Σταύρος Γουλούλης
Μία αρχαία παράδοση της Εκκλησίας είναι η τέταρτη μεταπασχάλια εβδομάδα των Συνάξεων σε τοπικό επίπεδο. Tη γραμμή αυτή συνέχισε η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος που ο Κωνσταντίνος οργάνωσε στη Νίκαια το 325 (20 Μαΐου, Πάσχα 18 Απριλίου, 5η εβδομάδα), εφόσον τα έργα στη νέα πρωτεύουσα Κων/πολη ήταν σε εξέλιξη. Υπάρχει όμως αγιολογική παράδοση που θέλει τους πατέρες της Συνόδου αυτής να τα επισκέπτονται και να τα ευλογούν. Υπήρξε η πιο σημαντική σύνοδος όχι μόνον γιατί έθεσε τις βάσεις του χριστολογικού δόγματος, αλλά και γιατί κανόνισε τη διοικητική συγκρότηση της Εκκλησίας, η οποία ήταν ήδη εξαπλωμένη παντού, προερχόταν από 250 χρόνια διωγμών και χρειαζόταν μία αφετηρία αποφάσεων, αλλά και την ισχυρή βούληση ενός πολιτικού ηγέτη να επιβάλει το κύρος της. Ο χρόνος άρχισε να μετρά από την ίδρυση της Κων/πόλεως (8 Νοε. 324, εγκαίνια: 11 Μαΐου 330), όπως ήδη οι Ρωμαίοι μετρούσαν από την ίδρυση της Ρώμης (AUC, 21/4/753 π.Χ.).
Οι επτά οικουμενικές σύνοδοι οργανώθηκαν την πρώτη χιλιετία όλες στην Ανατολή με πρωτοβουλία του αυτοκράτορα Κων/πόλεως, επομένως εξαίρουν τον ρόλο της. Οπως συνήθιζαν οι Ρωμαίοι να επανέρχονται ανά τακτά διαστήματα, δηλαδή στρογγυλό αριθμό ετών, ακολούθησε η Β΄ Σύνοδος στη νέα πρωτεύουσα στα 380/81, στα 50/1 χρόνια από τα εγκαίνιά της (11-5-330), με την παρουσία της μεγάλης προσωπικότητας του Γρηγορίου Θεολόγου, επιβάλλοντας τα περί Αγίου Πνεύματος του Θεού και εξαλείφοντας οριστικά τον κύκλο του αρειανισμού. Τέθηκε υπό τον έλεγχο του Θεοδοσίου Α΄, ο οποίος τότε ακριβώς (27-2-380) επέβαλε τον Χριστιανισμό ως μοναδική επίσημη θρησκεία του ρωμαϊκού κράτους. Η Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος με θέματα σχετικά με τη Θεοτόκο συνήλθε 50 χρόνια μετά, το 430/31 στην Εφεσο (=100/1 χρόνια Κων/πολης), τόπο που έζησε ο προστάτης της Ιωάννης Θεολόγος, προστάτης της μητέρας του Χριστού. Η επόμενη οργανώθηκε το 450/51 (=120 χρόνια Κων/πολης) στη Χαλκηδόνα, απέναντι από την Κων/πολη, με θέματα τα της διπλής φύσεως του Χριστού, αλλά και επιβάλλοντας την Κων/πολη ως ισότιμο πατριαρχείο προς τις τρεις αρχαίες Μητροπόλεις (Αντιόχεια, Αλεξάνδρεια, Ρώμη), σε συνδυασμό με την ανάδειξη της Ιερουσαλήμ. Είχε ολοκληρωθεί ο χάρτης των πέντε πλέον κυρίαρχων πατριαρχείων με τη μητέρα Εκκλησία Ιερουσαλήμ, τη διοικούσα Εκκλησία Κων/πολης, έδρα του αυτοκράτορα, τη Ρώμη, παλαιά έδρα της αυτοκρατορίας, αλλά και τα δύο ιστορικά πατριαρχεία, της Αντιόχειας, όπου συγκροτήθηκε πρώτα η Εκκλησία των εθνών (π. 48 μ.Χ) και της Αλεξάνδρειας, με το πνευματικό της οπλοστάσιο και την πρωτοπορία της επιστήμης που κατείχε (π.χ. στον καθορισμό του Πάσχα, κτλ).
Η επόμενη Οικουμενική σύνοδος έγινε το 553, 100/101 χρόνια μετά την Δ΄, πάλι στην Κων/πολη, με θέματα τους περί Αγίας Τριάδος όρους της πίστεως και την καταδίκη αιρετικών συγγραμμάτων. Η Στ΄ Οικουμενική σύνοδος οργανώθηκε το 680/81 (=350 χρόνια Κων/πολεως) καταδικάζοντας τον μονοθελητισμό. Η Πενθέκτη Οικουμενική σύνοδος (691) στον Τρούλλο των Ανακτόρων της Κων/πολης, η οποία επικύρωσε τα θέματα των δύο προηγούμενων συνόδων, ενεργώντας και μία γενική εκκαθάριση σε ζητήματα αρχαίων παραδόσεων που είχαν επιβιώσει στο ποίμνιο της Εκκλησίας, σχετίζεται με το έτος από κτίσεως κόσμου που μετρούσαν στο Βυζάντιο (5508/9 π.Χ. = 6200). Πιθανόν θεωρήθηκε τότε ως η τελική διαγραφή των αιρέσεων και πλανών, αλλά προέκυψε το θέμα των εικόνων, ζήτημα της Ζ΄ Οικουμενικής συνόδου πάλι στη Νίκαια (787). Το 879/880 (550 χρόνια Κων/πόλεως) έγινε στην Αγία Σοφία η λεγομένη 8η Οικουμενική του Φωτίου. Η Ογδοάδα συμβολίζει την αναγέννηση.
Οπως φαίνεται η επιλογή των ετών ενισχύει την ηγεμονική ιδέα του εδρεύοντος στην Κων/πολη οικουμενικού αυτοκράτορα με βάση την αρχή της περιοδικότητας. Κάτι που εξηγεί, μεταξύ άλλων πιο σοβαρών λόγων, γιατί η Ρώμη συνεχώς απουσίαζε με επίσημη αντιπροσώπευση στην Ανατολή. Τόπος συνεδριάσεων ήταν η Κων/πολη εναλλακτικά με Νίκαια, ουσιαστικά ως παράρτημα της Κων/πολης, και Εφεσο, λόγω της διαμονής εκεί αποστόλων (Παύλου, Ιωάννου Θεολόγου). Σύμφωνα με το τότε πολιτικό σύστημα το οποίο η Εκκλησία ακολουθούσε, ο αυτοκράτορας ήταν υποχρεωμένος να επιβάλει ως νόμο του κράτους τις αποφάσεις έναντι εκείνων που δεν τις δέχονταν. Επομένως δεν πρέπει να θεωρείται ως εκδήλωση καθαρού καισαροπαπισμού συλλήβδην ο ρόλος των αυτοκρατόρων στις Οικουμενικές συνόδους. Επέβαλλαν απλώς τις αποφάσεις.
Βέβαια για λόγους συνοχής κράτους και κοινωνίας, ενίοτε οι Ρωμαίοι ηγέτες ενίσχυαν αιρετικές θέσεις, ουσιαστικά εναλλακτικές λύσεις. Δεν μπορεί να θεωρηθεί ως απολύτως «κακό» η ενότητα της αυτοκρατορίας. Θεολογικές θέσεις Ανατολιτών έτειναν στην αίρεση, εφόσον ως επίγονοι μίας πανάρχαιας πολιτιστικής παράδοσης αυθαιρετούσαν με κίνδυνο τη διάλυση του κράτους. Επομένως η κριτική μερικών υπερ-Ορθοδόξων πρέπει να είναι πιο αμβλεία.
Αντίστοιχο φαινόμενο δεν παρατηρείται στη λατινόφωνη Ρώμη, η οποία οργάνωσε πολύ μεγαλύτερο αριθμό Συνόδων τις οποίες θεωρεί συνέχεια των οικουμενικών. Αλλά και για τη Νέα Ρώμη και το Οικουμενικό πατριαρχείο δεν υπάρχει κάποια ιστορική ή διπλωματική πηγή για την έξαρση του χρόνου της Κων/πολης· το συμπέρασμα εξάγεται από τη σύγκριση που γίνεται στα επτά-οκτώ χρονικά ορόσημα με αφετηρία το 330, έτος ιδρύσεως της Κων/πόλεως.
Εφημερίδα «Κιβωτός της Ορθοδοξίας»