Ο λαμπρός εορτασμός της πρώτης Κυριακής της ασκητικής περιόδου της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής, μας μεταφέρει ιστορικά στο παρελθόν, στην μεγάλη έριδα της εικονομαχίας για να τονίσει την αιώνια αλήθεια της Ορθοδοξίας. Ο Ευαγγελικός λόγος, η φωνή της Ορθόδοξης Εκκλησίας, δεν αναφέρεται στην ιστορία αλλά στην σωτηρία του ανθρώπου. Η ιστορία όμως, τα πρόσωπα, τα γεγονότα, οι συγκυρίες, οδηγούν στην αλήθεια. Στην αλήθεια που σώζει προσκαλώντας την αιωνιότητα μέσα στο χρόνο. Η αμφισβήτηση της τιμής των αγίων εικόνων πήρε την μορφή μιας δραματικής ισχυρής διαμάχης, μεταξύ εικονολατρών και εικονομάχων, η οποία διήρκησε πάνω από εκατό χρόνια. Η εικονομαχική κίνηση ξεκίνησε με αυτοκρατορική πρωτοβουλία και για το λόγο αυτό ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, χαρακτηριστικά αναφέρει ότι η επίλυση του θέματος δεν ανήκει σε βασιλείς, αλλά «στους αποστόλους και τους διαδόχους τους, στους ποιμένες και διδασκάλους» και φυσικά στον πιστό του θεού λαό. Η ένταση ξεχείλισε από τον βασιλικό θρόνο και επηρέασε και το πιο απομακρυσμένο χωριό της αυτοκρατορίας, διχάζοντας τους κατοίκους. Μεγάλες αγιασμένες προσωπικότητες, όπως ο Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης, ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, ο πατριάρχης Νικηφόρος και άλλοι πολλοί ομολογητές της τιμής των αγίων εικόνων, καθώς επίσης και μοναστικές κοινότητες, αναλαμβάνουν την υπεράσπιση της παραδόσεως και την διατήρηση της αλήθειας. Το εικονομαχικό κίνημα έληξε τον Μάρτιο του 843 καθώς η Αγία Θεοδώρα, συναυτοκράτειρα με τον ανήλικο γιο της Μιχαήλ, αναλαμβάνοντας την εξουσία, έθεσε πρωταρχικό μέλημα την λήξη της έριδας και την αναστήλωση των ιερών εικόνων. Μέσα σε αυτό το ιστορικό πλαίσιο, παρά τις αρνητικές πτυχές του, αναδείχθηκαν μάρτυρες και ομολογητές, εθεολόγησαν πατέρες, η αυθαίρετη εξουσία των αυτοκρατόρων, ειδικά σε θέματα πίστεως αποδυναμώθηκε, ο μοναχισμός αποκάλυψε την ζωτικότητά του και τον δυναμισμό του και οι ιερές εικόνες, έγιναν δεκτές ως μέσο, ως δρόμος επικοινωνίας με το Θεό.
Τα ιερά εικονίσματα είναι εκείνα που συνοδεύουν την λατρεία του ενός Αγίου Τριαδικού Θεού και την τιμή στα πρόσωπα της Υπεραγίας Θεοτόκου και των Αγίων. Μας αποκαλύπτουν την διαδρομή της σωτηρίας μας μέσα από την ταπείνωση του Κυρίου στη Γέννηση, την φανέρωση της Αγίας Τριάδος στη Βάπτιση, το Φως στη Μεταμόρφωση, την Αγάπη στη Σταύρωση, τη δόξα στην Ανάσταση, τον ανοιχτό δρόμο προς την βασιλεία στην Ανάληψη. Μέσα στις εικόνες, τοποθετείται η ίδια μας η ζωή, αφού πολλές φορές η ψυχή θα σταθεί στη θέση του Φαρισαίου, θα μιμηθεί τον τελώνη, θα πλησιάσει τον αρνητή, θα ακολουθήσει την άσωτο, θα συνεργαστεί με τον προδότη, θα αμφιταλαντευθεί μεταξύ της ομολογίας του ενός ληστού και της βλασφημίας του άλλου. Ακόμη και τα χέρια των αγίων στις εικόνες μας οδηγούν στην άρνηση κάθε τι σκοτεινού, στην αντίσταση κατά του διαβόλου, στην άρση του Σταυρού. Ο Άγιος δείχνει μέσα από την εικόνα του, ακουμπώντας το ευαγγέλιο στην καρδιά, ότι αυτό αποτελεί τον πυρήνα της ψυχής, την αναπνοή της καρδιάς και το κέντρο της ζωής του. Το στοιχείο που κυριαρχεί στις εικόνες είναι το Φως. Όχι αυτό που προέρχεται από κάποιον ήλιο της σύνθεσης αλλά Φως που απορρέει από τον ήλιο της Δικαιοσύνης Χριστό. Όλα λούζονται, όλα βαπτίζονται στο Φως του Χριστού. Ακόμα και το σκοτεινό σπήλαιο της Γέννησης και ο κενός τάφος και ο ανήλιος Άδης. Όλοι φωτίζονται από τη δική του παρουσία. Κυρίως όμως φωτίζονται τα πρόσωπα που χωρίς Χριστό, τα σκίαζε ο φόβος του θανάτου, οι μεθοδικές του διαβόλου και η αποπνικτική του εγωισμού ατμόσφαιρα.
«Όταν προσκυνάμε την εικόνα, γράφει ο Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς, δε σημαίνει ότι λατρεύουμε το ξύλο η τα χρώματα της ζωγραφιάς, αλλά τις ουράνιες δυνάμεις που απεικονίζονται σε αυτές και που είναι ζωντανές και παρούσες. Όταν αισθανόμαστε παρηγοριά και χαρά από τις εικόνες, στην πραγματικότητα δεχόμαστε τη χαρά αυτή από τις ουράνιες δυνάμεις που απεικονίζονται σ’ αυτές». Στην τιμή και στην προσκύνηση των εικόνων, αναπτύσσεται ένας μυστικός διάλογος ανάμεσα στον προσκυνητή και στον προσκυνούμενο. Μέσα από τον διάλογο αυτό, ο προσκυνητής προσευχητικά μεταφέρει στο αγιασμένο εικονιζόμενο πρόσωπο, τα προβλήματα, τους πόνους, τις ανάγκες, την ύπαρξή του ολόκληρη. Έτσι η εικόνα γίνεται δρόμος για να αναπτυχθεί μια ζωντανή σχέση, προσευχόμενου και αγίου. Η παρουσία του ιερού εικονίσματος, της Παναγίας της Εκαντοπυλιανής επιβεβαιώνει το γεγονός. Πόσοι άνθρωποι δεν ταξίδεψαν, από τα πέρατα της Οικουμένης για να την προσκυνήσουν και να της μιλήσουν; Πόσοι πόνοι, δοκιμασίες, κακουχίες, δεν κατατέθηκαν ενώπιων της; Πόσα κύματα της τρικυμίας του βίου, δεν γαλήνεψαν κάτω από το βλέμμα της; Πόσοι δεν ήρθαν με το βαρύ φορτίο της απόγνωσης, με την πικρή γεύση της απελπισίας και έφυγαν με τη γλυκύτητα της ελπίδας.
Ζώντας την εικόνα, η πίστη μας ταξιδεύει στο πρόσωπο που εικονίζεται, Συνομιλούμε αποκτούμε γνώση, βιώνουμε τη χάρη, γινόμαστε κοινωνοί του φωτός που λούζει την ύπαρξή του. Όταν «δενόμαστε» με τον Άγιο, συνδεόμαστε με το Χριστό. Αυτή η επαφή με τον Κύριο κάνει την ψυχή να κραυγάσει, όπως ο Απόστολος Ναθαναήλ στη σημερινή ευαγγελική περικοπή «Ραββί, συ ει ο υιός του Θεού» και όπως ο Φίλιππος ο απόστολος «Ευρήκαμεν Ιησούν» βρήκαμε δηλαδή, συναντήσαμε τον Χριστό, τη ζωή, την Ανάσταση, την σωτηρία, την ανάπαυση, την ελπίδα και το Φως. Αμήν.