Του Αρχιεπισκόπου Τιράνων και πάσης Αλβανίας κ. Αναστασίου
Η ειρηνική συμβίωση των θρησκευτικών κοινοτήτων μπορεί γενικά να προέλθει από δύο αντίθετες αφετηρίες. Είτε από την αδιαφορία για τη θρησκευτική εμπειρία, είτε από τη συνειδητή βίωση της βαθύτερης ουσίας της θρησκείας, όπως προβάλλει στη ζωή πολλών εξαιρετικών προσωπικοτήτων όλων των θρησκειών. Αντιστρόφως, η θρησκευτική μισαλλοδοξία και η εχθρότητα ανάμεσα σε συνυπάρχουσες θρησκευτικές κοινότητες είναι δυνατόν να αναπτυχθούν, είτε από σπέρματα θρησκευτικού τύπου, έναν ακραίο δηλαδή φανατισμό, είτε από μη θρησκευτικές ρίζες, π.χ. παράγοντες πολιτικούς, εθνικιστικούς, ή αιτίες ψυχολογικές, ιδιοτελείς, που ζητούν να χρησιμοποιήσουν τη θρησκεία για άλλες επιδιώξεις.
Ολες αυτές οι ρίζες υπήρξαν ισχυρές στο παρελθόν και παραμένουν εύρωστες στην Αλβανία σήμερα. Βάση κοινής αποδοχής για την ειρηνική συνύπαρξη των θρησκευτικών κοινοτήτων, αλλά και των μη θρησκευτικών κύκλων στη σύγχρονη Αλβανία, νομίζω ότι πρέπει να αποτελέσει η ελευθερία της θρησκευτικής συνειδήσεως και γενικότερα ο έμπρακτος σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η ιστορία δεν συσχετίζεται μόνο με το παρελθόν, αλλά συνιστά και το υποσυνείδητο του παρόντος.
Το θέμα έχει, νομίζω, σημασία και για τον ευρύτερο χώρο της Βαλκανικής, αλλά και γενικότερα για τη σύγχρονη διεθνή θρησκευτική πραγματικότητα, δεδομένου ότι ο Χριστιανισμός και το Ισλάμ είναι οι δύο μεγαλύτερες θρησκείες του κόσμου, οι οπαδοί των οποίων υπερβαίνουν το ήμισυ του πληθυσμού της γης και επηρεάζουν πολύτροπα και καθοριστικά την παγκόσμια κοινωνία.
Αλβανοί ιστορικοί και πολιτικοί υπογραμμίζουν με ικανοποίηση ότι «η Αλβανία, παρόλο που ήταν χωρισμένη σε τρεις θρησκείες εχθρικές η μια για την άλλη, δεν γνώρισε θρησκευτικούς πολέμους στην ιστορική της πορεία». Μήπως όμως η διατύπωση αυτή αποτελεί απλούστευση μιας πολυσύνθετης πραγματικότητος;
Το ενδεχόμενο θρησκευτικών πολέμων προϋποθέτει την ύπαρξη διαφόρων θρησκευτικών κοινοτήτων, τη σχετικώς ανάλογη δύναμή τους και τη δυνατότητα συγκρούσεων. Στο χώρο που μας απασχολεί, τέτοιες συνθήκες δεν υπήρχαν στη διάρκεια της πρώτης χιλιετίας μετά Χριστόν. Μέχρι την εποχή του Μεγάλου Σχίσματος της Χριστιανοσύνης, η θρησκευτική ενότητα των Αλβανών ήταν κατά το μάλλον ή ήττον δεδομένη.
Εως τις αρχές του 8ου αιώνα, το Ανατολικό Ιλλυρικό -όπου ανήκε η περιοχή που μας ενδιαφέρει- υπαγόταν εκκλησιαστικώς στη Ρώμη και στη συνέχεια, το έτος 732-733, εντάχθηκε στη δικαιοδοσία του Πατριαρχείου της Κωνσταντινουπόλεως. Μετά τον 13ο αι. διαμορφώθηκαν δύο μεγάλες θρησκευτικές ζώνες, στις οποίες δέσποσαν αντίστοιχα η Ορθόδοξος Εκκλησία στο Νότο και η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία στον Βορρά.
Στην πρώτη λοιπόν αυτή περίοδο, που εκτείνεται από τους αποστολικούς χρόνους μέχρι τα τέλη του 15ου αιώνα, οι Αλβανοί δεν είχαν εσωτερικές συγκρούσεις ή αντιπαραθέσεις, έστω και αν οι επιδράσεις ήταν έντονες και από την Ανατολή και από τη Δύση. Στη δεύτερη περίοδο, την εποχή της οθωμανικής κυριαρχίας, παρατηρήθηκε συνεχής αιμορραγία των χριστιανικών κοινοτήτων προς όφελος της μουσουλμανικής. Οι εξισλαμισμοί κορυφώθηκαν στο 16ο και 17ο αιώνα.
Τάση εξισλαμισμού
Ετσι διαμορφώθηκαν τελικά, παράλληλα με τις δύο χριστιανικές Εκκλησίες, και οι ισλαμικές κοινότητες των σουννιτών και των μπεκτασήδων, καθώς και μερικών ακόμη αιρετικών σιιτικών ομάδων. Μεταστροφή μουσουλμάνων στο χριστιανισμό δεν ήταν δυνατή, εφόσον η ισλαμική νομοθεσία απαγόρευε αυστηρώς στους μουσουλμάνους, επί ποινή θανάτου, την αλλαγή θρησκείας. Και βεβαίως δεν υπήρχαν περιθώρια θρησκευτικών πολέμων ή συγκρούσεων μέσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Μεταξύ των Αλβανών παρατηρήθηκε εντονότερη ροή προς το Ισλάμ, από ό,τι σε άλλες εθνότητες των Βαλκανίων. Ο Teki Seleniça, στο βιβλίο του «Η Αλβανία του 1927», γράφει: «Οι Τούρκοι βρήκαν στους Αλβανούς τους συντρόφους και οι Αλβανοί βρήκαν στους Τούρκους έναν Αφέντη, ο οποίος τους άνοιξε ελεύθερο πεδίο για να πραγματοποιήσουν όσα επιθυμούσε η καρδιά τους. Η Τουρκία τους έδινε οτιδήποτε ήθελαν: περιουσίες, τιμές, άρματα».
Ως βασικοί λόγοι των ευρείας κλίμακος εξισλαμισμών έχουν επισημανθεί: το ενδιαφέρον ορισμένων πλουσίων να διατηρήσουν την ευμάρειά τους, το παιδομάζωμα, οι εθνικοί και πολιτικοί ανταγωνισμοί, η προσηλυτιστική δράση ενθουσιωδών μουσουλμάνων, κυρίως δε η επιθυμία των καταπιεζομένων χριστιανών να απαλλαγούν από την ιδιότητα του «ραγιά» -που συνεπαγόταν βαριές φορολογίες και ταπεινώσεις- για να ενταχθούν στην προνομιούχο τάξη.
Εκτός από τους γενικούς λόγους που έχουν προσδιορισθεί για τους εξισλαμισμούς χριστιανών διαφόρων εθνοτήτων, μια επιπρόσθετη και πολύ σημαντική αιτία, που έως σήμερα δεν έχει δεόντως επισημανθεί, υπήρξε νομίζω, το γεγονός ότι οι Αλβανοί στερήθηκαν ένα ισχυρότατο έρεισμα που διέθεταν άλλοι γειτονικοί λαοί. Μια χριστιανική γραμματεία στη μητρική τους γλώσσα.
Ασθενής θρησκευτική αντίσταση
Η απουσία ανεπτυγμένου γλωσσικού οργάνου μείωσε τη θρησκευτική αντίσταση των Αλβανών, οι οποίοι ήταν υποχρεωμένοι, εκτός από τη δική τους γλώσσα, που παρέμενε άγραφη, να χρησιμοποιούν και μια δεύτερη ή και τρίτη· οι μουσουλμάνοι την αραβική και την τουρκική, ενώ οι ορθόδοξοι την ελληνική και οι ρωμαιοκαθολικοί τη λατινική και την ιταλική. Αν είχε εγκαίρως διαμορφωθεί μία γραπτή εθνική αλβανική γλώσσα και είχε μεταφρασθεί σ’ αυτή μέρος έστω από τον πλούτο των χριστιανικών κειμένων, όπως συνέβη με άλλους βαλκανικούς λαούς, πράγμα που θα βοηθούσε στην ανάπτυξη σταθερής χριστιανικής συνειδήσεως, η θρησκευτική εξέλιξη θα ήταν ίσως διαφορετική.
Οταν, αργότερα, άρχισαν τα απελευθερωτικά κινήματα μέσα στην οθωμανική αυτοκρατορία, αρκετές φορές οι ορθόδοξοι Αλβανοί συμμάχησαν με άλλους ορθοδόξους της Βαλκανικής, ενώ οι μουσουλμάνοι Αλβανοί σε πολλές περιπτώσεις πολέμησαν στο πλευρό των κυβερνώντων Οθωμανών. Αναφέρονται 27 Αλβανοί που αναδείχθηκαν βεζίρηδες της Υψηλής Πύλης και 100 διοικητές ταγμάτων γενιτσάρων. Αλλ’ επίσης έχουμε περιπτώσεις, όπως στη Σκόδρα του 18ου αιώνα, όπου μουσουλμάνοι Αλβανοί συμμάχησαν τόσο με τους ορθοδόξους, όσο και με τους ρωμαιοκαθολικούς εναντίον των Οθωμανών.
Γενικά, παρά τις θρησκευτικές, φυλετικές και εθνικές διακρίσεις, κατά την περίοδο της οθωμανικής αυτοκρατορίας διαμορφώθηκε στην ευρύτερη περιοχή της Βαλκανικής ένας κοινός πολιτισμός, στη δημιουργία του οποίου συνέβαλαν όλοι οι λαοί, προσφέροντας την ιδιοφυία και την ιδιαιτερότητά τους. Σ’ αυτή την πολιτιστική ζύμωση πήραν μέρος και οι Αλβανοί, ανεξαρτήτως θρησκείας.