Ιεροδιακόνου Χερουβείμ Τσίνογλου, Διακόνου Ι.Ν. Αγίων Πάντων Εδέσσης
Προϊόν προοδευτικής κουλτούρας, φιλελεύθερης ιδεολογίας, αλλά κυρίως εγωπαθούς καρδίας η άθρησκη ιδεολογία, φιλοσοφία ή όπως αλλιώς. Χαμένος ο άθρωπος του 21ου αιώνα μέσα στα συσσωρευμένα αδιέξοδα που του έχει δημιουργήσει η απουσία της Χάριτος του Θεού, θρησκεύει. Θρησκεύει στην ύλη, στο πνεύμα, σε θεούς, σε είδωλα, στον εαυτό του. Θρησκεύει ασυστόλως στις επιθυμίες και τους συλλογισμούς του ιεροποιώντας κάθε γέννημα της νοσηρής ανθρώπινης πεπτωκυίας φύσεως. Ακόμη και όταν διατρανώνει τοις πάσι τις δήθεν άθρησκες ιδεολογικές του τοποθετήσεις, συλλαμβάνεται να θρησκεύει έντονα στο αίσθημα-συναίσθημά του, στη λογική του, στην ιδέα περί του «εγώ» του.
Θρησκεύει γιατί θεοποιεί, αν όχι χονδροειδώς κάποιο υλικό κομμάτι της κτίσης, τότε σίγουρα λεπτοφυώς κάποια ιδεολογία, ένα σύνολο συναισθημάτων, ένα αυτοείδωλο εν ολίγοις. Η νόσος του θρησκεύειν είναι αυτή που δημιουργεί στον άνθρωπο την ανάγκη να πιστέψει, να λατρεύσει και να εξιλεώσει, αφού πρώτα ο ίδιος θεοποιήσει αυτό το κάτι που του κέντρισε το θαυμασμό ή το φόβο ή οποιοδήποτε άλλο συναίσθημα, ώστε να το θεωρεί ανώτερο και δυνατότερό του. Εξ αιτίας αυτής της νόσου ολόκληρες ανθρώπινες κοινωνίες θεοποίησαν τη φωτιά, τον ήλιο, το νερό, τον αέρα, ιδέες, σκέψεις, οράματα. Ανάλογα πάντα με το πνευματικό επίπεδο μίας κοινωνίας παράγονται από τα μέλη της οι θεότητες στις οποίες αυτή θρησκεύει.
Σήμερα ο άνθρωπος εκσυγχρονισμένος και εφοδιασμένος με τη γνώση του παρελθόντος εκσυγχρονίζει τα θρησκευτικά δεδομένα και θεοποιεί χωρίς να το αντιλαμβάνεται τον ίδιο τον εαυτό του και τις επιθυμίες του. Σε τι διαφέρει άραγε από τον αρχαίο Ελληνα ο δήθεν άθρησκος άνθρωπος; Αφού λατρεύει όλο το δωδεκάθεο και κάτι παραπάνω. Η αλλοτριωτική αυτή εσωτερική κατάσταση του ανθρώπου του δημιουργεί την ανάγκη απελευθέρωσης από τα στεγανά μιας θρησκείας και την οριοθέτηση του Θεού μέσω δογματικών διατυπώσεων. Αρνείται να δεχθεί δόγματα και παντός είδους αξιώματα μιας κάποιας θρησκευτικής ομάδας και αυτοονομάζεται άθρησκος.
Πλέον όμως με την «απελευθέρωσή» του αυτή από τις θρησκευτικές αξιώσεις και την ηθική που προκύπτει εξ αυτών, απελευθερώνεται από τον έλεγχο μιας κάποιας ηθικής και ορίζει την ηθική σύμφωνα με τα δικά του μέτρα. Aυτός άλλωστε είναι και ο βαθύτερος σκοπός μιας τέτοιας επιδιώξεως. Είμαι άθρησκος, άρα δεν περιορίζομαι από θρησκεία ούτε εγώ, ούτε ο Θεός μου, παρότι δημιουργώ τη δική μου προσωπική θρησκεία που συνοψίζεται σ’ αυτό που λέμε «η θεωρία μου», «τα πιστεύω μου», «ο δικός μου θεός».
Προσπαθώντας να ξεφύγει από δόγματα βρίσκεται ο ίδιος να δογματίζει. Δημιουργεί τη δική του ηθική και θέτει ως φρουρό τον εγωισμό του, ο οποίος διασφαλίζει την ακεραιότητα των θρησκευτικών του πλέον πεποιθήσεων. Ο άθρησκος λοιπόν θρησκεύει. Πού; Στον εαυτό του και κατ’ επέκτασιν στα πάντα. Αυτό θυμίζει και το προτεσταντικό πάνθεο που ορίζει ποικιλοτρόπως το Χριστό τον λεγόμενο «δικό μου Χριστό». Δεν διαφέρει πολύ απ’ το να θρησκεύει κανείς στα συναισθήματα και τις επιθυμίες του. Απλά τις ονομάζει Χριστό.
Υπάρχουν όμως και πραγματικά άθρησκοι άνθρωποι. Ανθρωποι που δεν θεοποιούν κάτι, που δεν έχουν την ανάγκη να ορίσουν το Θεό τους και να φροντίσουν να διατυπώσουν τον ορισμό του Θεού τους με δόγματα. Υπάρχουν άνθρωποι που δεν περιορίζουν το Θεό σε θρησκεία αλλά τον γνωρίζουν αποκαλυπτικά, βιωματικά, εμπειρικά. Αυτοί δεν δέχονται θρησκευτικά συστήματα παρότι φαινομενικά δίνεται η αίσθηση ότι θρησκεύουν και λατρεύουν το Θεό τους με πρότυπα θρησκευτικής λατρείας. Αυτοί είναι οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί.
Ο Ορθόδοξος Χριστιανός πιστεύει στο Θεό τον οποίο ζει, και ορίζει το δρόμο προς Αυτόν διά των δογμάτων. Δεν τον περιγράφει γιατί δεν τον κατανοεί, «Θεόν φράσαι μεν αδύνατον νοήσαι δε αδυνατώτερον» κατά το Θεολόγο Γρηγόριο. Τα δόγματά του τα ολοκληρώνει η εμπειρία, στην οποία τα ίδια οδηγούν. Η εμπειρία της θεώσεως που έπεται της καθάρσεως και του φωτισμού, είναι εμπειρία πληρωτική κάθε κτιστού λόγου και δογματικής διατύπωσης. Η Εκκλησία δεν όρισε τι είναι Θεός, δεν θεολόγησε νοησιαρχικά, λογικά, φιλοσοφικά, με συγκεκριμένη αποδεικτική συλλογιστική. Η Εκκλησία στη διαχρονία της ζει μιαν αποκάλυψη∙ η δε επιβεβαίωσή της δεν είναι ένα υποκειμενικό και αόριστο βίωμα αλλά ακολουθία πεπατημένης οδού που οδηγεί στην πείρα του Θεού.
Η πίστη επομένως σε μία αποκάλυψη και η βιωματική συσχέτιση με τον αποκαλυπτόμενο Θεό υπερβατικώς, η πείρα των ακτίστων ενεργειών του Θεού, δεν συνιστά επ’ ουδενί λόγω, θρησκευτικό βίωμα. Ακόμη και αν φαινομενικά η ύπαρξη δογμάτων, ηθικής, λατρείας και άλλων στοιχείων θρησκευτικού χαρακτήρος θυμίζουν θρησκευτικό σύστημα, εν τούτοις η Ορθοδοξία δεν είναι θρησκεία, γιατί όλα τα παραπάνω δεν απορρέουν από την ανθρώπινη λογική και το συστηματικό ορισμό αλλά από την αποκάλυψη του Θεού. Το δόγμα είναι περιχαράκωση του γνησίου βιώματος, η ηθική απόρροια της βιωματικής συσχετίσεως με το Θεό, όπως αυτή νοείται πατερικώς, ως κάθαρση, φωτισμός και θέωση και η λατρεία από την ανάγκη του ανθρωπίνου νου να ενωθεί παντοιοτρόπως με το Θεό.
Εφ’ όσον λοιπόν το θρησκεύειν εστί θεοποιείν, το ορθοδοξείν, ως πίστη στον αποκαλυφθέντα Θεό και πείρα των ακτίστων ενεργειών Του με κορύφωση τη θεοπτία, εστίν αληθώς θεολογείν. Ο πραγματικά Ορθόδοξος, ο οποίος διά της ορθοπραξίας, που εδραιώνεται με την πρώτη πίστη, την εισαγωγική, φτάνει στην έμπειρη πίστη και τη θεοπτία, είναι ο μόνος γνήσια άθρησκος άνθρωπος. Είναι ο μόνος άνθρωπος που ξεπερνά την ανάγκη να δημιουργήσει το «δικό του Θεό», το θεό των αδυναμιών του, των συναισθημάτων ή και των δυνατοτήτων του. Ο θεόπτης είναι θεολόγος και δεν θρησκεύει αλλά ολοκληρώνεται εν Χριστώ και φθάνει βαθμηδόν στο σκοπό του, να γίνει θεός κατά Χάριν, καθρέπτης καθαρός που αντικατοπτρίζει το Θεό και γίνεται ομοίωμά του.
Αν θες λοιπόν να δηλώνεις άθρησκος και ταυτόχρονα μιλάς για το «δικό σου θεό» γνώριζε ότι θρησκεύεις νοσηρά στην εγωπάθειά σου και στο περίφημο αυτοείδωλό σου. Το λατρεύεις άμεσα και έμμεσα και ορίζεις εσύ τα όρια της ηθικής σου η οποία συνάδει με τα δόγματα που ίσως δεν έχεις αποτυπώσει στο χαρτί αλλά τα διατρανώνεις με τους λόγους σου και στηρίζεις μ’ αυτά και τη λατρεία προς το «δικό σου Θεό», τον τρόπο δηλαδή της ζωής σου. Αν θες να γίνεις άθρησκος πραγματικά και να ζήσεις τον πραγματικό Θεό «καθώς εστί», γίνε Ορθόδοξος.
Εφημερίδα «Κιβωτός της Ορθοδοξίας»