Κατά το διήμερο 23 και 24 Νοεμβρίου πανηγύρισε o Iερός Nαός του Αγίου Νικοδήμου του Βεροιέως και των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης Βεροίας.
Το εσπέρας της εορτής ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας κ. Παντελεήμων χοροστάτησε στον Πανηγυρικό Εσπερινό και κήρυξε τον θείο λόγο.
Την επομένη ημέρα το πρωί ο Σεβασμιώτατος τέλεσε αρχιερατική θεία λειτουργία και κήρυξε το θείο λόγο. Στο τέλος της Θείας Λειτουργίας ο Σεβασμιώτατος προχείρισε σε αναγνώστη τον κ.Παύλο Διαμαντή.
Η ομιλία του Σεβασμιωτάτου στον Εσπερινό :
«Τελειωθείς ἐν ὀλίγῳ ἐπλήρωσε χρόνους μακρούς, ἀρεστή γάρ ἦν Κυρίῳ ἡ ψυχή αὐτοῦ».
Μέ αὐτά τά λόγια τοῦ σοφοῦ Σολομῶντος θά μποροῦσε νά περιγράψει κανείς τήν ὁσιακή βιοτή καί τήν κοίμηση τοῦ ἑορταζομένου σήμερα ὁσίου καί θεοφόρου πατρός ἡμῶν Νικοδήμου τοῦ Βεροιέως.
«Τελειωθείς ἐν ὀλίγῳ ἐπλήρωσε χρόνους μακρούς».
Δέν ἔζησε ὁ ὅσιος Νικόδημος πολλά χρόνια στή γῆ αὐτά. Μόλις 40 ἐτῶν ἦταν, ὅταν ὁ Θεός τόν κάλεσε κοντά του, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ βιογράφος του, πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ἅγιος Φιλόθεος ὁ Κόκκινος. Κι ὅμως μέσα σ᾽αὐτό τό σύντομο διάστημα τῆς ἐπίγειας ζωῆς του κατόρθωσε νά ἐπιτύχει τόν σκοπό του, κατόρθωσε νά ἐπιτύχει αὐτό γιά τό ὁποῖο μᾶς ἔφερε ὁ Θεός στόν κόσμο. Καί ποιό εἶναι αὐτό; Εἶναι ἡ προσέγγιση τοῦ Θεοῦ. Εἶναι τό πέρασμα ἀπό τό κατ᾽ εἰκόνα στό καθ᾽ὁμοίωσιν. Εἶναι ὁ ἁγιασμός τῆς ψυχῆς μας καί τῆς ζωῆς μας.
Αὐτός εἶναι, ἀδελφοί μου, ὁ σκοπός μας καί ὁ προορισμός μας στή γῆ. Καί αὐτόν τόν σκοπό τόν ἐπέτυχε ὁ ὅσιος Νικόδημος ὄχι μόνο σέ τέλειο βαθμό ἀλλά καί σέ σύντομο χρονικό διάστημα. Ἠγάπησε τόν Θεό ἐκ νεότητός του καί ἀφιέρωσε τήν ὕπαρξή του στήν ἄσκηση καί στήν προσευχή, στή νηστεία καί στήν ἀγρυπνία, προκειμένου νά ἐπιτύχει τήν ἁγιότητα.
Γόνος πλουσίας, Βεροιώτικης οἰκογενείας δέν δίστασε νά ἀρνηθεῖ τά πλούτη καί τή δόξα, τήν ἀπόλαυση καί τήν καλοπέραση, καί νά ζήσει τήν ἐπίπονη ζωή τῆς μοναχικῆς ἀσκήσεως. Ἀντί νά ὑπακούσει στίς προκλήσεις τοῦ κόσμου, ἐπέλεξε νά ὑπακούει στίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Ἀντί νά ἀγρυπνεῖ διασκεδάζοντας καί ἁμαρτάνοντας, ἐπέλεξε νά ἀγρυπνεῖ προσευχόμενος καί μελετώντας τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἀντί νά τρέφει στήν ψυχή του τόν ἐγωισμό καί τήν ὑπερηφάνεια, προτίμησε νά καλλιεργεῖ τήν ταπείνωση καί τήν ἁπλότητα. Ἀντί νά διακονεῖται ἀπό ὑπηρέτες καί ὑπαλλήλους, προτίμησε νά διακονεῖ ὁ ἴδιος τούς ἀδελφούς του μέ ἀγάπη. Ἀντί νά ἀναζητᾶ τήν εὐχαρίστηση στίς φιλοφρονήσεις καί στίς γιορτές τοῦ κόσμου, προτίμησε νά ἀναζητᾶ τή γλυκύτητα τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ. Μέ τό σῶμα ζοῦσε στή γῆ, ἡ ψυχή του ὅμως ἦταν προσκεκολλημένη στόν οὐρανό. Ἐκεῖ αἰσθανόταν ὅτι βρισκόταν τό πολίτευμά του. Ἀνάμεσα στούς ἀγγέλους καί τούς ἁγίους αἰσθανόταν ὅτι βρισκόταν οἱ φίλοι του καί οἱ οἰκεῖοι του.
Ζοῦσε μέ τήν ἴδια λαχτάρα πού ζοῦσε ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὁ ἱδρυτής τῆς Ἐκκλησίας τῆς πατρίδος του, τῆς Βεροίας, ζοῦσε μέ τή λαχτάρα νά συναντήσει τόν Χριστό, νά ἀπολαύσει τή θέα τοῦ προσώπου του, νά ἀπολαύσει ὅσα, κατά τόν ἀπόστολο Παῦλο, «ἡτοίμασεν ὁ Θεός τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν».
Καί ὁ Θεός πού ἔβλεπε τήν ἀνάγκη καί τήν ἐπιθυμία τοῦ δούλου του δέν ἦταν δυνατόν νά μήν ἀνταποκριθεῖ στό αἴτημά του. Ἦταν ἀγαπητή, ὅπως λέει ὁ Σολομών, ἡ ψυχή του στόν Θεό, ὥστε ἤθελε ὁ Θεός νά τήν ἔχει κοντά του. «Ἀρεστή γάρ ἦν Κυρίῳ ἡ ψυχή αὐτοῦ».
Τέτοια ἦταν, ἀδελφοί μου, ἡ ψυχή τοῦ συμπολίτου μας ὁσίου Νικοδήμου. Τέτοια ὀφείλει νά εἶναι καί ἡ δική μας ψυχή. Ἀγωνιζόμαστε σέ ὅλη μας τή ζωή νά γίνουμε ἀρεστοί στούς ἀνθρώπους. Προσπαθοῦμε νά μήν διαταράξουμε τίς σχέσεις μας μαζί τους, νά κάνουμε πάντοτε αὐτό πού τούς ἱκανοποιεῖ, ἀλλά ποιό εἶναι τό ὄφελος γιά τόν ἑαυτό μας; Οἱ ἄνθρωποι ἔρχονται καί παρέρχονται καί ἀλλάζουν ἀπόψεις ἀνάλογα μέ τίς περιστάσεις καί τά συμφέροντά τους. Δέν εἶναι, λοιπόν, δυνατόν νά ρυθμίζουμε τή ζωή μας ἀνάλογα μέ τίς ἐπιθυμίες καί τίς ἐπιταγές τῶν ἀνθρώπων, γιατί τότε κινδυνεύουμε καί τούς συνανθρώπους μας νά μήν ἱκανοποιήσουμε καί τόν σκοπό τῆς ζωῆς μας νά μήν πραγματοποιήσουμε. Καί εἶναι κρίμα νά ζήσουμε τά χρόνια πού θά μᾶς χαρίσει ὁ Θεός στή γῆ, καί, ἐνῶ θά ἔχουμε ἐπιτύχει πολλούς καί ἐφήμερους στόχους μας, νά μήν κατορθώσουμε νά ἐπιτύχουμε τόν ἕνα καί μοναδικό καί σημαντικό καί σοβαρό σκοπό τῆς ζωῆς μας, δηλαδή τήν ἁγιότητα καί τή θέωση. Καί αὐτός ὁ στόχος ἐπιτυγχάνεται μόνο ὅταν προσπαθοῦμε νά γίνουμε ἀρεστοί στόν Θεό.
Ἄς προσπαθήσουμε, λοιπόν, καί ἐμεῖς, ἀδελφοί μου, νά γίνουμε ἀρεστοί στόν Θεό, ὅπως προσπάθησε καί ὁ τιμώμενος ὅσιος Νικόδημος ὁ Βεροιεύς, ζώντας σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, τηρώντας τίς αἰώνιες ἐντολές του, τηρώντας ὅμως κυρίως καί πρωτίστως τήν ἐντολή τῆς ἀγάπης, γιά νά ἀξιωθοῦμε καί ἐμεῖς διά πρεσβειῶν του νά ἀπολαύσουμε τή μακαριότητα τοῦ οὐρανοῦ, τήν ὁποία καί ἐκεῖνος ἀπολαμβάνει.
Η ομιλία του Σεβασμιωτάτου στην Θεία Λειτουργία:
«Τοῖς ἁγίοις τοῖς ἐν τῇ γῇ αὐτοῦ ἐθαυμάστωσεν ὁ Κύριος».
Ὁ λόγος αὐτός τοῦ προφητάνακτος καί ψαλμωδοῦ Δαβίδ ἐπιβεβαιώνεται, ἀδελφοί μου, περίτρανα καί στήν περίπτωση τοῦ ἑορταζομένου σήμερα ἁγίου, τοῦ συμπολίτου μας ὁσίου Νικοδήμου τοῦ Βεροιέως.
Γόνος εὐγενοῦς καί ἀριστοκρατικῆς οἰκογενείας τῆς πόλεώς μας ὁ ὅσιος Νικόδημος ἄκουσε τόν λόγο τοῦ πρωτοκορυφαίου ἀποστόλου καί ἱδρυτοῦ τῆς τοπικῆς μας Ἐκκλησίας ἀποστόλου Παύλου «πάντα ἡγοῦμαι σκύβαλα εἶναι ἵνα Χριστόν κερδήσω» καί ἐγκατέλειψε τά πάντα γιά νά ἀφοσιωθεῖ στόν Χριστό. Ἔζησε, ὅπως γράφει ὁ ἐγκωμιαστής του ἅγιος Φιλόθεος ὁ Κόκκινος, αὐτός ὁ πλούσιος ἄνθρωπος τήν ἀπόλυτη ἄρνηση τοῦ ἑαυτοῦ του, προσφέροντας μέ ἀγάπη καί τά ἐλάχιστα τρόφιμα πού εἶχε στούς πτωχούς καί ἐνδεεῖς ἀδελφούς του, μεριμνώντας γιά τούς ἐγκαταλελειμένους καί ἀσθενεῖς καί ἀκόμη καί γιά τίς γυναῖκες πού ζοῦσαν μέσα στήν ἁμαρτία, ἀκολουθώντας τό παράδειγμα τοῦ Κυρίου.
Τό ἐνδιαφέρον του ὅμως αὐτό παρεξηγήθηκε καί ἔτσι κάποιος ἀπό τόν κύκλο τους ἐπιχείρησε μία ἡμέρα νά τόν δολοφονήσει. Τραυματισμένος ὁ ἅγιος ἔφθασε μέχρι τήν εἴσοδο τῆς μονῆς του, ἀλλά ἐκεῖ δυστυχῶς τόν παρεξήγησαν καί οἱ συμμοναστές του καί δέν τόν ἔβαλαν μέσα γιά νά τόν περιποιηθοῦν. Τόν ἄφησαν ἔξω αἱμόφυρτο καί τόν ἔθαψαν στό ἴδιο σημεῖο.
Τό περιστατικό αὐτό σύντομα ξεχάσθηκε, ἀλλά λίγα χρόνια ἀργότερα πολλοί ἦταν ἐκεῖνοι πού ἀντιλαμβανόταν μία ἄρρητη εὐωδία νά ἐξέρχεται ἀπό τόν τόπο ἐκεῖνο, χωρίς νά γνωρίζουν τήν αἰτία. Καί ἡ εὐωδία ἦταν τόσο ἔντονη, ὥστε τελικά ἀναγκάσθηκαν νά σκάψουν γιά νά δοῦν ἀπό ποῦ προέρχεται.
Τότε, γράφει ὁ ἅγιος Φιλόθεος ὁ Κόκκινος, βρῆκαν τό σῶμα του ἄφθορο νά εὐωδιάζει τήν εὐωδία τοῦ ἁγίου Πνεύματος, καί πῆραν ἔτσι διπλῆ τή διαβεβαίωση ἀπό τόν Θεό ὅτι ἐκεῖνον τόν ὁποῖο οἱ συμμοναστές του παρεξήγησαν καί τοῦ φέρθηκαν μέ σκληρότητα, γιατί δέν κατανόησαν τό ὕψος τῆς ταπεινώσεώς του καί τό μέγεθος τῶν ἀσκητικῶν του ἀγώνων, ἐκεῖνον τόν δόξασε ὁ Θεός.
Γιατί γιά τόν Θεό, ἀδελφοί μου, δέν ἔχει σημασία ἡ ἐξωτερική ἐμφάνιση, ἡ ἐπιφανειακή εὐσέβεια, ἡ ἐπίπλαστη ταπεινοφροσύνη, ἀλλά ὁ ἔσω ἄνθρωπος, τό περιεχόμενο τῆς ψυχῆς του, ἡ προαίρεσή του, ἡ καθαρότητα τῶν λογισμῶν καί τῶν προθέσεών του.
Αὐτό ἦταν πού ἔκρινε ὁ Θεός καί στήν περίπτωση τοῦ ὁσίου Νικοδήμου. Μέτρησε τήν ἀφοσίωσή του στήν ἀγάπη του, μέτρησε τήν οἰκειοθελῆ καί ἑκούσια πτωχεία του, μέτρησε την ἑκούσια ταπείνωσή του· καί ὅλα αὐτά μέτρησαν ἀκόμη περισσότερο γιά τόν Θεό, γιατί ὁ ὅσιος Νικόδημος ἔζησε μέ τόν τρόπο αὐτό ὄχι γιατί δέν μποροῦσε νά ζήσει μέ ἄλλο τρόπο, ἀλλά γιατί ἐπέλεξε νά ἀρνηθεῖ τά πάντα καί νά ἀγωνισθεῖ φθάνοντας στά ὅρια τοῦ ἑαυτοῦ του καί ἐκθέτοντάς τον ἀκόμη καί στήν περιφρόνηση τῶν ἀνθρώπων προκειμένου νά σβύσει καί τό παραμικρό ἴχνος ὑπερηφανείας ἤ αὐταρεσκείας πού μποροῦσε νά ὑπάρχει στήν ψυχή του καί νά εὐαρεστήσει τόν Θεό.
Καί ὁ Θεός τόν τίμησε καί τόν δόξασε μέ αὐτό τόν ἐντυπωσιακό τρόπο τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ ἱεροῦ του λειψάνου ἀλλά καί μέ τά θαύματα πού ἐπιτελοῦντο διά αὐτοῦ, γιά νά ἀναδείξει τό μεγαλεῖο τῆς ἀρετῆς του σέ ὅσους δέν τό εἶχαν ἀντιληφθεῖ, ἀλλά καί γιά τοῦ ἀνταποδώσει τόν μισθό τοῦ κόπου καί τῆς ἀγάπης του, καθώς ὁ ὅσιος Νικόδημος ἀντήλλαξε τίς τιμές καί τή δόξα καί τά πλούτη τοῦ κόσμου μέ τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, καί προτίμησε τήν ἐν Χριστῷ ἀπό τή ζωή τοῦ κόσμου.
Ἀδελφοί μου, ἀσφαλῶς τά μέτρα τῆς ἀσκήσεως στά ὅποια ἔφθασε ὁ ὅσιος Νικόδημος δέν εἶναι ἐφικτά στόν καθένα ἀπό ἐμᾶς. Ἡ δική του ὅμως ἐπιλογή ζωῆς δίνει καί σέ μᾶς ἕνα μήνυμα γιά τόν δρόμο πού θά πρέπει νά ἀκολουθήσουμε.
Μᾶς δίνει τό μήνυμα ὅτι πρέπει νά παύσουμε νά ἀγωνιοῦμε γιά τά ὑλικά ἀγαθά, γιά τίς κοινωνικές διακρίσεις, γιά τίς τιμές καί δόξες πού προσφέρουν οἱ ἄνθρωποι. Νά παύσουμε νά ἔχουμε ἄγχος γιά τή γνώμη τοῦ κόσμου καί νά ρυθμίζουμε σύμφωνα μέ τίς ἀπαιτήσεις τῆς μόδας, τῆς τηλεοράσεως ἤ τῶν προτιμήσεων τῶν ἀνθρώπων πού βρίσκονται μακριά ἀπό τόν Θεό. Ἄς κάνουμε καί ἐμεῖς, ὅπως ἔκανε καί ὁ ὅσιος Νικόδημος, πρώτη ἐπιλογή στή ζωή μας τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, γιατί ὅλα τά ἄλλα εἶναι μεταβαλλόμενα καί προσωρινά, ἐνῶ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί ἡ ἐφαρμογή του στή ζωή μας, μπορεῖ φαινομενικά νά μήν μᾶς ἐξασφαλίζει τόν θαυμασμό καί τήν ἀναγνώριση τῶν ἀνθρώπων, μᾶς ἐξασφαλίζει ὅμως τήν ἀγάπη καί τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, μᾶς ἐξασφαλίζει τή σωτηρία τῆς ψυχῆς μας, ἡ ὁποία καί ἀποτελεῖ τόν πιό πολύτιμο θησαυρό μας, καί μᾶς χαρίζει τήν ἀληθινή εὐτυχία καί μακαριότητα κοντά στόν Θεό, μέσα στήν ὁποία ζεῖ καί εὐφραίνεται καί ὁ ἑορταζόμενος ὅσιος Νικόδημος.