Στὸ 40νθήμερο μνημόσυνο τοῦ Ἐπισκόπου Σεραφείμ
Πρόσφατα πρωτοχριστιανικὰ χρόνια στὴν Καστοριά
Μποροῦμε στὰ χρόνια μας νὰ ζήσουμε ὅπως οἱ πρῶτοι χριστιανοὶ τῶν Ἱεροσολύμων; Στὸ ἐρώτημα αὐτὸ ἀπάντησε πρόσφατα καὶ μάλιστα ἔμπράκτα ὁ ἀοίδιμος Μητροπολίτης Καστοριᾶς, ὁ πολύκλαυστος κυρὸς Σεραφείμ· ὁ φιλάγιος Ἱεράρχης, ποὺ ἔζησε τὴν ζωὴ τῶν ἀποστολικῶν χρόνων καὶ μᾶς ἔδωσε τὴν ἀπάντηση. Ναί, μποροῦμε, ἅμα ἀγαποῦμε πραγματικὰ τὸν Χριστό μας καὶ ἔχουμε φιλαγιότητα. Ὅταν προσπαθοῦμε νὰ ὁμοιάσουμε μὲ τοὺς Ἁγίους μας, ὅταν ἡ ζωή μας εἶναι χριστοκεντρική, ὅταν ἔχουμε ἐγκαταστήσει μόνιμο ἔνοικο τῆς καρδιᾶς μας τὸν εὐεργέτη καὶ λυτρωτή μας, τὸν Θεάνθρωπο Ἰησοῦ.
Ὅταν ὁ Χριστὸς εἶναι μόνιμα ἐγκαταστημένος στὴν καρδιά μας, τότε μᾶς πλημμυρίζει μὲ τὴν πλούσια τὴ χάρη Του καὶ μᾶς ἀξιώνει νὰ ζοῦμε καθαρὴ Χριστιανικὴ ζωή, νὰ γινόμαστε παραδείγματα πρὸς μίμηση, νὰ εἴμαστε «τὸ φῶς τοῦ κόσμου» [1] καὶ νὰ φαινόμαστε ὡς «πόλις ἐπάνω ὄρους κειμένη»[2]. Μᾶς ἀξιώνει νὰ μὴν ἀρκούμασε μόνο στὶς θρησκευτικές μας ὑποχρεώσεις, στὴν εὔκολη ἱκανοποίησή μας ἀπὸ τὴν ἐπιφανειακὴ πνευματικὴ ζωή, ἀλλὰ νὰ διεισδύσουμε στὸ Μυστήριο τῆς ἀνακαινίσεως, κατὰ τὸ ὁποῖο ἀποτασσόμεθα τὸν διάβολο καὶ τοὺς ἀγγέλους του καὶ συντασσόμεθα μαζὶ μὲ τὸν Χριστό μας. Μᾶς ἀξιώνει νὰ ζοῦμε ἢ τουλάχιστον νὰ προσπαθοῦμε τὴν προσωπική μας ὑπέρβαση, γιὰ νὰ λειτουργήσουν οἱ πνευματικές μας αἰσθήσεις, ποὺ θὰ γεμίσουν τὶς ψυχές μας μὲ τὴν θεία παρουσία Του. Ἔτσι, αὐτὲς καθαρίζονται, καὶ δεχόμενες τὴν Θεία Χάρη ποὺ ἡ παρουσία Του ἐκπέμπει, πληροῦνται ἀπὸ εὐλογία καὶ φῶς, ἀπὸ τὸ Αὐτοφῶς, τὸ ἀΐδιο Φῶς τῆς ζωῆς.
Ἡ ζωὴ καὶ ἡ ποιμαντικὴ δράση τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Σεραφεὶμ στὴν Καστοριὰ μᾶς θυμίζει τὰ λόγια τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων γιὰ τὴν ζωὴ καὶ τὴν δράση τῶν πρώτων Χριστιανῶν, ποὺ ζοῦσαν ἔντονα τὴν ἐν Χριστῷ ζωή, ὅπως τὴν ἀναφέρει ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς: «Εἶχον ἅπαντα κοινά»[3], σὰν μέλη μιᾶς οἰκογενείας. Καὶ «ἦσαν ὁμοθυμαδόν»[4] δηλαδὴ ζοῦσαν, θὰ λέγαμε σήμερα, κοινοβιακά, μὲ πλούσια αἰσθήματα ἀγάπης, προσανατολισμένα ὁλοκάρδια στὴν ἐπικοινωνία, «ἐν ἀγαλλιάσει καὶ ἀφελότητι καρδίας»[5], δηλαδὴ μὲ ἁπλότητα, χωρὶς νὰ περνᾶ ἀπὸ τὶς σκέψεις τους δεύτερος πονηρὸς λογισμὸς γιὰ τὰ λεγόμενα τῶν ἄλλων. Ἦσαν ἄδολοι, ἁγνοί, δοσμένοι σὲ αὐτὸ τὸ παραδείσιο βίωμα τῆς εἰλικρίνειας, τῆς ἀθωότητος, τῆς αὐτοπροσφορᾶς. Ζοῦσαν, λοιπόν, μὲ ἁπλότητα, ἀλλὰ καὶ ἦταν «προσκαρτεροῦντες τῇ διδαχῇ τῶν Ἀποστόλων καὶ τῇ κοινωνίᾳ καὶ τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου καὶ ταῖς προσευχαῖς»[6]. Προσκαρτεροῦντες σημαίνει, ὅτι ἔστεκαν μὲ ἐγκαρτέρηση καὶ ἐπιμονή, ἀφοσιωμένοι σὲ τέσσερα πράγματα, τὰ ὁποῖα τοὺς γέμιζαν τὴν ζωὴ καὶ τοὺς ὁδηγοῦσαν κοντὰ στὸ Χριστό μας. Ἔτσι, καὶ ὁ κυρὸς Σεραφεὶμ μὲ τὴν εὐλογημένη καὶ ἁγιόλεκτη συνοδεία του προσκαρτεροῦσαν:
*Στὴν διδαχὴ τῶν Ἀποστόλων, δηλαδὴ στὴν ἐμβάθυνσή τους στὰ λόγια τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἀφοῦ «πᾶσα Γραφὴ θεόπνευστος καὶ ὠφέλιμος πρὸς διδασκαλίαν, πρὸς ἔλεγχον, πρὸς ἐπανόρθωσιν, πρὸς παιδείαν τὴν ἐν δικαιοσύνῃ»[7].
*Στὴν κοινωνία τῶν προσώπων, δηλαδὴ στὴν ἐπικοινωνία μὲ τοὺς ἄλλους Χριστιανούς, ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος ὡς κοινωνικὸ ὢν ἔχει ἀνάγκη πνευματικῆς ἐπικοινωνίας. Ἐπικοινωνίας, ὅμως, πνευματικῆς, ποὺ δὲν σκορπίζει τὸν νοῦ, οὔτε σπαταλᾶ σὲ ἄσκοπα πράγματα τὸν χρόνο τῆς ζωῆς του, γιὰ τὴν χρήση τοῦ ὁποίου γνωρίζει ὅτι θὰ δώσει λόγο στὸν Θεό μας. Ἡ ἐπικοινωνία ἦταν σύμφωνη μὲ τὴ ρήση τοῦ Ὁσίου Γέροντος Ἰωάννου τοῦ Δομβοΐτου «ὠφελοῦ ἢ ὠφέλει ἢ φεῦγε»[8].
*Στὴν κλάση τοῦ ἄρτου, δηλαδὴ στὴν ἱκανοποίηση τῶν τροφικῶν ἀναγκῶν τους. Ὁ ἄνθρωπος, ἀφοῦ σύγκειται ἀπὸ σάρκα καὶ πνεῦμα ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ δύο τροφές· πνευματικὴ καὶ σωματική. Γι’ αὐτὸ καὶ πάντοτε στὶς πνευματικὲς συνάξεις ἀπαραίτητη εἶναι ἡ παράθεση πνευματικῆς τράπεζας, γιὰ τὴν Θεία Κοινωνία, ἀλλὰ καὶ ὑλικῆς πρὸς παράκληση τοῦ σαρκίου. Ἡ ὑλικὴ τράπεζα ποὺ παρατίθεται εἶναι εὐλογημένη, ὅταν στὴν κορυφή της κάθεται πάντοτε ὁ Κύριός μας εὐλογώντας καὶ ἁγιάζοντάς την.
*Καὶ στὴν προσευχή, ἀφοῦ αὐτὴ μᾶς ἑνώνει μὲ τὸ δωρεοδότη μας Χριστό, ἀπὸ τὸν ὁποῖον προέρχεται «πᾶσα δόσις ἀγαθὴ καὶ πᾶν δώρημα τέλειον»[9].
Ἡ ἐν Χριστῷ αὐτὴ ζωὴ τῶν Ἁγίων, ὅπως ἐπονομάζονταν οἱ πρῶτοι πιστοὶ τῶν Ἱεροσολύμων, ἀποτελοῦσε τὴν προτύπωση τῆς χριστιανικῆς ζωῆς τοῦ Ἱεράρχου Καστορίας, ποὺ ἐπιθυμοῦμε νὰ εὑρίσκεται συνεχῶς ἑνωμένος μαζὶ μὲ τὸν Κύριο καὶ νὰ πορεύεται κατὰ τὸ ἅγιο θέλημά Του. Τὴν ἕνωση αὐτὴ τὴν ἐπιτύγχανε μόνο μέσα στὴν μία, ἁγία, καθολικὴ καὶ ἀποστολική μας Ἐκκλησία, τὴν ὁποία ὑπηρέτησε ἄοκνα μέχρι τῆς κοιμήσεώς του, καὶ ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ μας καὶ καθοδηγεῖται ἀπὸ τὸ Πανάγιο Πνεῦμα. Καὶ εἶναι ἀποδεδειγμένο ὅτι ὅπου ὑπάρχει ζῶσα πίστη ἐκεῖ ὑπάρχει καὶ ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ ποὺ συντελεῖ στὴν πνευματικὴ πρόοδο ποὺ προάγει τὸν ἄνθρωπο σὲ τέλεια προσωπικότητα καὶ διανοίγει τὰ χείλη του σὲ ἐξύμνηση τῶν κατορθωμάτων τῶν ἀριστέων τοῦ πνεύματος καὶ τοῦ σταδίου, τῶν Ὀλυμπιονικῶν στοὺς ὑπὲρ τοῦ ἐσταυρωμένου Ἀρνίου ἀγῶνες, ὁ ὁποῖος ἀνὰ τοὺς αἰῶνες ὑπῆρξε σημεῖο ἀμφιλεγόμενο, «Ἰουδαίοις μὲν σκάνδαλον, Ἕλλησι δὲ μωρίαν» [10].
Ὁ μακαριστὸς Μητροπολίτης Σεραφεὶμ εἶχε τὴν σφραγίδα τῆς θεοτοκοφιλίας καὶ τῆς φιλαγιότητος ἀνεξίτηλα χαραγμένη στὴν καρδιά του. Βρισκόταν πάντοτε ὑπὸ τὴν σκέπη τῆς Παναγίας μας, «τῆς Πορφύρας, Μαυριώτισσας, Ρασιώτισσας, Ἑβραΐδος, Καστριώτισσας, Προφητῶν τοῦ Κήρυγματος, Ὁδηγήτριας Γραμμούστιανης Ἄργους Ὀρεστικοῦ, Φανερωμένης, Ἐλεούσας Μονῆς Κλεισούρας, Βλαχερνίτισσας, Παραμυθίας, Ἐλεούσας Καστοριᾶς, Ἐλπίδος ἀπηλπισμένων, Δακρυρροούσας, Πορταΐτισσας, Γοργοϋπηκόου καὶ Τριχερούσας». Βρισκόταν ὑπὸ τὴν προστασία τοῦ πολιούχου τῆς Καστοριᾶς Ἁγίου Μηνᾶ, τοῦ προστάτου τῶν γουναράδων τῆς περιοχῆς του, τοῦ Προφήτου Ἠλία, τοῦ Ἁγίου Νικάνορος, τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου, τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς, τῆς Ἁγίας Σοφίας τῆς Κλεισούρας καὶ τοῦ Ἱερομάρτυρος Βασιλείου Χιλιοδένδρου, διὰ τὴν ἁγιοκατάταξη τῶν ὁποίων εἶχε μεριμνήσει, τῶν Ἁγίων Νεομαρτύρων, Μάρκου τοῦ Κλεισουριέως, Γεωργίου καὶ Ἰωάννου-Νούλτσου, τῶν Καστοριέων καὶ τοῦ νέου Ἱερομάρτυρος, Πλάτωνος Ἀϊβαζίδη, ὡς καὶ ὅλου τοῦ νέφους τῶν Ἁγίων, τὶς μνῆμες τῶν ὁποίων καθημερινὰ τιμοῦσε.
Ὁ θεοπρόβλητος καὶ θεοφιλέστατος Ἐπίσκοπος Σεραφεὶμ εἶχε νοικιάσει τὴν καρδιά του ὁλοκληρωτικὰ στὸν Χριστό μας. Ὁ ἴδιος δὲν εἶχε οὔτε νοῦ ἰδικό του οὔτε θέληση οὔτε ζωή, ἀλλὰ ὅλα αὐτὰ τοῦ ἦταν ὁ Χριστός. Ἔτσι, λέγοντας ὅτι εἶχε «νοῦν Χριστοῦ» [11], πιστοποιοῦμε ὅτι εἶχε τὴν ἴδια μὲ ̓Εκεῖνον θέληση, γι’ αὐτὸ καὶ θὰ μποροῦσε νὰ φωνάζει τὸ παύλειο: «Ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός» [12]. Ὁ μακαριστὸς Ἱεράρχης, ποὺ τόσο ἀναπάντεχα μεταδημότευσε γιὰ τὴν οὐράνια Βασιλεία, ἔζησε πρωτοχριστιανικὰ μαζὶ μὲ τὴν ἀπορφανισθεῖσα ἐπισκοπική του ἀδελφότητα. Τώρα ὁ Ἐπίσκοπος βρίσκεται κοντὰ στὸν ἀγαπημένο του Ἰησοῦ καὶ μαζὶ μὲ τοὺς φίλους του Ἁγίους ἀπολαμβάνει τὰ ἀγαθά, «ἃ ὀφθαλμὸς οὐκ εἶδε καὶ οὖς οὐκ ἤκουσε καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνένη, ἃ ἡτοιμασεν ὁ Θεὸς τοῖς ἀγαπῶσιν Αὐτόν» [13]. Ἀπολαμβάνει τοὺς καρποὺς τῶν ἔργων του καὶ δέεται τοῦ Κυρίου γιὰ τὴν εὐλογημένη του ἀδελφότητα, γιὰ τὸ θεοσεβὲς πλήρωμα τῆς ἐπαρχίας του, γιὰ τὴν πολυαγαπημένη του Μακεδονία, γιὰ ὅλους μας, ποὺ μᾶς ἀνέψυχε μὲ τὶς εὐχὲς καὶ τὶς εὐλογίες του.
Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας, Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας