ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΚΟΣΜΙΚΗΣ ΧΡΗΣΗΣ ΤΩΝ ΙΕΡΩΝ ΝΑΩΝ
Μία ὀρθόδοξη θεολογική προσέγγιση
Ἱεροθέου Κρητικοῦ, Ἱεροδιακόνου Ἱ. Μ. Κυθήρων & Ἀντικυθήρων
Περίληψη
Ἡ παροῦσα μελέτη πραγματεύεται τό θέμα τῆς χρήσης τῶν Ἱερῶν Nαῶν γιά σκοπούς ἀλλότριους τῆς Θείας Λατρείας. Ὁ Ἱερός Ναός, στήν Ὀρθόδοξη Παράδοση, κατέχει ξεχωριστή καί ἀδιαπραγμάτευτη θέση. Εἶναι ὁ κατ’ ἐξοχήν χῶρος συνάντησης τοῦ κτιστοῦ ἀνθρώπου μέ τόν ἄκτιστο Θεό καί μετοχῆς τοῦ πρώτου στίς θεῖες ἐνέργειες. Δέν ἀποτελεῖ ἁπλῶς ἕνα συμβολικό ἤ πολιτιστικό οἰκοδόμημα, ἀλλά κατοικία τοῦ Θεοῦ, ἱερό καί καθαγιασμένο τόπο μέ ἔνοικό του τό ἴδιο τό ἅγιο Πνεῦμα, ὅπου τελοῦνται ἐντός ἐκείνου τά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ μετατροπή τῶν Ἱερῶν Ναῶν σέ χώρους ἐκδηλώσεων κοσμικοῦ χαρακτήρα καί γενικῶς κοινωνικῶν συναθροίσεων ξένων πρός τή Θεία Λατρεία, ἀποτελεῖ ὄχι ἁπλῶς ἀτόπημα, ἀλλά ἀποϊεροποίηση, μετατροπή σέ κοινό χῶρο καί βεβήλωση. Αἰτία τῆς ἐν λόγῳ ἀνίερης πρακτικῆς ἀδιαμφισβήτητα εἶναι ἡ εἰσβολή τῆς δυτικῆς ἐκκλησιολογίας στόν Ὀρθόδοξο χῶρο καί ἡ ἀντίληψη τοῦ συναζόμενου ἐντός τοῦ Ναοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ σώματος ὡς κοινωνική καί ὄχι μυστηριακή συνάθροιση. Ἡ Ἐκκλησιαστική Παράδοση διδάσκει διαχρονικά τή μοναδική καί ἀποκλειστική χρήση τῶν Ἱερῶν Ναῶν, πού εἶναι ἡ Θεία Λατρεία, καί καταδικάζει μέ βαρύτατα ἐπιτίμια ἐκείνους πού τούς χρησιμοποιοῦν γιά ὁτιδήποτε ἄλλο.
Summary
This study explores the issue of the utilization of Sacred Orthodox Church buildings for purposes other than Divine Worship. Within Orthodox Tradition, the Church is regarded not merely as a symbolic or cultural structure, but as the dwelling place of God—a consecrated space where the faithful encounter the uncreated God and partake in His divine energies through the sacramental life of the Church. The practice of repurposing these sacred spaces for secular events or social gatherings is characterized not simply as a liturgical impropriety, but as a profound desacralization and desecration of the holy. The study attributes this phenomenon to the influence of Western ecclesiological concepts on Orthodox practice, particularly the shift toward viewing the church community as a social rather than a sacramental assembly. Orthodox Ecclesiastical Tradition unequivocally affirms the exclusive function of Churches for Divine Worship and imposes severe canonical penalties on those who deviate from this principle.
- Εἰσαγωγή.
Ἡ σημασία τοῦ Ναοῦ στήν Ὀρθόδοξη Χριστιανική Παράδοση εἶναι μεγίστη, ἔστω κι ἄν ὑποβαθμίζεται, τά τελευταῖα χρόνια, μέ μία σταδιακή χρήση τῶν Ἱερῶν Ναῶν γιά σκοπούς ἀλλότριους τῆς Θείας Λατρείας. Φαίνεται ὅτι τό πνεῦμα τοῦ κόσμου καί ἡ ἀποϊεροποίηση τῶν πάντων διεισδύουν μέ μιά ἰδεολογική ἀλαζονεία ὅλο καί περισσότερο στόν Ὀρθόδοξο χῶρο, ἀποτελώντας πλέον ὄχι μόνο ἕνα κοινωνιολογικό φαινόμενο, ἀλλά καί μιά βαθιά πνευματική πληγή. Κάθε τί τό ἅγιο, τό σεπτό, τό ἀναφορικό στό Θεῖο, ὑποβιβάζεται σέ ἐπίπεδο κοσμικό, χρηστικό, συμβολικό ἤ καλλιτεχνικό, ἀπογυμνωμένο ἀπό τό πραγματικό του περιεχόμενο. Αὐτό τό πνεῦμα φέρει ὡς ἐπακόλουθο καί τή βαθιά καί ἀνελέητη ἀποϊεροποίηση τῶν Ἱερῶν Ναῶν. Παρουσιάζονται, κατά διαστήματα, φαινόμενα ἐλεεινά ἀπό τά ὁποῖα ἀπουσιάζει ἡ μυρωδιά τοῦ Ὀρθόδοξου Ἐκκλησιαστικοῦ ἤθους. Ἡ προσευχή ὑποκαθίσταται ἀπό ἐκφραστικές πράξεις ἤ καλλιτεχνικές ἐκφράσεις καί ὁ Θεός -ἐν πολλοῖς- ἐκτοπίζεται ἀπό τόν οἶκο του· δηλώνοντας καί ἐπιβεβαιώνοντας τήν, δυστυχῶς, ὀπισθοδρόμηση καί βαθμιδωτή ἐπιστροφή τοῦ σύγχρονου κόσμου στόν πνευματικό σκοταδισμό, ἀντί τήν πρόοδό του.
Κατά κοινή ὁμολογία, τό φαινόμενο τῆς ἀποϊεροποίησης τῶν Ἱερῶν Ναῶν ἔλαβε μεγάλες διαστάσεις, ἐπικυρώθηκε θά λέγαμε, κατά τήν περίοδο τοῦ κορωνοϊοῦ, πού ἀντιμετωπίστηκαν οἱ Ἱεροί Ναοί ὡς κοινοί τόποι, ἀλλά περί αὐτοῦ πολλά ἔχουν γραφεῖ. Μετά ἀπό τότε ἄρχισαν νά παρατηροῦνται τά ἑξῆς ἐντός τῶν Ναῶν (χωρίς νά σημαίνει ὅτι δέν ὑπῆρχαν καί νωρίτερα, ἁπλά πιό ἔντονα ἐμφανίσθηκαν): συναυλίες παντός εἴδους μουσικῆς, χρήση μουσικῶν ὀργάνων, γυναικεῖες ἤ μικτές χορωδίες, κοσμικές γιορτές καί ἐκδηλώσεις κ.λπ. Θά μποροῦσαν νά ἀναφερθοῦν πολλά συγκεκριμένα παραδείγματα, πού παρουσιάστηκαν σέ Ἱ. Μητροπόλεις ἀπό τή βόρειο ἕως τή νότιο Ἑλλάδα, ἀλλά ἴσως εἶναι ἀνώφελη ἡ ἀναφορά τους ἐδῶ, διότι πλέον μπορεῖ κανείς εὔκολα νά τά ἀναζητήσει στό διαδίκτυο. Ἔτσι θά ἐπικεντρωθοῦμε στόν σκοπό τῆς παρούσης μελέτης, πού εἶναι νά καταδείξει τή μοναδική καί ἀποκλειστική χρήση πού ἔχουν οἱ Ἱεροί Ναοί καί νά ἐγείρει φωνή ἐκκλησιαστικῆς συνείδησης ἐναντίον αὐτῆς τῆς ἀνίερης τάσης καί βεβήλωσης τῶν Ἱερῶν τόπων, ὅπως θά ἀποδειχθεῖ, ἐρευνώντας τό θέμα ὑπό τό φῶς τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως καί μόνο.
- Ἡ ἱερότητα τοῦ Ναοῦ κατά τήν Ὀρθόδοξη Παράδοση.
Πάντοτε, ἀπό τά βάθη τῶν αἰώνων, διασώζεται στήν ἀνθρώπινη συνείδηση καί κοσμοαντίληψη ἡ διάκριση μεταξύ ἱεροῦ καί βέβηλου, ὡς ἀπόρροια τῆς διαίσθησης τοῦ ἄρρητου καί ὑπερβατικοῦ, ἐπιβάλλοντας ταυτόχρονα τήν ὁριοθέτηση τῆς κατοικίας τοῦ θείου ἀπό τούς κοινούς τόπους τῆς καθημερινῆς ἀναστροφῆς. Ἰδιαίτερα βέβαια, πιό χαρακτηριστικό, παρουσιάζεται αὐτό τό φαινόμενο στό λειτουργικό χῶρο, πού διακρίνεται ὁ ἱερός χῶρος ἀπό τό μή ἱερό, διαφυλάσσοντας ἔτσι τό σεβασμό πρός τά ὅρια ἐκεῖνα καί ἀποτρέποντας τή σύγχυση τοῦ ἅγιου μέ τό πρόχειρο καί κοινό. Αὐτό δηλώνει καί ἡ λέξη «ναός», παραγόμενη ἀπό τό ρῆμα «ναίω» = κατοικῶ, σημαίνοντας τήν κατοικία, κυρίως τοῦ Θεοῦ[1]. Τό πιό πάνω μαρτυρεῖ καί ὁ ἱστορικός Πλούταρχος, γράφοντας ὅτι: «Ἀνιέρου δὲ πόλεως καὶ ἀθέου μὴ χρωμένης εὐχαῖς μηδ’ ὅρκοις μηδὲ μαντείας μηδὲ θυσίαις ἐπ’ ἀγαθοῖς μηδ’ ἀποτροπαῖς κακῶν οὐδεὶς ἔστιν, οὐδ’ ἔσται γεγονώς θεατής»[2].
Ἄς μήν περιπλανηθοῦμε, ὅμως, καί ἰχνηλατήσουμε τό θέμα θρησκειολογικά, ἀλλά μόνο ἀπό Χριστιανικῆς πλευρᾶς. Ἀρχικά, ὁ ἴδιος ὁ Θεός, ὁ ἀποκεκαλυμμένος ἄσαρκος Λόγος, φάνηκε κατά καιρούς σέ συγκεκριμένες θέσεις καί τόπους, μιλώντας στό Μωϋσῆ στή φλεγόμενη καί μή καιόμενη βάτο (Ἐξ. 3, 5), στόν Ἰακώβ (Γέν. 28, 17-19) κ.ἄ., ἐπισφραγίζοντας τήν ἀλήθεια ὅτι ἡ θεία παρουσία συνδέεται ὄχι μόνο μέ σύμβολα, ἀλλά καί μέ καθιερωμένους τόπους. Ὁ Θεός, μάλιστα, δίδαξε τό λαό του νά κατασκευάσει ἕνα σταθερό καί μόνιμο ἔδαφος ἱερουργίας: τό Ναό, ὡς καθαγιασμένο τόπο συνάντησης τοῦ κτιστοῦ μέ τό ἄκτιστο καί χῶρο ἐπενέργειας τῶν ἄκτιστων θείων ἐνεργειῶν (βλ. Γ΄ Βασ. 8, 10-13, 53). Ἡ ἱερότητα, ἑπομένως, τοῦ Ναοῦ τεκμηριώνεται ἤδη ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη, στήν ὁποία οἱ καθαγιασμένοι τόποι ἐθεωροῦντο ὡς τόποι κατ’ ἐξοχήν θεοφάνειας[3].
Ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός ἐκφράστηκε θετικά ὑπέρ τοῦ Ναοῦ, ὀνομάζοντάς τον «οἶκο τοῦ Πατρός μου» (Ἰω. 2, 16) ἤ «ἐν τοῖς τοῦ Πατρός μου δεῖ εἶναί με» (Λκ. 2, 49), ἐκδιώκοντας ἄλλοτε τούς θεοκάπηλους, πού εἶχαν μετατρέψει τόν οἶκο τοῦ Πατρός του σέ σπήλαιο ληστῶν (Μτ. 21, 12-13) ἤ μεταχειρίστηκε ἐκεῖνον ὡς κέντρο τοῦ δημόσιου κηρύγματός του (Λκ. 19, 47-48 & Ἰω. 18, 20). Βέβαια, ἐνῶ ἡ Κ.Δ. ἐπιβεβαιώνει τήν προχριστιανική ἀντίληψη περί τοῦ Ναοῦ ὡς κατοικία τοῦ Θεοῦ, χωρίς νά τήν καταργεῖ, στό διάλογο μέ τή Σαμαρείτιδα (Ἰω. 4, 19-24) καί στή διακήρυξη τοῦ Ἀποστόλου Παύλου περί τοῦ ἀχώρητου καί τῆς ἁπανταχοῦ παρουσίας τοῦ Θεοῦ (Πράξ. 17, 24), θέτει πλέον τό βάρος ὄχι στόν τόπο, ἀλλά στόν τρόπο τῆς Λατρείας, προϋποθέτοντας ὅμως τή θεολογία περί τῆς θείας παρουσίας στό Ναό. Ὁ Κ. Καλλίνικος σημειώνει ἐπιτυχῶς ὅτι ἡ λέξη Ναός «ἐν τῇ εὐαγγελικῇ γλώσσῃ ἀναφέρεται εἰς μόνον τὸ κεντρικὸν τοῦ ὅλου μέρος, ὅπου ἡ Θεότης, ὡς ἡ ψυχὴ ἐν τῇ κεφαλῇ, ἔχει τὴν κατοικίαν καὶ ἕδραν της…, ἐνῷ ἀντιθέτως πρὸς τὴν μεταγενεστέραν χρῆσιν, τὸ ἱερὸν φανερώνει τὴν ὅλην τοῦ κτιρίου περιοχήν»[4].
Ἐπιθυμώντας νά καταδείξουμε τήν σταθερή πίστη τῆς Ἐκκλησίας γιά τόν ἱερό χαρακτήρα τῶν Ἱερῶν Ναῶν, ἔτι περαιτέρω, ἄς ἐπικαλεστοῦμε ὡς τήν ἐπισημότερη μαρτυρία περί τοῦ θέματος ἐκείνη τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τῆς Συνόδου τῆς Παραδόσεως, ὅπως ἀποκαλεῖται, ἡ ὁποία σέ ἀπάντησή της στήν ἀμφισβήτηση τῆς ἁγιότητας τῶν Ἱερῶν Εἰκόνων ἀναφέρεται στήν ἁγιότητα καί τή μετάδοση τῶν ἄκτιστων θείων ἐνεργειῶν ἀπό τά καθιερωμένα στό Θεό. Ἀναφέρει λοιπόν τά ἑξῆς:
«ταῦτα οὖν εἰδότες ἡμεῖς οἱ τῷ θεῷ μόνῳ τὴν λατρείαν ἡμῶν ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ προσάγοντες πάντα τὰ αὐτῷ ἀνατεθειμένα καὶ καθιερωμένα, εἴτε θεῖος τύπος τοῦ τιμίου σταυροῦ εἴτε ἅγιον εὐαγγέλιον εἴτε σεπταὶ εἰκόνες εἴτε ἱερὰ σκεύη εἰσί, καὶ ἀσπαζόμεθα καὶ περιπτυσσόμεθα, ὡς ἐλπίδα ἔχοντες ἁγιασμοῦ μεταλαμβάνειν παρ’ αὐτῶν, καὶ προσκύνησιν τιμητικὴν αὐτοῖς ἀποδιδόαμεν»[5].
Ἡ ἱερή καί ἁγιαστική ἰδιότητα τῶν Ἱερῶν Ναῶν διαφαίνεται σ’ αὐτή τή διδασκαλία τῆς ἁγίας Συνόδου ἀφοῦ, κατ’ αὐτήν, ὅσα «ἀνατίθενται τῷ Θεῷ» καί ἀφιερώνονται στήν ὑπηρεσία τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας μεταδίδουν ἁγιασμό. Θά μποροῦσε ἀνάμεσα στά ἱερά ἀναθήματα, πού παρατίθενται στό ἀνωτέρω ἀπόσπασμα, νά ἐμπεριέχεται καί ὁ Ναός, ὅμως αὐτό φρονοῦμε ὅτι δεν συμβαίνει, διότι δέν εἶχε ἀμφισβητηθεῖ ἡ ἱερότητα αὐτοῦ.
Σέ ἄμεση συνάφεια πρός τήν ἐκτιθέμενη διδασκαλία περί τῶν Ἱερῶν Ναῶν ἐπιλαμβάνεται ὁ ἅγιος Γερμανός, Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, τοῦ καθορισμοῦ τῆς Ἐκκλησίας, δίδοντας τέσσερις ὁρισμούς, στούς ὁποίους ἀλληλοπεριχωροῦνται οἱ ὅροι Ἐκκλησία καί Ναός[6]. Ἡ Ἐκκλησία ἑπομένως ὁριζόμενη, θεοπρεπῶς, εἶναι «ναὸς Θεοῦ, τέμενος ἅγιον, οἶκος προσευχῆς, νύμφη Χριστοῦ […] ἐπίγειος οὐρανός, ἐν ᾗ ὁ ἐπουράνιος Θεὸς ἐνοικεῖ καὶ ἐμπεριπατεῖ […] οἶκος θεϊκός, ἔνθα ἡ μυστικὴ ζωοθυσία γέγονε, καὶ τὸ ἔνδον τοῦ ἱερατείου, καὶ ἅγιον σπήλαιον…»[7].
Ἡ θεώρηση τοῦ Ναοῦ ὡς οὐρανό θυμίζει δύο ὑμνολογικά κείμενα σύμφωνα μέ τά ὁποῖα ὁ Ναός ἀποβαίνει εἰκόνα τοῦ οὐρανοῦ, μιά καί ὁ πρῶτος μετέχει στή δόξα τοῦ Θεοῦ καί εἶναι πλήρης ἐκείνης:
«Ἐν τῷ ναῷ ἑστῶτες τῆς δόξης σου, ἐν οὐρανῷ ἑστάναι νομίζομεν, Θεοτόκε· πύλη ἐπουράνιε· ἄνοιξον ἡμῖν τὴν θύραν τοῦ ἐλέους σου» καί
«Οὐρανὸς πολύφωτος ἡ Ἐκκλησία, ἀνεδείχθη ἅπαντας, φωταγωγοῦσα τοὺς πιστούς· ἐν ᾧ ἑστῶτες κραυγάζομεν· τοῦτον τὸν οἶκον, στερέωσον Κύριε».
Πράγματι ὁ Ναός εἶναι τύπος καί εἰκόνα τοῦ οὐρανοῦ, ἀλλά ὄχι μόνο ἐκείνου, ἀλλά καί τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ, ὅπως σέ σχετικό κεφάλαιο ὑπό τόν τίτλο «Ὅτι τὸν ἐν Τριάδι μόνον Θεὸν τυποῖ ὁ Ναός» ἀναπτύσσει ὁ ἅγιος Συμεών Θεσσαλονίκης[8], γι’ αὐτό καί οἱ «τῶν ἱερῶν οἴκων καταφρονηταί, καὶ τῶν ἄλλων ἁγίων ἀπόλλυνται»[9].
Τό ἴδιο ἀναπτύσσει καί ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης στή Χρηστοήθεια τῶν Χριστιανῶν πού ἀναφέρει τά ἑξῆς πέντε, πού βρίσκονται ἐντός τοῦ Ναοῦ, γιά νά ἀποδείξει ὅτι ὁ Ναός εἶναι τύπος τοῦ οὐρανοῦ: α) τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ, β) τήν παρουσία τοῦ ἀφθαρτισμένου καί δεδοξασμένου σώματος τοῦ Χριστοῦ, γ) τήν παρουσία τῆς Μητέρας τοῦ Θεοῦ, δ) τήν παρουσία τῶν Ἀγγέλων καί Ἀρχαγγέλων καί ε) τήν παρουσία ὅλων τῶν ἁγίων[10].
- Ἡ διαγωγή τῶν πιστῶν ἐντός τῶν Ἱερῶν Ναῶν.
Ἀπαραχώρητο ἐπακόλουθο τῆς ἐκτεθειμένης διδασκαλίας περί τῆς ἱερότητας τῶν Ἱερῶν Ναῶν ἀποτελεῖ καί ἡ διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῶν θείων Πατέρων γιά τήν ὀφειλόμενη ἀνεπίληπτη διαγωγή τῶν πιστῶν ἐντός ἐκείνων. Ἔτσι βλέπουμε ἤδη στήν Παλαιά Διαθήκη τόν τρόπο εἰσαγωγῆς ἐντός τοῦ Ναοῦ· «ἐγὼ δὲ ἐν τῷ πλήθει τοῦ ἐλέους σου εἰσελεύσομαι εἰς τὸν οἶκον σου· προσκυνήσω πρὸς ναὸν ἅγιόν σου ἐν φόβῳ σου» (Ψαλμ. 5, 8) ἤ «εἰσέλθετε εἰς τὰς πύλας αὐτοῦ ἐν ἐξομολογήσει» (Ψαλμ. 99, 4). Ἡ βαθιά συναίσθηση τοῦ μεγαλείου τοῦ Θεοῦ καί τῆς ἀναξιότητας τοῦ ἀνθρώπου, ἡ συναίσθηση τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ, μέ βάση τήν ὁποία κανείς δέν μπαίνει στό Ναό ὡς δικαιούμενος, ἀλλά ὡς προσκυνητής, θαρρώντας στό θεῖο ἔλεος καί τή θεία συγκατάβαση, ὁ θεῖος φόβος μήπως βεβηλώσουμε ἤ ἀτιμάσουμε τή θεία παρουσία, ἡ εὐχαριστία καί ἡ ἐξομολόγηση τοῦ πιστοῦ πού εὐχαριστεῖ καί ὁμολογεῖ τά μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ, φανερώνουν τήν πρέπουσα στάση ψυχῆς τοῦ πιστοῦ, ὅταν εἰσέρχεται στόν Ἱερό Ναό.
Τό ἴδιο διδάσκει καί ἡ Καινή Διαθήκη, πού παρουσιάζει τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό ὡς ζηλωτή τῆς καθαρότητας τοῦ Ναοῦ, προκειμένου νά ἀναδείξει τό ἱερό ὡς τόπο προσευχῆς, ἀντιθέτως πρός τήν ἐμπορευματοποίηση καί τή βεβήλωση πού εἶχε ἐπικρατήσει ἐκεῖ. Ὁ οἶκος τοῦ Θεοῦ δέν ὑφίσταται γιά ἐμπορικές συναλλαγές ἤ ἀνθρωποκεντρικά συμφέροντα, ἀλλά γιά μυστική ἕνωση τοῦ πιστοῦ μέ τό Θεό.
«Καὶ εἰσῆλθεν ὁ ᾿Ιησοῦς εἰς τὸ ἱερὸν τοῦ Θεοῦ, καὶ ἐξέβαλε πάντας τοὺς πωλοῦντας καὶ ἀγοράζοντας ἐν τῷ ἱερῷ, καὶ τὰς τραπέζας τῶν κολλυβιστῶν κατέστρεψε καὶ τὰς καθέδρας τῶν πωλούντων τὰς περιστεράς, καὶ λέγει αὐτοῖς· γέγραπται, ὁ οἶκός μου οἶκος προσευχῆς κληθήσεται· ὑμεῖς δὲ αὐτὸν ἐποιήσατε σπήλαιον λῃστῶν» (Μτ. 21, 13-14).
Παρόμοιο ἔλεγχο γιά κάθε ἀντίληψη τοῦ Ναοῦ ὡς τόπο βιοτικῶν τρυφῶν καί μεριμνῶν, ἀλλά καί διαχρονική στηλίτευση κάθε προσπάθειας κοσμικοποίησης τοῦ ἱεροῦ χώρου, προβάλλοντας ταυτόχρονα ὡς ὀφειλή τῶν πιστῶν τό σεβασμό πρός τήν ἱερή σύναξη καί τό Ναό, ἀσκεῖ καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος:
«μὴ γὰρ οἰκίας οὐκ ἔχετε εἰς τὸ ἐσθίειν καὶ πίνειν; ἢ τῆς ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ καταφρονεῖτε καὶ καταισχύνετε τοὺς μὴ ἔχοντας; τί ὑμῖν εἴπω; ἐπαινέσω ὑμᾶς ἐν τούτῳ; οὐκ ἐπαινῶ» (Α΄ Κορ. 11, 22).
Ὁ Μέγας Βασίλειος ἑρμηνεύοντας τόν ψαλμικό στίχο «ἐν τῷ Ναῷ τοῦ Θεοῦ πᾶς τις λέγει δόξαν» διαμαρτύρεται ἐναντίον ἐκείνων πού εἰσέρχονται στό Ναό θεωρητικῶς γιά νά ὠφεληθοῦν πνευματικά, ἀλλά καταφεύγουν σέ φλυαρία, κακολογία καί κάθε μορφῆς ἀσέβεια, καταστρέφοντας τό πνευματικό κλῖμα «καὶ τῷ ἰδίῳ θορύβῳ ὑπερηχόντες τὴν διδασκαλίαν τοῦ Πνεύματος». Καταδικάζονται στή σκέψη του οἱ εὑρισκόμενοι ἐντός τοῦ Ναοῦ καί μή προσευχόμενοι. Ὑπενθυμίζει μάλιστα ὁ ἱερός πατέρας ὅτι ὁ πιστός ὀφείλει νά προσέρχεται στό Ναό μέ φόβο Θεοῦ, μέ συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητάς του, μέ βαθιά ἐσωτερική μετάνοια καί δίψα γιά τήν ἀκρόαση τοῦ Θείου Λόγου. Ὄχι μόνο δέ νά διαφυλάττει τήν ἰδία ἀκοή, ἀλλά καί νά μή γίνει πρόξενος ἐμποδίου στήν πνευματική ἀνάταση τῶν λοιπῶν. Λέει συγκεκριμένα:
«ὁ ἐν τῷ ναῷ τοῦ Θεοῦ γενόμενος οὐ κακολογίαν, οὐ ματαιότητα, οὐκ αἰσχρῶν πραγμάτων γέμοντα ῥήματα ἀπαγγέλλει, ἀλλ’ ἐν τῷ ναῷ αὐτοῦ πᾶς τις λέγει δόξαν […] Ἄνθρωποι δὲ ἐλεεινοί, καταλιπόντες τοὺς οἴκους καὶ ἐπὶ τὸν ναὸν συνδραμόντες, ὡς δή τι ἑαυτοὺς ὠφελήσοντες, οὐχ ὑπέχουσι τὰς ἀκοὰς λόγοις Θεοῦ, οὐ λαμβάνουσιν αἴσθησιν τῆς ἑαυτῶν φύσεως, οὐ λυποῦνται προληφθέντες ὑπὸ τῆς ἁμαρτίας· οὐ λυποῦνται εἰς μνήμην τῶν ἁμαρτιῶν ἀφικνούμενοι, οὐ τρέμουσι τὴν κρίσιν· ἀλλὰ μειδιῶντες, καὶ τὰς δεξιὰς ἀλλήλοις ἐμβάλλοντες, τόπον μακρολογίας τὸν οἶκον ποιοῦνται τῆς προσευχῆς, παρακούοντες τοῦ ψαλμοῦ τοῦ διαμαρτυρομένου καὶ λέγοντος, ὅτι Ἐν τῷ ναῷ τοῦ Θεοῦ πᾶς τις λέγει δόξαν […] Σὺ δὲ οὐ μόνον οὐ λέγεις, ἀλλὰ καὶ ἑτέρῳ ἐμπόδιον γίνῃ ἐπιστρέφων πρὸς ἑαυτόν, καὶ τῷ ἰδίῳ θορύβῳ ὑπερηχῶν τὴν διδασκαλίαν τοῦ Πνεύματος […] Ταῦτα οὐκ ἀχρήστως ἐν παρεκβάσει εἴρηται εἰς τὸ, Ἐν τῷ ναῷ αὐτοῦ πᾶς τις λέγει δόξαν, διὰ τὸ τοὺς ἐν τῷ ναῷ τοῦ Θεοῦ ἄπαυστα γλωσσαλγοῦντας καὶ ἀνωφελῶς εἰσιόντας· εἴθε δὲ ἀνωφελῶς καὶ μὴ ἐπιβλαβῶς»[11].
Τήν ἴδια θεώρηση γιά τή στάση ἐντός τῶν Ναῶν ἔχει καί ὁ ἱερός Χρυσόστομος. Βλέπει τό Ναό ὡς τόπο ἀναβάσεως, ἁγιασμοῦ, ἐνταγμένο στήν ἀΐδια δοξολογία τῶν Ἀσωμάτων Δυνάμενων. Διευκρινίζει ὅτι ὁ Ναός δέν ἀποτελεῖ χῶρο κοσμικῆς συναναστροφῆς, ἀγορᾶς ἤ κοινωνικῆς σύναξης, ἀλλ’ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ οὐρανός, καί ὅπως στόν οὐρανό θά ὑπῆρχε αἰδώ, σιωπή καί προσήλωση, ἔτσι καί ἐντός τοῦ Ναοῦ δέν πρέπει νά ἀκούγεται ἄλλη φωνή παρά ἡ τῆς προσευχῆς καί τῆς ὁμοθυμαδόν λατρείας.
«Οὐ γὰρ κουρεῖον, οὐδὲ μυροπωλεῖον ἡ ἐκκλησία, οὐδὲ ἐργαστήριον ἕτερον τῶν ἐπ’ ἀγορᾶς, ἀλλὰ τόπος ἀγγέλων, τόπος ἀρχαγγέλων, βασιλεία Θεοῦ, αὐτὸς ὁ οὐρανός. Ὥσπερ οὖν εἴ τις τὸν οὐρανὸν διαστείλας ἐκεῖ σε εἰσήγαγε, κἂν τὸν πατέρα, κἂν τὸν ἀδελφὸν εἶδες, οὐκ ἂν ἐτόλμησας φθέγξασθαι· οὕτως οὐδὲ ἐνταῦθα ἕτερόν τι, πλὴν τῶν πνευματικῶν φθέγγεσθαι ἔδει· καὶ γὰρ καὶ τὰ ἐνταῦθα οὐρανός. Ἀλλ’ οὐ δύνασαι σιγᾶν; Οὐκοῦν ἔξηθι, ἵνα μὴ καὶ ἑτέροις γένῃ βλάβη. Καὶ γὰρ μίαν ἐν ἐκκλησίᾳ δεῖ φωνὴν εἶναι ἀεί, καθάπερ ἑνὸς ὄντος σώματος. Διὰ τοῦτο καὶ ὁ ἀναγινώσκων μόνος φθέγγεται· καὶ αὐτὸς ὁ τὴν ἐπισκοπὴν ἔχων ἀνέχεται σιγῇ καθήμενος· καὶ ὁ ψάλλων ψάλλει μόνος· κἂν πάντες ὑπηχῶσιν, ὡς ἐξ ἑνὸς στόματος ἡ φωνὴ φέρεται»[12].
Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης διερμηνεύοντας παρεμφερῆ ἁγιοπατερική θέση, κατά τήν παρασχεθεῖσα στή Χρηστοήθεια θεολογική θέση ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἐπέχει τύπο οὐρανοῦ, διδάσκει ὅτι «καθὼς στέκουν εἰς τὸν οὐρανὸν οἱ Ἄγγελοι καὶ οἱ Ἅγιοι, ἔτσι πρέπει νὰ στέκουν εἰς τὴν ἐκκλησίαν καὶ οἱ Χριστιανοί». Ὀφείλουν νά ἐμφοροῦνται ἀπό φόβο καί τρόμο, νά ἔχουν στραμμένη τήν καρδία τους πρός τά ἄνω, καθαρμένη ἀπό γήινες καί βιοτικές μέριμνες, πεπληρωμένη ἀπό εἰρήνη, ἀγάπη, ὁμόνοια, προσανατολιζόμενοι μόνο πρός τόν Θεό, μιά καί παραστέκονται «ἔμπροσθεν τοῦ ἐπουρανίου βασιλέως Θεοῦ»[13].
- Ἡ Θεία Λατρεία ἀποκλειστική χρήση τῶν Ναῶν.
Ἡ σαφέστατη καί οὐδεμία παρερμηνεία ἤ παρανόηση ἐπιδεχόμενη ἁγιοπατερική διατύπωση περί τῆς ἱερότητας τῶν Ἱερῶν Ναῶν, τῆς θεώρησης ἐκείνων ὡς ἐπίγειο οὐρανό, θεῖο κατοικητήριο κ.ἄ., ἀλλά καί τῆς ἄψογης συμπεριφορᾶς ἐντός ἐκείνων, συνιστοῦν περίτρανη ἀπόδειξη τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀντίληψης γιά τή Θεία Λατρεία ὡς τή μοναδική χρήση τῶν Ναῶν καί τῆς παράλληλης ἀποδοκιμασίας καί ἀπόρριψης τῆς ἀπρεποῦς κοσμικῆς χρήσης τῶν Οἴκων τοῦ Θεοῦ.
Ἡ καταγραφεῖσα αὐτή θεώρηση καί ἀποτύπωση, ὅτι, δηλαδή, ἡ Θεία Λατρεία ἀποτελεῖ τή μόνη προσήκουσα καί δέουσα χρήση τῶν Ἱερῶν Ναῶν, ἐπισφραγίζεται, ἀπαγορεύοντας ταυτόχρονα κάθε εἴδους κοινοποίηση τῶν ἱερῶν χώρων, ἀπό τούς 74, 76 καί 97 κανόνες τῆς Στ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, οἱ ὁποῖοι ἔχουν ὡς ἑξῆς:
ΣΤ΄/ΟΔ΄: «Ὅτι οὐ δεῖ ἐν τοῖς Κυριακοῖς, ἢ ἐν ταῖς ἐκκλησίαις, τὰς λεγομένας ἀγάπας ποιεῖν, καὶ ἔνδον ἐν τῷ οἴκῳ ἐσθίειν, καὶ ἀκούβιτα στρωννύειν. Οἱ δὲ τοῦτο ποιεῖν τολμῶντες, ἢ παυσάσθωσαν, ἢ ἀφοριζέσθωσαν»[14].
ΣΤ΄/ΟΣΤ΄: «Ὅτι οὐ χρὴ ἔνδον τῶν Ἱερῶν περιβόλων καπηλεῖον, ἢ τὰ διὰ βρωμάτων εἴδη προτιθέναι, ἢ ἑτέρας πράσεις ποιεῖσθαι, τὸ σεβάσμιον τῆς ἐκκλησίας φυλάσσοντας. Ὁ γὰρ Σωτὴρ ἡμῶν καὶ Θεὸς, διὰ τῆς ἐν σαρκὶ πολιτείας παιδαγωγῶν ἡμᾶς, μὴ ποιεῖν τὸν οἶκον τοῦ Πατρὸς αὐτοῦ ἐμπορίου οἶκον παρεκελεύσατο· ὃς καὶ τῶν κολλυβιστῶν τὸ κέρμα ἐξέχεε, καὶ τοὺς τὸ ἱερὸν κοινοποιοῦντας ἀπήλασεν. Εἴ τις οὖν ἐπὶ τῷ προκειμένῳ ἁλῷ πλημμελήματι, ἀφοριζέσθω»[15].
ΣΤ΄/Ϟζ΄: «Τοὺς ἢ γαμετῇ συνοικοῦντας, ἢ ἄλλως ἀδιακρίτως τοὺς ἱεροὺς τόπους κοινοποιοῦντας, καὶ καταφρονητικῶς περὶ αὐτοὺς ἔχοντας, καὶ οὕτως ἐν αὐτοῖς καταμένοντας, καὶ ἐκ τῶν ἐν τοῖς σεβασμίοις ναοῖς κατηχουμένων ἐξωθεῖσθαι προστάσσομεν. Εἰ δέ τις μὴ τοῦτο παραφυλάξοι, εἰ μὲν Κληρικὸς εἴη, καθαιρείσθω· εἰ δὲ λαϊκὸς, ἀφοριζέσθω»[16].
«Οὐ δεῖ», λοιπόν, «τὸν τοῦ Θεοῦ οἶκον κοινὸν ἡγεῖσθαι οἶκον»[17], ὅπως σημειώνει ὁ βυζαντινός κανονολόγος Ἀριστηνός. Ἐάν κοσμικές ἐκδηλώσεις δέν ἐπιτρέπονται οὔτε στό πλαίσιο τῶν περιβόλων τῶν Ναῶν, πόσο περισσότερο αὐτές ἀπαγορεύονται ἐντός τοῦ κύριου Ναοῦ. Ἀξιοσημείωτη μάλιστα εἶναι ἡ συνεχής ἐπανάληψη ἀπό τούς βυζαντινούς σχολιαστές τῶν ἀνωτέρω κανόνων, Ζωναρᾶ, Βαλσαμῶνος καί Ἀριστηνοῦ, τῆς λέξης ‘‘κοινοποίηση’’ τῶν ἱερῶν χώρων· λέξη πού ἐκφράζει πλήρως καί εὔστοχα τή σημερινή κατάσταση, ἀφοῦ κάποιοι ἁρμόδιοι τῆς διαφύλαξης τῆς ἱερότητας τῶν Ναῶν «μὴ διαστέλλοντες, μηδὲ διαχωρίζοντες μέσον ἁγίου καὶ βεβήλου, ἀλλ’ ἀδιακρίτως τούτοις κεχρημένοι»[18]. Γι’ αὐτό καί «μεγάλως κολάζεσθαι τὸν κοινοῦντα τὸ ἱερόν»[19].
Ἀπαραιτήτως, πρέπει ἐδώ νά μνημονευθεῖ τό ἀνάθεμα, μέ τό ὁποῖο ἡ Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος περάτωσε τόν Ὅρο της καί τό ὁποῖο ἀρκεῖ γιά νά ἀποτρέψει κάθε εἴδους κοσμική χρήση τῶν Ἱερῶν Ναῶν:
«Τοὺς οὖν τολμῶντας… ὡς κοινοῖς χρῆσθαι τοῖς ἱεροῖς κειμηλίοις ἢ τοῖς εὐαγέσι μοναστηρίοις (σ.σ. ἐν. καὶ τοῖς Ἱεροῖς Ναοῖς), ἐπισκόπους μὲν ὄντας ἢ κληρικοὺς καθαιρεῖσθαι προστάσσομεν, μονάζοντας δὲ ἢ λαϊκοὺς τῆς κοινωνίας ἀφορίζεσθαι»[20].
Εἶναι φανερό, ἐπομένως, ἀπό τήν ἐκκλησιαστική διδασκαλία ὅτι οἱ Ἱεροί Ναοί χρησιμοποιοῦνται μόνο γιά τή Θεία Λατρεία. Τίποτε ἄλλο δέν δικαιολογεῖται καί δέν ἁρμόζει ἐντός ἐκείνων, πλήν τῆς προσευχῆς.
- Ἐπίλογος.
Πόσο χαρακτηριστική καί ἐπίκαιρη εἶναι ἡ θρηνώδης φωνή τοῦ Προφήτου Ἱεζεκιήλ, πού, μέ πνεῦμα ἐλέγχου, προβαίνει σέ δριμύ λόγο γιά τήν πτώση τοῦ ἱερατείου καί τήν ἀταξία τοῦ Ἰσραήλ, λέγοντας: «οἱ ἱερεῖς αὐτῆς ἠθέτησαν νόμον μου καὶ ἐβεβήλουν τὰ ἅγιά μου· ἀναμέσον ἁγίου καὶ βεβήλου οὐ διέστελλον καὶ ἀναμέσον ἀκαθάρτου καὶ τοῦ καθαροῦ οὐ διέστελλον καὶ ἀπὸ τῶν σαββάτων μου παρεκάλυπτον τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτῶν, καὶ ἐβεβηλούμην ἐν μέσῳ αὐτῶν» (Ἰεζ. 22, 26). Αὐτό φρονοῦμε ὅτι συμβαίνει καί τώρα στίς ἡμέρες μας.
Ὁ Ναός, ἐν κατακλεῖδι καί συμπερασματικά, δέν ἀποτελεῖ χῶρο κοινό, οὔτε ἁπλῶς ἕνα κτίσμα λατρευτικῆς σύναξης. Ἐντός αὐτοῦ συγκροτεῖται τό μυστηριακό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καί οἱ πιστοί κοινωνοῦν τῶν ἀκτίστων θείων ἐνεργειῶν, πού διαποτίζουν τά πάντα ἐντός τοῦ Ναοῦ. Τό τραγικό λυπηρό φαινόμενο τῆς ἀποϊεροποίησης – κοινοποίησης – βεβήλωσης τῶν Ναῶν -μέ πρόσχημα προόδου καί πολιτιστικῆς δῆθεν προσέγγισης- ἀποτελεῖ σήψη καί ἀπόρροια τοῦ ἐκκοσμικευμένου πνεύματος, πού καταλήγει στήν κατάργηση τοῦ ἁγίου καί ἱεροῦ.
Ὁ Ἱερός Ναός πρέπει νά διαφυλαχθεῖ παντί σθένει καί νά μήν γίνει τόπος καλλιτεχνικῆς ἐπίδειξης ἤ κοσμικῆς ὑποκρισίας. Γυναικεῖες χορωδίες, μουσικά ὄργανα, ἀγοραπωλησίες, συναυλίες κοσμικῆς ἤ καί βυζαντινῆς ἀκόμη μουσικῆς, θεατρικά δρώμενα, αἱμοδοσίες κ.λπ., ἔστω καί ἐπικαλούμενα κάποια «θρησκευτικό πολιτιστικό γεγονός», λόγῳ τῆς μοναδικῆς καί συγκεκριμένης χρήσης τοῦ Ναοῦ πού εἶναι ἡ Θεία Λατρεία, καί ἀπορρέει ἀπό τήν ἰδιαίτερη ψυχή ἐκείνου πού εἶναι τό ἅγιο Πνεῦμα, ὀφείλουν νά ἐκλείψουν. Στόχος τῆς Ὀρθόδοξης Θείας Λατρείας, σέ ἀντίθεση μέ τό δυτικό χριστιανισμό, δέν εἶναι ἡ τέρψη ἢ ἡ συναισθηματικὴ διέγερση (ὁ ἱερός Χρυσόστομος παρατηρεῖ «οὐκ ἔστι θέατρον ἡ Ἐκκλησία, ἵνα πρὸς τέρψιν ἀκούωμεν»), γι’ αὐτό καί γενικῶς ἐντός τοῦ Ναοῦ λαμβάνουν μέρος μόνον ὅσα ὑποβοηθοῦν στήν καλλιέργεια προσευχητικῆς, λειτουργικῆς καί μυστικῆς διάθεσης, πράγμα πού ἀδυνατοῦν νά ἐπιτύχουν τά πιό πάνω ἀναφερθέντα κακῶς κείμενα, εἴτε διότι ἄλλα ἀπαγορεύονται ρητῶς ἀπό τήν Ἐκκλησιαστική Παράδοση (γυναικεῖες χορωδίες, θεατρικά δρώμενα), εἴτε διότι ἄλλα ὑποθάλπουν πάθη καί ἀνθρώπινες ἀδυναμίες, εἴτε διότι ἄλλα ἔχουν σκοπό τήν προβολή καί ἐπίδειξη (συναυλίες μουσικῆς), ἀποπροσανατολίζοντας τόν νοῦ ἀπό τήν πρός τό Θεό προσκόλληση.
[1]. Δ. Δημητράκου, Μέγα Λεξικὸν τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, Ἀθῆναι 1937, τ. θ΄, σ. 4841. J. B. Hofmann, Ἐτυμολογικόν Λεξικόν τῆς Ἁρχαίας Ἑλληνικῆς, Verlag Von R. Olenbourg, Munchen 1950, σ. 254. Τιμαγένης Ἰω. Γρ., «Ναός», ΘΗΕ 9 (1966), 301-308.
[2]. Πρὸς Κωλώτην, 1125.Ε3-6, ἐν Πλουτάρχου Ἠθικά, τόμ. 6.2, ἔκδ. R. Westam, Plutarchi Moralia, Teubner, Leipzig 19592, σ. 173-215.
[3]. Πρβλ. Πρωτοπρ. Κωνσταντίνου Καραϊσαρίδη, Θεωρήσεις Λειτουργικῆς· Θέματα Θεολογίας καὶ Ἱστορίας τῆς Λατρείας, Ποιμαντικῆς Λειτουργικῆς καί Λειτουργιολογίας, τ. Α΄, [Λατρειολογήματα 6], ἔκδ. Ἵδρυμα Βυζαντινῆς Μουσικολογίας, Ἀθήνα 2023, σ. 73 κ.ἑ.
[4]. Ὁ Χριστιανικὸς Ναὸς καὶ τὰ τελούμενα ἐν αὐτῷ, ἐκ τοῦ Πατριαρχικοῦ Τυπογραφείου, ἐν Ἀλεξανδρείᾳ 1921, σ. 3.
[5]. MANSI 13, 309CD. Ἀπόδοση στή Νέα Ἑλληνική: «Ἐμεῖς λοιπόν, γνωρίζοντας αὐτά, οἱ ὁποῖοι προσφέρουμε τή λατρεία μας μόνο στό Θεό, ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ, ἀποδίδουμε κάθε τί πού ἔχει ἀφιερωθεῖ καί καθιερωθεῖ σ’ ἐκεῖνον — εἴτε εἶναι ὁ θεῖος τύπος τοῦ τιμίου Σταυροῦ, εἴτε τό ἅγιο Εὐαγγέλιο, εἴτε σεπτές εἰκόνες, εἴτε ἱερά σκεύη — τά ἀσπαζόμαστε καί τά περιπτυσσόμαστε (δηλαδή τά ἀγκαλιάζουμε μέ εὐλάβεια), ἔχοντας τήν ἐλπίδα ὅτι θά λάβουμε ἀπό αὐτά ἁγιασμό, καί τούς ἀποδίδουμε προσκύνηση τιμητική».
[6]. Παρόμοιες θέσεις μέ αὐτές τοῦ ἁγίου Γερμανοῦ ἐξέφρασε πρωτύτερα ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής στό ἔργο του Μυσταγωγία. Αὐτήν τήν ἀλληλοπεριχώρηση τῶν ὅρων ἐκκλησία καί ναός κατανοεῖ ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ὁ ὁποῖος στό ἔργο του Χρηστοήθεια τῶν Χριστιανῶν σέ σχετικό κεφάλαιο γιά τόν τρόπο στάσης τῶν Χριστιανῶν ἐντός τῆς Ἐκκλησίας ἐπικαλεῖται ὁρισμό τοῦ ἁγίου Γερμανοῦ περί τῆς Ἐκκλησίας (βλ. Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Χρηστοήθεια τῶν Χριστιανῶν, ἐκδ. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1991, σ. 307).
[7]. Γερμανοῦ, ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, Ἱστορία ἐκκλησιαστικὴ, καὶ μυστικὴ θεωρία, PG 98, 384B – 388D.
[8]. PG 155, 337-340.
[9]. Αὐτόθι.
[10]. Βλ. Ἁγ. Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Χρηστοήθεια τῶν Χριστιανῶν, ἐκδ. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1991, σ. 307.
[11]. Ὁμιλία εἰς τὸν κη΄ Ψαλμόν, PG 29, 301 Β – 304 Β. Ἀπόδ. στή Νέα Ἑλληνική: «Ὅποιος βρίσκεται μέσα στό Ναό τοῦ Θεοῦ, δέν ἐκφέρει λόγια κακολογίας, οὔτε κενοῦ καί ματαίου περιεχομένου, οὔτε λόγια αἰσχρῶν καί ἀκαθάρτων πραγμάτων· ἀλλά μέσα στό ναό τοῦ Θεοῦ, κάθε ἄνθρωπος δοξάζει τό ὄνομα τοῦ Κυρίου. Ἐλεεινοί ὅμως ἄνθρωποι, ἐγκαταλείποντας τά σπίτια τους καί συρρέοντας στό Ναό, τάχα πώς θά ὠφεληθοῦν, δέν ὑποβάλλουν τήν ἀκοή τους στούς λόγους τοῦ Θεοῦ, δέν ἀποκτοῦν συναίσθηση τῆς δικῆς τους πτωχείας καί φύσεως, δέν λυποῦνται ὅταν προλαμβάνονται ἀπό τήν ἁμαρτία, δέν πενθοῦν ὅταν φέρνουν στή μνήμη τίς ἁμαρτίες τους, δέν τρέμουν μπροστά στή μέλλουσα κρίση· ἀλλά γελώντας, καί δίνοντας τά χέρια ὁ ἕνας στόν ἄλλον, κάνουν τόν οἶκο τῆς προσευχῆς τόπο φλυαρίας καί μακρηγορίας, ἀδιαφορώντας γιά τόν ψαλμό πού προτρέπει καί διαμαρτύρεται, λέγοντας: ‘Μέσα στό ναό τοῦ Θεοῦ, κάθε ἄνθρωπος δοξάζει τό Θεό’. Ἐσύ ὅμως, ὄχι μόνο δέν δοξάζεις, ἀλλά γίνεσαι καί ἐμπόδιο στόν πλησίον, στρέφοντάς τον πρός ἐσένα, καί μέ τό δικό σου θόρυβο ὑπερκαλύπτεις τή διδασκαλία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Αὐτά δέν ἐλέχθησαν ἄσκοπα παρεμπιπτόντως μέ ἀφορμή τό ‘Μέσα στό Ναό του, κάθε ἄνθρωπος δοξάζει τό Θεό’, ἐξαιτίας ἐκείνων πού, εὑρισκόμενοι μέσα στόν ναό τοῦ Θεοῦ, ἀκατάπαυστα φλυαροῦν καί ἀνωφελῶς εἰσέρχονται· εἴθε ὅμως ἀνωφελῶς, καί ὄχι ἐπιβλαβῶς.»
[12]. Εἰς τὴν Α΄ πρὸς Κορινθίους Ἐπιστολήν, ὁμ. λστ΄, PG 61, 313 – 315. Ἀπόδ. στή Νέα Ἑλληνική: «Διότι ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι κουρεῖο, οὔτε μυρωπωλεῖο, οὔτε κάποιο ἄλλο ἐργαστήρι ἀπό ἐκεῖνα πού ὑπάρχουν στήν ἀγορά· ἀλλά εἶναι τόπος ἀγγέλων, τόπος ἀρχαγγέλων, βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ὁ ἴδιος ὁ οὐρανός. Ὅπως λοιπόν, ἄν κάποιος ἄνοιγε τόν οὐρανό καί σέ εἰσήγαγε ἐκεῖ, κι ἄν ἀκόμη ἔβλεπες τόν πατέρα σου ἤ τόν ἀδελφό σου, δέν θά τολμοῦσες νά μιλήσεις, ἔτσι καί ἐδῶ, δέν πρέπει νά ἐκφέρεται ἄλλος λόγος, παρά μόνον λόγος πνευματικός· διότι καί ὅ,τι συμβαίνει ἐδῶ εἶναι οὐρανός. Δέν μπορεῖς νά σωπάσεις; Τότε βγές ἔξω, γιά νά μή γίνεις αἰτία βλάβης καί γιά τούς ἄλλους. Διότι πρέπει πάντοτε νά ὑπάρχει μία καί μόνη φωνή μέσα στήν Ἐκκλησία, ὅπως σέ ἕνα σῶμα πού ἔχει μία ψυχή. Γι’ αὐτό καί ὁ ἀναγνώστης μόνος του ἐκφωνεῖ· ἀκόμη καί ἐκεῖνος πού κατέχει τό ἐπισκοπικό ἀξίωμα παραμένει καθισμένος μέ σιωπή, καί ὁ ψάλτης ψάλλει μόνος του· κι ἄν ὅλοι ἀνταποκρίνονται, γίνεται ὥστε ἡ φωνή νά ἀκούγεται σάν νά προέρχεται ἀπό ἕνα στόμα».
[13]. Βλ. Ἁγ. Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Χρηστοήθεια τῶν Χριστιανῶν, ἐκδ. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1991, σ. 308-309.
[14]. Γ. Ράλλη-Μ. Ποτλῆ, Σύνταγμα τῶν θείων καὶ Ἱερῶν κανόνων τῶν τε Ἁγίων καὶ Πανευφήμων Ἂποστόλων καὶ τῶν Ἱερῶν Οἰκουμενικῶν καὶ Τοπικῶν Συνόδων καὶ τῶν κατὰ μέρος Ἁγίων Πατέρων, τόμ. Β΄, Ἀθήνησι 1853, σ. 476.
[15]. Αὐτόθι, σ. 480-481.
[16]. Αὐτόθι, σ. 536.
[17]. Αὐτόθι, σ. 478.
[18]. Αὐτόθι, σ. 537.
[19]. Αὐτόθι, σ. 482.
[20]. MANSI 13, 380B. Ἀπόδοση στή Νέα Ἑλληνική: «Ὅσους λοιπόν τολμοῦν νά μεταχειρίζονται τά ἱερά κειμήλια ἤ τά εὐαγοί μοναστήρια (σ.σ. ἐν. καθώς καί τούς ἱερούς ναούς) σάν κοινά, διατάσσουμε, ἐάν εἶναι ἐπίσκοποι ἤ κληρικοί, νά καθαιροῦνται ἀπό τό ἀξίωμα τους· ἄν δέ εἶναι μοναχοί ἤ λαϊκοί, νά ἀφορίζονται καί νά ἀποκόπτονται ἀπό τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία». Περαιτέρω μαρτυρίες τῆς Ζ΄ Οἰκ. Συνόδου καί ἄλλων γιά τήν ἱερότητα τῶν ἱ. ναῶν βλ. σέ παλαιότερη μελέτη τοῦ γράφοντος ὑπό τόν τίτλο Ἀνασκευή ἐπιχειρημάτων γιά τή μόλυνση ἐντός τῶν Ἱερῶν ναῶν στίς 24-12-2020 στήν https://katanixi.gr/.