τοῦ ἀρχιμ. Ἰακώβου Κανάκη
Μελετώντας τά κείμενα τοῦ προφήτη Ἠσαΐα ἀναπήδησε στό νοῦ μας μιά ἀντίθεση μεταξύ τῆς ἔννοιας τοῦ «Ὑπερανθρώπου» καί τοῦ ἀνθρώπου ὅπως τόν προσδιορίζει ἡ Ἁγία Γραφή, τόν ὁποῖο ἄς ὀνομάσουμε «κατά Θεόν ἄνθρωπο». Ἔτσι, θέλησα μερικές σκέψεις νά τίς μοιραστοῦμε πρός ἀμοιβαῖο προβληματισμό. Στό Ἠσ.11,5 ἀναφέρεται: «Καί ἔσται δικαιοσύνη ἐζωσμένος τήν ὀσφύν αὐτοῦ καί ἀληθείᾳ εἱλημένος τάς πλευρᾶς». Ἡ ἑρμηνευτική ἀπόδοση τοῦ κειμένου, κατά τόν Παναγιώτη Τρεμπέλα, ἔχει ὡς ἑξῆς: «Καί θά εἶναι ζωσμένος τήν ὀσφύν του μέ τήν δικαιοσύνην καί μέ τήν εἰλικρίνειαν καί πιστότητα θά εἶναι περιτυλιγμένος εἰς τάς πλευρᾶς του».[1] Στόν στίχο αὐτό περιγράφονται μέ σαφήνεια τά χαρακτηριστικά τοῦ «ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ» καί προσδιορίζεται τό χάσμα μεταξύ αὐτοῦ καί τοῦ ἐγωκεντρικοῦ ἀνθρώπου τοῦ Νίτσε.[2] Εἶναι ξεκάθαρο ὅτι ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ βρίσκεται ἀπό τήν μιά σέ συναίσθηση τῆς δικής του προσωπικῆς ἀδυναμίας καί ἀπό τήν ἄλλη τῆς θέλησης γιά τήν πνευματική του θωράκιση ἀπό τόν Θεό. Ἀναγνωρίζει τήν ἀδυναμία του ἐνώπιόν Του, ἀλλά καί τήν ἀδυναμία του νά ἀντιμετωπίσει μόνος του τά γεγονότα τῆς ζωῆς του. Δέν ἔχει στό κέντρο τόν ἐαυτό του κατά τήν ἰδέα τοῦ ἀνθρωπισμοῦ ἀλλά τόν Θεό. Ὁ Νίτσε «ἔβλεπε μιά εὐκαιρία νά δημιουργηθεῖ ἕνα σύστημα ἀξιῶν βασισμένο στήν ἐπίγεια ζωή καί ὄχι στήν μεταθανάτια».[3] Στήν Πίστη μας ὅμως ζοῦμε μέν στό τώρα, ἀγωνιζόμαστε γι᾽αὐτό, ἀλλά κτίζουμε, ἐλπίζουμε καί προσδωκούμε τά μέλλοντα. Αὐτό δέν σημαῖνει σέ καμμία περίπτωση παραίτηση ἀπό τήν ζωή ἀφοῦ ἄλλωστε σέ ἐμᾶς, παρόν, παρελθόν καί μέλλον, ὅλα, συνυπάρχουν μέ τόν Ἕναν Δημιουργό. Δορυφορούμαστε ὅλοι γύρω ἀπό αὐτόν.
Ὁ κατά Θεόν ἄνθρωπος σκέπτεται ταπεινά, ὄχι μέ τήν ἔννοια πού τήν προσδιορίζουν κάποιοι δηλαδή ὡς ἀφέλεια ἤ ὡς ἀδυναμία. Ἀκριβῶς τό ἀντίθετο× ἡ ταπεινότητά του εἶναι χάρισμα, στάση ζωῆς καί τοῦ προσφέρει πραγματική ἰσχύ. Κάποιοι, πού διακηρρύσουν ὅτι δέν πιστεύουν πουθενά, διατείνονται ὅτι ζοῦν ταπεινά ἐννοώντας τόν λιτό τους βίο. Ὅμως, στήν Πίστη μας δέν μιλᾶμε γιά μιά ἀπρόσωπη ἰδεολογική ταπείνωση καί λιτότητα ἀλλά γιά μιά στάση ζωῆς ἐμπνευσμένη καί δυναμούμενη ἀπό τόν Ὄντως ταπεινό Θεό. Στήν χριστιανική πίστη ἄνθρωπος καί Θεός βρίσκονται σέ σχέση ἀγάπης Πατρός καί υἱοῦ, φίλου καί ἀδελφοῦ.
Ἄς δοῦμε ὅμως μέ πιά «ὄπλα» εἶναι ζωσμένος ὁ πιστός ἄνθρωπος, ὅπως τά καταγράφει τό βιβλικό κείμενο. Μιλᾶ γιά δικαιοσύνη καί γιά ἀλήθεια. Σπουδαῖες αὐτές οἱ δύο ἔννοιες, πού ὅμως συχνᾶ βρίσκονται ἑρμηνευμένες κατά τό δοκοῦν τοῦ καθενός. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, προσεγγίζοντας ἑρμηνευτικά τίς ἔννοιες αὐτές, ἐξηγοῦν ὅτι εἶναι παρμένες ἀπό τήν εἰκόνα τῶν πολεμιστῶν καί τῶν ἡγεμόνων στούς ὁποίους ἡ ζώνη χρησίμευε ὡς κόσμημα καί μέσον ἐτοιμασίας πρός ἐκτέλεση τῆς ἀποστολῆς τους.[4] Ἡ λέξη ἀλήθεια τοῦ κειμένου ἐξηγεῖται ὡς εἰλικρίνεια καί πίστη, ἐνῶ ἡ ἴδια μαζί μέ τήν δικαιοσύνη ἀφορᾶ στό σύνολο τῶν ἀρετῶν.[5] Ἐδῶ ὅμως προβάλλει τό βασικό θέμα τῆς περικοπῆς. Μπορεῖ ἕνας κοινός ἄνθρωπος νά ἐκπληρώσει πλήρως τόν στίχο Ἠσ.11,5 τοῦ προφήτη μας; Μάλλον ὄχι, ἀφοῦ τά στοιχεῖα πού ἀναφέρονται περιγράφουν τόν Μεσσία ὡς κάποιον πού καί Θεός εἶναι καί ἄνθρωπος. Πράγματι, ἡ ἀλήθεια, ἡ εἰλικρίνεια, ἡ πιστότητα στούς λόγους, στίς βεβαιώσεις, στίς ὑποσχέσεις, πάσα δικαιοσύνη καί ἀρετή διακρίνει τόν ἀναμενόμενο Μεσσία, τόν βασιλιά τῆς βασιλείας. Ἀλλά καί ἐμεῖς δέν εἴμαστε ἀμέτοχοι στό Πρόσωπό ἐκείνου καί στό ἔργο Του. Εἴμαστε πολίτες καί συμπολίτες τῆς ἴδιας βασιλείας καί καλούμαστε νά συμβασιλεύσουμε μαζί Του. Ποιά τά χαρακτηριστικά αὐτῆς τῆς βασιλείας; Ἀναφέρονται στόν ἐπόμενο στίχο Ἠσ.11,6: «Καί θά βοσκήσῃ ὁ λύκος μαζῆ μέ τό ἀρνίον καί ἡ λεοπάρδαλις θά συναναπαύεται καί θά συγκατοικῇ μετά τοῦ ἐριφίου, καί μοσχάριον καί ταῦρος καί λέων θά βόσκουν μαζῆ, καί μικρόν παιδίον θά ὁδηγῇ αὐτά. Καί βῶδι καί ἀρκοῦδα θά βόσκουν ἤσυχα μαζῆ καί τά μικρά των θά εἶναι ἀντάμα καί ὁ λέων θά παύσῃ νά εἶναι σαρκοφάγος καί σἄν τό βῶδι θά τρώγῃ ἄχυρα».[6]
Μέ τά προαναφερόμενα χαρακτηριστικά ὅπου διαγράφεται ἡ μορφή τοῦ «ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ» βλέπουμε τίς ἀντιθέσεις μέ τόν «ὑπεράνθρωπο» ὅπως τόν περιέγραψαν οἱ διανοητές. Οἱ δύο αὐτοί ἄνθρωποι ἔχουν θέσει διαφορετικό κέντρο βάρος στήν ζωή τους. Ἔχουν ἄλλο στόχο καί ἄλλο σκοπό. Ἔχουν ὅμως καί ἕνα κοινό× θά ἰσχύσουν καί γιά τούς δύο οἱ πνευματικοί νόμοι πού ἔχουν ὡς βάση τους τόν λόγο τοῦ Χριστοῦ: «Ὁ ταπεινῶν ἐαυτόν ὑψωθήσεται καί ὁ ὑψῶν ἐαυτόν ταπεινωθήσεται».[7]
Ἡ σύγχρονη κοινωνία ἐπιθυμεῖ νά γκρεμίσει ὁτιδήποτε εἶχε ὑπάρξει στό παρελθόν. Ὅλα τά ἀνάγει σέ ἕνα ἀνούσιο παρελθόν. Θέλει νά χτίσει μόνο γκρεμίζοντας, ἄλλα τί μπορεῖ νά σταθεῖ ἔτσι; Ὁ ἄνθρωπος θέλει νά ἀποτινάξει τόν ζυγό τοῦ Θεοῦ, πού τοῦ στέρησε τήν ἐλευθερία ὁδηγούμενος ὅμως στό πουθενά, ἐγκλωβισμένος στόν ἀπώλυτο αὐτοεγωισμό καί στήν αὐτολύτρωσή του. Δέν εἶναι δύσκολο νά ἀντιληφθεῖ κάποιος ὅτι αὐτό τό μοντέλο τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ «ὑπερανθρώπου», ἔχει ἀποτύχει ὁδηγώντας μάλιστα σέ δύο παγκόσμιους πολέμους μέ ἀνυπολόγιστες συνέπειες γιά τόν ἄνθρωπο καί τόν κόσμο ὁλόκληρο. Ὁ «ὑπεράνθρωπος» εἶναι τελικά ἕνας ἐπικίνδυνος ἄνθρωπος, πού μπορεῖ νά ὁδηγήσει στή ἀπόλυτη καταστροφή τό ἀνθρώπινο γένος. Ἄν ὡστόσο δέν βλάψει μέ τήν συμπεριφορά του τό σύνολο τῶν ἀνθρώπων θά ζήσει μέ μιά ἄρρωστη «ταλαίπωρη» ψυχή, πού θά τόν ὁδηγήσει στήν κατάθλιψη ἤ καί στήν τρέλα.[8] Ταυτόχρονα ὁ «ὑπεράνθρωπος» εἶναι ἕνας δειλός ἄνθρωπος γιατί ζεῖ καί πιστεύει μόνο σέ ὅτι βλέπει. Ὁ Χριστός ὅμως μακαρίζει τούς «μή ἰδότες καί πιστεύσαντες».[9]
Τέλος, τό μοντέλο τοῦ «ὑπερανθρώπου», χωρίς νά τό ἐπιθυμεῖ, κατευθύνει τόν ἄνθρωπο στόν προορισμό του, δηλαδή στόν Θεό του. Αὐτό δείχνει ἡ ἱστορία. Οἱ βίοι ὅσων ὑποστηρίζουν τήν ἰδέα ἑνός ἐγωκεντρικοῦ προσώπου καί κόσμου δέν μποροῦν νά ἀποτελοῦν πρότυπα γιά τούς νέους. Τό ἴδιο τό ἐγώ καταστρέφει τόν ἄνθρωπο, τόν καταθλίβει, τόν ὁδηγεῖ σέ ἄδοξο τέλος καί ὑπάρχουν δίπλα μας πολλά γεγονότα πού τό φανερώνουν. Ἀντίθετα, τά τέλη τοῦ «κατά Θεόν ἀνθρώπου» εἶναι πανηγύρι τρανό πού δέν σταματᾶ οὔτε καί στόν θάνατο. Τά σώματα καί οἱ ψυχές τῶν πιστῶν μυροβλύζουν, ἀγάλλονται καί μᾶς προσκαλοῦν σέ μίμηση. Ἡ ἐπιλογή ὅμως τοῦ καθενός εἶναι ἐντελῶς μοναδική, ξεχωριστή καί σεβαστή ἔστω καί ἄν εἶναι διαφορετική ἀπό τήν δική μας.
[1] Τρεμπέλα Παν., Ὑπόμνημα εἰς τόν Προφήτην Ἠσαΐαν, Ἀθῆναι 1990, σ.158.
[2] Βλ. Φρίντριχ Νίτσε, el.wikipedia.org
[3] Yalom Irvin, Ὅταν ἔκλαψε ὁ Νίτσε, ( ἐπιμ. Σταῦρος Πετσόπουλος, Ἐκδόσεις ΑΓΡΑ), Ἀθήνα 2001, σ.10.
[4] Βλ. Ἱερ. 13,11.
[5] Θεοδωρήτου Κύρου, Εἰς τόν Ἠσαΐαν προφήτην ἑρμηνεία κατ᾽ἐκλογήν, PG 81, 312-321.
[6] Τρεμπέλα Παν., Ὑπόμνημα εἰς τόν Προφήτην Ἠσαΐαν, Ἀθῆναι 1990, σ.159.
[7] Λκ.18,14.
[8] Βλ. τό ἔργο Nietzsche τοῦ Percy Allan, (μεταφρ. Δημητρούκα Ἀγάθη) Ἐκδόσεις Πατάκη, Ἀθήνα 1994.
[9] Ἰω.20,20.