Ὁ Πανεπιστημιακός παπαδάσκαλος (προπέμψιμος ἑνός ἀλησμόνητου συνεργοῦ)
Ἡ μορφή τοῦ μακαριστοῦ παπα-Γιώργη τοῦ Μεταλληνοῦ (ἡ συνηθέστερη κλήση του, γιά τήν προσήνεια τῆς ἁπλῆς ἀναστροφῆς του) ἀποτιμήθηκε πρό πολλοῦ καί ἀποτιμᾶται καί θά μνημονεύεται ἀπό πολλούς στίς μέρες μας καί στά ἐπέκεινα τῶν δικῶν μας βιολογικῶν πλαισίων. Δέν ἦταν κάποιος ἀφανής λύχνος ὑπό τόν μόδιον, ἀλλά καιόμενος λύχνος ἐπί τήν λυχνίαν καί λάμπων πᾶσι τοῖς ἐν τῇ οἰκίᾳ. Τίτλοι ἐπί τίτλων, ἐπιστημονικές ἐξαρτύσεις ἐπί ἐξαρτύσεων, συγγράμματα καί δημοσιεύματα καί ἐργασίες ἐπί συγγράμματα, δημόσιες συμμετοχές καί γεγονότα ἀκάματης προσφορᾶς, στιγμιότυπα τηλεοπτικῶν διαλόγων ἐπί καυτῶν ζητημάτων καί διαδικτυακές ἐπιλογές δημοσίων λόγων, ὁμιλίες ἐπί ὁμιλιῶν, διακονία τοῦ λόγου στά ἕδρανα τῆς Θεολογικῆς καί τόσων πανεπιστημιακῶν, ἐκκλησιαστικῶν καί ποικίλων συνεδρίων, ἐπιστήμων καί κατηχητική συνάμα παρρησία παρουσίας μέ μιάν ἑλκυστικότητα πραείας ἐπιχειρηματολογίας, καί σύν πᾶσι τούτοις ἡ ἱερατεία τοῦ μυστηρίου τῆς σωτηρίας γιά πλήθη πιστῶν στόν Πανεπιστημιακό Ναό τῆς Ἀθήνας: συνήρπαζαν ἐπί δεκαετίες τούς θεατές τῆς εὐθυτενοῦς καί συνάμα σεμνοπρεποῦς ψυχῆς του, ἔκτυπης στό βλέμμα τό Ρωμέικο αὐτοῦ τοῦ ἐξαιρετικά προικισμένου, πολυτάλαντου καί ἐκλεκτοῦ Κληρικοῦ-Καθηγητῆ, τοῦ δασκάλου-Ἱερέα.
Ναί! Πιό πολύ στάθηκε (καί τό ἔδειχνε μέ μιάν ἐκφραστικότατη φυσικότητα) ἐμπνευσμένος δάσκαλος, ἐμπνέων ἐξάγγελος τῆς ἱστορίας τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς Ρωμιοσύνης, ταυτισμένος ὅμως ἀπόλυτα μέ τήν ἱερατική του καί τήν προφητική (ὑπό τήν θεολογική της ἐννοιολογία) ἰδιότητα, μιά συνειδητή κι ἀδιαχώριστη ἐξάρτυση καί ἀρτιότητα τῆς αὐτοσυνειδησίας του. Ἦταν γεννημένος δάσκαλος ἤ, ἄν θέλετε, παπαδάσκαλος, πάντοτε διαθέσιμος, πάντοτε πρόθυμος, πάντοτε προστρέχων (ἐνίοτε καί προτρέχων) στίς πρῶτες ἐπάλξεις τῆς Ἐκκλησίας, τῆς Πανεπιστημιακῆς κοινότητας, τῆς Νεοελληνικῆς κοινωνίας. Αὐτό ἐπιμαρτυρεῖται κι ἀπό τήν ἐπιλογή ὡς σημαίνοντος στελέχους τῆς Εἰδικῆς Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς Πολιτιστικῆς Ταυτότητος, μέ ἐξαγγελλόμενο τόν “ἔρωτα της καρδιᾶς του”, τήν Ρωμιοσύνη ὡς ἱστορική μεγαλουργία τῆς χριστολατρευτικῆς καρποφορίας τοῦ Ἑλληνισμοῦ (καί ὄχι μόνο).
Καί μάλιστα, νά τό ἐπισημειώσω ἐμφαντικά αὐτό, γιά τόν πατέρα Γεώργιο ἡ διττή ἰδιότητα τοῦ Κληρικοῦ καί τοῦ Πανεπιστημιακοῦ Δασκάλου ἦταν ἀμφίδρομη, τέλεια ἀλληλένδετη καί ἀδιαχώριστη, συμπληρωματική καί ἑνιαῖα ὁλοπροσφερόμενη. Δέν γνωρίζω τί ἀπό τά δύο πλεονεκτοῦσε στήν ἐπιστημονική του διδακτική καί παρακαταθήκη, ἀλλά πάντως οἱ ἱστορικές καί λειτουργιολογικές συμβολές ἦταν ὡσάν μιά “ἐξομολόγηση” τῆς ἑνιαῖα διδακτικῆς καί ἱερατικῆς του ταυτότητος. Δέν ὑπῆρξε ἡ ἐξαίρεση, ἀλλά ἦταν ἕνα ἀρτιωμένο ἡγετικό ὑπόδειγμα ἱερατικῆς καί διδακτικῆς πληθωρικότητος. Καί δείχνει μιάν ἄκρως εὐλαβική κατάφαση καί κατάθεση τῆς ζωῆς σ᾽ αὐτήν τήν κλήση τοῦ Θεοῦ, τῆς ὁποίας τόσοι καί τόσοι ὑπῆρξαν καί θά συνεχίσουν νά εἶναι ἐπικαρπωτές.
Ἡ πολύπλευρη ἐπιστημονική ἀξιοσύνη καί ἡ ταλαντοῦχος μεταδοτική του δεξιότητα δέν ἀφέθηκε ποτέ νά τόν παρωθήσουν στήν ἀδιέξοδη αὐταρέσκεια τῆς κενοδοξίας, πού ψευτίζει καί ἀχρειώνει καί εὐτελίζει τόν ἄνθρωπο. Εἶχε μιάν λεβέντικη καί ἐξομολογούμενη πάντοτε συναίσθηση τῶν ἀνθρωπινῶν του φυσικῶν καί χαρακτηριολογικῶν ὁρίων, ὅπως βέβαια καί τῶν πολλαπλῶν ἐπιστημονικῶν του ἱκανοτήτων καί τῆς ρητορικῆς καί συγγραφικῆς δεξιοτεχνίας. Μέ τήν ἐνδοκάρδια σεμνότητα πού διδάσκεται κανείς στό σχολεῖο τῆς Ἐκκλησίας, γιά νά τήν ἐκδιδάξει ἔπειτα ὡς στάση ζωῆς καί ἔκφραση πολιτείας. Ὅλα αὐτά ὡσάν κάποιος ἄριστος μουσικός καλλιτέχνης εἶχε μάθει νά τά χειρίζεται ἐμμελῶς, δίχως τήν παραφωνία τῶν φαντασιώσεων, καί ἔτσι κατόρθωνε νά μετέχει, νά προσφέρεται, νά “διευθύνει” τόσους καί τόσους συνομιλητές, ἀκροατές, θεατές. Στάθηκε μπροστάρης, ἐκπρόσωπος μιᾶς βαρύτατης ἱστορικῆς καί ζώσας παρακαταθήκης, κι ὅμως περιβαλλόταν ἀπό μιάν σεμνότητα ὕφους καί ἤθους.
Προπαντός στάθηκε διά βίου ἀφοσιωμένο μέλος καί ἀναλισκόμενο στέλεχος τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ σώματος. Ἀκόμη κι ἄν ὁ αὐθορμητισμός τῆς σεσοφισμένης του εὐθύτητας καί ἡ συνείδηση ἤ μᾶλλον ἡ ἀχώριστη αἴσθηση τῆς διδακτικῆς του ἰδιοπροσωπίας (ψυχή τῆς ψυχῆς του καί καρδιά τῆς καρδιᾶς του) τόν ἔσπρωχναν νά ξεπερνᾶ τά εὐλογημένα ὅρια τῆς ἐκκλησιαστικῆς διακρίσεως καί ὑπακοῆς. Γι᾽ αὐτό ἄλλωστε ἐπί μακαριστοῦ Ἀρχιεπισκόπου Σεραφείμ εἶχε ἐπιτιμηθεῖ μέ ἀργία, κάτι πού καί ἐκεῖνον συνέτισε στή δεοντολογία τῆς αὐτοσυγκράτησης, ἀλλά καί τόν ἴδιο τόν Μακαριστό εἶχε μεταπληγώσει (τά διασώζει ἡ Σωτηρία Νούση σέ σχετικό αὐτοτελές κείμενο βιογραφίας τοῦ εὐεργέτου μας Ἀρχιεπισκόπου).
Ὄχι πώς ἦταν ἀλάθητος, μιά ἀρρώστια ἄλλωστε πού ὁ ἴδιος σωφρόνως καί ἐπιστημόνως διά βίου τήν κατέδειξε στή “δογματοποίησή” της ὡς ἀλλότρια τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας, μέ ἱστορικά καί θεολογικά τεκμήρια καί ἀναλύσεις. Ἕνας πού αὐτεπάγγελτα ἤ ἐξ ἐπαγγελίας ἀναδέχεται τό ρόλο καί τήν ἀποστολή τοῦ δασκάλου, ἀφεύκτως προπορεύεται. Κι ἀναπόφευκτα θά ᾽ρθουν στιγμές πού θά ἀστοχήσει, συγγνωστές καί συγχωρήσιμες. Ἀρκεῖ νά ἔχει τήν τόλμη νά “προγνωρίζει” τό ἀνθρώπινο αὐτό δεδομένο ἤ νά τό ἀναγνωρίζει. Καί πιστεύω πώς μαζί μέ τήν τόλμη τοῦ μπροστάρη Καθηγητῆ καί Κληρικοῦ ὁ ἀοίδιμος παπα-Γιώργης ὁ Μεταλληνός διέθετε κι αὐτήν τήν αἴσθηση καί συναίσθηση.
Τά πλείονα (τῆς ζωῆς του καί τῆς ἀναστροφῆς του, τῆς ρωμέϊκης αὐτοσυνειδησίας καί τῆς προσανάλωσής του καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς του μαρτυρίας) τά γνωρίζουμε ὅλοι οἱ συνέλληνες καί πολλοί συνορθόδοξοι, ἐλλόγιμοι καί ἁπλοί, σημαίνοντες καί ἀφανεῖς. Διότι στό πρόσωπο τοῦ παπα-Γιώργη τοῦ Μεταλληνοῦ διαβλέπαμε καί χαιρόμασταν μιά πολύ γνωστή καί πολύ γενναία φωνή, σοφή καί ἀνυποχώρητη, ἐπιχειρηματολόγο καί ἑτοιμόλογη, εὐρέως καί εἰδικῶς ἐνιστορική καί ἐπιστήμονα, ἐνίοτε κριτική περισσότερο ἀπό διακριτική, ἀδούλωτη καί ἀληθεύουσα, ἐναγωνισμένη καί ἀγωνιῶσα γιά τό μέλλον τοῦ Γένους μας καί τοῦ Ἔθνους μας.
Τί μᾶς ἀπομένει σάν χρέος τιμῆς καί ἀγάπης στό πρόσωπό του; Ἡ εὐχετική συγχωρητική μνημοσύνη καί προπαντός ἡ λειτουργική μνημόνευση τῆς ὕπαρξής του στήν Προσκομιδή καί στήν Ἁγία Τράπεζα τῆς ζωῆς μας. Καί τό ἐλαχιστότερο, ἡ κατάθεση τῶν ἀναμνήσεών μας εἰδικά ἀπό μιάν ὄμορφη, εἰ καί κοπιώδη, περίοδο ἀμεσότερης συνεργασίας.
Μέσα στό 1988 πρός τό 1989 ἔληγε ἡ προβλέψιμη περίοδος τῆς 5ετίας γιά τήν ἐνεργοποίηση τῆς παρασχεθείσης ἄδειας ἱδρύσεως Ρ/Σ ἀπό τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος. Κανείς δέν ἀνελάμβανε τήν εὐθύνη, ἅλμα σχεδόν στό κενό. Ὁ μακαριστός Ἀρχιεπίσκοπος Σεραφείμ μέ παρότρυνε νά ἀποτολμήσω ἐκείνην τήν “ἀποκοτιά”: «Ἄντε, ρέ Δημήτριε, βάλε μπρός, μή χάσουμε τήν εὐκαιρία». Πολύτιμος συνεργός σ᾽ ἐκεῖνο τό τόλμημα ὁ παπα-Γιώργης ὁ Μεταλληνός μέ ὅλη του τήν ψυχή καί τήν εὐφυή εὑρηματικότητα. Βεβαίως, ὑπῆρχαν καί ἄλλοι συμμέτοχοι στήν Ὀργανωτική Ἐπιτροπή, καί εἴχαμε ὡς Σύνδεσμο πρός τήν Ἱερά Σύνοδο τόν τωρινό Ἀρχιεπίσκοπό μας τότε Μητροπολίτη Θηβῶν & Λεβαδείας κ. Ἱερώνυμο, μέ τόν ὁποῖο εἴχαμε συναντήσεις ἐργασίας ἡ Ἐπιτροπή στά Οἰνόφυτα. Δεύτερο ὀργανωτικό πρόβλημα ὅτι δέν ἐξευρισκόταν κανείς προσφερόμενος Διευθυντής-Ὀργανωτής τοῦ Προγράμματος κ.λπ. Ὁ παπα-Γιώργης πρότεινε σάν κορμό τοῦ προγράμματος τίς καθημερινές Λειτουργίες καί Ἀκολουθίες τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἀσωμάτων-Πετράκη, ὅπως ἀναδέχθηκε ὁ ἴδιος, τά παιδιά του καί ἄλλοι ἐκλεκτοί γνωστοί του ἄνθρωποι βασικές ἐκπομπές γιά τήν ὁλοκλήρωση τοῦ προγράμματος. Δέν θά μιλήσω γιά τούς πολλούς ἄλλους κόπους πού ἀναγκάστηκα καί ἐπωμίσθηκα μέ τήν συνοδεία μου οὔτε καί γιά τήν ἐθελοντική προσφορά στελεχῶν τῆς ΕΡΤ καί τοῦ μεγάλου εὐεργέτη μακαρίτη τώρα κ. Νικολάου Φράγκου τοῦ πλοιοκτήτη. Πάντως, ἡ συμμετοχή τοῦ εὐλογημένου τοῦ παπα-Γιώργη ἦταν καί ὁλοπρόθυμη καί ἀποτελεσματική καί ἐξαιρετικά πολύτιμη. Αὐτό πού ἦταν σέ ὅλη του τή ζωή, ὄχι ἁπλά πρόθυμος, ἀλλά ὁλοπρόθυμος, ὄχι ἁπλά σοφός, ἀλλά ἐπιστημόνως εὐεργετικός, αὐτό τό ἐπέδειξε τέλεια καί στήν περίπτωση τῆς ἱδρύσεως καί λειτουργίας τοῦ Ρ/Σ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.
Κι ἕνα δεύτερο “μνημόνιο” εὐγνωμοσύνης. Τό συνέγραψε ἐκεῖνος, τοῦ τό χρωστάω ἐγώ. Τό ἐπίσης ὁλοπρόθυμο προλόγισμα ἑνός ἱστορικοῦ ―θά ἔλεγα― ἀποτολμήματος πού μέσα σέ τόσες ἔγνοιες καί σκοτοῦρες διοικητικές θέλησα νά ὁλοκληρώσω τότε, στά χρόνια τῆς Πρωτοσυγκελλίας στήν Ἀθήνα. Ὁ ἀείμνηστος καί εὐλογημένος π. Γεώργιος δέχθηκε νά προλογίσει τό βιβλίο μου “Ἡ ζωή ἐκ τάφων” γιά τούς νεοφανεῖς Ἁγίους Ραφαήλ, Νικόλαο καί Εἰρήνη τῆς Λέσβου, μέ 25 ἐπανεκδόσεις σέ μιά 20ετία. Κι ἐγώ, μαζί κι ἐκεῖνος δέν προσδώσαμε ἀξία στό θεόσταλτο ἀποκαλυπτικό ἱστορικό τῶν νεομαρτυρικῶν αὐτῶν καί ἀξιοθέων μορφῶν. Ὅμως ἦταν ὡσάν νά ἄνοιγε τήν θύρα τοῦ Ναοῦ τους καί νά προσκαλοῦσε τόσους γνωστούς του ἀναγνῶστες νά προσέλθουν καί νά εἰσέλθουν καί νά καρπωθοῦν τήν θεόσταλτη εὐλογία τους.
Πιστεύω πώς τίποτε ἀπό τά προειρημένα δέν ἦταν τυχαῖο γιά τήν ἱερή καί πολυειδή συμπληρωματικότητα τῆς αὐτοπροσφορᾶς τοῦ μακαριστοῦ Πανεπιστημιακοῦ Καθηγητοῦ καί Κοσμήτορα, τοῦ Ἐξάγγελου τῆς Ρωμιοσύνης, τοῦ εὐλογημένου Κληρικοῦ καί Συλλειτουργοῦ π. Γεωργίου τοῦ Μεταλληνοῦ.
Καί αὐτή ἡ βαριά πνευματική κληρονομιά τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ ἐπιστήμονα, τοῦ κληρικοῦ, τοῦ πολυτάλαντου διακονητῆ τῆς ἐκκλησιαστικῆς (καί ἐν αὐτῇ καί τῆς ἐθνικῆς) κληρονομιᾶς καί μαρτυρίας, συνιστοῦν ἐγκαύχημα γιά ὅλους μας, ὅπως καί ἐξαιρέτως γιά τήν ἐκλεκτή καί ἐλλόγιμη καί πολυτάλαντο πρεσβυτέρα του Βαρβάρα καί τά παιδιά τους. Ἡ δική τους συμπληρωματικότητα ἐπιδοτοῦσε τήν δική του ὁλοδοσία στήν Ἐκκλησία μας καί στό Γένος.
Ἡ Παναγία μας ἄς τόν ἀναδεχθεῖ προστατευόμενο τιμιώτατο μέλος καί κοινωνό τῆς ὑπερυμνήτου προστασίας Της στή βασιλεία τοῦ Υἱοῦ Της καί Θεοῦ ἡμῶν.
Γουμένισσα, 21.12.2019
†Ὁ Γουμενίσσης, Ἀξιουπόλεως & Πολυκάστρου Δημήτριος