Μ. Γ. Βαρβούνης, Καθηγητής Λαογραφίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης
Συχνά τα τελευταία χρόνια γίνεται λόγος για την θέσπιση και για την Εκκλησία ρυθμίσεων που ισχύουν γενικότερα στον δημόσιο τομέα, και συχνά επίσης ο αντίλογος που διατυπώνεται στηρίζεται στο επιχείρημα ότι λ.χ. ο Μητροπολίτης είναι πνευματικός πατέρας και όχι υπάλληλος, άρα δεν μπορεί να συνταξιοδοτείται με όρια ηλικίας και άλλες παρόμοιες δημοσιοϋπαλληλικές διατάξεις. Το σκεπτικό είναι βεβαίως από εκκλησιαστική άποψη σωστό, η εμπλοκή όμως βρίσκεται στο γεγονός ότι για ορισμένες πτυχές των καθηκόντων τους οι Μητροπολίτες κατά κανόνα διεκδικούν την δημοσιοϋπαλληλική λειτουργικότητα, ενώ σε γενικές γραμμές την αρνούνται ή την διαχωρίζουν από αυτό που αναγνωρίζουν και πιστεύουν ως ουσία της αποστολής και της διακονίας τους.
Αν κάτι μπορεί διαχρονικά να παρατηρηθεί από τα μέσα τουλάχιστον του 20ού αι. και εξής στον τόπο μας, είναι ότι η διοικούσα Εκκλησία με μία σειρά από πράξεις της διεκδικεί συστηματικά ρόλο στον κρατικό μηχανισμό, προσπαθώντας να θεωρηθεί μέρος αναπόσπαστο του μηχανισμού αυτού. Την δημοσιοϋπαλληλική λειτουργικότητα διεκδικούν συχνά οι κληρικοί μας τόσο σε πραγματικό, όσο και σε συμβολικό επίπεδο, ιδίως όταν αυτό σχετίζεται με την υιοθέτηση μορφών του δημόσιου τελετουργικού στις εκκλησιαστικές εθιμοταξίες, καθώς αναφέραμε και σε προηγούμενα άρθρα μας. Κι όμως αυτή τη λειτουργικότητα που διεκδικούν σε μία σειρά λειτουργιών που έχει να κάνει με τις αρμοδιότητες τόσο των Μητροπόλεων όσο και των ενοριών, την αρνούνται και την αποποιούνται όταν φτάσει στο σημείο να επιβάλλει τους γενικά ισχύοντες κανόνες της σε ζητήματα της καθημερινής πρακτικής στα οποία η Εκκλησία δεν θέλει να ενταχθεί στα ισχύοντα στον δημόσιο τομέα.
Αυτή η διαδικασία από μόνη της δεν είναι επικριτέα, υπό την έννοια ότι φυσικά η Εκκλησία, με τον εσχατολογικό χαρακτήρα της, δεν μπορεί να γίνει κατανοητή με τους όρους μίας απλής δημόσιας υπηρεσίας. Εκείνο ωστόσο που προξενεί προβλήματα είναι το γεγονός ότι η χάραξη των ορίων και των διαχωριστικών γραμμών μεταξύ δημοσιοϋπαλληλικής πραγματικότητας και πνευματικής συγκρότησης και λειτουργικότητας του «σώματος Χριστού» μένει συχνά θολή και ακαθόριστη, κι αυτό φοβούμαι ότι δεν γίνεται πάντοτε από λάθος ή παράλειψη, αλλά επειδή τόσο η πλευρά της Πολιτείας όσο και εκείνη της Εκκλησίας θεωρούν ότι τα συμφέροντά τους εξυπηρετούνται από αυτή την αοριστία.
Καλό όμως είναι να μην υπάρχουν γκρίζες ζώνες στη σχέση αυτή, όπως άλλωστε συμβαίνει κατά μείζονα λόγο στα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κράτη. Διότι οι ασάφειες και οι αλληλοεπικαλύψεις μπορεί προσωρινά να φαίνεται ότι λειτουργούν ευεργετικά, στην πράξη όμως αποβαίνουν βάσεις για την διατύπωση αμφιβολιών και αμφισβητήσεων, ώστε τελικά να προκύπτουν υποθέσεις που να χρειάζεται να λυθούν ενώπιον των δικαστηρίων. Και δεν εννοώ τις προβλέψεις του καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος, που αποδείχθηκε επαρκέστατος, αλλά τις νοοτροπίες των εκάστοτε διοικούντων, που συχνά αρέσκονται στις «αλληλοπεριχωρήσεις», πιστεύοντας ότι έτσι θα ενισχυθεί τόσο η δημόσια εικόνα τους, όσο και το κοινωνικό κύρος και η ανάλογη αποτελεσματικότητά τους.
Φυσικά ο Επίσκοπος δεν είναι και δεν πρέπει να είναι δημόσιος υπάλληλος. Αυτό όμως πρέπει να το γνωρίζει, να το κατανοεί και να το κάνει κανόνα και ρυθμιστή της δράσης του, όχι μόνο όταν απειλείται η ύπαρξή του σε κάποια Μητρόπολη λόγω πιθανής θέσπισης και εφαρμογής ορίου ηλικίας, αλλά και όταν διοικεί στην καθημερινότητά του, όταν συναναστρέφεται και συνεργάζεται με τους κληρικούς, αλλά και με τους λαϊκούς υπαλλήλους της Μητροπόλεώς του, όταν υπογράφει έγγραφα και χειρίζεται προβλήματα καθημερινής διοίκησης. Επίσης όταν συναντάται και συνομιλεί με παράγοντες της πολιτικής και της δημόσιας ζωής και διοίκησης του τόπου, όπου πρέπει και πάλι το πνευματικό και όχι το δημοσιοϋπαλληλικό κριτήριο να υπερισχύει, με τρόπο εμφανή και ξεκάθαρο.
Είναι πρωτίστως θέμα νοοτροπίας και αντιλήψεως, και δευτερευόντως ζήτημα κανόνων και κανονισμών, κι αυτό πρέπει όλοι να το έχουμε καλά υπόψη μας.