆς Κωνσταντινουπόλεως 4.300, οἱ δύο Βενετοί ἀρι- στοκράτες Nicolas Cornaro, Pierre Zianni 2.200 καί πολλοί Γενουάτες 2. 459[32].


Ἀφήνοντας πίσω τόν μοναχό Ἀνδρέα γιά νά φυλάσσει τό ἱερό λείψανο, ὁ Ἰάκωβος de Longjumeau, συνοδευόμενος ἀπό ἀπεσταλμένους τοῦ αὐτοκράτορα, μετέβη ἄμεσα στή Γαλλία προκειμένου νά ἀνακοινώσει τά ἀποτελέσματα τῆς ἀποστολῆς του καί νά παραλάβει τό ἀπαιτούμενο ποσό γιά τήν ἐξόφληση τοῦ χρέους. Ἡ ἀποπληρωμή τοῦ χρέους ἐπιτεύχθηκε τίς ἑπόμενες ἡμέρες (ἕνα μέρος του, καθώς οἱ ἀπεσταλμένοι δέν ἔλαβαν παρά 10.000 ἀπό τά 13.314 χρυσά νομίσματα). Οἱ σφραγῖδες πού κάλυπταν τό ἱερό λείψανο συγκρίθηκαν μέ αὐτές πού εἶχαν σφραγισθεῖ οἱ ἐπιστολές τῶν ἀριστοκρατῶν τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί ἀναγνωρίσθηκαν ὡς αὐθεντικές. Μεταξύ Ἰανουαρίου καί Μαΐου τοῦ 1239, ὁ Λουδοβίκος ὁ Θ΄ ἔγραψε ἐπιστολή πρός τόν Φρειδερίκο Β΄ προκειμένου νά τοῦ ζητήσει ἄδεια διελεύσεως καί προστασία τῶν μεταφερόντων τό ἱερό κειμήλιο. Ἡ ἐν λόγῳ ἐπιστολή ἀποδεικνύει ὅτι ἡ μεταφορά τοῦ ἀκανθίνου στεφάνου ἔγινε διά μέσου τῆς βόρειας Ἰταλίας καί τῆς Γερμανίας. Στίς 23 καί ὄχι στίς 29 Φεβρουαρίου, οἱ μεταφορεῖς του βρέθηκαν στό Vercelli τῆς Ἰταλίας[38]. Ὅταν ἔφθασαν στήν Τρουά ἔστειλαν ἀγγελιαφόρους στόν βασιλέα γιά νά τόν εἰδοποιήσουν γιά τήν ἔλευση τοῦ λειψάνου σέ αὐτήν τήν πόλη.
Ὁ βασιλεύς τῆς Γαλλίας ἔσπευσε νά τούς συναντήσει, συνοδευομένος ἀπό τήν μητέρα του καί τούς ἀδελφούς του, Robert d’Artois, Alphon-se de Poitiers, Charles d’Anjou, τόν ἀρχιεπίσκοπο τῆς Sens, Gautier Cornut, τόν ἐπίσκοπο τοῦ Puy, Bernard de Montaigu[39], καί ἄλλους ἀριστοκράτες καί ἱππότες. Πράγματι, ἡ βασιλική πομπή ὑποδέχθηκε τό ἱερό κειμήλιο στήν πόλη Villeneuve- l’Archevêque τήν 10η Αὐγούστου. Ἀφοῦ τό παρέλαβαν στό φρούριο Maulny le Repos (ἤ ἀλλιῶς Reposoir[40]), ταυτοποήθηκαν ὡς αύθεντικές οἱ σφραγῖδες, μέ τίς ὁποῖες εἶχε σφραγισθεῖ τό ξύλινο κιβώτιο πού μετέφεραν οἱ δύο δομινικανοί μοναχοί, ἀνοίχθηκε τό κιβώτιο καί ἐντός του βρισκόταν μία ἀσημένια κασετίνα, σφραγισμένη μέ σφραγῖδες τῶν ἀριστοκρατῶν τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Οἱ σφραγῖδες ἐξετάσθηκαν καί ἀναγνωρίσθηκε ἡ γνησιότητά τους, τίς ἔσπασαν, ὅπως καί αὐτές τοῦ Δόγη τῆς Βενετίας πού εἶχαν προστεθεῖ γιά μεγαλύτερη ἀσφάλεια, καί βρῆκαν ἐντός μία χρυσή λάρνακα, ἡ ὁποία περιεῖχε τό ἱερό λείψανο. Ἡ λάρνακα ἀνοίχθηκε καί ὁ ἀκάνθινος στέφανος ἐπιδείχθηκε σέ ὅλους τούς παρισταμένους. Μετά ἀπό τίς δέουσες προσευχές, ἡ λάρνακα καί ἡ κασετίνα, ἐντός τῆς ὁποίας βρισκόταν ὁ στέφανος, σφραγίσθηκαν ἐκ νέου μέ τή σφραγίδα τοῦ Γάλλου βασιλέα αὐτή τή φορά. Τήν ἑπομένη, τήν 11η Αὐγούστου, ὁ ἀκάνθινος στέφανος μεταφέρθηκε στή Sens διά λαμπρῆς λιτανείας. Ἡ πομπή σταμάτησε στήν εἴσοδο τῆς πόλεως καί ὁ βασιλεύς ἀσκεπής καί ἀνυπόδητος, φορώντας μόνον ἕνα λευκό χιτώνα, παρέλαβε τό ἱερό λείψανο ἐπί ἑνός φορτείου καί τό μετέφερε ἐπί τῶν ὤμων του μαζί μέ τόν μεγάλο ἀδελφό του, Robert d’Artois. Μετά τό Κονκορδάτο τοῦ 1801[41], ὁ ἀκάνθινος στέφανος, τμῆμα τοῦ Τιμίου Ξύλου καί ἕνας ἧλος (καρφί) τῆς Σταυρώσεως ἐναπετέθησαν, τό 1806, στόν ναό τῆς Παναγίας τῶν Παρισίων, ὅπου ἐκτίθενται σέ προσκύνηση τήν πρώτη Παρασκευή κάθε μήνα καί κάθε Παρασκευή τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς.

[1] «Τότε οἱ στρατιῶται τοῦ ἡγεμόνος παραλαβόντες τόν Ἰησοῦν εἰς τό πραιτώριον συνήγαγον ἐπ’ αὐτόν ὅλην τήν σπεῖραν, καί ἐκδύσαντες αὐτόν περιέθηκαν αὐτῷ χλαμύδαν κοκκίνην, καί πλέξαντες στέφανον ἐξ ἀκανθῶν ἐπέθηκαν ἐπί τήν κεφαλήν αὐτοῦ…», Ματθ. 27, 27-29.
[2] «Οἱ δέ στρατιῶται ἀπήγαγον αὐτόν ἔσω τῆς αὐλῆς, ὅ ἐστι πραιτώριον, καί συγκαλοῦσιν ὅλη τήν σπεῖραν, καί ἐνδύουσιν αὐτόν πορφύραν καί περιτιθέασιν αὐτῷ πλέξαντες ἀκάνθινον στέφανον, καί ἤρξαντο ἀσπάζεσθαι αὐτόν…», Μάρκ. 15, 16-18.
[3] «Τότε οὖν ἔλαβεν ὁ Πιλᾶτος τόν Ἰησοῦν καί ἐμαστίγωσε, καί οἱ στρατιῶται πλέξαντες στέ-φανον ἐξ ἀκανθῶν ἐπέθηκαν αὐτοῦ τῇ κεφαλῇ…ἐξῆλθεν οὖν ὁ Ἰησοῦς ἔξω φορῶν τόν ἀκάν-θινον στέφανον καί τό πορφυροῦν ἱμάτιον…», Ἰω. 19, 2-5.
[4] Ἀντίφωνον ΙΕ΄ Μεγάλης Πέμπτης, ἦχος πλ. β΄.
[5] Στιχηρόν Ἰδιόμελον Αἴνων Μεγάλης Πέμπτης, ἦχος γ΄.
[6] Δοξαστικόν Αἴνων Μεγάλης Πέμπτης, ἦχος πλ. β΄.
[7] ΣΙΩΝΙΤΙΣ ΥΜΝΩΔΟΣ ἤ ΜΕΛΩΔΙΚΟΙ ΚΑΙ ΘΕΙΟΙ ΥΜΝΟΙ οὕς ψάλλομεν περιερχόμενοι καί λιτανεύοντες εἰς τά ἐντός τοῦ πανιέρου ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως πανσέβαστα Προσκυνή-ματα καί θεῖα Παρεκκλήσια, ἐν Ἱεροσολύμοις, ἐκ τοῦ Τυπογραφείου τοῦ Παναγίου Τά-φου, 1859. Τό παρόν τροπάριο ψάλλεται σέ ἦχο πλ. β΄ στό Παρεκκλήσιο τοῦ Ἀκανθίνου Στεφάνου.
[8] Ἰδιόμελον Βασιλικῶν Ὡρῶν Μεγάλης Παρασκευῆς, ἦχος πλάγ. δ΄.
[9] Γιά τόν ἀκάνθινο στέφανο βλ. Pierre Dor, Les épines de la sa Sainte Couronne du Christ en France, Paris 2009, éd. F.-X. de Guibert. Τοῦ ἰδίου, «Les reliquaires de la Passion en France du ve au xve siècle», Centre d’archéologie et d’histoire médiévales des établissements religieux, 1999, σελ. 226. Dr. P. Barbet, La Passion de Jésus-Christ selon le chirurgien, Paris 1965, σελ. 127-129. Charles Rohault de Fleury, Mémoire sur les instruments de la passion de N.-S. J.-C., Féchoz et Letouzey, 1883, σελ. 209. Philippe Boutry, Pierre Antoine Fabre, Dominique Ju-lia, Reliques modernes, Éditions de l’École des hautes études en sciences socialles, 2009, σελ. 55. Raymond Edward Brown, The death of the Messiah: from Gethsemane to the grave: a commentary on the Passion narratives in the four Gospels, Doubleday, 1994, σελ. 865-867. Jacques Giri, Les nouvelles hypothèses sur les origines du christianisme, éditions Karthala, 2011, σελ. 182. Jacques de Landsberg, L’art en croix : le thème de la crucifixion dans l’histoire de l’art, Renaissance Du Livre, 2001, σελ. 30. Gosselin, Jean-Edme-Auguste (1787-1858), Notice historique et critique sur la sainte couronne d’épines de Notre Seigneur Jésus-Christ et sur les autres instruments de sa Passion qui se conservent dans l’église métropolitaine de Paris, Paris, A. Le Clère, 1828.
[10] F. de Mély, Exuviae sacrae constantinopolitanae: Fasciculus documentorum minorum, ad 1904, III, σελ. 53-57.
[11] Epistola XLIX, 14, ad Macarium, Corpus Scriptorum Ecclesiasticorum Latinorum, ed. Gulielmus de Hartel, Vindobonae 1894, σελ. 402.
[12] A. Frolow, La relique de la Vraie Croix, Paris 1961, σελ. 170, no 15.
[13] T. Tobler-A. Molinier, Itinera Hierosolymitana, Genève 1879, ἐπανέκδοση 1966, Ι, σελ. 65.
[14] T. Tobler-A. Molinier, ὅπ.π., Ι, σελ. 103 & 126. P. Geyer, Itinera Hierosolymitana, Corpus Ecclesiasticorum Latinorum XXXIV, Vienna 1898, σελ. 174, I, II.
[15] Commentaire du Psaume LXXXVI, P.L., LXX, 62. Mély, ὅπ.π., III, σελ. 175.
[16] De Gloria Martyrorum, ch. 7. P.L. 71, 712.
[17] Τ. Tobler-Α. Molinier, ὅπ.π., I, 58. P. Geyer, ὅπ.π., σελ. 154, I, 24.
[18] Ὅπ. π., III, σελ. 32-34.
[19] HERBERT DONNER, «Die Palästinabeschreibung des Epiphanius Monachus Hagiopolita», στό Zeitschrift des Deutschen Palästina-Vereins (1953-) Bd. 87, H. 1 (1971), σελ. 42-91. A. M. Du- barle, Histoire ancienne du linceul de Turin, Paris 1985, σελ. 134- 135.
[20] A. M. Dubarle, ὅπ.π., σελ. 133.
[21] T. Tobler, Descriptiones Terrae Sanctae, Leipzig 1874, σελ. 93. P.L. CXXI, 572. Vincent & Abel, 1914, II, 457, n. 3. 478, no XXVI.
[22] L. Léger, La Chronique dite de Nestor, Paris 1884, σελ. 29. Les reliques: objets, cultes, symboles (Actes du Colloque international de l’Université du Littoral-Côte d’Opale). Boulogne-sur-Mer, 4-6, septembre 1997. Turnhout, Brepols, 1999, Edina Bozoky & Anne-Marie Helvetius, σελ. 58-59. Cyril Mango, Byzance et les reliques du Christ, Centre des recherche d’histoire et civili-sation de Byzance, monographie 17, éd. Jannic Durand-Bernard Flusin, Paris 2004, σελ. 12.
[23] Α.Μ. Dubarle, ὅπ.π., σελ. 55.
[24] Ὅπ.π., σελ. 176-180.
[25] P. RIANT, Exuviae sacrae Constantinopolitanae, Genève 1879, σελ. LV.
[26] Ὁ Σταυρός φέρει ἐπιγραφή μέ τά ὀνόματα τῶν αὐτοκρατόρων Κωνσταντίνου Ζ΄ καί τοῦ υἱοῦ του, Ρωμανοῦ Β΄.
[27] Βλ. ULRICH HENZE, Die Kreuzreliquiare von Trier und Mettlach. Studien zur Beziehung zwischen Bild und Heiltum in der rheinischen Schatzkunst des frühen 13. Jahrhunderts, Münster 1988.
[28] BERNHARD KREUTZ, «Heinrich von Ulmen (1175-1234). Ein Kreuzfahrer zwischen Eifel und Mittelmeer», στό Porträt einer Europäischen Kernregion. Der Rhein-Maas-Raum, Irsigler Franz καί Gisela Minn (ed.), στό Historischen Lebensbildern , Trier, Kilomedia Verlag, 2005.
[29] Τῆς ὁποίας τό προσωνύμιο ἦταν ἡ Οἰκοκυρά. Ἡ ἐκκλησία τοῦ Φάρου κτίσθηκε ἴσως τόν 8ο αἰώνα. Εἶναι ἡ πρώτη πού μνημονεύεται στή Χρονογραφία τοῦ Θεοφάνους τοῦ Ὁμολο-γητοῦ. Στήν ἐκκλησία αὐτή τελέσθηκε ὁ γάμος τοῦ Λέοντος Δ΄ καί τῆς Ειρήνης τῆς Ἀθη-ναίας. Μετά τό τέλος τῆς εἰκονομαχίας ἀνοικοδομήθηκε καί διακοσμήθηκε ἀπό τόν αὐ- τοκράτορα Μιχαήλ Γ΄. Στά ἐγκαίνια, ἴσως τό ἔτος 864, ὁμίλησε ὁ Πατριάρχης Φώτιος Α΄. Ὁ ναός τελικά καταστράφηκε. Περί τῆς Θεοτόκου τοῦ Φάρου βλ.: J. EBERSOLT, San- ctuaires de Byzance. Recherches sur les anciens trésors des églises de Constantinople (1921). HOL-GER A. ΚLEIN, «Sacred Relics and Imperial Ceremonies at the Great Palace of Constantino-ple», στό F. A. Bauer (Hrsg.), Visualisierungen von Herrschaft, BYZAS 5 (2006), σελ. 79-99. Περί τοῦ ἀκαν- θίνου στεφάνου καί τῶν ἱερῶν κειμηλίων τῆς Παναγίας τοῦ Φάρου βλ: PAUL MAGDALINO, «L’église du Phare et les reliques de la Passion à Constantinople (VIIe/VIIIe-XIIIe siècles)», BYZANCE ET LES RELIQUES DU CHRIST, CENTRE DE RECHER-CHE D’HISTOIRE ET CIVILISATION DE BYZANCE, MONOGRAPHIES 17, Paris 2004, σελ. 15-30.
[30] «Πρῶτος εἰς προσκύνησιν ὁ ἀκάνθινος προτίθεται στέφανος, ἔτι χλοάζων καί ἐξανθῶν καί μένων ἀκήρατος, ὅτι μετέσχε τῆς ἀφθαρσίας ἐκ τῆς προσψαύσεως τῆς δεσποτικῆς Χρι- στοῦ κεφαλῆς εἰς ἔλεγχον τῶν ἔτι μενόντων ἀπίστων Ἰουδαίων καί τῷ σταυρῷ μή προσκυ- νούντων Χριστοῦ, οὐ κατά τήν ἰδέαν τραχύς, οὐ κατά τήν ἁφήν πληκτικός τε καί λυπηρός, ἀλλ’εὐανθής ὁραθῆναι καί εἰ συγχωρητόν ἁφθῆναι ὁμαλός τε καί προσηνέστατος. Ἐξανθή- ματα τούτου οὐχ ὁποῖα τά ἐν τοῖς φραγμοῖς τῶν ἀμπελώνων ἀναφυόμενα καί πρός ἑαυτά τό τέρμα τοῦ χιτῶνος καί τήν ὤαν ἐπισυνάγοντα ὡς οἱ λωποδυτοῦντες τά φώρια, ἅ καί λυποῦσιν ἔστιν ὅτε ταῖς ἀμυχαῖς τήν τοῦ ἐπισυρομένου πέζαν καί τοῖς ἀπῃγριωμένοις τρι- βόλοις ἐκείνοις αἱμάσσουσιν, οὔμενουν οὐδαμοῦ. Ἀλλ’ οἷα τοῦ Λιβάνου ἄνθη τά ἐς μικρότα- τον εἶδος ἔρνου ἀναφυόμενα κατ’ ἀναθήλησιν λύγου, κατά φυλλαρίων φυήν», AUGUST HEISENBERG, Nikolaos Mesarites, Die Palastrevolution des Johannes Komnenos, Würzburg 1907.
[31] Ποσό πού ἀντιστοιχοῦσε περίπου σέ 27 ἑκατομμύρια φράγκα. MORAND, Histoire de la Sainte Chapelle, σελ. 9. CHARLES ROHAULT DE FLEURY, Mémoire sur les instruments de la passion de N.-S. J.-C. 1870, σελ 110.
[32] Recueil des historiens des Gaules et de France, 1865, σελ. 73, n. 18.
[33] A.l. Vidier, Le Trésor de la Sainte-Chapelle, Inventaires Et Documents, 1911, σελ. 283- 285.
[34] 1195-1273.
[35] Nos Anselmus de Kaeu, bajulus imperii Romanie, Nariotus de Tuci…..
[36] Datum Constantinopoli, anno Domini millesimo CCXXXVIII, mense decembris (Vidier, 1911, σελ. 285-286, n. 2. Βλ. ἐπίσης τήν ἔκθεση Le trésor de la Sainte’ Chapelle, Paris, Musée de Louvre, 2001, σελ. 44, n. 6).
[37] ANTΩNIOY MHΛIAΡAKH, Ἱστορία τοῦ Βασιλείου τῆς Νικαίας καί τοῦ Δεσποτάτου τῆς Ἠπείρου (1204-1261), ἐν Ἀθήναις 1994, σελ. 335-336.
[38] Ὁ F. de MÉLY (1904, 270) ἀναφέρει τήν 29η Φεβρουαρίου ὡς ἡμέρα διελεύσεως ἀπό το Vercelli, χωρίς ὅμως να παραπέμπει κάπου. Πρόκειται προφανῶς εἴτε γιά τυπογραφικό λάθος ἤ γιά ἀβλεψία. Σχετικά μέ τό Vercelli, πρέπει νά ἀναφέρουμε ἕνα σφάλμα τοῦ Baillet, τό ὁποῖο παραθέτει ὁ Gosselin (1828, σελ. 96): Ὁ Baillet ἰσχυρίζεται ὅτι «ἡ ἐκκλησία τοῦ Vercelli στό Πεδεμόντιο θεωρεῖ ὅτι κατέχει τόν ἀκάνθινο στέφανο, καί κάθε ἔτος ἔχει ὁρίσει τήν ἑορτή του τήν 23η Φεβρουαρίου. Δέν γνωρίζουμε ἀπό ποῦ βρέθηκε ἐκεῖ ἕνα τέτοιο λείψανο». Ὁ GOSSELLIN προσπάθησε νά βρεῖ τίς σχετικές μαρτυρίες, ἀλλά μάταια, καί αὐτό δικαιολογεῖται ὡς ἑξῆς: Ὁ Du Saussay, στό ἔργο του Martyrologium Gallicanum (1637, ΙΙ, σελ. 1093), μᾶς ἀναφέρει τόν λόγο. Γράφει ὅτι ἡ ἑορτή τοῦ ἀκάνθινου σταυροῦ ἑορταζόταν στίς 23 Φεβρουαρίου, ἡμέρα κατά τήν ὁποία ὁ ἀκάνθινος στέφανος πέρασε ἀπό αὐτήν τήν πόλη, χωρίς ὅμως νά παραμείνει ποτέ τό ἱερό λείψανο ἐκεῖ.
[39] 1237-1248.
[40] Τό ὄνομα Repos ἤ Reposoir πιθανῶς ἀποδόθηκε εἰς ἀνάμνησιν τῆς στάσεως τοῦ ἀκάν-θινου στεφάνου στόν ἐν λόγῳ τόπο.
[41] Τό Κονκορδάτο τοῦ 1801 ἦταν συμφωνία μεταξύ τοῦ Ναπολέοντα καί τοῦ Πάπα Πίου Ζ΄. Ὑπογράφηκε στίς 15 Ιουλίου τοῦ αὐτοῦ ἔτους στό Παρίσι καί παρέμεινε σέ ἰσχύ μέχρι τό 1905. Ἐπιδίωξε τήν ἐθνική συμφιλίωση μεταξύ ἐπαναστατῶν καί Ρωμαιοκαθολικῶν καί ἑδραίωσε τήν Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία ὡς τήν πλειοψηφική Ἐκκλησία τῆς Γαλλίας.