Ο θεσμός της εκκλησιαστικής δικαιοσύνης θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί πολύπαθος.
Και αυτό για περισσότερους από έναν λόγους.
Καταρχήν, ο Νόμος 5383/1932 που την διέπει και συνιστά τον «κορμό» της παρά τις όποιες μεταγενέστερες τροποποιήσεις, είναι ένα νομοθετικό κείμενο πεπαλαιωμένο. Πολλοί θεσμοί έχουν ανανεωθεί έκτοτε και έχουν προσαρμοσθεί στις σύγχρονες κατά εποχή συνθήκες, ο Νόμος όμως 5383/1932 συνεχίζει μέχρι σήμερα να αντικατοπτρίζει τις προ εκατονταετίας περίπου αντιλήψεις περί απονομής της δικαιοσύνης, πολύ περισσότερο της εκκλησιαστικής.
Περαιτέρω, εδώ και αρκετές δεκαετίες κατά την παγία νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας τα εκκλησιαστικά δικαστήρια θεωρούνται διοικητικά όργανα και όχι όργανα απονομής της δικαιοσύνης. Η άποψη αυτή – αν και δεν συμβαδίζει με την βούληση του Έλληνα νομοθέτη αλλά και τον πραγματικό ρόλο των εκκλησιαστικών δικαστηρίων, που είναι η απονομή δικαιοσύνης, όπως υποστήριξα στην σχετική διδακτορική διατριβή μου – έχει ως βάση τόσο τις νομικές αδυναμίες του θεσμού όσο και τον τρόπο υπηρετήσεώς του από τα πρόσωπα, που καλούνται να τον υπηρετήσουν.
Πέραν αυτών, η σημαντική τροποποίηση που έγινε το 1987, με την εισαγωγή του θεσμού της παραστάσεως του κατηγορουμένου κληρικού με συνήγορο δικηγόρο, ναι μεν εισήγαγε ένα πνεύμα ανανεώσεως, το πνεύμα όμως αυτό χάθηκε στην πορεία και γρήγορα, διότι δεν συνοδεύθηκε από άλλες νεωτεριστικές τροποποιήσεις. Φυσικό, λοιπόν, επακόλουθο ήταν να μείνει μια μεμονωμένη και αποσπασματική κίνηση, η οποία τελικά δεν είχε και ιδιαίτερη εφαρμογή στην πράξη.
Τέλος, η ανυπαρξία επιμορφώσεως των κληρικών πάνω στον Νόμο 5382/1932 αλλά και η εξοικείωση τους με έννοιες και όρους και θεσμούς που συνιστούν προαπαιτούμενο για την ορθή υπηρέτηση του θεσμού της εκκλησιαστικής δικαιοσύνης, οδηγούν σε μια παρεξηγημένη έως παρεξηγήσιμη εσφαλμένη εφαρμογή της προβλεπόμενης διαδικασίας για την απονομή της δικαιοσύνης αυτής.
Αυτό, που θα πρέπει όλοι να κατανοήσουμε, είναι ότι ο θεσμός της εκκλησιαστικής δικαιοσύνης έχει δομικά προβλήματα, τα οποία άπτονται τόσο της διαδικασίας όσο και της ανύπαρκτης καταρτίσεως των λειτουργών αυτής.
Όσον αφορά στα δομικά προβλήματα, ενδεικτικώς θα αναφέρω:
1) την απαγκίστρωση των ποινών διοικητικής φύσεως (π.χ. στέρηση μισθού) από την αρμοδιότητα των Μητροπολιτών ως δικαστών και ανάθεση σ’ αυτούς της αρμοδιότητας για επιβολή ποινών πνευματικού χαρακτήρα. Άλλωστε, η στέρηση μισθού δεν είναι ποινή, που προβλέπουν οι ιεροί κανόνες. Η πρόβλεψη αυτή θα συμβάλλει και στην επίλυση του προβλήματος της νομικής φύσεως των εκκλησιαστικών δικαστηρίων και κατ’ επέκτασιν θα διευκολύνει και το έργο του Συμβουλίου της Επικρατείας, το οποίο θα επιλαμβάνεται πλέον των υποθέσεων που θα αφορούν αποφάσεις των Μητροπολιτών, που αυτοί εκδίδουν ως διοικητικά όργανα και όχι ως δικαστικά όργανα.
2) την επιλογή των μελών των Συνοδικών Δικαστηρίων από την Ιερά Σύνοδο της Ιεραρχίας και όχι από τη Διαρκή Ιερά Σύνοδο. Η ρύθμιση αυτή έχει δύο πλεονεκτήματα. Το πρώτο είναι αυτό της επιλογής των εκκλησιαστικών δικαστών από ευρύτερο αριθμητικώς όργανο, με αποτέλεσμα να συγκροτούνται πιο «απρόσωπα» τα πολυμελή εκκλησιαστικά δικαστήρια και να διασφαλίζεται ακόμη περισσότερο η αμεροληψία των εκκλησιαστικών δικαστών. Το δεύτερο είναι αυτό της επιλογής των εκκλησιαστικών δικαστών από το όργανο, που είναι και πραγματικά το διοικητικό όργανο της Εκκλησίας της Ελλάδος.
3) την ένταξη της Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου ως δικαστηρίου στο σύστημα απονομής της εκκλησιαστικής δικαιοσύνης μέσω της ενσωματώσεως της σχετικής διατάξεως του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος (άρθρο 44 πργφ. 2) στο νέο νόμο.
Η διάταξη του συγκεκριμένου άρθρου προβλέπει την άσκηση εκκλήτου ενώπιον του Οικουμενικού Πατριαρχείου και από τους Μητροπολίτες της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος, εξισώνοντάς τους με αντιστοίχους των Ν. Χωρών. Ουσιαστικώς, πρόκειται για δικονομική διάταξη, η οποία θα πρέπει να αποσπασθεί από τον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος και να ενταχθεί και οργανικώς στον νέο νόμο περί εκκλησιαστικής δικαιοσύνης.
4) τον επαναπροσδιορισμό της κατά τόπον αρμοδιότητας κρίσεως των παραπτωμάτων των μοναχών σε συνάρτηση με τις ρυθμίσεις των ιερών κανόνων, και με ειδική πρόβλεψη για τις κανονικές δικαιοδοσίες άλλων Αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών, όπως τα Πατριαρχικά Σταυροπήγια, καθώς και τα μετόχια του Παναγίου Τάφου και της Μονής Σινά, τα οποία δεν υπάγονται στις διατάξεις του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος συμφώνως προς ρητή διάταξη (άρθρο 39 πργφ. 8).
5) την κατάργηση της αρμοδιότητας κατά την ποινή, η οποία, ενώ δεν προβλέπεται από τους ιερούς κανόνες, προβλέπεται στο άρθρο 12 του ν. 5383/1932 και η οποία θα συμπαρασύρει – και ορθώς κατά την άποψή μου – και την κατάργηση του Πρωτοβαθμίου Συνοδικού Δικαστηρίου ως κατά παραπομπήν πρωτοβαθμίου εκκλησιαστικού δικαστηρίου, ρύθμιση η οποία είναι απαραίτητη, προκειμένου να καταργηθεί ο ανεπίτρεπτος αυτός διπολισμός στην κρίση παραπτωμάτων κληρικών και μοναχών.
6) την αναθεώρηση του άρθρου 23 του ν. 5383/1932 που αφορά στην αρμοδιότητα του Πρωτοβαθμίου για τους Αρχιερείς Δικαστηρίου, ούτως ώστε να περιληφθούν στο πεδίο αρμοδιότητας του Δικαστηρίου αυτού και οι αρχιερείς που διαπράττουν μεν κανονικό παράπτωμα εντός των γεωγραφικών ορίων της Εκκλησίας της Ελλάδος, ανήκουν όμως σε κανονική δικαιοδοσία άλλης Αυτοκέφαλης Εκκλησίας, περίπτωση η οποία προβλέπεται και ρυθμίζεται από το Κανονικό Δίκαιο.
7) την κατάργηση του Δικαστηρίου για τους Συνοδικούς, διότι παραβιάζει την αρχή της ισότητας μεταξύ ομοιοβάθμων κληρικών, εισάγοντας διαφορετική μεταχείριση για τους αρχιερείς – μέλη της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου έναντι των υπολοίπων αρχιερέων – μελών της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας (απαγόρευση εφέσεως για τα παραπτώματα κατά το διάστημα που είναι μέλη της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου).
8) την κατάργηση του μονομελούς δικαστηρίου του άρθρου 11 πργφ. 3 του ν. 5383/1932 (δικαστής ο Μητροπολίτης μόνος), διότι παραβιάζει βασικά δικαιώματα του κατηγορουμένου κληρικού, όπως το δικαίωμα υπερασπίσεως και το δικαίωμα ασκήσεως εφέσεως. Κυρίως όμως καταργεί τον θεσμό του φυσικού δικαστή, αφού η επιλογή της συνοπτικής διαδικασίας του άρθρου αυτού δεν ρυθμίζεται από τον νόμο αλλά ανήκει στην διακριτική ευχέρεια του Μητροπολίτη και κριτή του κατηγορουμένου.
9) την κατάργηση της αποκλειστικής αριθμήσεως των ποινών, που παρέχουν δικαίωμα εκκλήτου ενώπιον της Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
10) την αποσαφήνιση της υπαγωγής ή μη των λαϊκών στην αρμοδιότητα της εκκλησιαστικής δικαιοσύνης, καθώς και η συμμετοχή αυτών στην απονομή αυτής.
11) την επανεξέταση των δικαιούχων προς άσκηση εκκλήτου ενώπιον του Οικουμενικού Πατριαρχείου με προοπτική επεκτάσεως του δικαιώματος στους υπολοίπους κληρικούς και στους μοναχούς, όπως προβλέπεται από την κανονική νομοθεσία.
12) τον καθορισμό των περιοχών, που λόγω των διαφορετικών εκκλησιαστικών καθεστώτων δεν υπάγονται στο νομοθετικό πλαίσιο της εκκλησιαστικής δικαιοσύνης στην Εκκλησία της Ελλάδος
13) την απαγόρευση – στο επίπεδο αρμοδιότητας του Επισκοπικού Δικαστηρίου – αναλήψεως καθηκόντων ανακριτή και διωκτικής Αρχής από τον Μητροπολίτη, ο οποίος στη συνέχεια κρίνει κατά το ισχύον καθεστώς και ως δικαστής. Θα ήταν σκόπιμη η δημιουργία εισαγγελικού σώματος, του οποίου τα μέλη θα αναλαμβάνουν να φέρουν σε πέρας τα καθήκοντα και τις αρμοδιότητες της διωκτικής Αρχής
14) την αναγνώριση και στον κατήγορο, όποτε υπάρχει, του δικαιώματος να παρίσταται με συνήγορο και να υποβάλλει αιτήσεις εξαιρέσεως.
15) την άρση της απαγορεύσεως καταθέσεως αιτήσεως εξαιρέσεως κατά του Μητροπολίτη, ως προέδρου του Επισκοπικού Δικαστηρίου, και την κατοχύρωση αντιστοίχως του δικαιώματος προσφυγής του αιτούντος την εξαίρεση είτε σε όμορο Μητροπολίτη είτε στον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών.
16) την ρητή απαγόρευση στους Μητροπολίτες, στους μοναχούς, στους ιερομονάχους και στους δοκίμους μοναχούς να παρίστανται ως συνήγοροι ενώπιον των εκκλησιαστικών δικαστηρίων.
Όσον αφορά στην ανύπαρκτη κατάρτιση των λειτουργών αυτής, η αναγκαία λύση είναι η οργάνωση μετεκπαιδεύσεως των κληρικών στο νέο νομοθετικό πλαίσιο και στα συναφή με αυτό γνωστικά αντικείμενα (Κανονικό Δίκαιο, Γενικές Αρχές Ποινικού Δικαίου και Ποινικής Δικονομίας) μέσω της ιδρύσεως Σεμιναρίων Εκκλησιαστικών Δικαστών. Ή ακόμη καλύτερα, αν και η πρόταση θα φαντάζει τολμηρή, η ίδρυση Σχολής Εκκλησιαστικών Δικαστών, στην οποία θα φοιτούν κατόπιν εξετάσεων κληρικοί στον βαθμό του διακόνου και του πρεσβυτέρου. Η δε φοίτηση και λήψη του πτυχίου της Σχολής αυτής μπορεί να θεσπισθεί ως αναγκαία προϋπόθεση για την περαιτέρω εξέλιξη στον βαθμό του Επισκόπου, αφού οι κληρικοί του βαθμού αυτού είναι επιφορτισμένοι με την αρμοδιότητα απονομής της εκκλησιαστικής δικαιοσύνης.
Ειδικότερα, τα βασικά σημεία του Σεμιναρίου είναι τα εξής:
Σκοπός
Σκοπός του Σεμιναρίου θα είναι η επιμόρφωση των κληρικών όλων των βαθμίδων στον τομέα της εκκλησιαστικής δικαιοσύνης, ώστε να είναι δυνατή η ευχερέστερη και αρτιότερη άσκηση των καθηκόντων τους είτε ως μέλη της συνθέσεως των Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων είτε ως μέλη της γραμματειακής υποστηρίξεως.
Έδρα
Έδρα του Σεμιναρίου μπορεί να είναι η Θεσσαλονίκη και ειδικότερα η Ανώτατη Εκκλησιαστική Ακαδημία Θεσσαλονίκης, η οποία παρέχει και το ξενοδοχείο «Διακονία» για στέγαση και σίτιση.
Διάρκεια
Η διάρκεια των σπουδών θα είναι δύο εξάμηνα
Πρόγραμμα Σπουδών
Ι. Μαθήματα
- Εκκλησιαστικά Δικαστήρια, παραπτώματα, ποινές κατά τους ιερούς κανόνες
- Εκκλησιαστική Δικονομία Εκκλησίας Ελλάδος
- Εκκλησιαστική δικονομία Εκκλησίας της Κρήτης
- Βασικές έννοιες Ποινικής Δικονομίας
ΙΙ. Διδακτικό προσωπικό
Οι Διδάσκοντες θα πρέπει να έχουν τουλάχιστον διδακτορικό δίπλωμα ή αναγνωρισμένο επιστημονικό έργο στο σχετικό πεδίο.
Διοίκηση
Πενταμελές Συμβούλιο, το οποίο θα συγκροτείται από Αρχιερείς της Εκκλησίας της Ελλάδος. Στο Συμβούλιο θα μετέχουν γνωμοδοτικώς τα μέλη του Διδακτικού Προσωπικού.
Δίπλωμα
Το Σεμινάριο θα απονέμει Δίπλωμα, το οποίο θα είναι αναγνωρισμένο από το Υπουργείο Παιδείας.
Πιστεύω, ότι το παρόν άρθρο θα ευαισθητοποιήσει τους ενδιαφερόμενους φορείς, δηλαδή την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος και τον Ιερό Σύνδεσμο Κληρικών Ελλάδος, ώστε να κινηθούν οι σχετικές διαδικασίες για την ανανέωση της εκκλησιαστικής δικαιοσύνης.