του Αρχιμ. Γρηγορίου Κωνσταντίνου, Δρ. Θεολογίας
Τὰ ὄνειρα αὐτὰ διακρίνονται σὲ δύο τάξεις: σὲ αὐτὰ ποὺ ὅταν ξυπνήσουμε μένουμε ἔκθαμβοι γιατί δὲν αἰσθανόμαστε λύπημενοι, καὶ σὲ ἐκεῖνα ποὺ νιώθουμε μεγάλη λύπη. Ὁ Φρόυντ βλέπει τὰ δεύτερα ὡς τυπικά. Στὴν πρώτη κατηγορία ἡ ἔλλειψη θλίψης ἐξηγεῖται ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι τὸ θυμικὸ ποὺ δινόμαστε νὰ τὸ ἀναγνωρίσουμε στὸ λανθάνον περιεχόμενο, δὲν ὑποβάλλεται σὲ μετατόπιση ποὺ συμβαίνει στὸ παραστασιακὸ περιεχόμενο. Στὰ ὄνειρα τῆς 2ης ὁμάδας ὁ Φρόυντ χρεώνει στὸ ὑποκείμενο τὴν ἐπιθυμία νὰ δεῖ ὄντος νὰ πεθαίνει τὸ προσφιλὲς καὶ συγγενικὸ πρόσωπο ποὺ ὀνειρεύεται.
Οἱ ἀρχὲς αὐτῆς τῆς ἐπιθυμίας γιὰ τὸν Φρόυντ βρίσκονται στὴν πρώτη παιδικὴ ἡλικία. Ὀφείλονται στὸν ἐγωϊσμὸ τοῦ παιδιοῦ καὶ στὴν ἄγνοια ποὺ ἔχει γιὰ τὴν εἰκόνα τοῦ θανάτου ὅπως τὴν ἀντιλαμβάνονται οἱ μεγάλοι ἄνθρωποι. «Τὸ παιδὶ δὲ φαντάζεται τὴ φρίκη τῆς καταστροφῆς, τὴν παγωνιὰ τοῦ τάφου, τὸν τρόμο τοῦ ἀτελείωτου χάους, ποὺ τόσο δύσκολα ἀνέχεται ὁ ἐνήλικος ὅπως ἀποδείχνουν τὰ πεπραγμένα».
Ἡ σωστὴ παρουσίαση μιᾶς εἰκόνας του πῶς ἀντιλαμβάνεται τὸ ἀνθρώπινο πνεῦμα αὐτὲς τὶς σχέσεις παίρνει τὸ παράδειγμα τοῦ Κρόνου καὶ τοῦ Δία γνωστό ἀπὸ τὴν μυθολογία. Αὐτὲς οἱ ἐπιθυμίες ἐκπληρώνονται στὰ ὄνειρα τῆς βης ὁμάδας. Καὶ ἐπιπλέον ἀποτελοῦν ἀπόδειξη πὼς «οἱ σεξουαλικὲς ἐπιθυμίες – ἐφόσον μποροῦμε νὰ τὶς ὀνομάσουμε ἔτσι σ’ αὐτὴ τὴν ἡλικία- ξυπνοῦν ἀπὸ πολὺ νωρὶς στὸ παιδί, καὶ πὼς ἡ πρώτη κλίση τοῦ μικροῦ κοριτσιοῦ πηγαίνει πρὸς τὸν πατέρα του, ἐνῶ τοῦ ἀγοριοῦ στὴν μητέρα του».
Αὐτὴ ἡ τάση παρουσιάζεται ἀντίστοιχα καὶ στοὺς γονεῖς ὡς φυσικὴ ἕλξη. Ὁ ρόλος τῶν γονέων εἶναι καθοριστικὸς στὴ διαμόρφωση τῆς ψυχικῆς ζωῆς τῶν παιδιῶν τους ποὺ προσβάλλονται μελλοντικὰ ἀπὸ ψυχονευρώσεις. Τὸ ὄνειρο λοιπὸν ἀνακαλύπτει τὴν ὕπαρξη τέτοιων τάσεων ἐφόσον δὲν ἔχουν καταφέρει νὰ ἀποσπάσουν τὶς σεξουαλικὲς ἐπιθυμίες ἀπὸ τὸ γονέα, ἀλλὰ διατηροῦν ὡς ἐνήλικες ἀκόμη μία παρόρμηση ὑπὲρ τοῦ ἑνὸς καὶ ἐχθρότητα ἐναντίον τοῦ ἄλλου. Οἱ παρορμήσεις ἂν καὶ ἀνεπιθύμητες συνεχίζουν νὰ ὑπάρχουν, καὶ κλονίζουν τὴ ζωὴ τοῦ ἐνήλικα ποὺ θέλει νὰ αἰσθάνεται ἰσχυρὸς ἀπ’ ὅτι ἦταν παιδί. Ἡ φύση μᾶς ἐξαναγκάζει νὰ ἔχουμε ἐπιθυμίες ποὺ προσβάλουν τὴν ἠθική μας ὅπως π.χ. νὰ ὀνειρευόμαστε σκηνὲς μὲ σεξουαλικὸ περιεχόμενο, ποὺ ἀφοροῦν ἐμᾶς καὶ τὴ μητέρα μας ὅταν πρόκειται γιὰ ἄρρενες, οἱ ὁποῖες συμπληρώνονται στὸ ὄνειρο βλέποντας τὸν πατέρα πεθαμένο.
Ἡ σημασία τοῦ ὀνείρου τοῦ θανάτου προσφιλῶν προσώπων ἔγκειται στὸ ὅτι «οἱ σκέψεις ποὺ σχηματίζονται ὑπὸ τὴν ἐπίδραση ἀπωθημένων ἐπιθυμιῶν διαφεύγουν ἀπὸ κάθε λογοκρισία καὶ ἐμφανίζονται χωρὶς ἀλλαγή», καὶ πὼς «καμιὰ ἐπιθυμία δὲν εἶναι τόσο ξένη ἀπὸ ἐμᾶς». Ἔπειτα «φαίνεται πὼς αὐτὴ ἡ ἀπωθημένη ἐπιθυμία ποὺ οὔτε κἄν ὑποπτευόμαστε τὴν ὕπαρξή της κρύβεται τὶς περισσότερες φορὲς πίσω ἀπὸ τὰ κατάλοιπα τῆς ἐγρήγορσης, τὶς ἔγνοιες ποὺ μᾶς δίνει ἡ ζωὴ ἑνὸς ἀγαπημένου προσώπου». Ἡ ἔγνοια ἐμφανίζεται στὸ ὄνειρο μὲ τὴ μορφὴ ἐπιθυμίας, καὶ ἀντιστρόφως ἡ ἐπιθυμία ἐνδέχεται νὰ κρύβεται πίσω ἀπὸ τὴν ἔγνοια κατὰ τὴ φάση τῆς ἐγρήγορσης στὴ διαδρομὴ τῆς ἡμέρας. Ἡ σχέση αὐτῶν τῶν ὀνείρων μὲ τοὺς ἐφιάλτες εἶναι ἐκτός τῶν ὀδυνηρῶν ἐντυπώσεων, ὅτι ἐμφανίζονται μόνο ὅταν παρακαμφθεῖ ἡ λογοκρισία, καὶ δὲ λειτουργήσει ἡ μετάθεση ποὺ αὐτὴ ἀπαιτεῖ ὥστε «νὰ ἀποφευχθεῖ ἡ ἀνάπτυξη τοῦ ἄγχους καὶ ἄλλων λυπηρῶν αἰσθημάτων».